Ο ΖΗΛΟΣ ΤΟΥ ΜΗ-ΣΧΕΤΙΚΟΥ ΜΕ ΠΑΡΟΡΑΜΑΤΑ

ΘΑΛΑΣΣΑ: Η ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ

Μια μεγάλη θάλασσα στο τετράγωνο είναι μάλλον ένα πέλαγος

μια μεγάλη θάλασσα στον κύβο είν' ο βαρυστέναχτος ωκεανός...

Ο μετάλλινος λυρισμός του γηραλέου αιώνα μας

του μυτερού καιρού μας του ουρανοξύστη

που νυχτερεύει σ' ακατέργαστον έρωτα διδάσκοντας

ερημία στην έναστρη γλαφυρότητα της καμπύλης

κι ανεχόρταγα φιλιέται στα νυχτιάτικα κοιμητήρια

με την ψηλόφλογη κι απαρομοίαστη άλγεβρα

τη στιλπνότατη αραπίνα του Μεσαίωνα –

ο μετάλλινος λυρισμός που διαφεντεύει τα πλήθη και συνταράζει

το γαλαζοπράσινο ροχάλισμα των κυμάτων

εκείνος οπού ποτέ του δεν την έμαθε

την αθάμπωτη ψωταψία της ακατάκριτης τίγρης

κάνει χιλιάδες την οργή κι αμέτρητη τη θλίψη

βρομίζοντας τη μεγάλη μας αρχαιότητα: τη θάλασσα

τη λάμπουσα μητέρα της βιολογίας.

 

Τι σύνολα συνωστίζονται στα ευλύγιστα του Νηρέα τα βάραθρα

τι σύνολα διαπρέπουν έρημα κι αλάλητα

στη μονοκόμματη σιγή στ' αξήλωτα τα βάθια...

Βλέπεις τον εύοσμο ρυθμό φιλότητας και έριδας

τον άρρητο ρυθμό που δεν αλλάζει

μα όμως ούτε που μεινέσκει μια κατάφορτη στιγμή

στα βρόχια της ασάλευτης ταυτότητας

έστω και ένα κοιμισμένο δευτερόλεπτο

στην ίδια λάμψη την αλαφρογέννητη

στου γέρο-φόβου το χιλιοσκότεινο κάτεργο

μη στέργοντας το ίδιο το στασίδι –

μακρόσυρτο και άναυδο μυστήριο

που ρέπει μ' άφαντους χορούς απ' αναρίθμητα

τραγουδιστά κι αμάντευτα ηλεκτρόνια

στη μανιώδη κίνηση τη σκλάβα του νερού με τόσα χρώματα.

 

Βλέπεις τη φύση και τη λες Αγνούλα μέσ' στη θάλασσα

την ομορφιά στοχάζοντας πιότερο δακρυσμένη

τα ερεβώδη γεγονότα δίχως

του προπάτορα πόνου την αλλόφρονη κραυγή

το άπειρο κοντινότερο στην οικουμένη.

Βλέπεις τη μάνα τρικυμία σαν αρχόντισσα

να συναδράχνει τα δρακόντεια παιδιά της

τα γαλανόστηθα κύματα στον πόλεμο

τον αναμάρτητο με τ' άστρα.

 

Βλέπεις την άσπιλη κι ατρέμιστη σιγή

σε γάμο στυγερό με τα ουρλιάσματα

κραδαίνεις ύψη γοερά, την άσωτη χαρά την καταιγίδα

να τους κερνά τους κεραυνούς ωσάν

ξεστήθωτες νεράιδες κι όπως

ο μέγας υετός απ' του νερού το βάρβαρο φτεράκισμα,

το λάγνο βροντοκόπι, ξεθυμαίνει

ηδονικά ραγίσματα στα λιπόσαρκα σύγνεφα τα ξεθεωμένα

χαρίζουν ένα λιγοστό γαλάζιο βλαστερής ουρανοφάνειας

προβάλλει σώος ο μουγγός ο ήλιος ο μαχαιροβγάλτης

και τη μαυρίλα γύρωθε την κρεουργεί και την πεθαίνει

γιατί είν' αυτός που και τη νύχτα τη γενέτειρα

την έχει στη δική του τυραννίδα

την έχει και του τραγουδά στο βάραθρο

με μια μεγάλη φεγγαρόχαρη κιθάρα.

 

Στομώνει ο ύπνος τη ζωή και την υψώνει ώς το θάνατο

τη στεφανώνει μ' ένα έρημο στραφτάλισμα του Άδη

κι αν είναι δόξασμα θωριάς η πικροθάλασσα

κι αν είν' το πιο ζωγραφιστό και θείο χασομέρι

καθώς απλώνει τον αφρόπλαστο χιτώνα της το τίποτα

στα σεμνόχρωμα βράχια τα ορυχτόζωα

κι αλλάζοντας αμέσως αθωότητα

πισωδρομίζει στα δικά της τρυφερά σκοτάδια

σημάδι της αλήθειας τούτης ας υπάρχει

του ποιήματος ο ήχος.

 

Η ΑΓΑΛΛΙΑΣΗ ΠΟΥ ΜΕ ΔΕΡΝΕΙ

Ίσως να είναι όλα υπέρ του μέλλοντός μου

συμφορές περιπέτειες υπογραμμίζοντας κάρβουνα.

Βομβούν ελπίδες από συνήθεια το έμφυτο βιολοντσέλο

συμψάλλει ησυχασμούς

η πρώην κατάσταση νύσσοντας

την εύλαλη παννυχίδα.

Τιτρώσκει ο δυόσμος εκτεταμένος την άγουρη μύτη μου

στρατευμένη είπα πως είναι κ' η αράθυμη

λάμψη του αστραπόβροντου

φθεγγόμενος νιρβάνα στο μεγάλο τηγάνι

/τέτοιες οι μείζονες αιωνιότητες/

αμφιεσμένος με άνθηση από νεολιθικά κεφάλαια

φρενοβλαβείς ιεροδιάκονοι

χρωματιστοί που θυμιατίζουν ενοράσεις

κ' η αττική σύνταξη ολωσδιόλου έκπληκτη τα 'χει χάσει

μέσα στο βοερό Βυζάντιο

αμαυρώνοντας ακατόρθωτα του θανάτου την ευκρίνεια.

Οι μέλισσες που φεύγουν τον καπνό δίχως καθόλου

να συλλογιούνται την πραότητα

της ευανάγνωστης καρδιάς την τόσο αγαπητική

κι ατάραχτη καύση

καθώς οι ερωτιάρηδες Ελλάμψιμοι καταφλεγόμενοι

στα κορφοβούνια λησμονούν τη θράκα τους.

τέχνη είν' η συγκίνηση που σε τινάζει πάντα στον αέρα.

 

ΣΠΡΩΧΟΝΤΑΣ ΟΛΟΕΝΑ ΤΟΥΣ ΒΟΡΙΑΔΕΣ

Απολάκτισε επιτέλους του λεκτικού

τις λαίμαργες διαθλάσεις

μη συναρμόζεις πια φωνήεντα και σύμφωνα

έβγα στη βρύση της λαλιάς με ένα τίποτα

με το ευρύχωρο βλέμμα σου νοικιασμένο

στο θάνατο.

Η σιγή μεταβάλλει τις λέξεις σε χάπια

που γυροφέρνουν ανώφελα τον ύπνο.

 

ΤΟΤΕ ΜΕ ΤΙΣ ΤΑΡΑΧΕΣ

Φόβος και τρόμος: του αίματος η πρωτοπορία

χασάπικο της ανάσας τα πλεμόνια μου στην αιθρία

φιλοδώρημα μεταφυσικό η φαντασίωση

μηρυκάζοντας στη βοσκή μου δροσερά δευτερόλεπτα

στο θνητό της ημέρας εικόνισμα: το σούρουπο

οπού τη νύχτα

την κλώθει

την εξαναγκάζει

σε φανέρωση πάλι.

Σύννεφα διφορούμενα σαθρά τ' ουρανού σκαλαθύρματα

/ή φληναφήματα;/

στα μάτια σας διαβάτες και επωχούμενοι

πυροφάνι ασταμάτητα ο σκοπός –

ανάμεσα σε οπαδούς και πλειοψηφίες

υποφέρω την άσπιλη κίνηση.

Ζωώδης επάρκεια

υλοφροσύνη σε επίπεδο ορυκτού;

Μένω άναυδος φλερτάροντας

από ώρα το ξυραφάκι.

Μονότερμα η συμφορά κ' η αλκοόλη ερωτεύεται

στίλβουσα το νευρικό μου σύστημα

προκαλώντας των κυττάρων του την αφόρητη έξαψη.

Αχ τι αφλογιστία να γράφουμε ποιήματα...

 

ΠΑΥΣΙΠΟΝΟΝ

Το βλέμμα φτάνει άνετα στη Λισαβώνα

έχω σχεδόν αποδημήσει στα εναύσματα

θα 'θελα να σου επιστρέψω την αφή σου

χαρίζοντάς σου και τα δέκα μου δάχτυλα

μνημονεύουμε μυστήριο:

μνημονεύουμε ηλιθιότητα, μα εμένα

με φρουρεί συνέχεια η εναρθροσύνη

το τρίγωνο εμπαίζει κι αυτό τα ανύπαρκτα

ουράνια συνεχώς με τρία ύψη

δευτερεύοντες άγγελοι διαρκώς συστρέφονται

στον ύπνο πετυχαίνουμε το σοσιαλισμό μας.

Κουφάλογο – αυτή 'ναι – η αδιόρατη καλοσύνη

χασμουρητό του έαρος μυωπική νοσταλγία.

Είμαι ακέραιος ωσάν του Άγιου Πάνθηρα τα σαγόνια

κοιτάζοντας απ' τη γαλάζια κλειδαρότρυπα

τις λινές του Ιησού βλεφαρίδες που ο άνεμος

με τον αντίχειρα ξαναχαϊδεύει σήμερα

στα ανεπρόκοπα βράχια της χαμηλόφωνης Ιουδαίας.

Οσμίζομαι καταιγίδα στο έπακρο

μα η καρδιά μου απουσιάζει στ' αγριολούλουδα.

 

ΘΕΡΙΝΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ

Ζούμε απ' το μέλλον τη σύγχρονη υπερένταση της Ιστορίας

τον Άξεστο Φασουλή που κρέμεται στο παλκοσένικο ένθεος

από ταχύτατες κλωστές αφάνταστα θρησκευτικές κι ασυμπόνετες –

το χειροποίητο λεξιλόγιο της Συνταρακτικής:

εμπειρία οπού αμνηστεύουμε ειδύλλια διαμελισμένα

η αφερέγγυα οικειότητα της υπάρξεως

που ονομάζουμε κάλλος ή θεοφοβούμενη λησμοσύνη

πολύχορδη ιατρική πολυτέλεια.

Η ελπίδα μου σώπασε ω Πολύμνια

δίχως θέαση το Απόλυτο λιμοκτονεί μα η ώρα του θα 'ρθει

ωσάν ορμητική βλάβη της αντικειμενικότητας.

Χρήσιμο αναβλύζει απ' το άχρηστο.

Προφορική είναι πάντα η αλήθεια, τα γραφτά μας

αποκοπτόμενα με του αστάθμητου

το αυθεντικό πολύφωνο ψαλίδι.

 

ΔΕΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΝΑ ΘΡΗΝΗΣΩ ΤΙΠΟΤΑ

Η κατασπάραξη του νου με συναρπάζει

κι αυτό εγώ το λέω exercitium aeternitatis.

Τρέφομαι από κάποιαν απόγνωση γιομάτη αμάθεια

στον άνεμο χτυπιέται ωσάν ακούραστο φυλλαράκι

/κάποτε μ' αυτά μου τα επίθετα οφείλω να τερματίσω/

κατασκευάζω βλέμματα δίχως κανένα οπτικό πεδίο

στην άκρη κάθονταν τυφλές με μία Σύνοψη η Φούλα

η αθάνατη Κάστρου κι ο αλειτούργητος Μοσκιός

/αρχινήσαμε πάλι τις άκαρπες θλιβερές κωδωνοκρουσίες/

τιμώντας το έγκλημα ευλαβικά στις τέσσερες διαστάσεις.

Κάποιος τώρα στην Κεϋλάνη ξεπαρθενεύει τη θυγατέρα του

την έχει τούτη τη στιγμή από κάτω απ' τα σκέλια του

την αρπάζει απ' τους ώμους τη θέλει σ' όλο της το βάθος

κανένα φίλημα στο στόμα η όψη του τινάζει

κάτι τρομερές φλογάρες

τη φωτιά της οντότητας που φτωχαίνουν επιμένοντας.

Κάποιος άλλος, πάλι στην Κεϋλάνη, προσεύχεται

τυλιγμένος αθόρυβα

μ' ένα κίτρινο ράσο που το ύφανε το μειδίαμα του Βούδδα.

Η ζωή μάς προτρέπει σταθερά ναν το ρίξουμε στα ανέκδοτα.

 

ΟΝΟΜΑΣΙΑ

Στον εαυτό μου ξαναβρέθηκα απόψε

θρυμματισμένο βροχερό γειτόνεμα οπτασίας.

Πίνοντας αγνάντια στο ανισόρροπο φεγγάρι.

Σωπασμένη μέσα μου η ταυτολογία

κ' η αντίφαση που εξολοθρεύει την πραγματικότητα.

Ίσως έπρεπε να πουλήσω αύριο

το μουλιασμένο στην πίκρα μαργαριτάρι.

Του νερού ξενιτειά τρεχάμενη

χωρίς αχνάρι.

Πάρε στην τύχη βότανο και φρούρησέ το

σαν ένα τελευταίο αόμματο νόημα

σε σμαράγδινους όρθρους από νερολούλουδα.

Η νύχτα είναι καμωμένη για να λυπόμαστε κατάκαρδα.

Χνούδι δεν έχει ο θάνατος η μόνη μαθηματική αρχή μας

μυστήρια δε σκαμπάζει μηδέ χάμουρα

χρειάστηκε ποτέ στην άδοξη φοράδα του.

Τι να διαλέξω κύριε νομάρχα συνέχεια χρεμετίζοντας;

Νεφέλες που κρεμάστηκαν απ' τη δόνηση του θείου

δεν άφησαν ενθύμια: τις άδειες νεκροκεφαλές τους

κι αναπλάθουν ένα-ένα τα βαρβαρικά τους μόρια

κοροϊδεύοντας /αναγκαία κι αυτή η μετοχή/ τα θηκάρια

την άφαντη στατιστική δυνατότητα.

 

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΟΡΓΑΝΟ

Είμαι βαθιά ηλίθιος αλλά δεν έχω

κλειστοβοφία

σαλτάροντας απ' τη βρώση κι απ' την πόση

στο Ένα

τον ακέραστο αριθμητικό μας μύθο

ψυχαγωγία η χοϊκότητα μα η όραση

γιγάντιος ισχυρισμός που αναθάλλει

η τσιμουδιά στα σωματίδια.

Είμαι θαυμάσια ηλίθιος όπως τ' αεροπλάνο

ξεσχίζοντας όμως ανοικτίρμονα

τις εκνευρισμένες αποστάσεις

κι ακόμη

ξεκοκαλίζοντας τις επηρμένες λύσεις

χωρίς να βλέπω καν τα κοπιώδη προβλήματα.

 

ΤΥΦΛΗ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗ

Δεχθείτε με επιτέλους ως έναν όπως έλεγα προηγουμένως ηλίθιο. Γενικά δεν υπάρχω κι ας βράζει το αίμα μου παρ' όλη την κακοκαιρία στο έργο του Strindberg. Ωσάν -: είν' αυτή η έσχατη λεκτική μου θνησιμότητα. Χρυσάνθεμα από στήθους και άμφια στο αρχείο του αχυρώνα. Χτες ήτανε; Προχτές ίσως; Πιάνω στον ύπνο μου κάτι στίχους αναντίρρητους με διαβολεμένο οξύ και προικώα συλλαβικά θέλγητρα. Είπα για μια στιγμή να σηκωθώ απ' το κρεβάτι και ναν τους αλλάξω φθαρτότητα: ναν τους αδειάσω με ένα νερένιο κύπελλο απ' την τόσο γαιώδη στάμνα της μνημοσύνης απάνω στου χαρτιού την αυτάρεσκη λευκότητα. Ναν τους αφήσω εκεί να νυμφεύονται τις πιο βαγνερικές μου ώρες. Την άλλη μέρα όταν αφυπνίστηκα, πολύ πρωί για μένα, η ώρα εννέα -, με ξύπνησε ένα επίμονο στα κουδουνίσματα τηλεφωνικό λάθος. «Φαρμακείο εκεί;» «Τι αριθμό πήρατε;» αποκρίθηκα, «εδώ είμαι εγώ κατά πάσα πιθανότητα, μήπως έχετε έτοιμη την ακτινογραφία;» «Όχι», λέει η άλλη φωνή, «δεν κατορθώσαμε την απεργία». Την άλλη μέρα δε θυμόμουνα τους υπνογέννητους στίχους κι άρχισα να στενοχωριέμαι. Αν ξέρατε πόσο τα 'χω βαρεθεί τα πενθήματα... Σουτάρω, τότε, από μεγάλη απόσταση. Κι όχι μόνον αυτό. Γελώντας αισθάνθηκα πως αποβαίνω συμπαθέστερος. Δεν εχτίμησα ποτέ την ιερόδουλη γραμματική και τα νοσήλεια του συνταχτικού δεν είμ' εγώ, βέβαια, οπού πρέπει ναν τα πληρώσω. Για άλλα με προόρισε η Άνοιξη: να κερδίζω τέρματα στον τελικό των αγριολούλουδων, αγκαλιάζοντας την Κορντέλια.

 

ΟΙ ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΤΡΑΧΥΤΗΤΑΣ

Διστάζουμε να νυχτώσουμε στην άβαφη αυταπάτη της γλώσσας

καθίζοντας απαλά στα γόνατά μας τους τόσο λυγμικούς φθόγγους

με ταξιδιάρικα, λιγδωμένα κι απλήρωτα, φληναφήματα-δώρα

λίγα στυγνά μονοσύλλαβα εκθρονίζουν ένα ξεγυρισμένο

εκατομμύριο

φράσεις πολυθόρυβες φιλάρεσκα ηχοληπτικές

τείνοντας ολοένα προς το όνειδος του Ριχάρδου του Τρίτου

μηχανισμός με κουνελίσια εγγλέζικα

στην αιχμή της μεγάλης μεσημεριάτικης κυκλοφορίας

φεύγει ένα τερπνό φωνήεν απ' τη διάβαση

πάει να κάνει έρωτα στην άλλη άκρη της νευροπάθειας

ω Άγια Ψυχολογία του Ύψους

με βασιλιάδες υετούς που δε σκυλεύουν το κούτελό σου

στάσου βρε άνθρωπε τι τα θέλεις τα ονείρατα

πέρνα τώρα που 'χει ανάψει το πράσινο κι αλλάζει γρήγορα

η μικροσκοπική πραγματικότητα η γιγαντιαία στύση

θα καλέσουμε όπως είπαμε το Σάββατο τη φαγώσιμη

Λαίδη Μάκβεφ – ε;

να μας παίξει φόνους από μουσική στο μισόφωτο

με ουίσκι και γλυκειές κιθάρες που λέγαμε και εμείς οι έλληνες

αυτή που διώχνει τους βολβούς απ' τα μάτια της

κι απομένουν οι άσεμνες κόγχες περίσσευμα της ανατομίας.

Μήπως δεν ήπιαμε κρασί με τον παμπόνηρο Ίακχο

αγγίζοντας φαιδρά μακιγιαρίσματα τη μαύρη Κυρία

με τα δάχτυλα

σουίτες παρτίτες και δειλές παρτιτούρες.

 

ΑΝΤΙ-ΝΕΦΕΛΩΜΑ

Η σιωπή δεν είναι λευτεριά η σιωπή

δεν είναι αιχμαλωσία

η σιωπή δεν είναι δωρεά η σιωπή

δεν είναι ιδιοκτησία

η σιωπή είναι ένα καναρίνι στο μικρόφωνο

η σιωπή είναι ντελάλης από στάχτη

κάθε ρυάκι της κραυγάζει πως μονάχα η σιγή μιλιέται

κάθε στιγμή της χαστουκίζει τα ρολόγια

καταρρέουν ελατήρια ο καιρός παξιμάδια και βίδες

η σιωπή περιπαίζει τα αδιέξοδα

η σιωπή δεν κατάγεται απ' την Κίνα η σιωπή

τη γλώσσα τη φασκιώνει με συνταχτικό και κανόνες

αναπαύεται στα ανώμαλα ρήματα ερωτεύεται επιρρήματα

στους ρήτορες οπού σείουν τα μπαλκόνια συσσωρεύεται

πηγαίνει τις Κυριακάδες στην εκκλησία για να ψάλει

συχνά τηγανίζει πατάτες

τα τύμπανα δικά της είναι οι γενετήσιοι

σπασμοί της αγάπης

τα ουρλιάσματα των γυναικώνε στα μαιευτήρια

όλα τα κλάματα δικά της είναι κι όλα τα ξεφαντώματα

μα όμως τι όλεθρος

η σιωπή δε βρίσκει πουθενά το όνομά της.

 

ΤΙΡΥΝΘΑ

Δεν πήγα παραπέρα απ' την άτρωτη θωριά της λησμοσύνης

μεινέσκοντας απάτητος όρθρος ανάμεσα σε παντέρημο δάσος

μ' αγρίμια μ' αγριμάκια στοχασμούς.

εβγαίνοντας απ' το έρεβος με ασήκωτο ξύπνημα.

ωσάν κεράσι βλέποντας στο ηλιόβγαλμα το μυαλό μου

ζουληγμένο απ' του ύπνου την πατούσα.

την ομορφιά λογαριάζοντας εκείθε στο λιθόστρωτο

την ομορφιά των σκουπιδιώνε δεξιά μου.

Μα όμως τώρα κάτι σπάζει τη συνέχεια.

είν' ένας γάιδαρος πολύφθογγος που σαν ψαλμός σχηματίζει

την άχραντη εικόνα του σε βαθιά δευτερόλεπτα

οπού ρεμβάζει αχνίζοντας αντίκρυ σ' άρρωστο πέλαγος

από 'να ύψος ατάραχο με άκακους βράχους.

Κι ωστόσο είμαι σήμερα στην Τίρυνθα

με το όνομα επισκέπτης

αναπνέοντας ολομόναχος την κοίμηση στα κυκλώπεια τείχη.

Χρόνος και χώρος τον έρωτα τον έχουν επάγγελμα.

Τώρα τι κάνω στην όραση; Βλέπω μιαν όμορφη γερμανίδα

με δυνατό βοριά χαρισμένο ανάγλυφα στα κωλομέρια της.

Το κυπαρίσσι κόβοντας το χαύνο πέλαγος στη μέση

- ποιο πέλαγος όμως; -

προσφέρει θάλλει έντομα βουίσματα θηριωδίες.

Μαβιά να 'ναι τα σπλάχνα μου; - δεν το 'χω περιέργεια.

Μα είπα: πότε τάχα ναν την άναψε την κόλαση

ο θεός, με τι κούτσουρα; με τι δάση;

Μάλλον – αποκρίθηκα βέβαιος – με οδοντογλυφίδες.

Μιλώ και λέω τ' όνειρο πως είν' ο κρεουργός του ύπνου

δεν είναι του θανάτου το αντίδοτο.

Ενθάδε κείται νύχτα παλλακή γιομάτη εγγαστρίμυθους.

Η καύτρα στο τσιγάρο μου με κόκκινο ιδρύει το σκοτάδι.

το ξέρω πως η λέξη σκοτάδι δεν υπάρχει στο σκοτάδι

μητέρα της είναι η καύτρα /δρακοντόσχισμα/.

 

MORTEL ΑΠΟ ΣΥΝΕΣΗ

Δεηθώμεν.

Ακούγεται πιάνο βιαστικό.

Θα σας δώσω και δοκίμια

μην κάνετε έτσι...

Τρελός πεθάνω λογικός πεθάνω

δεν είναι το ίδιο;

Ποτέ δε φτούρησε η διάνοια και

η γλαφυρή σοβαρότητα

στη θεόπνευστη μου επικαρπία εμένα.

Γλώσσες λαλιές τα ρήματα

θα πάθετε λαχτάρα στην άγρια νεόνυμφη σιγή μου

θα σκουληκιάσουν οι φιλόδοξοι ήχοι

και θ' απομείνει λίγο κάτουρο μονάχα

στα απονεκρωμένα σκέλια σας.

Του Αγίου Επιθέτου δεηθώμεν.

 

ΚΡΟΤΑΦΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Σκυλίσια κιονόκρανα στρόφιγγα

πριγκίπισσα του άρτιου αριθμού με ινδιάνικη σκυτάλη

στα νήπια κοκόρια χρυσαφίζουν

ένα πράσινο λάθος κι άλλο λάθος

με κάλτσες από μικρά φτεράκια

να ξαναλάμψει το Μάλιστα

ωσάν το αβγό στα δυο λιθάρια

ζωντανός είμ' εγώ μεσ' στο φαράγγι μου

τσακισμένος ολότελα απ' το να υπάρχω –

θα ξεπαγιάζω στο λάκκο;

Ευφρόσυνα κι αγιασμένα μηδενικά

φτερουγίζουν ένα κίτρινο

φλυαρώντας ασίγαστα με ιώδη τραππιστή

τα γλυκόλαλα φρούτα του

το οιδιπόδειο του γιασεμιού με τη σελήνη

κ' η ανάσταση που θνήσκει πανέμορφη

τρομαχτικά διλήμματα γενέθλια των φύλλων

ενόργανες εμπειρίες από αλληλούια

στον ήλιο του καλοκαιριού παγωμένη

η Ιλιάδα μέσα σ' ένα

ποτήρι που ξεφλουδίζει το γυαλί του

κ' η λησταρχίνα η τρομώδης εκείνη σεξουαλικότητα

ένα τεράστιο ακροατήριο από σταγόνες

η ανόρυξη του Μεσαίωνα σε απήχηση-όχι

πέφτει η αυλαία του φλάουτου στα άνθη

οι χιλιόχρονες εβδομάδες

χύνοντας μακριά μαλλιά στη χοάνη-ψαύση

παρθένο φίδι

του κεραυνού

η αστραπιαία

ελαστικότητα.

Κουνιάδος είμαι του κατάμαυρου Βράχμα.

 

ΟΠΤΑΣΙΑΣΤΗΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΠΤΕΡΩΣΗ

Προπύργιο δεν είμαι κανενός διανοήματος

ανεξήγητα κι όλα τους μαζί τα εξηγούμενα

συγκομιδή και προϋπάντηση στον αέρα μυριοπόθητη

το ταύρειο των αναστενάρηδων αντίδωρο ωιμένα

μού φάνηκε στην Αγία Ελένη οπού βρέθηκα θαυμάζοντας

πεπτικό μυστήριο από μεταφυσικές πρωτεΐνες

τόπος δεν είν' ο θάνατος μυθεύματα δεν τα συσσωρεύει

/καρδιά μου δεν αντέχω πια στη νοημοσύνη.../

δεν είμαι πάντως εγώ που συνταράζω τις ανώφελες πλειάδες

πολυδοξία μόρσιμη ποτέ μου δεν την αποδέχτηκα ο άλαλος

φιλόκαινος όχι, πανάρχαιος οπωσδήποτε.

Φιλόσοφος δεν κατάντησα γυρεύοντας βαθιά την αμυδρότητα

λιγάκι στάθηκα να ξαποστάσω στην επιστήμη

το μόνο σωστό σταυροκόπημα.

Είθε να μην είναι χοϊκός ο κ. διοικητής της χωροφυλακής

cantabile στην αίσθηση για να υποφέρουμε το χρόνο

να μαζέψουμε το σκοινάκι μας ώς τον τάφο.

Είθε να μην είναι δυνατός ο χαμός μας απ' την όποια κατάληξη.

 

ΘΡΑΥΣΜΑΤΑ ΝΕΟΓΝΩΝ ΗΧΗΤΙΚΗΣ

Αναμέτρηση διψαλέων συλλαβών και προχειρότητας.

Η μέρα σώνεται στη γήινη κατάθλιψη και η νύχτα

τυχαρπάζει τ' ανθοβολήματα στους κήπους.

Μεταδίδω ένα νωθρότατο μήνυμα στις δικές μου βραχύτητες:

- Εκείνος που χαζεύει στην εγκάρσια

υγρασία των υμνοφόρων ερώτων εκείνος

οπού πολύ πιστεύει στη ζωή – αυτός ακριβώς

ποτέ του δε ζει πραγματικά.

Τέτοια η αμφίεση η ειπωμένη λάλημα.

 

ΜΕ ΤΟ ΜΟΛΥΒΙ ΣΤΟ ΧΕΡΙ

υπέρμαχος των άστρων

εκτείνομαι

στην άπατη μοναξιά μου

 

ΠΟΙΗΜΑ ΔΙΧΩΣ ΚΑΡΠΩΣΗ

Αν ήτανε τα σύγνεφα θα ήμουνα και εγώ

αν ήτανε τα φύλλα και το θρόισμα

και εγώ θα υπήρχα

σπινθήρες αν βγάζαμε στα χέρια μας

φωτιά θα βλασταίναμε.

Μα η ζωή δεν έχει τη δική μας περηφάνεια

υποκείμενο δε φυτρώνει

στο ξαφνικό που διαρκεί ώς το θάνατο

κι ολοένα με σπαθιές ηρεμίας

αναβρεφουργείται.

Τίποτα παλιό εδώ και τίποτα καινούργιο.

νιάτα να πεις θολώνεις από παρανόηση

τα γερατειά ν' αδράξεις μετερίζι δε γίνονται.

 

17 ΙΟΥΛΙΟΥ 1979

Μακρινός ο ήχος απ' τα πένθη

στο ακόρεστο ξέφωτο που οδεύουμε

τόσο λεπτή σαν κλωστούλα φυσαρμόνικα

στα σαρκώδη χείλη της βραδιάς η απουσία

ξετινάζοντας

όνειρα πρησκόμενα

κι αγιάτρευτα.

Είμαι πικρός και επώδυνος

από αρχαϊκότητα

ωσάν το στρουθί που ραμφίζει

τα μικρά του ευρήματα.

Είμαι σήμερα κλειδωμένος στην ευτυχία.

Τη μουσική μου δεν τη θέλω πια

σας τη χαρίζω.

 

LAHOUT

Αναδεύουμε κατάλοιπα της μυθιστορίας

ποίμνιο από φυσαλίδες τα νοήματά μας

κι ο ποιμένας

κανένας.

Ενορία μου δε σ' έχω πια στην καρδιά μου.

Συνέχεια αιμορραγεί το Άπειρο κριθαρένιο

κ' η ποίηση όλο κι όλο

η σφιχτή εξάρτυση της απέραντης υγείας μου.

Χαραχτήκαν ένα-ένα τώρα στου πόνου μου το κρατίδιο

τα βαρβαρικά μου δάκρυα.

Η ώρα είναι ένατη κι αχνοτρέμει η αδειοσύνη

μεροκαματιάρηδες οι άνεμοι αλφαδιάζουν ορίζοντες

εδάφια με κρέας απ' το ευαγγέλιο η οσμή τους

καθαγιάζει πάντοτε

τις αναφαίρετες γιορτάδες

κ' η αγωνία μου παγκοσμίου φήμης παγιδεύοντας

τα ξυπνητά μου ονειρώδη

νωθρότητα με δίχως ναργιλέδες.

Το μπόλι της αγάπης δεν το δέχτηκε ο κόσμος

υστέρημα η Άνοιξη

ανύπαρχτο πουγγί

μπλόφα χοντρή η Άνοιξη το θαλασσί

εγγύηση χωρίς εγγυητή.

Καλά βρε αδερφέ μην κάνεις έτσι, δε μας βλέπεις;

Επισκευάζουμε τώρα την κοσμοθεωρία.

 

Η ΒΙΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

Δαγκωματιές τα κύματα μαινόμενα της απριλιάτικης θάλασσας

απάνω στα αγριάνθρωπα βράχια.

Δίχως ενήλικα μιλήματα μαθαίνουμε καλύτερα την αλήθεια

λογχίζοντας τον τρόμο της ζωής μ' ένα άγραφο βλέμμα

πεισματάρα μαυρίλα στη θλίψη μου πιασμένη

στο δόκανο του ενδόμυχου

δεν έβγαλε ποτέ του δόντια ο καιρός μα είναι αμετάπειστος

ξυλοκοπώντας ο μεγάλος μαστρωπός την ατίθασην αιωνιότητα

/λέξη να σου πετύχει.../.

Ζαλώθηκα τους χωρισμούς κι αναπνέω λυπηρά συμπεράσματα

μην τυραννιέσαι σκισ' το γρήγορα το εξώφυλλο της ειμαρμένης

μαράθηκα λέει μόνη της η νύχτα δείχνοντας με το δάχτυλο

τ' αστέρι της πρησμένο, τον ωτακουστή,

και μόνη της η μαύρη ξεχειλίζει από χρησμούς υδραργύρου

δεν είναι όπως τη λένε φόνισσα είναι μονάχα η φιλαρέσκεια του απείρου

θηράματα βοερής απουσίας τα πράγματα τσέπες από τίποτα

γκέμια γερά του Φαέθωνα οι αόρατες κλωστές των σωματιδίων

ένα τέτοιο πλήγιασμα στην υπεξαίρεση του πειράματος

η αιμόφυρτη σφαδάζει επιδερμίδα /βάραθρα που ανοίγουν

έρημα οι νηφάλιες κι αδίκαστες μαχαιριές.../

το μαθηματικό μας μονόπρακτο. Κι όμως

εγώ χαιρόμουνα την αναστάτωση κλονίζοντας την κοπριά της αγωνίας

που θέλει κάποτε να ευνουχίσει την άρνηση για να μην επανέλθει

/κανένας τίποτα δεν καταβροχθίζει, ματαιοπονία/.

Ο κύκλος είναι λυτρωτής εξολοθρεύει την κακούργα αιτιότητα

ο κύκλος

τριχιά στο λαιμούδι του φιλόσοφου δυόσμος στα ρουθούνια του φωτισμένου

διανύοντας υποδιαιρέσεις πικραινόμουνα δεκάδες απογεύματα

δεκάδες γοερά τηλεφωνήματα οι αναρίθμητες γόπες απ' τα τσιγάρα

στους επαιρόμενους καταρράχτες τα στομφώδη νερά της γεωγραφίας

καθημαγμένη κι ανώνυμη μέλισσα στα χώματα...

Ο φριχτός εφιάλτης θεραπεύει τις οκάδες.

Εωσφόρος και Έσπερος τα ενώτια του Ερέβους-,

χαλάρωση, χαλάρωση.

 

Ο ΑΝΕΜΟΣ ΚΑΝΕΙ ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ ΚΑΠΩΣ ΑΡΠΑΧΤΙΚΑ

Θα προκαλέσουμε συγκινήσεις ή θα συνθέσουμε λογισμούς; Αδιάφορο. Βρισκόμαστε πάντα στην αντίφαση: την ακρόπολη της λογικής. Πρέπει να χαιρόμαστε στο ανοιξιάτικο ύψος της Μεγάλης Τετάρτης τη γλυκειά μελανότητα. Να λοιπόν ένα συμμέτοχο σκουλήκι. Προέλευση και απόληξη-: δυο πελώριες ηλιθιότητες. Τι να προσθέσουμε την ώρα τούτη στο συγκεκριμένο σκουλήκι; Να προσθέσουμε άραγε το θάνατό του; Τι ναν τον κάνει; Ναν το ξέρεις άλλωστε-: χειρότερους απ' όλους τους δρόμους το αυτοσυναίσθημα. Στου στήθους θα 'λεγα την απανωσιά, στου νου τη βαρβάτη σοροκάδα. Μικρή πατουλιά – μεγάλος λαγός, η φεύγουσα αλήθεια. Ταμείο της φωνασκίας ο άνεμος, τους ποιητάδες νοσηλεύει. Χάνομαι στα πορτοκαλιά ματογυάλια. Κάτσε στ' αβγά σου κι ασ' τονε στην τρέλα του τον κάθε μουχλιασμένο επαναστάτη-, να επωάζει του μέλλοντος τη διαφάνεια σαν πάπια με γαμήλιο πτέρωμα. Για πάρε λιγάκι το μονοπάτι. Σα ν' ακούω κάτι βήματα. Να 'ναι κάποιος; Όχι, δεν είναι ξυλοκόπος, είν' ο Διάπυρος, αυτός που λευκαίνει το αίμα του στα νερένια προσκυνητάρια: τα ρυάκια, θυμούμενος αδιάκοπα τις απότοκες ομορφάδες απάνω σε ένα μεταξωτό δευτερόλεπτο. Βλαστική εξουσία του πλήθους και ίσως η πράσινη του Φεδερίκο νύχτα, οπού την έχει ασβεστώσει το θνησιμαίο φεγγάρι. Για να τηράξουμε λοιπόν εμείς οι ενεοί την άλγεβρα της τρυφερότητας με άλλα μάτια...  Να διακηρύξουμε τα ορατά δικαιώματα της νυχτοσύνης αντίκρυ στην οντολογική της ημέρας επισημότητα. Για να ιδούμε, πούθε κλάνει η κότα; Να φανερώσουμε άχραντοι πώς νιώθουμε την υπόσταση να στεγάζεται κάτω απ' τα ομοιοκατάληκτα βλέφαρα... Μα όμως εσένα ποιο είναι τώρα το ποσοστό σου στο μυστήριο; Μήπως εκείνο το κίτρινο φελονάκι της φιλέρημης κι αθρόας γαζίας; Το αρνί που φεύγει απ' το μπουλούκι-: ή του λύκου ή του μαχαιριού. Δεν έχει άλλη διαζευκτικότητα. Κι αποπάνω σεληνόφωτο καταυγάζει τυχαίως αλογίσια μεγάλα κόκαλα. Δίπλα τους ακατάδεχτος θάμνος. Αυτά τα κόκαλα ωσάν απόρρητα δώρα στην Περσεφόνη. Κι αποθυμήθηκα να 'ναι ακανόνιστο στην έκταση το χώμα. Η ορφική κατάρτιση του σκούληκα δίχως τη σκέψη κι ο θαυμαστής της ολότητας, ο αγέρας, την ώρα τούτη βοριάς μαχαιροβγάλτης. Ένα καλοσαπουνισμένο, ευγενικό εγώ, είν' εκείνο που θα 'λεγα-: το πιο βρόμικο πράμα.

 

ΛΥΧΝΑΡΑΚΙ ΣΤΟ ΑΠΕΡΙΝΟΗΤΟ

Να μην τα 'βλεπα τούτα τα αιματωμένα κι ασάλευτα κυνήγια

η γκόμενα του έαρος Αρτέμιδα δεν κάνει σαββατιάτικη πολιτική

καταλάμπει φιλήδονα τα ψεύτικα φλουριά της αντηλιάς μου

τα ανταλλάζει με γλυκειά φθαρτότητα μεσημεράκι

καθώς ο χρόνος είναι μάρτυρας πως έσεται η μαύρη νύχτα

οπού φιμώθηκε από Εφτά Μελλούμενα της λάμψεως ο τρίποδας

του βύσσινου Φωτός ο ανθηρότατος γυιόκας

το στόμα του πια δεν ξανανοίγει στις αγέλαστες Φαιδρυάδες.

Μαλαματένια όσφρηση του λάγνου φεγγαριού

στους γιασεμόκηπους

καλώς ορίσατε όλοι σας απόψε στην κατακόκκινη αμηχανία.

Εγώ ετοιμάζω σιγά-σιγά τα τελευταία μου αστραπόβροντα.

Σαν βγεις στον πηγαιμό για το ρυάκι

να μην εύχεσαι τίποτα

μονάχα το νεράκι να ξαναδοξάζεις.

 

ΤΑΥΤΟΦΩΝΙΑ

Χρείες του κόσμου χρείες της ζωής τα κελαηδήματα.

Κυνηγόσκυλο είν' ο ήλιος ή μακελειό από υδρογόνο;

Τρίτος στίχος δεν υπάρχει.

 

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ

Ήδη αυτή η γενική μού κάθεται στο στομάχι.

(Πώς να τη χτίσω τώρα την αρχή και τη συνέχεια –

εκείνο το υποχθόνιο κίτρινο

και του άγαμου έαρος η μαβιά τυραννίδα

θηλάζοντας απ' την άρρωστη καθημερινότητα

στριφογυρίζει ώρα στο κεφάλι μου η λέξη ανθοσύνη...)

Επιτέλους: το ράδιο έτριζε ωσάν

τα ξύλα οπού καίγονται στο τζάκι.

Βαθμός αγέλης το άριστα (μα η αγκάλη-λάμψη;

τι γίνεται τώρα με τη λάμψη...).

Βρώσις και πόσις η παντέρημη διαύγεια

κι ο όσιος νους αποτίοντας

αυτό που ονομάζουμε χαρόντισσα ή άλλως ποίηση

ακόμη κι ο πιο πήλινος Ευριπίδης

είναι μια άγουρη φωτιά στο στόμα.

(Ωραίος εδώ πέρα θα ερχότανε

με οχταράκια Λειψίας ο Επίχαρμος,

εκείν' η ολομόναχη βρυσούλα

η φρασούλα όπου βασιλεύει το φωνήεντο

εκείνος ο πεσμένος σπόνδυλος από λέξεις...)

Αλήθεια, μάνα μ', ό,τι και να ειπείς ό,τι και ναν το κράξεις

οι λέξεις είν' απλώς ανεμομάσημα

οι λέξεις είναι λάγνες κουταμάρες.

Φυλλώματα ορατά και διάτορα (μην τα συνεχίζεις).

Φαίνεται το χωράφι το απότιστο

φαίνεται και το ποτισμένο.

Άειντε ωρέ παλιοζωή εσύ τσαλακωμένη βρομοτράπουλα

οπού μας έμαθες του λαθεμένου το μεγαλείο:

πως είν' ετούτο το σωστό απ' την ανάποδη-

σε τούτηνε τη θεονήστικη Πληρότητα

υπάρχοντας το Μέγα Χαλάλι.

Κι όπως αρώτησα. τι είν' αυτό το ξεροτρόχαλο;

- Ο κόσμος,

μ' αποκρίθηκε η νεάνιδα Περσεφόνη.

Μια φλόγα κουρευάμενη με των ομματιώνε

το αέναο ψαλίδι.

Μια φλόγα μεγαλόχαρη και πικροπαινεμένη

πο 'χει ανταρίτσα στην κορφή και καταχνιά στη ρίζα –

το λένε στο κρασάκι τους οι έρμοι ελληνάδες

όπ' έχουν φως για σάβανο οι πολυβασανάδες.

Κι όποιος λαλεί την ερημιά στις μέρες μας απόδιαβος

κι ο θάνατος ολημερίς των σκοταδιών εργάτης

(ε, άντε στο διάολο, το 'χεις πια παραχέσει...).

Διεκδικώ τα γερατειά μου. δεν το κατορθώνω.

Κι ο ασπρογάλαζος αϊτός στα σύρματα επιάστη.

για ιδές πως κουρελιάστηκε

(εικόνα μέσ' στο σούρουπο της θλίψεως-:

ο σπαραγμός ανυπεράσπιστος

κι ο πόνος που βραδυάζει προ του Διαστήματος)...

Εβγάτε όξω, ρε μανάρια, απ' τις λέξεις

εβγάτε όξω δίχως πουκάμισα

στους μεγάλους αγώνες της ορατότητας.

 

AB OVO

Τα θέσμια του αγαθού και της κακίας

μεράδια της υπακοής μας

στην άπαιχτη λογική που γενικά βασιλεύει

κατάφωρα περιπλέκει το στομάχι μας.

Τι ρητορεία για το φως

τι φλυαρία για τη νύχτα...

Πληγιάσματα οπού μερμηγκιάζει η χημεία

τραγουδώντας με πύον.

/Εμπεριέχοντας την άφιλη γλωσσολογία/.

Καταλύομαι ώριμος από καθοσίωση λύπης

κι ακόμη πράττω την όμορφη δυστυχία μου.

Στα βιολογικά προάστια του τρόμου

παράδειγμα η απερπάτητη ματιά

χιλιάδες χαρακώματα-χειρονομίες

τη ζωή μου προασπίζω ενάντια στη νίκη

- δεν είναι παράξενο;

Τα νεροπούλια ξαφνικά φτεροκόπησαν

απ' το νερένιο μυαλό μου.

Θα 'θελα να κατουρήσω επαρκώς την ευτυχία σας.

 

Ο ΓΥΜΝΟΣΟΦΙΣΤΗΣ ΑΝΑΜΙΧΤΟΣ ΜΕ ΑΝΟΙΞΗ

Κάθε λουλούδι με τρομάζει καταστρέφοντας

το φως της λευτεριάς μου στα χώματα.

Ορώμενος από ηρεμία ο υάκινθος τι δέχεται;

την απαλότητα του κενού την κοινότητα

ή

το υλικό του προσωπείο στις ατμίδες;

Η μεγάλη μας τριανταφυλλιά στον αγριόκηπο

διηγείται τίποτα για τ' άνθια όλων των εποχών;

Εγώ κρατώ την περιέργεια να μάθω οτιδήποτε.

Τι γυρεύεις μωρ' ομορφούλα μου εσύ

μαργαρίτα σε τούτο το παλιοχώραφο;

Καλογερεύεις ή παντρεύεσαι στη μουσική σου;

Δεν ξέρω τιτιβίσματα κι αφήνω τη γενειάδα μου

στα γόνατα να κατηφορίζει.

Δαίμονες την απόδοση

ονομάζουν ανατολή σου

δένοντας τους συνδυασμούς με πλατίνη

κατασκευάζοντας έριδες την ανάπαυση του Σίβα.

Τύχη κι αυτή να κελαηδήσουμε...

 

ΚΡΩΞΙΜΟ Σ' ΕΝΑ ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΡΙΟ

Η ατελής υπόσταση του φάντη στη βρομιάρικη τράπουλα

/ζήτημα ζωολογικής διαφοράς μονάχα

τα δικά μου απ' τα δικά σας βιώματα/

γκρινιάρα ειμαρμένη καθιστή στο μπαλκονάκι βράδυ

/κατάστιχα γυαλιστερά του χάροντα/

βατραχοσύναξη και τούτη στου Όμηρου τα τροχίσματα

κουλτούρα θυμοληπτική στα ψευτοσαλόνια σας

χαλκοδεκάρες πεταμένες έτσι σε κωφάλαλα συρτάρια

/παραχώρηση το διάβασμα στους πονεμένους/

γονυκλισίες από κοριτσόπουλα στα θέσφατα των εφημερίδων

/ευλογία Κυρίου τα μυδράλια

η λεπταίσθητη Ρόζα Λούξεμπουργκ

αυτή η άγια γυναίκα με την άγια βαρβαρότητα.../.

Να ρίξεις ολάκερη τώρα τη ζωή σου

στην πλάστιγγα τ' ουρανού την ανάστροφη στα μάτια.

Διωγμένος εγώ από κάθε προϋπόθεση να αναβλύζει το γέλιο μου

θα 'θελα λίγο δυναμίτη θα 'θελα μιαν έκρηξη

που να σκορπίσει το χειρότερο θάνατο στα βολέματά σας.

Τυραννήθηκα την τελευταία εβδομάδα

για νά βρω τη σώψυχη ειρηνοφόρα λύση.

Τα νεροπαίχνιδα στη ρεματιά-,

τι ναν τα κάνω τ' άλλα.

 

ΚΥΡΙΑΚΕΣ ΑΥΞΗΜΕΝΕΣ

Τρυφερή μέσ' στο πιάτο αρνίσια πλάτη.

Κανένας δεν ερμήνεψε το ψαχνό την άμαχη γεύση του

τι λύγισμα η αγάπη χαντακώνοντας τους απερίγραφτους...

Μεγάλη διαδρομή μου απελπισία πρώιμα βγαλμένη

απ' τον Οίστρο

μεγάλη δοκιμή μου στην ύπαρξη με θανάτους και χιλιόχρονο

πόνο

τα τύμπανα ποτέ δεν έπαιξαν οποιοδήποτε ρόλο

στην ταραχή μου

δεν είχα και τόσο πολύ βέβαια υλικό για φτέρωμα

ήμουνα μονάχα κάποιο κλωναράκι στην έξω αγριότητα

γιομάτος από συναίσθηση λουλουδιώνε δίχως μελωδία

η μέρα ήτανε Παρασκευή με ωροσκόπιο κατά τις πέντε

το απόγευμα

συνεχόμενα τηλεγραφήματα κι αναμένοντας κοντεύω να λιώσω

η πλάτη του αρνιού δε λέει τίποτ' άλλο από λαμπρά μου

μεσάνυχτα

ο Κρόνος ο Άρης τα δεσμά των Ιχθύων ένα σαλιάρισμα

γιομάτο ρανίδες

είμαι πιασμένος στην άδολη δοτική και χαραμίζομαι μόνος

με λένε παράφρονα και λένε για δέσιμο εμένα το αηδονάκι

δεν πειράζει οι άνθρωποι τηλεφωνούν όταν έχουν ανάγκη

μα εγώ συλλογιέμαι το πρωί συνήθως την άγνωστη κηδεία μου

περισσεύοντας κι αγκαλιάζοντας της καρδιάς τα αγέρωχα

σφάλματα.

 

Ο ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ Χ

Μπροστινοί και πισινοί να κατουρήσει η νύφη.

Δεκάδες απαθλιωμένοι καρδινάλιοι συναγωνίζονται

τις εύκολα ακρωτηριαζόμενες τις υπναλέες παπαρούνες

τα θυσανώδη μου βήματα δαγκώναν έναν ανήφορο ασυγκίνητο

με ορφικά ελληνικά λησμονημένα στην πικρότητα συσπώντας

ανεπίστροφα σανσκριτικά, κουμπότρυπες

τα δάκρυα στη φαντασία του Υψίστου

συστατικά μητέρας ατελετούργητα

/τους ήχους αποθύμησα να γλεντήσω ξαναγράφοντας/

μ' ένα βάναυσο ζούληγμα στο δέρμα μου φαρδειάς ηλιαχτίδας

τρεμουλιάζοντας ο ουρανόσιτος εγώ στα γαλάζια φρικιαστήρια

παντού κι από όλους πάντοτε η πειραματική Κόστα Ρίκα

σμάρι μου εγερτήριο προς τα ύψη

ναυπηγεία με σάλπιγγες από χάλκινο μιας ουράνιας ναυτίας

τα τέσσερα ευαγγέλια

χλιδή μεγάλη ορατή που τη χουγιάζει ο ανεμορούφουλας

φεύγω αναίμαχτα πληθύνομαι στην απομόνωση

δυναστεμένος από γύναια της στατιστικής και της οπτασίας

εγώ που κλέβω θαυμάσια τη Φύση και την Ιστορία

ληστεύοντας κυριολεκτικά την καθημερινότητα

στα εγκάρσια τεθνεώτα του Σπεύσιππου κι ο ανόθευτος

πάπας ερότικους θωπεύει ωσάν παλιόγατα την επιληψία

οπού αρέσκεται στην αίσθηση λαχανόκηπου μα είναι

και κείνη η μαγκούφα η δόξα...

(Έδεσες τώρα το γάιδαρό σου στο μαρούλι.)

Φιλόξενη η φλόγα στα γενετήσια κι ανεμίζονται

έρωτες-αρουραίοι τα κόκκινα χάδια

νύχια μεταξωτά οδοντόφωνα

τα διαιωνίζει στην ύλη

το αιώνιο θήλυ.

 

ΝΥΧΤΑ ΩΜΗ ΓΙΑ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΑ

Αιφνίδιες αντλίες πυροσβεστικές με τρίλιες στη λεωφόρο

σφαδάζει πάλι η γραμματική στο προσκήνιο

καθώς μέσα στον ύπνο μου απάγγελνα χθες διακοπτόμενες

εκατοντάδες ενεστώτες για το ανατρίχιασμα

σε εφτάωρη κοίμηση ρουθουνίζοντας – Ασύλληφτο –

ή – Απαίσιο –

στριφνές συστάδες από ονειρόεντα

της ερημιάς η φλεβίτιδα: τα στερνά μονοπάτια.

Προσπεράστηκα απ' το ζώο που περιέχω

βρυχήθηκα στο βρόντο τα 'κανα όλα γυαλιά-καρφιά

τα βιώματα οπού έχτισα για να φτάνω

ώς απάνω στην Υψιπέτεια

για να διαβάζω δυνατά το θάνατο στα αναλόγια της αγάπης

ναν τον ταυτίζω βραδυάζοντας με το ρόδινο ξεφλούδισμα

σε όμορφα και αστραφτερά μπαρμπούνια σχάρας

ναν τον προσμένω σχεδόν ατάραχος ωσάν χελώνα οπού τρέχει

βιαστική ν' αποφυλακίσει κάποτε

κείθε πέρα τα κόκαλά μου.

Λεπτοδείχτες από γάργαρο μέταλλο συγκεντρώνουν τώρα

τα πυρά τους απάνω μου

βάλε την ηχώ μου σε κορνίζα δεν ξέρεις αύριο αν θα υπάρχω

στη νεκρόκασα η φωνή επεξεργάζεται τη βουβαμάρα

κι όταν χηρεύουμε από τρέλα η λογική σού τ' ορκίζομαι

καταρρέει μ' έναν τρόπο που ναν τη λυπάσαι.

Μπήγοντας ύστερα τα νύχια μου στη γρια Βεβαιότητα

ολομόναχος

ένα ολάξαφνο σχίσιμο του μαύρου:

φτερουγώντας εφύγαν τα νυχτοπούλια.

Ο ανοιχτόκαρδος θεός ο ορεξάτος διάβολος.

 

Η ΑΝΘΡΑΚΙΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΦΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΥΜΦΩΝΑ ΚΑΙ ΦΩΝΗΕΝΤΑ

Ο Αναξίμανδρος αναπαύεται στην ακάθεχτη

χιλιάδα του απείρου την απροσμέτρητη

κρατώντας το χρυσόξυλο του νου τ' αδράχτι

[δεν έχω τίποτα για σωστή συνέχεια]

ο άχραντος ήχος μιας άρπας οπού βουλιάζοντας

[ο ήλιος δεν μπορεί ν' αποτελέσει τη συνέχεια]

στα κρημνώδη κι αλώβητα μύρα του έαρος

[το 'χω παρακάνει πια μ' αυτό το έαρ]

ανάμεσα στους ηλιόλουστους λειμώνες η Άρτεμη

που είν' έξω απ' τον πόνο ξεπλένοντας το άφωνο

[σημειώνω πως είν' απορριπτέος ο ήλιος]

ο απενθής κι απρόσιτος Αναξίμανδρος

άφραστον άιμα στου ήλιου το μπαλταδιασμένο σβέρκο

κι αλησμόνητος ο βροτός αγέρας την πλάνη μας [τυραγνώντας]

έρπει σαν όμηρος του όντος

χαρίζοντας τη βοερή γενέτειρα της βεβαιότητας:

τη φύση

τα βυσσινιά λουλούδια της Μεγάλης Πέμπτης

και της άτρωτης νύχτας τη νεκροπρέπεια

[λίγος δυόσμος ίσως]

και η κακιά χωλότητα του Ήφαιστου

σημαίνοντας το μισό της αλήθειας:

την αιμάσσουσα Τεχνική

[γράσο και μηχανόλαδο].

 

ΘΛΑΣΗ ΘΕΩΡΗΜΑΤΟΣ

Τι ερημιά φανταχτερή μ' όλα τ' αστέρια

σε έξαψη γαλάζιας αγριότητας...

Ο κόσμος θ' ανακαταλάβει το ξημέρωμα

στους τροπικούς μεγάλους ερημότοπους

όταν ο ήλιος έρχεται διάτορος

κι απάνω στα ουράνια ξεχειλώνει

για να μαυρίσει σκοτεινιάζοντας ακόρεστα

στου λιονταριού τον τρυφερότερον έρωτα.

 

Τι ερημιά φανταχτερή με στίλβοντα μαχαίρια

στο γέρικο σούρουπο που κοροϊδεύει την ύλη

κ' η ακάθεχτη βουτιά του πελεκάνου απ' τα ύψη

το παντέρημο ψάρι στη βύθιση

ξεκουμπώνοντας με το ράμφος

απ' τα πανάρχαια νερά της ακλείδωτης μοίρας:

αστραφτερός Ηράκλειτος.

 

Ο ποιητής δεν μπορεί να γλιτώσει απ' τα πράγματα

σαν τον κακότυχο Αβεσσαλώμ απ' τα κλαδιά τους

είν' η μαβιά του χαίτη η αξόδευτη πιασμένη.

 

Ο ΤΡΥΓΗΤΟΣ ΤΗΣ ΒΑΘΕΙΑΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ

Εδώ σε τούτο το βραχύβιο

άρωμα είν' η κατοικιά μου

στα φωτερά κι ανάστατα εικονίσματα.

τον άσπιλο κόκορα: μια περίχυτη ζωής ανθοδέσμη.

το γοερό γαϊδούρι μου με τα τεράστια ιώδη μάτια.

την αμνάδα οπού πάει να φτερακίσει.

την όρνιθα οπού θέλει να θηλάσει.

Στηθάτος ήλιος κλέβοντας του πετεινού το χρώμα

κρεμάμενο ειλητάρι στα γαμήλια

χέρια της βροχής που κοιμάται

φαράγγι-ήλιος κ' η άφωνη ξερολιθιά

παράλυτη στη λαύρα.

 

ΡΑΓΙΣΜΑΤΑ

Το ποίημα είν' ένα κουρδισμένο παλιοπαίχνιδο

φτιαγμένο για να φτερουγίσει.

 

Δεν καταδέχομαι καθόλου τα ψευδώνυμα.

χρόνος και άχρονο για μένα παρατράγουδα.

 

Όταν αποστηθίζουμε τα πράγματα λέμε ύλη.

όταν ερωτευόμαστε τα πράγματα λέμε μυστήριο.

 

Νά βγω σαν ασημόγλαρος νά βγω στη ζοφεράδα

μ' ολάκερη την αύρα τυλιγμένος ο χαρμόσυνος

ένα σταχτύ μαχαίρωμα να κάνω το τραγούδι

κι όλη τη λάμψη τ' ουρανού σαν ένα ιδιόμελο.

 

Τα βράχια είναι σαν αδέρφια.

 

Χάρος του χάροντα η ψύξη του πλανήτη.

 

ΛΟΥΣΟ Η ΕΓΚΑΡΣΙΑ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ

Ροχαλητό δεν ακούγεται στην αιωνιότητα

η αμάχη μου καταστρέφει λαμπτήρες γνωσιολογίας

αναισθησιογόνα είν' αυτά τα ελεεινά ποιήματα

τριπλασιάζοντας το όνειδος της γλώσσας επί τέσσερα

βρακιά κωμικών και αρλεκίνων έως το γήπεδο

θα σκουριάσω βρε άτιμοι από φλόγα σε αχρηστία

με κάνατε λαχνό που δεν κληρώθηκε στην πολιτική σας

ασχημοσύνη

θαν τα λέω έτσι τώρα ό,τι μου 'ρχεται θα σας ταράξω

ω φιλομειδέστατοι

υπήρξαμε έλληνες κι αυτό είν' το μεγάλο μας δυστύχημα

ο μαγνήτης το ήλεκτρο τα βελούδινα παχυλά ιδεογόνα

ειδύλλια καπνιστά συμπολίτες αριθμοί πατριώτες άγγελοι

ριχ' τους οξύτονα πολλά στη μούρη εσύ που αγάπησες τόσο

κυρίως τα προπαροξύτονα

μην τους αφήνεις τώρα σε χλωρό κλαρί λέγονται έναστροι

στην πραγματικότητα είναι προβατίνες.

Τύχη και τούτη να βλέπεις το θάνατο στα ρολόγια

παλιά ρολόγια εκκρεμή σαν τη μάνα μου...

Σάρωθρο μόλις μετενσαρκώθηκα και σαρώνω κρετίνους.

 

ΕΡΜΗΤΙΚΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ ΣΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ

Φαυλότητα η ανακάλυψη της κυκλοφορίας του αίματος

κι ο γνόφος της Κύπριδας αρτηριακή πολύωρη συνοφρύωση

καθώς πικραίνει τις φιλοδοξίες η στερεομετρία των νεύρων

έκτιση νοερού περίπατου τελικά ξεμακραίνει

τα νιογέννητα παπούτσια μου: ποινικοί κατάδικοι στα ζωώδη

θρησκευτικά πατήματα

σε μπουμπούκια αινιγμάτων έχοντας αλαργέψει κατά το δείλι

πάνε θνητές φασκομηλιές τον ανήφορο κι όμως

η κατακόκκινη σχοινένια κλίμακα σπαρμένη χειλεόφωνα

δε χτενίστηκε άξαφνα όπως άλλοτε από πάνω μέχρι κάτω

κ' η αλυσόδετη στη θύμηση θαλασσίλα θα 'ν' εσαεί αιχμάλωτη

μαύρα θερμά κριάρια σε κωματώδη κατάσταση

με μήκωνες υπνοφόρους στα μέτωπά τους δωρεάν ευτυχήματα

νευτώνειες μετονομασίες χλοερής κι ανώφελης πεταλούδας

οι διάττοντες: τα γλυκόλογα της ανάλαφρης Βαρύτητας

πέτσες από φιλάσθενους αριθμούς ανήθικο γαλάζιο μόλις τώρα

πνίγηκα όρθιος σ' ένα ωμέγα-στρουθοκάμηλο

σταγόνες έρωτα στην ισκιερή παλάμη της τρίτης μου γυναίκας

φεύγει κανένας απ' τη σύσσωμη Πεντάδα προς το Ένα;

Φαρέτρα ο ήλιος /δίχως επίθετο/ κ' οι αχτίνες του τη Δευτέρα

στο ειρηνοδικείο μυξοκλαίγοντας.

Δεν πρόκειται να βάλω σε αθώους γαϊδαράκους τρυφερομάτηδες

τα σκληρά σας εκείνα ψυχολογικά σαμάρια.

Μ' αεράκι σ' απομόναχο σούρουπο αγάπης – τι άλλο

να εκθειάσουμε.

 

ΚΥΒΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ

Φρενιασμένος για τα ενδόμυχα

κι ωστόσο δεν επωμίζομαι ούτε λέξη

η ψυχή σας άλλωστε δε δείχνει φτερούγισμα

γύμνια θεοτική θα ρητορέψω

καταναλίσκοντας ερμηνείες κι αντίδια της πατρίδας μου

χορταρικό της άρρωστης μάνας μου

με μπόλικο λάδι

με τυρί και νερό παγωμένο στους μονότονους ήλιους.

Πολιορκήθηκα από φτηνή διασημότητα ίσως /ή όχι;/

αισθάνομαι έτσι κι αυτό μου φτάνει

στερήσεις λαμπερές μου η στράτευση στο Απόλυτο

δεν είμαι κανένας ενσυνείδητος

διαστέλλω την Άνοιξη προς τη θλίψη με τη θέλησή της

αχ πόσο λυπήθηκα αύριο που δεν έγινα συνθέτης και εγώ

να 'γραφα άναυδες κυκλοθυμικές σελίδες

τόσο τη μίσησα τη μηχανή τα χημικά μαστιγώματα

η πλάτη μου τα 'χει καλά με την κακοκαιρία.

Μιλώντας ελληνικά προς όλες τις κατευθύνσεις

ανακαλύπτομαι ολοένα μέσα απ' τα φωτοστέφανα όντας

ο πιο μεγάλος απερίσκεπτος μιας δικής μου Παταγονίας

κρύο τεράστιο να σου πέφτει η μύτη

δεν υπάρχω όμως ωσάν τροχός που υποφέρει τους κύκλους –

εξοργίστηκα τώρα.

 

ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΗΣ ΠΤΗΣΕΩΣ

Ήμουνα τόσα χρόνια στο αεροπλάνο νοσοκόμος

πυραχτωμένος απάνω σε εκατοστά βηματίζοντας

αιώνες εκθαμβωτικός εγώ ο ασπροκίτρινος

ο άπληστος από άνθηση ισορροπιστής ανάμεσα

σε τροχιές γερακιών και κοράκων

εξέχοντας ως θηλή θανάτου κατά το Άναυδο

φανοστάτης η γλώσσα πόσο φως που μηρύκαζε

νωτιαίος θεός συγκρατούσε τα γέλια του

με των άστρων το ρεζιλίκι

πλάνητες βαρυδαίμονες κολλούσαμε τη μύτη μας

στα χνωτισμένα τζάμια του φλεγόμενου παράδεισου

δε βλέπαμε παρά μονάχα του Ολύμπου τον ανάπηρο

να παίζει κλαίγοντας με το φυσερό του

σε τσουχτερό κι αδάκρυτο καταχείμωνο ο παλιόγυφτος

τον είδες; - πάει με το σάλιο του ο γελοιοδέστατος

να πάψει να στομώσει τη φωτιά που άναψε μόλις.

 

ΚΟΚΚΙΝΟΧΩΜΑ

Κανένας απολύτως απέναντι στην κορασίδα με τα σπιθούρια

οπού το κρέας της αγροίκησε μουσική...

Μας λείπουν τα λιπόθυμα τρόφιμα η πνευστή ταπείνωση κι όμως

πίνοντας ούζο διατείνομαι φόνο της σχετικότητας

βροχθίζω συναισθήματα υελώδη γιομάτος ανασφάλεια υπέρτερος

ασπαίρει παρονομαστής οπού χάρηκε

την αριθμητική μου καρέκλα.

Τραυλός κι αμέριμνος εγκαινιάζω τύμβους αναστήματος

ερχόμενος από βροχές με ωμά πανωφόρια

τρεχάτους παραλογισμούς ανίκανες οθόνες βαγγελίστρες

διέξοδος ω προάνθρωποι δεν υπάρχει απ' αλάβαστρο

τυλιχτείτε απλά και μόνο με το στομάχι σας ευανάγνωστο

στα δάση

επανάσταση τώρα πια σημαίνει να απουσιάζουμε από όλα

διαβάζοντας διαπύηση κι αντικρίζοντας το φως όπως εκείνοι

οι κακομοίρηδες Λουκάς και Κλεώπας.

Τρομαχτική μας ερημότητα ο συμφυρμός και η σύγκραση

καθώς και η βλοσυρή απόστροφος τυγχάνει θάνατος

εκείθε με τα όρνια η άρνηση πλασμένη από όμορφο αλεύρι.

 

ΛΕΧΤΙΚΟ ΟΙΔΗΜΑ

Φύρερ Πογκλάβνικ απαράμιλλε στην ιταμότητα Ντούτσε

Κοντουκατόρ Καουντίλιο

θεριά από τσιγαρόχαρτο που φάγατε

μηδέν ασυνήθιστο

με βουλιμία μεγάλης αμαξοστοιχίας

αν και αγνοούσατε συλλήβδην την ταχύτητα

σκυλόδοντα της Ιστορίας

τενεκέδες από μιλιταριστικά /ας πω κ' εγώ την ψευτολέξη/ απωθημένα

ο θάνατος ωστόσο σας απαλαίνει

με παράσημα-λειχήνες απάνω στο στήθος σας από Στραβίνσκυ

διωγμένος από έμορφους στίχους και παρηχήσεις

με λάθη παχύδερμα καρφωμένα στην παρεγκεφαλίδα σας

κι ωστόσο μοιραζόσαστε την ανυπαρξία

με άλαλον Ιησού με Βούδδα με Σωκράτη με όλους

τους ακράτητους πεθαμένους

ψηλαφώντας ανήξερα μάρμαρα στα γιγαντόσωμα.

Η μουσική σας υπήρξε υδροπλάνο

νεκρώσιμη ακρίδα οπού ασθμαίνει ακόμη

στα μετεωρολογικά δελτία.

Σοπράνο η φιλοδοξία στο σημαιοστόλιστο σεργιάνι.

Σήμερα είναι ήδη χτες του πληχτικού σας μέλλοντος

ναυτίλος η ενόραση και οι τένοντες

τα ανατομικά πεντάγραμμα του αρθριτικού μου απείρου.

 

ΘΝΗΣΚΟΥΣΕΣ ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ

Έξαρση κι άκαρπη μεταρσίωση σε πρίγκηπα

φέγγει χιτώνες από μακρινή και συσκοτισμένη πίκρα

παμπάλαιος της ιχνογραφίας ο κρίνος με την άσπιλη στύση

καθρέφτης η κοκκινίλα σου θάλπει το χιόνι πάλι στα γλαυκά του

τη βέβηλη θερμή ρομφαία σου νεανικά την καταχνιάζει

βαρέθηκα πια τις πνευστές μου καταστάσεις έχουν ερήμωση

κι αν κάτι τώρα-δα αναπόλησα τους νόμους προσπερνώντας

του πλούτου είν' ο θλιβερός επίλογος της φτώχειας η αφετηρία

μηδενικά ποιήματα σε συλλαβές τα άμοιρα εγκλωβισμένα

τι θέλουν ετούτες οι άχαρες πινελιές τον άκαρδο καιρό δε μεταδίδουν

εκκρίσεις πάνε στη φθορά κ' έρχονται στην υγεία ως φτεροκοπήματα

υποθέτω πως είμαι ο πιστότερος των ανώτερων μαθηματικών είλωτας.

 

ΤΟ ΥΠΕΡΑΣΤΙΚΟ ΣΤΙΧΟΥΡΓΗΜΑ

Σκοντάφτοντας ενυπάρχουμε στην άπεφθη κίνηση

και κάπου εκεί για λίγο ευαγγέλιο

θαμποχαράζει ο καταγάλανος Τειρεσίας

γυναικωτός αόμματος ιερομάντης μαστοφόρος

με νότες από ηχολαλία στα μάγουλά του

τυρβάζει σ' ένα χιλιόγραμμο ανάγλυφα συγκροτημένο

σέρνει τα δάχτυλά του στο χαρτί και ψέλνει

κανένας μουσικός δεν του συμπαραστάθηκε στα μάτια του

τον Οιδίποδα τον αγκάλιασε μια μέρα καιόμενος

εκείνος τα 'χασε τυφλός επίσης κι απροσπέλαστος

τυρβάζει πάντα τυχερός ο Τειρεσίας

εχτιμημένος απ' τους έντρομους θιάσους ωσάν έρημος ρόλος

απώλεια όντας με σάρκα γιομάτη φλογίτσες ακατόρθωτες

το μίασμα του έρωτα της μάνας

απολαμβάνοντας τόσους αιώνες πιο πριν απ' τους ψυχιάτρους

τα σπιτικά της ανάσκελης Θήβας τρομοκρατώντας

δολιχοδρόμος που έπαιζε κρυφτούλι με τον Απόλλωνα

πότε-πότε έπαιζε και κουτσό και ντρίλια.

Δεν είχε στην ψυχή του πλάνημα σαλέματα στα φρένα

πλάνης με ράκη από φως υμνούσε το περήφανο σκοτάδι

βροτός που δεν τον χάρηκαν τον κοκαλιάρη τα σκουλήκια

μ' ένα παλιόραβδο στα χέρια του φαγκότο

σαρίδια δεν τα συλλογίστηκε (του Δαμοκλή την αιτιοκρατία)

ο ίδιος είχε μελανιάσει από έλλειψη διαιρέτη

τσακώθηκε πολλές φορές με την ευκλείδεια γεωμετρία –

το πιστεύετε; -

ω τλάμον ω τλάμον

ιώ των θνητών γενεές

οπού εγώ με τηλεοπτικό nihil

εσάς εξισώνω.

 

ΦΩΝΑΣΚΙΑ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ

Αυτός ο αγέρωχος Αύγουστος…

Φρικώδης του μεγάλου θέρους αναφώνηση

ο τέττιγας που γίνεται ελέφαντας κοινοτοπίας

προβοσκίδα η υπνώττουσα σκιά μέσ' στο χορτάρι

τις νύχτες τρέχουν οι κομήτες που δεν είδαμε

διάττοντες πότε-πότε χαλαλίζουν το φως από πλήξη

κανένα σχίσμα δεν υπήρξε τρομερότερο -:

είν' ο άνθρωπος και η φύση.

Ας αυτοσχεδιάζουμε ας πίνουμε καφέδες κάνοντας: Α!...

 

ΓΛΑΦΥΡΟ ΤΟΥΦΕΚΙ

Γηράσκω πάντα στην ελάσσονα κλίμακα

με λύσσα ξεσχίζοντας τα σκουτιά της χαρμολύπης

ν' αποδίνουμε δίκαιο: η χειρότερη ανοησία μας –

κολατσίζω πρωινό απόλυτο Μηδέν ακουμπισμένος

απάνω στη συμφορά μου να υπάρχω.

Σ' αυτό δεν έχω συντροφιά δεν έχω σπάργανα

για τον Υιό του Φανταχτερού Ζώου

δεν εξυμνώ κροκόδειλους λυτρώνω σαχλαμάρες πέρσι

στην Ταγκανίκα

κι όπως το είπα κι άλλοτε η βλακεία είναι απολύτως αναγκαία

είν' η αποπάτηση του νου με ανακούφιση.

Κάθε γλώσσα σημαδεύει περιπέτειες απ' το δεινόσαυρο

έως εμένα

μέχρι τη γάτα της γειτόνισσας την αχρωμάτιστη

κάθε πρόσωπο ιδρύει το χαμόγελο στα πιότερο ηλίθια χείλη

κάθε αντίλαλος και μυστικισμός κάθε γυναίκα και βασιλεία

κοφίνια με θάλασσα κουβαλημένα στον κατάμαυρο σκύλο.

Θ' αγιάσουμε γονατίζοντας αντίκρυ στα νωπά γιασεμάκια

ταραγμένα συνέχεια απ' τα έμορφα μύρα τους

τιποτένια διάτορα καθόλου πραχτικά κι ασυλλόγιστα

τρομερό κι απέριττο μεγαλείο.

 

ΤΥΜΒΟΣ

Εκείθε πέρα στην άξεστη γενέτειρα

στ' ανοιξιάτικα ξέφωτα της ηρεμίας

δεν την αντέχεις εύκολα την άνθηση

της Ήρας οπού δεν κρατιέται τη νυμφομανία –

πας να πεθάνεις απ' το άρωμα των πορτοκαλιώνε.

Εκείθε πέρα θυμόμουνα μια μέρα περιδιαβάζοντας

ωσάν άρρωστος απ' αρίφνητην ύπαρξη

τα φιλιά της αβύσσου μη χορταίνοντας: τις πνοές με τα μύρα,

θυμόμουνα την παλιά συχωριανή μου την Τελέσιλλα

οπού σκάμπαζε η θεότρελη να συναλλάζει

τη λαμπράδα του στίχου με μιαν άτρομη σπάθα

τέτοια βαθειά κι ακόρεστη γυναίκα μέσ' στο ένδοξο Άργος

τηνέ θυμόμουνα θρυμματίζοντας το ρόδι της ομιλίας

κ' έλεγα μέσα μου πόσος έρωτας άραγε ναν της έλειψε

μη γνωρίζοντας τους πλημμυριστούς

μ' ένα αήττητο πράσινο πορτοκαλιώνες...

Κι ωστόσο τίποτα κανείς δεν χάνει (το πιο σπουδαίο).

Τ' ανθρώπινα είν' ανέκαθεν πλήρη.

Στην Ελευσίνα σήμερα οργιάζουν από λάμψεις

τα βιομηχανικά μυστήρια.

Βακχεύει η πολιτική και λάμπει η σελήνη.

Πεθαίνουμε γεννιόμαστε μπαινοβγαίνουμε στο Κοσμικό Κλάμα.

Γι' αυτό κ' εγώ μ' ένα τσεκούρι τα 'χω ρημάξει τα νοήματα

κρεουργημένα κι άταφα τ' αφήνω μέσ' στα έρημα δάση.

Σταφύλι λέω ναν την κάνω την πραγματικότητα –

έμπα σ' αυτό το ιερό δευτερόλεπτο. ρίξε κλαριά

κι άλλα κλαριά στην ανεξέλιχτη φωτιά

ρίξε μ' αυτά στη φλόγα της

και τον πελώριο βλάκα τον Προμηθέα.

Η οπλή του Κενταύρου τα μεσάνυχτα

σπιθίζει στο φυτρωμένο στερέωμα.

Είν' ώρα να διώξεις όληνε τη σκέψη απ' το κορμί σου.

είν' ώρα τα κατάμαυρα κι ανύπαρχτα φτερά σου να βλαστήσεις.

Το φως είναι μόνον εικόνισμα

η τραχηλιά της νύχτας: το φεγγάρι.

Πάρε χαμό στα χέρια σου και πλάσε

τη ζωή που σε θάνατο δεν πλαγιάζει.

Της σιγής το μονοπάτι μοιάζει να 'ναι ο φαλλός του Βούδδα.

Στον κόσμο που βαθιά υπάρχουμε διάδημα η φρίκη.

 

Η ΚΟΥΦΙΑ ΠΥΡΚΑΓΙΑ

Τι ημέρες και εκείνες της αγάπης...

Κάθε σου τηλεφώνημα γλυκόλαλο

τι ομορφιά μεγάλη ο χρόνος περιμένοντας

να κουδουνίσει ξαφνικά η συσκευή

να πλημμυρίσει η μαυρίλα της απ' τη φωνή σου

στα ευρύχωρα δευτερόλεπτα στο δικό σου βραδάκι.

Μα είν' ο χαλασμός ανείπωτος ήρθε το τέλος

γυρίζουμε στην κλειστή μοναξιά του ο καθένας

τα φουστάνια σου θ' αγγίξουν το πολύ μέχρις αύριο

άλληνε σάρκα.

 

ΤΡΙΣΑΓΙΟ ΣΤΟ ΘΩΡΑΚΑ ΜΟΥ

Τεκμηριώνουμε χαλάσματα η μετάληψη στοιχίζει

πεθαίνω κάθε μέρα από ζωή κι όχι από θνητότητα

η πλάση με κατακορόιδεψε στίγμα χυτής παλινωδίας

κ' εγώ οικτίρω ο δαρβίνειος τα ωδικά σκουλήκια

/τραγούδι τους τα σπλάχνα μου θρήνος εσώτερα

στην ωμοπλάτη/.

Κακόφωνος ο άνεμος απ' τα πιο πέρα κορφοβούνια που καίνε

η ώρα του άρτου τιμημένη ανάλωση σε γλώσσα υλική

φεύγουμε κάποτε προς την Άνω Ασία για ξεκοκάλισμα αλήθειας

δεν καταγόμαστε από καμιάν εξομοίωση δεν επιπλώνουμε

οι φιλόσοφοι σας το φώναξα είν' αγριόσκυλα -, απάνω τους,

τα οστά τους εγώ θαν τα κάνω καυσόξυλα για το χειμώνα

θα πέσει τεράστιο γέλιο που ν' ακούσει κ' η Ανταρκτίδα.

Πιάσε το ξυράφι κόψε το λαιμό στα γρήγορα του Έγελου

δεν υποφέρεται μα το Χριστό η λογική του φαντασίωση

δεν ξέρει από δυστυχία ο έρημος είναι τρομερά κακομούτσουνος

παίζει αρνούμενος το παιχνίδι κι όταν το παιχνίδι ανυψώνεται

βαθιά μέσ' στη συνείδηση, δεν παίζει τότε.

Τι γλυκειά Φυσική που μας έρχεται απ' την άχρονη ωριμότητα

ολόιδια με κόλαση χρωματιστών διαστάσεων...

Ένα παλτό γυρεύω που να μη λέγεται όμως επενδύτης.

 

BASSO CONTINUO

Το γιασεμί ωραΐζει τα οπτικά μυρωδικά μας

αποστρέφεται στ' αλήθεια το δημοτικό τραγούδι

μαρτυρεί αφόρητα την αυτοκτονία του Άγιου Δημητράκη

που έπεσε απ' το αδιάβροχο ύψος μ' ένα βιβλίο-μυστήριο

στον ορφανό του κήπο κυριακάτικα

είν' ερωτευμένη η ρίζα του άνθους με τ' απογέματα

η ανάπνια τού ντάρμα συσσωρεύεται στον τενόρο της αεράκη

κάπως έτσι τρελάθηκα και εγώ διαστέλλοντας εφύμνια

γαντζωμένος απ' την απρόσιτη μετοχή: θεασάμενοι

δεν είναι όμως δυνατό να συνθλιβόμαστε εμείς οι ανελέητοι

ανάμεσα σε απόλυτη και σχετική υπεραξία

οσφράδιον οπού δεν αποτείνεται στη βαθμολογία η σολωμική ποίηση

μα οι φονιάδες έραναν τις εβδομάδες άφρονες όσο δε γίνεται άλλο

θυμόμαστε το Τρεις Χιλιάδες εξαποστειλάρια ή και ιδιώνυμα

καταστρέφουμε τα πολυμήχανα γεγονότα σημαιοστόλιστα.

 

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ

Δώσε έναν κόκκο ειρήνης να απολαύσεις

ένα βουνό δικαίωση

σαν κόκαλο αιωρούμενο σε σκύλο η αγάπη

που δείχνει τα δόντια της.

Εγώ ξεκρέμασα τη ζωή μου από κάθε προοπτική

πέταξα τα μανταλάκια απ' το σύρμα

τελευταία νότα της αληθοσύνης: η αθωότητα

ενυπάρχουσα στο άπειρο ο χρόνος

απορρυθμίζει

σχηματίζει μέσα του

το αμάρτημα:

τη φοβερή διαιρετότητα.

Ζούμε θα πει αλητεύουμε στους αμέτρητους ίμερους

αλητεύουμε στα σώματα των απέραντων γυναικών

αλητεύουμε στη μιλιά μας

αλητεύουμε στην πείνα και στην ακάλεστη δίψα.

 

ΣΩΣΙΒΙΟ

Λέω φως και προφέρω σκοτάδι

τα Άλγεα φορτωμένα σε λεκτικά γαϊδουράκια

οι Λωτοί μουδιασμένοι και οι Υάκινθοι

μ' αλύγιστους κραδασμούς απέχοντες απ' την κίνηση

καθώς υψώναμε βαθουλωμένα αινίγματα δίχως άρμη

κι αναδεύαμε παροιμίες όπως: πολλοί πεθαμένοι

κάθονται στου αρρώστου το κεφάλι

και με εκτρώματα-χειρονομίες κοροϊδεύαμε

κάθε ιερατική συνέχεια και έξαψη

θα ξαναφύγω απ' το πορτάκι του χαμόγελου μισόγυμνος

τα σκιάχτρα δεν τα υπολήπτεται στ' αμπέλια ο δραγάτης

πονώντας αλφαβητικά στο κύλισμα του γερο-χρόνου

δυσανάγνωστος που μοιράζει τα κελιά του στις ώρες

κάπως αλλιώτικος από μοναστήρι

χασομερώντας ανάμεσα σε κείνη τη λιπόθυμην αντηλιά του

με τρεμάμενες φωτοσκιάσεις

κι αχαμήλωτες καλαμιές μακρόσυρτες προς το ποτάμι

χωρίς αμερικάνους πεζοναύτες δίχως

τις άγριες πολεμικές γέφυρες που παντρεύονται δυναμίτη

κάκοσμος είν' ο δυόσμος πίσω απ' τη νόηση

κι ο ουρανός απάνω διφορούμενος

η φύση τρέφεται από κυανοπώγωνες και σκληρότητα

σεισμικές γυναίκες στο έβδομο φιλί.

Κατορθώνουμε άπειρο -

 

ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΗ ΣΤΟ ΓΕΛΑΚΙ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ

Η ευπάθεια είν' ο κλώνος να πιαστούμε μισότρελοι

να σταλιάσουμε στο χειρότερο.

Προσκέφαλο ευωδερό του καημού το κυμάτισμα όνειρος

κι αναστρέφω ίσκιους ηλιόλουστους

τα μοιρολόγια τα 'χω γράψει στα παλιά μου παπούτσια

ευτυχώντας ο έρημος από μέσα μου

σ' αυτό το αφρισμένο μαστίγωμα τη βροχερή μου απόγνωση.

 

ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΚΟ Ή ΟΧΙ ΧΙΟΥΜΟΡ

Ξανάρθαν στα λογικά τους οι αστροφένακες.

Λήθαιος αγέρας τ' αγριοβότανα στη μισοπάρθενη ημέρα

σύρει σε χαμηλή απογείωση

Μέδοντες της Ανάγκης χαλκεώνες της νύχτας του Ησίοδου.

Έτοιμοι κι εμείς να παίξουμε καμπύλες αστροτοξίας

απάνω στην οθόνη-λεχώ που χαίρεται

την Εικόνα-Βρέφος.

Πέρα στα μουσικά μας συμφέροντα ο απομόναχος

παραφράζοντας το Υπέρτερο

(η μετάφραση είν' αδύνατη)

το αποδίδει σωστά στην πραγματικότητα ξεχνώντας

ολάκερη τη Λήθη

τραβώντας ωσάν κλωστές κουκλοθέατρου

τις γελαστές ανωφέρειες.

Δοκίμασε αντίθετο δοξάρι πέτα τώρα στα σκουπίδια

τα κυριακάτικα φτερά σου.

 

ΒΑΘΥΦΩΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Οι αριθμοί μου δε θα συμπληρώσουν ένα σύνολο

δάκρυα συνωστίζω στα καιόμενα μάτια μου

δεν έχω τώρα πια τίποτ' άλλο απ' την πραγματικότητα

ξεφεύγοντας όλες τις αθλιότητες της μαγείας

αισθάνομαι κωμικά τα συμβόλαια τους ανέραστους νόμους σας

οπού σαλιώνει με χαρτόσημα η νοησιαρχία.

Σε όλα ενάντιος -, ιδού ο ένσαρκος νόστος που το ύψος του

το Θαβώρ υπερβαίνει ανησύχαστος.

Τύμπανα όρια χλευαστικά τα λοίσθια η θανατοπληξία πνέει

κυρίες μ' ακριβά χειροκροτήματα από ίσως

κι ωστόσο παλαίοντας εγώ ναν τις αποδιώξω

κείθε στα ρέματα της συντριβόμενης ασκητείας

κατρακυλώντας στα κατάμαυρα φαράγγια των Ουπανισάδων.

Επιτέλους βαρέθηκα τη στύση μου

δέχομαι να εκτίσω μακρόπνοη ματαιότητα.

 

Ο ΧΡΟΝΟΣ-ΚΑΚΟΠΟΙΟΣ

Βγαίνει και η Κυριακή σιγά-σιγά

οι ώρες είν' – αλήθεια – τρομερά μακρόσυρτες

θέλει ψαρόκολλα-εγκαρτέρηση το πράγμα.

Πόσο λαχτάρησα να φτερουγίσω σ' Εκείνο

δεν έχει όνομα δυστυχώς ούτε υπόσταση

δεν υποφέρει από καμιά χυδαιότητα όπως

οι νόμοι της φύσεως ή η κακούργα διαλεκτική

κάθε γυναίκα είναι μια καινούργια

νύξη του Απόλυτου

τη βλέπω μαγεμένος και κατατάσσομαι αμέσως

εθελοντής στην αλύπητη ματαιότητα.

Μ' ένα ρομαντικό τσιγάρο θα άλλαζα διάβολε

κατεύθυνση.

 

ΣΤΟΝ ΙΣΚΙΟ ΤΟΥ WILLIAM BLAKE

Είμαστε όλοι στον αέρα του Αναξιμένη.

Σ' αυτή τη νέα βλάστηση στο κεντητό απριλοπάνι.

Χρησιμοποιώντας ολόκληρη την οικογένεια σαξοφώνων.

- Τις ει; - Ογδονταπέντε κιλά

του συμπαντικού βάρους.

 

Η ΑΤΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ

Ας είμαστε ραγισμένοι στους ανημέρευτους έρωτες

με ζοφερό μαστίγιο την ώρα την ουρανοβόρα

δαμάζοντας το σώψυχο σπιθομάνι.

Βουνά εσείς που καμαρώνετε το ύψος είναι λέξι-ξέφτι

στα μάτια χαντακώνεται γογγύζει απ' τον πόνο και χωλαίνει

όταν εσύ κατά τη μαύρη συμφορά γιομάτος δάκρυα

γέρνεις χαροκαμένε και ξαναβουλιάζεις άξαφνα

στων λουλουδιώνε την απόρρητη απόκαρδίωση.

Αχ μη θελήσεις όνομα διδάσκοντας

νά βρεις αγνάντια σου το νάμα της βουβής ανωνυμίας.

Έρεβος ή απώτερο συμπέρασμα -: ο σκοτεινός (ανάσκελα) τάφος

ρημαδιακό βαρβάτο τριαντάφυλλο τραύμα σιγής στο κοιμητήρι

μ' εκατομμύρια νοσταλγικά σαπίσματα

στους επιτύμβιους χειμώνες κλινήρη

καθώς πεντάρφανος ωρύεται ο άγραφος αγέρας

αντρομαχώντας με κοντοπίθαρα και σπαστικά χαράματα

λυόμενα κλωνάρια μέσ' στο Άφωνο

βλαμμένα δέντρα.

Νύχτες που διαπρέπουν αστροχίτωνες εκείθε προς το μέγα μαύρο

την αρνησιά την κάνουν έλευση

τη φυλλωσιά μου δεν την έχουν ανταμώσει.

Το ζήσιμο ολισθαίνει βαθιά στην Ηλιοφίλητη κι όποιονε τρώσει

η γιασεμένια αστραπή

θα υποκύψει σε δονούμενα

ρέοντα μέσα στην αφή του αρχαίου Ίμερου στήθη.

 

ΠΑΝΑΚΕΙΑ

Η άρθρωση του Μόνου Ορατού με διασαλεύει

ανάμεσα στη γλώσσα και στον άνυδρο ουρανίσκο

όταν τα χρώματα ψοφούν και ξάφνου πυρπολιέται

ο κύβος της ομοιογένειας

ακαριαίος διαρκής και τίποτ' απ' τα δύο τούτα:

τριαδικότητα-μαστός.

Κι ολούθε σφήκες πρόθυρα σφαγής αυτά τα στήθια

είναι από πέρδικα

νεροπότηρα δεξιά σου

μια φράση που ακούγεται σχεδόν αριστερά σου

«τα 'χα βάλει τα παγωτά στο ψυγείο»

πιο κείθε λυγερή κυράτσα μεταφέρει την καρέκλα της

απ' τον ήλιο τον άπρεπο την πάει δίπλα

στη σκια σ' ένα δύστυχο πεύκο

δεν επιμένει – πώς σας ήρθε – ο θεός ναν τον αναγνωρίσουμε

μύθος παλλόμενος ας τον πούμε και σούρουπο

απαλήθεια όπως λέμε απαρέσκεια

παλλόμενος ίσον υπάρχουμε

μύθος ίσον υπάρχουμε δίχως κουρελοθάνατο.

Πρέπει σε μένα η μακροζωία.

 

Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ ΜΕΣΑ ΣΤ' ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΑΘΛΙΑΣ ΠΕΜΠΤΗΣ

(Διήγηση)

 

Je suis reellement d' outré-tombe,

et pas de commissions.

RIMBAUD, Illuminations

 

Ο σκελετός εκείνος ο τεφρώδης και νυχτιάτικος

που μπήκε μέσα στο δωμάτιο πανύψηλος

περασμένα μεσάνυχτα βγαίνοντας

από κάτι τεράστιους καπνούς ολοπράσινους

τυλιγμένος μ' αναρίθμητες μονόχρωμες κορδέλες

θυμάμαι τώρα πώς, αλήθεια, θρόιζαν

απάνω στα διάφανα κόκαλα... –

τράβηξε μια καρέκλα και κάθησε μ' ευγένεια

κρατώντας τη μελωδία του γάργαρου Τίποτα

στα δάχτυλά του τα ξεβιδωμένα

καθώς ανάβλυζε μεγαλόπρεπα στο θώρακα

σα μέγα φύλλωμα σε λαίμαργα ξερόκλαδα

μια σπαραγμένη κι αξόδευτη φωτοβολίδα...

Είναι πολύ παράξενο κι απίστευτο

μα όμως κάθισε, δίχως να ταράξει

το άναρθρο σκοτάδι που τον έψαχνε κατάστηθα

σαν αστρική κατάντια της άβυσσος.

Είμαι τυφλωμένος από χιλιάδες λεύγες άπειρο –

ψιθύρισε, καθώς ακούστηκαν ολάξαφνα

τα τύμπανα της κολάσεως αγριεμένα

και ξέφρενες ανοίγαν οι φλογώδεις ολοένα

κι αναστάσιμες ασωτείες των χρωμάτων

όπως μπορεί να γίνεται, φαντάζομαι,

στην κατάμαυρη πίσσα των αρίφνητων θανάτων.

Είμαι τυφλωμένος απ' τον αγέρα, ξαναχτύπησε

τα γαλάζια σαγόνια με δύο-τρία μετέωρα

σκουριασμένα δόντια καν τέσσερα

κι αναπάντεχα μεσ' απ' το δεξί του το μάτι

ξεπετάχτηκε ζωντανός ο φόβος και πολύχρωμος

κ' ήτανε μια χαρούμενη σε λάμψεις ακανθυλλίδα

σαν απ' την αγνότητα της φρίκης που κόβει τα ήπατα φτερακίζοντας.

Τι θέλεις; - είπα – τι μαυρίλα προμηνύεις;

Υπάρχει, βέβαια, μια μαυρίλα, ψιθύρισε, μα όχι σαν το πιάνο...

Τρίζεις, του είπα, κι αυτό με φοβίζει.

Δεν ειμ' ο διάβολος, είπε, δύστροπα, η ανάσταση τρίζει. –

Κι άξαφνα δίχως κανένα λόγο χλιμιντρίζει

με φρικαλέο τρόπο έν' αόρατο μεγάφωνο:

«Ν' αδειάσουν οι διάδρομοι! Ν' αδειάσουν οι διάδρομοι!»

Τι συμβαίνει; - απόρησα τρέμοντας...

«Οι διάδρομοι!» - σκούζει και ξανασκούζει το μεγάφωνο

κι ασυγκράτητα τότε μια πολυάριθμη χορωδία στα υπερώα

ξεχειλίζοντας αρχαιότητα σ' έναν άγνωστο θρίαμβο

ψαλμωδούσε περίεργα πράματα που δεν τα 'νιωθα

μα θυμάμαι μονάχα τρεις λέξεις,

βραδυόνια λουξόνια ταχυόνια, τιποτ' άλλο δεν κράτησα.

Τι συμβαίνει; - ξαναρώτησα τουρτουρίζοντας.

Ήρθε μήπως η ώρα της ψυχής κι ο έρμος πρέπει

να διαπλεύσω τη νερένια κλωστή την αόρατη

κι αδιάφορη μητέρα της γεωμετρίας

κείνη την άφραστη σε όλα μας τα έργα και ερείπια

σε όλες μας τις φλόγες την ακοίμητη

κι αξύπνητην Ουσία;...

Σαν κάτι μου φαίνεται πως ελλοχεύει στην ύπαρξη.-

Μη δειλιάζεις, μου λέει, μην τρέμεις ανέστιε.

Δεν είδες ολάκερο, λοιπόν, από θειάφι

τον πύρινο θώρακα τον υακίνθινο

χωνιασμένο τόσα χρόνια στο αστραποπήγαδο

που δεν μπόρεσα χίλια χρόνια να τον φορέσω;

Μα γιατί με κοροϊδεύεις, είπα, τότε, κύριε...

Τα λόγια τούτα, κάπως έτσι, τα χω

συντύχει μέσα στα πνιγερά δόγματα

κ' είχα τρομάξει από δαύτα θυμάμαι.

Πάντως να ξέρεις, του φώναξα με δύσπνοια,

πρέπει ναν το ξέρεις πως εγώ τα δόγματα τ' αλαλιάζω,

μάλιστα! πρέπει ναν το ξέρεις πως εγώ

τα δόγματα ή τα καίω ή τα κοπρίζω

τα ξανθά θεωρήματα και των Όντων το κατάμαυρο Τέλος

τα φριχτά και τ' αζώητα συστήματα –

βρυχήθηκα κ' εκείνος ολόχαρα χειροκρότησε

σα να 'σπαγε μεγάλα και λεπτά παξιμάδια

γρυλίζοντας «Εύγε! και εγώ τα κοπρίζω!»...

Μα μπορείς, είπα τότε, να κοπρίσεις; Κι άθελα του 'δειξα

τ' ασπρισμένα του τα κόκαλα στο μισόφωτο.

Δεν είπε τίποτα σ' αυτό μα τοξεύοντας

το πλατύ μέτωπό του το κίτρινο

μ' ένα φως αχαλίνωτο

σηκώνει μακάβρια σε βαθύ μειδίαμα ένα πάλλευκο

κι αλησμόνητο μεταξωτό μαντίλι που διάβασα

κεντημένη τη φράση της ακάνθινης αλήθειας:

Ο δε μείζων υμών έσται υμών διάκονος...

- Α, μάλιστα, πήδησα χαρούμενος,

ειν' η λύτρωση η μεγάλη,

σε γνωρίζω, ω θεσπέσια Γηραλέο Νήπιο!

Στα μάτια της σάρκας αστράφτει το λάθος...

Πώς να ξέρεις, αλίμονο, το πρόσωπο

που φτερούγιζε κάποτε

στη μόνη υπάρχουσα δημοκρατία:

έναν ειρμό από κόκαλα... -

μ' αποκρίθη ξύνοντας την υπόσταση ο ανύπαρχτος,

τον ίδιο αέρα τον άπιαστο,

πανωκατίζοντας τον αντίχειρα

κι ακουγότανε – τι μυστήριο – το γρατζούνισμα...

- Ξέρεις ωστόσο τι είναι όλη κι όλη η ζωή που μας έλαχε; -

Ίσως να ξέρω, τόλμησα να ψελλίσω,

δίχως να στερεώνω τους ήχους μέσα μου, σα να 'χα κιόλας

ολάκερος αναλυωθεί σε όλα μου τα πριν και τα μετά,

τα μύρια μου και λιγόχνωτα δευτερόλεπτα, είναι μήπως εκείνες

οι μικρούτσικες ευτυχίες του έρωτα;...

Ρηχάδα, ρηχάδα! με σταμάτησε τότε και χάθηκε

το φως όπου χάιδευε την παρουσία του την ακατάσχετη

κ' εγώ αναπάντεχα ρουφήχτηκα μεσ' στην εξουδένωση

σαν σε μεγάλο βάλτο.

Ρηχάδα, ρηχάδα! ξαναντήχησε και μου 'δειξε στο μάκρος

τα πιο αιφνίδια ουράνια της ζωής μου

μέσα σε κάτι τερατώδη οράματα ξετυλιγμένα.

Δες εκείνο το νέφος! είναι τάρανδος, είπε,

λυγίζοντας ωσάν αρχαίο διαβήτη το δεξί βραχίονα.

Σήκωσα ψηλά τα μάτια κ' ήτανε πράγματι τάρανδος

που γίνηκε σε λίγα δευτερόλεπτα κροκόδειλος

κ' ύστερα γίνηκε μια πολύφυλλη κλάρα.

Δεν ένιωσα όμως τι μπορούσε να σημαίνει

που μ' έριξε δίχως λόγο σε τέτοιες εναγώνιες οπτασίες

και ρώτησα κάπως χαμηλόφωνα: - Τα δέντρα,

θα 'θελα να μου πεις αν κάτι ξέρεις, έχουν και κείνα τ' αλάλητα

κόλαση σαν εμάς και παράδεισο; Κι ακόμη θα 'θελα

να μάθω κάποτε. τι γυρεύει

γυμνή στ' αγκάθια η θρησκεία;

για να μην αγριεύουμε μήπως ολωσδιόλου;

Τι λες εσύ, τι θα 'λεγες απόψε με τις λέξεις...

Κι όπως δεν είχα καλά-καλά προκάνει (βλέποντας

πάνινα κι ατσαλάκωτα βιολοντσέλα που κυμάτιζαν εξαίσια)

να βάλω στην περίτρομη φωνή μου τ' αποσιωπητικά της

μ'ακατάστατο πάθος αρχίνησε να λέει

ο βαθίσκιωτος εκείνος πεθαμένος

την «Ανθισμένη αμυγδαλιά» και τη χαντάκωνε

σαν κάτι κοιλαράδες κρασοτενόρους τα σαββατόβραδα

όπως παλιότερα τους ακούγαμε στα υπόγεια κουτούκια.

Τον κοίταζα τώρα ταραγμένος αλλ' αυτό το κέρατο

μόλις απόσωσε το ένα ρίχτηκε συνέχεια σ' άλλο

ψευτοτράγουδο κι απόκαμε ν' απαγγείλει στο τέλος:

«Ο κόσμος είν' ένας αεροπόταμος...

Αχ μοίρα μας και μαύρο ριζικό μας

πώς να σε μάθει κι ο ιπποπόταμος...»

Κι άξαφνα τότε μ' έναν παταγώδη τρόπο θυμήθηκα

τα ωραία σκέλεθρα της μεγάλης ερημιάς των ορέων

επωάζοντας τα τρίμορφα γεράκια

της απέραντης μορφής που δεν αντίκρισα

κι αποσπώντας ένα σύγνεφο θέλοντας με δαύτο να τον τυλίξω

- σχεδόν απέναντι στου διπλανού μας Κένταυρου το Άλφα,

κάτι δεκάδες εκατομμύρια τρυφερά χιλιόμετρα,

στου γαλαξία μας το φρικαλέο Παγκράτι –

ρώτησα δύσκολα κι ανέλπιδα: μήπως είσαι

κάποιος από κείνους; μήπως είσαι ο πάναγνος Αφθόνιος;

Εκείνος όμως έμπηξε τα γέλια

στενεύοντας τον άδειο θώρακα: - Βρε έλληνα

δε με γνώρισες ακόμη; Είμ' ο Γιάννης

ο στρατηγός Μακρυγιάννης απ' την Ακρόπολη...

 

ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΠΑΡΑΘΛΑΣΗ

Ποτέ μου δεν τη μεθόδευσα την απελπισία μου.

Σε κάθε χυτήριο δυνατότητας /αυτή η διαβόλισσα…/

υπήρξα ο απόμερος άλλ' ανθηρός αντίγνωμος

απαγγέλοντας απλώς τη δική μου υπέρβαση

στα συχνά της εφήμερα φανερώματα

υπερήφανος από δίχως επίθετο αυθεντικότητα ώς το θάνατο

σύμφυτος της αγάπης που συνοψίζεται στην

άνευ ουδενός ονόματος τελετουργία: τη στύση μου

θερίζοντας το Απόλυτο στα σώματα

σμήνος υδάτινο γυναικώνε.

Δρώμενα συνουσίας λατρείες αστραπιαίες στα μάτια μου

δεν έχει κι άλλα προτερήματα ο έρωτας.

Λιθοβόλησα την προοπτική και μεινέσκω ήσυχος.

 

ΥΠΗΚΟΟΣ ΚΥΑΝΩΣΕΩΣ

Ε λοιπόν εσείς οι θρησκείες – αναρριχώμενα –

τύψεις ανωφερείς της αιτιότητας

εσείς τα πιο όμορφα αλόγατα τηλεφωνήτριες Βαλκυρίες

εσείς οι ανώφελες γιάτρισσες

των εξωφρενικών εκατοντάδων

εγώ θα απομείνω περίεργος μια και δε χάνω κύριοι Φένακες

απολύτως τίποτα.

Βαβέλ από λαγνεία ουρανού και στυγνές ποικιλίες

από λουλούδια πολυώνυμα της Πεντηκοστής

ανάμιχτα με δάκρυα στα φαρμακεία

η μια τα ύψη που ορέχτηκε

η άλλη

κρουνός Ηράκλειτου από ψηλά οπού το χώμα καταδέχτηκε.

Παραπλήσιες ομορφάδες -: η νομοτέλεια κ' η αμέριστη

κατακρεούργηση.

Να θωρακίσουμε του άλγους την εναντίωση:

το μεράκι της παρδαλής αιωνιότητας ανυφαίνοντας

σε ελάσσονες τόνους στο λιλά μικροσκόπιο.

Μεγαλόπνευστος ετούτος ο αγέρας ερχόμενος

απ' τη μετεμψύχωση

παροτρύνοντας η αγάπη σε εξέγερση τα υποσύνολα

έαρ και νόστιμον ήμαρ

καθώς του κουρασμένου αίματος ο θρήσκος της μαυρίλας

/τον ύπνο εννοώ/ που θηρευτής του κύκλου δεν κατόρθωσε

να διαλευκάνει ούτε τη ζελατίνη του τέττιγα

ναυαγός ιχνηλάτης που διαχέεται στο αιδοίο της Στύγας

/τέτοιο βαθύ λακωνικό δεινοπάθημα/.

Ζενίθ ανάστροφο στα σπλάχνα μου

περιτείχιση των κυττάρων ένας εξαίσιος

ορμαθός από ασίγαστους χημικούς τύπους

ο τερατώδης υπόκοσμος-: οι λεπτομέρειες

πληγιάσματα στη φαλακρή ευμάρεια της σφαίρας

οι λεπτομέρειες: αποβάθρες της αποπλέουσας Ολότητας

/κινίνο μεταφυσικό στ' αλήθεια/

οι έμφυτες ακρότητες της μέλισσας ανοιξιάτικες βαρκαρόλες

κ' η κατάξανθη Λάνα Τάρνερ γειτόνισσα γνωστή της Παναγίας.

Είναι φριχτά σατανικό μηχάνημα η διαίσθηση

δεν καταρρέει στα παλιόνερα του αποχετευτικού μας συστήματος

νίβοντας ο ημεροδείχτης τα χέρια σε τραγούδια.

Ζήτω το μυαλό-ανεμόμυλος!

 

Η ΚΑΤΑΚΟΡΥΦΗ ΦΑΣΗ ΣΤΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

Σας φωνάζω σήμερα μέσα απ' το θάνατο μισοξύπνητος

το εγώ σχηματίζει τους τρομερούς μου αποχαιρετισμούς

στην ουσία η μετακίνηση είναι αδύνατη. Μονομανία.

Η αλχημεία μου δε θά βρει επιστημονική διέξοδο

ισοβίτης είμαι στα πανοράματα χρωματιστά της σκοτοδίνης

καινός και πλήρης από λήθαργο βλακείας.

Μήπως είμαι κρίκος; εμφάνεια σερνάμενη στο αόρατο;

πλεμόνια δίχως κυψελίδες ή ίσως εγκόλπωση;

Χρειαζούμενα στην αιθρία τα ερωτηματικά διαλάμποντας

δαρβινικά γιαπωνέζικα ιρακινά αφρικάνικα

η αναλγησία μου κερδίζει έδαφος κι αυτό είναι θαυμάσιο

πρέπει να καταστρέφουμε

προπάντων τον εαυτό μας

έρμαιο και κατά διαστήματα εξανεμισμένο από Δέκα

ώσπου να γίνει μάνα-γη να γίνει χώμα.

Μήπως είμαι βαρόμετρο; δύσβατη περιοχή; καταστάλαγμα;

Είμαι απλώς ένας ακοινώνητος.

 

ΥΠΕΡΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟΜΕΡΙΑΣ

Προωθούμε συνέχεια την ανέκδοτη πραγματικότητα

στο μεγάλο βαγόνι της Πεμπτουσίας.

Χαμένες οι ελπίδες ή λογαριασμός που ξαναγίνεται

στύση τα χαράματα;

Τη μουσική πια τη βαρέθηκα.

Φρίκη τα ελληνικά μου /ωσάν άχαφτα ωροσκόπια/

η γλώσσα δεν κατάληξε ποτέ στην αγάπη.

Να πάρω το ραβδί του ερημίτη να σηκώσω σπιθίζοντας

το πελέκι του αιμόφυρτου επαναστάτη;

Θα δούμε θα δούμε θα δούμε...

Καταδότης του μέλλοντος εντούτοις δεν πρόκειται να γίνω.

/Φράση και τούτη.../.

Στο χειρουργείο η πράσινη σιγή

τα νυστέρια κόβουν αθόρυβα ολωσδιόλου αθόρυβα

κρέατα καφετιά σαπισμένα στα αίματα.

Οφείλουμε την οπτασία οφείλουμε τη χαραυγή.

Τα κατάφερα να χτυπήσω καίρια την καλοσύνη.

 

ΚΙΘΑΡΙΣΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΡΧΙΑ

Τρυφερότητα ή όχι τα τόσο ανυπεράσπιστα οράματα της ανεξουσίαστης μήπω-τοπίας (ενδεχόμενα και ξάστερης ουτοπίας) που μοιάζουν με πληγωμένα χαράματα, διδάσκουν το βλέμμα, τινάζουν στον αέρα την πλήξη των τριών διαστάσεων εντοπίζοντας τη θέληση στο σύνολο που κομματιάζεται και συναρμολογιέται σαν ένα ποδήλατο, ελικόπτερο ή αεροπλάνο (θα εξαιρέσουμε μονάχα την απεγνωσμένη οπτασία του Μαξ Στίρνερ). Το γεγονός πως ανάφερα μηχανήματα τρεχούμενα δεν είναι τυχαίο. Η αναρχία τρέχει, δοξάζει την κίνηση, κατορθώνει την ακινησία του σύμπαντος που διαπιστώνεται με αρίφνητες κινήσεις. Πρόκειται για μαγική εικόνα. Η αναρχία θέλει να κάνει και το ανθρώπινο σύνολο μια τέτοια μαγική εικόνα. Η κυτταρική αντίληψη της ατομικότητας συνδυασμένη στ' αδιάκοπα κινητικά της πεπρωμένα με ένα σώμα που κάθεται στην καρέκλα δίχως καθόλου να κινείται. Στύση αρμονίας του μερικού με το γενικό. Κάθαρση από κάθε αντιδικία του μέρους και του όλου. Θέωση (απ' το ρήμα θέω) του φυσικού μέσα στον άνθρωπο.

 

ΟΙ ΑΤΕΛΕΙΕΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ

Κάποιες ώρες στοχάζομαι την αμφι-κατάσταση:

είν' η ζωή κι ο θάνατος αστραφτερό συνάλλαγμα.

Χειρισμοί του συνθέτη-: εργαλεία της δόξας του Δία.

Η αποτυχία μου σ' αυτό τον κόσμο κάτι μοιάζει

με του άσπιλου Σωκράτη την επιτυχία στο κώνειο.

/Παραλείπω τα πιότερα της πικρής αλαζονείας/.

Η Φυσική (τόειπα κι άλλοτε;) συρράπτει

τα λυπηρά της Στύγας αρπίσματα.

Διορθώνοντας κάθε τόσο.

Ρήματα καυχήσεως στο περίλαμπρο αλτάρι

που θυμιατίζουμε την Ανάλυση και τη Μέθοδο.

/Η αρχαιότητα ήτανε μονόφθαλμη

αυτό το νιώθετε τυχάρπαστοι;/

Δεν αναφέρθηκα, κυρία μου, στους επιστήμονες

τους αγράμματους εννοούσα ποιητάδες...

Φωνάζοντας-: εσαεί το υποκείμενο, ζήτω.

Τι είν' αυτό που αισθανόμαστε;

Τι είν' αυτό που ο Πλάτωνας κι ο Αριστοτέλης – δυάδα

φρίκης ή βεβαιότητας, το ίδιο κάνει

στον α-νόητο Ιησού διαμήνυσαν, κάτι που δεν υπάρχει,

και υπάρχει μη υπάρχοντας ωσάν γλώσσα;

Είν' ένα είδος τού Είναι εκείνο το ρημάδι το μη-Είναι.

Ναν τα κάνουμε λοιπόν επιφωνήματα και τα δύο.

Στην υφήλιο-: γενέτειρα μορφών ερωτήματος

ναν τα κάνουμε ατράνταχτο βλέμμα εξουσίας.

Νέγρικη θα 'θελα τώρα μουσική στο γραμμόφωνο.

 

ΙΣΠΑΝΙΚΟ ΤΗΣ ΜΗ-ΙΣΠΑΝΙΑΣ

Χορεύει ο θάνατος από λαγνεία πηγάζοντας

τα λαγήνια κομματιάζει της ακινησίας.

Εντούτοις η γεωμετρία

δεν είναι καθόλου χορευτική

κι ας δείχνει το Διάστημα

ωσάν ένα τρελό χοροδιδασκαλείο.

 

IMPRIMATUR

Έχω την έρευνα του ρυθμού

μέσα στη γυάλα του έαρος.

Τα πιο αρχαϊκά προβλήματα

διαστέλλονται στην εκπύρωση

καταστρέφουν ένα πνεύμα θανάσιμο

που ειπώθηκε λύση.

Κατσουφιάζει ο κοκαλιάρης φιλόσοφος.

 

ΑΠΟ ΛΙΓΑ ΡΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΚΙΑΘΙΤΗ

Το κύμα ρήγνυται ωρυώμενο στη βραχώδη κατάφαση του τοπίου.

Δεν πόνεσα τον όρθρο καταμέλανο δεν αιχμαλώτισα ποτέ

την υγεία μου

φεύγοντας από κάθε νεκρόκασα ιδιοκτησίας

δεν άφησα την ομορφιά της ύλης /από άποψη επιστήμης/

ναν τη ρουφήξει η φιλοκτημοσύνη.

Παλλόμενος από λεπτότατην εκπόρευση

στους ορμίσκους μιας υπόκωφης Παρουσίας

αισθάνομαι τη ζωή μου στο Μέγα Δωρεάν επάρατα παρατημένη

σε αρμυρά ωκεάνεια κέρδη

τορνεύοντας φέγγος αμάντευτο οπού συμπτίπτουν

εντελέχεια κι ακαριαία θρησκεία.

Νιώθω κατάθλιψη σ' αυτή την επικίνδυνη

υπεραιμία του έαρος

που διεγείρουν οι κατέρυθρες παπαρούνες.

κρατιόμαστε στην καυκαλήθρα και στη μολοχάνθη.

Σαλιάρα αιωνιότητα λέξη ανιαρή λέξη αναίμαχτη –

το σπέρμα μου δεν το 'χω εγώ για φαντασιώσεις

καθώς τα μύρα κοροϊδεύουν εσένα την όσφρηση

σε ειδεχθείς Ανοίξεις που αυνανίζονται τ' αστέρια.

Θα πεθάνω ανατινάζοντας με νιτρογλυκερίνη τη Δραστηριότητα

στα δάση σας θα εγκαταλείψω ένα πύρινο

όνομα να θρακιάζει

για να θυμόσαστε της άκαυτης φωτιάς την ισότητα

για να βρυχιέται θαυμάσια ο χείμαρρος της Απουσίας.

 

ΠΡΟΔΙΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΤΕΜΠΕΛΙΑ ΜΟΥ

Δέντρα γιατί ουρλιάζετε στη νύχτα της βαθειάς ανάπνιας;

Τάφοι γιατί δοθήκατε στην εύφορη σιγή που σας ανοιγοκλείνει;

Θα 'μενα λίγος δίχως τα φριχτά ρωτήματα στη νεφραμιά του μαύρου.

Δεν έχει δόξα η ζωή ψηλότερη από 'να κυπαρίσσι

πριαπικά σηκώνεται στους οίστρους του ηλίθιου αγέρα.

Λάθος κι αν είν' ο θάνατος τον μηδενίζει άξαφνα η στύση.

 

ΠΥΓΟΛΑΜΠΙΔΕΣ Ή ΊΣΩΣ

Ρέπει στα νεύρα μου βαθιά η άσπιλη γαλαζοσύνη.

Δοκιμάζω πραγματικότητα.

Παν τα θηριά στις κοίτες τους τα ζούδια στον υπνάκο

πάει κρυφά κι ο κεραυνός να κοιμηθεί κ' εκείνος.

Μονάχα η γλώσσα ορέγεται τη νύχτα ναν τη χάψει,

χόρτος φιλοδοξίας.

Αχ σιωπή παντοτινή τού είναι σπλαχνοσύνη...

Διώξαμε βοερά το ηλιοθάλασσο κι απλώσαμε

ωσάν χιράμι ξεδιπλώνοντας τα ερέβη.

Ποια είν' εμένα η συχνότητά μου στο απόλυτο;

Σιγή όπου λευκάζει από φεγγαρίσιο γιασεμί.

 

ΣΤΗΝ ΥΛΗ ΕΙΣΧΩΡΗΣΑ ΟΥΡΛΙΑΖΟΝΤΑΣ

Δυο θάλασσες με κυνηγούν: η ζωή και ο θάνατος

δυο ρεύματα π' ανάθεμά τα στην καρδιά μου...

Ψάχνω για νά βρω μέσ' στο σκυλοπιωμένο κεφάλι μου

/δεύτερη κτητική αντωνυμία/

δε βρίσκω – νοημοσύνη. Δε μαρμάρωσα τίποτα.

Να παίξουμε τους άνεμους

να παίξουμε γλυκά τους κολασμένους.

Τι βρέφος ηδυνόμενο το ποίημα κι ο φουκαριάρης ο Ιησούς

μ' ένα πορτοκαλένιο σωβρακάκι

κρεμιέται κάθε χρόνο στα έαρα.

Η τέχνη μας: η φριχτότερη του εγώ μεταμφίεση.

 

ΠΕΡΟΥΒΙΑΝΗ ΝΑΥΣΙΠΛΟΪΑ

Σήμερα θαν τα βγάλω πέρα στο χτίσιμο φράσεων, έστω δύσκολα κι αναπάντεχα για σκύλο; Χαλάσματα στην ξαστεριά λησμονημένα, χόρτος που ψιθυρίζει χαμηλά στ' αλφαβητάρι του πράσινου. Δεν έχουμε τίποτα ν' αποχτήσουμε απ' τη δαμόκλεια θύμηση που λέει στ' αφτί μας κάθε τόσο πως ο χρόνος είναι κιόλας βαθιά πολυκαιρισμένος, φεύγει, δραπετεύει ανελέητα ή το κοινότερο τρέχει – τα ρήματα τούτα κι άλλα ρήματα συναλλάζονται στην απόγνωση. – Θυμήθηκα, να πάλι στο προσκήνιο η άχρηστη μνημοσύνη, να λένε συνήθως οι άνθρωποι καταδικάζοντας το παράλυτο άπειρο πως θα 'πρεπε να οσφραινόμαστε την ύπαρξη με βάθρο τη γνώση (παραδρομή φωνήεντος: με βόθρο τη γνώση). Κατσούλα ειμαρμένη. Να κάνουμε θα 'λεγα κλωνί την υπόσταση, γιατί το ξέρουμε πως αλλιώτικα συνωστιζόμαστε στην αφτέρωτη νόηση που σέρνεται στα χώματα. Μας εμπαίζει, κύριοι, το ορατό δίπτυχο: φωτιά, μουσική των ομματιώνε-: σκοτεινιά. Το καλό ανήκει διαρκώς στην κακότητα κ' η κακότητα πέφτει πάντα στην αγκαλιά της άχαρης καλοσύνης. Θρόισμα ω μεγάλη βαρβαρότητα του μη καταληπτού με πλημμυρίδα γιασεμιών ακομμάτιαστη… Ξανάρχομαι στο κακό (που προέχει) και στο καλό, προσθέτοντας: είν' ένα αστραπιαίο σύνολο. Με τα χέρια-ζώο πιάνω ένα λιθάρι. Με τα χέρια-σκέψη κατασκευάζω μ' αυτό ένα εργαλείο. Χερσίφρονες, τίποτ' άλλο στη λάμψη που μας περιβάλλει νύχτα-μέρα.

 

Η ΜΗΧΑΝΟΡΡΑΦΙΑ

Ορυμαγδός που λήστεψε τ' αφτιά μου στα χιλιοστά τους…

Αλύχτησα για τους αμέτοχους ησυχασμούς μέσ' από μυριάδες

έντρομα

κι αγιάτρευτα στις Τράπεζες δισεκατομμύρια

εκείθε κιόλας ενιαύσιοι νεκροί στ'αγέρι να σιγοσφυρίζουν

ενεοί και απόντες απ' τα οστά τους

κ' εγώ ο αύτανδρος τραγουδώντας κι απαγγέλοντας

αγριοχόρταρα

στα κοιμητήρια σας μια για μια πάντα εφτασύλλαβος

μυρίζομαι την καταστροφή μου σε κατάσταση μοναρχίας όπως

η νύχτα η θεόμουρλη

φορεί ξανά και χαίρεται των άστρων τις χειροπέδες –

κοιτάχτε τη

γαλαζώνει της αυγής η αλήτισσα την ελευθέρωση

ξεθυμαίνοντας με γηραλέους χαζοφιλόσοφους

ασπρομάλληδες

νοερά δηώσιμους όρθρους.

Καλά λοιπόν… Ήρθ' ο καιρός ν' ανοίξω τ' αχαλίνωτα κ' εγώ

πανιά μου

οπού φταρνίζονται πυκνά και τεντωμένα στο Αδύνατο

να μη λιμνάσω πια σε κανένα ροχάλισμα, όχι,

να μην τα αποπάρω πια

τα τρωκτικά -: τη Θλίψη και τη Ματαιότητα

χωρίς να κολακέψω σήμερα ή αύριο το παλιόβροχο

οπού θέλει – για σκέψου… - να με κάνει κάπως ανθρώπινο.

 

ΑΛΛΟΦΡΟΝΑΣ ΙΟΥΛΙΟΣ

ο γενέθλιος μήνας μου στα θολερά

λιοπύρια του Καρκίνου

μ' έναν απρόκοφτον ίσκιο που αναβλύζει

δονούμενος από φευγαλέα

φωνήματα κληματαριάς – τι άρια

ο θάνατος ή η έβδομη κοίμηση...

Σα να αισθάνομαι το σώμα μου στον ίδρωτα

λουσμένο μουσείο

οπού 'χει να δείξει σωζόμενες αστραπές

τη μεγάλη του πόνου προσωπογραφία.

Μοναστήρι παμπάλαιο τούτος-εδώ ο ύπερος.

Δεν επιτρέπω υπολειπόμενα δάκρυα

προχωρώντας με χαυλιόδοντες αταραξίας

ανάμεσα στα μελανθή με φως ανήμερο

να κατακάψω και τις πέντε ηπείρους.

Την καλησπέρα μου στα Ιδανικά σας.

 

ΑΠ' ΤΑ «ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΝΑ ΕΝΟΧΛΟΥΜΕ»

Ας παραμείνουμε στις άγιες αντιφάσεις της καθαρότητας, ανατολικά του τοτέμ, δυτικά της κακουργίας, στο απροσδιόριστο σημείο που η παίχτρια ύπαρξη λιανίζει τα νευρικά συστήματα. Ποιο είναι το ποινικό μητρώο μιας τίγρης; Θαν το βρούμε πουθενά γραμμένο στην άπλαστη πλάση; Φαντάζομαι αντίδικό της το ζαρκάδι, κρέας που παίζει από θεσπέσιο αίμα, νοστιμάδα στο τρόμαγμα -, τι τώρα θα υπολογίζουμε τις λεξούλες... Τυφλώνοντας τους δικαστάδες με την κηλιδωτή λάμψη της η τίγρη θαν την κέρδιζε τη δίκη και το χειρότερο-: το άχραντο ζαρκάδι θα πλήρωνε και τα δικαστικά έξοδα. Γιατί τούτος ο κόσμος αναβλύζει απ' τη μελαγχολία, είν' αυτή η αμύθητη μουσική που ερμηνεύει η γιγάντια ορχήστρα των όντων, ένας αυθαίρετος μαέστρος διευθύνει κινώντας την απουσία. Ενδέχεται λοιπόν η τίγρη να χειρίζεται τα τύμπανα, το ζαρκάδι να 'ναι αρπίστρια, δεν ξέρει κανένας.

 

ΦΡΙΚΙΑΣΗ ΚΑΙ ΣΤΟΝΟΣ

Ας είχα λίγες λέξεις αλλιώτικες

να άλλαζα τα επώνυμα της αγωνίας

να πήγαινα πιο πέρα κι απ' του σκύλου

την απλότητα

για να 'χτιζα κι αλλιώς το πεπρωμένο.

 

ΓΡΑΦΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ

Φθινόπωρο νεροποντές του έτους τα προαιώνια

λυπηρά μακρόσυρτα λοίσθια

χαράζοντας εύνοιες στα μόρια του μέλλοντος

ευτυχία παράξενη

στη χαρμόσυνη φάση του αίματος: την καρωτίδα.

Στεγανές πολλαπλότητες ή

το γάργαρο βασίλειο της ενότητας;

 

Η ΘΑΝΑΣΙΜΗ ΔΙΑΤΥΠΩΣΗ

Ζωή>Ποίηση

Ζωή<Ποίηση

Χάρισε τον εαυτό σου στην απροσπάθεια -