πάτερ ημών ο εν τοις
ουρανοίς (κανείς)
κάνιστρα με
σκυλοχαρούμενα
τριαντάφυλλα
aeternitas = neant x mortalitas
ερωτοθραύστης
η φλεγόμενη ποίηση;
μεζεδάκι απ’ το Άλυτο
η λεγόμενη ποίηση;
λύσις συνεχείας του πνεύματος
λογοπαίχτης από άνηθο
νυχτομανία
εσύ ποιος είσαι;
εγώ-δεν-είμαι
γεια και χαρά σας ωρέ πολύωρα
κι ανώδυνα δάση
με Δρυάδες και ξέπλεκες
ομορφάδες
οδοιπόρησε αργά στου θανάτου
την ετοιμότητα
διαδήλωση και κηδεία είναι ένα
τον αγέρα τώρα πώς θα τον
κάνουμε βιομηχανία;
η πραγματικότητα φαγωμένη
απ’ τα έλκη της ιδεολογίας
με τι βιασύνη προχωρεί ο Ιησούς
εφέτος
προς την Ανάσταση...
Παραμερίζει πανέρια τεράστια
γιομάτα βιολέτες
σπρώχνει τους αέναους
παπάδες
τινάζει νευρικά προς τα πίσω
τη μαλλούρα του
το γεγονός είν’ ολοφάνερο:
βαρέθηκε
ο κούρος της γλυπτικής
το ξεροβόρι
μυθοκλασία μετά το πέρας
της κακουργίας
η λεκτική τρυφή μου: μηδενάκι
τεντώνω σήμερα την ηλιθιότητα
Πυροφάνης ο Έγλειστος
των Υδάτων
ένα σκυλί που ούρλιαζε
τη νύχτα
κι όλο ούρλιαζε
Μάρλοου Μάρλοου
νοόφως
ο Ταμερλάνος λιάζοντας
το θάνατο
στα χέρσα στήθια του
χειροτερεύω από πελώρια
δύναμη
κομματιάζοντας εβδομάδες
με λυσσασμένο Paganini
τυμβωρύχος το θετικό ηλεκτρόνιο
αυνανίζεσθε και μη πληνύνεσθε
όχι ηδύφωνος
ένα τυχαίο τοιγαρούν
επιμένει στη νόηση του Πέραν
ευωχία της παλιόκοτας η
καρπουζόφλουδα
έαρ
η γνόφος
μια μέρα με θεόφτωχη βροχούλα
θα χωθώ
στον τάφο μου και θα
χουζουρέψω
την ταυτότητα σας
την έχω ξεχάσει
στη νεφελουργία μου
θεότρελος. αστυνομία.
την αστυνομία!
έπομαι
κρασάκι αμέριμνο
τίποτα πιο υπερφυσικό
απ’ το ίδιο το φυσικό
βρε άνθρωπε τέτοια αιώρα;
η αγιασμένη φίλη μου
η Ιουλία
με ικέτευε:
- Μη μου μιλάτε στον
πληθυντικό
τα μάτια της τα έκλεισε
με άγριο πληθυντικό
μα όμως
πριν απ’ τον εξαφνικό της
θάνατο
πρόλαβα να ψιθυρίσω:
- Στα αστρικά μας
πεπρωμένα θα μιλήσουμε κάποτε
στον ενικό του φωτός
ένας θεός και ένας διάβολος
αθροίζονται σε δύο
σιωπητήρια.
τρίτος όρος: η απομόναχη
ομορφιά τους
επιτέλους χιλίαρχος
τι είν’ ετούτο;
η Ιστορία
τι είναι τ’ άλλο;
είν’ η Φύση
- διάλεξε το δεύτερο
που είναι το πρώτο
πίνοντας ως το φουκαριάρικο
συκώτι μου
πώς θα ’μουνα αλήθεια μέσ’
στην κάσα μου;
το τι γέλιο θα πέσει κάτω
απ’ το καπάκι της
με κείνα τα υπέροχα
νεκρώσιμα...
ρωμαϊκή προοπτική στον
κυρ-Αλέξανδρο
(φραστικό παράδειγμα
ημιφρένειας)
οραματίζομαι
τη μη-οραματικότητα
ο πρόεδρος Μάο την έσκισε
την Πείνα
αιώνια δόξα
η Ασσυρία με κράνος
μοτοσικλέτας
η μαθηματική γλώσσα
του Ζήνωνα
κομμένη ωσάν
από αρνιού κεφαλάκι
(χάρισμα σε σιγή νηπιώδη)
liberte fatalite modernite
χρυσαφένιο κρυολόγημα
στα ολόξανθα μάτια
δάκρυα ή φυσίγγια;
η απόκριση: δουλειά
του καθενός μα οπωσδήποτε
με κατάμαυρη σημαία
στα χέρια
άντε μωρέ παλιόκοσμε
που θα κάτσω
να προγραμματίσω
αυτό που βλέπεις δεν
κατάγεται απ’ την όραση
η φαντασία της
πραγματικότητας
αφοδεύει γιασεμάκια
να πάρουμε μια ζυγαριά
και να ζυγίσουμε
τις μανάδες μας
τα βάσανα και οι πίκρες
ωσάν τη δοτική στο ευαγγέλιο
στην αορασία μου
- δακρυγόνα ινδάλματα γελοιότητες
του αισθήματος
κουράγιο να κερδίσουμε το χάλυβα
ο θάνατος μας θέλει ανέπαφους
από έρωτες κι αηδίες
το ύψιστο: κρασάκι
με κάπνισμα στομώνοντας
τις κοσμοθεωρίες τα δειλά μαντολίνα
η αρχαιότερη μελωδία
εχει τ’ όνομα λάμψη
στα μάτια του θαλερού δεινόσαυρου
και στη βλάστηση
λυπήσου με ήλιε λυπήσου βρε νύχτα
ΦΘΟΡΙΟ ΓΙΑ ΨΥΧΕΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΣΩΜΑΤΑ
Δωδεκάμισι-μεσημέρι.
Θα σκοτώσουμε κροκόδειλους
με τριανταοχτάρια.
Το αίμα τους θα ανακράξει ύψος
αφρικάνικο.
Δεν είναι βλοσυρός αυτός
ο χειμώνας;
ΣΤΟΥ ΙΑΚΩΒ ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ
Πόλεμος ανάμεσα στα νερά.
Σηκώνει τον κάδο η Σαμαρείτιδα.
Είν’ ωραία ωσάν νεράκι.
Για άλλο ωστόσο νερό τής
τραγούδησε
ο έρμος Ναζωραίος.
ΔΙΑΙΣΘΑΝΟΜΕΝΟΣ ΤΗΝ ΑΠΟΥΣΙΑ
στη Ράνια
Χαιρετώ σας αρχάγγελοι της περιπέτειας.
Είμαι μαζί σας.
Ενάντια στις μπασίκλες και τα αυτοκίνητα
τη θράκα του θανάτου συνδαυλίζετε νυχτόημερα
με μια σούπα ρύζι κάθε βράδυ μια μακαρονάδα
δόξα στη γεύση θεϊκιά
λογαριασμοί με την ύπαρξη.
Χαιρετώ σας
αρχάγγελοι της αναρχίας
μ’ αναρίθμητα βεγγαλικά και βαρελότα
στους παγετώνες
το φορτίο είναι δυσβάσταχτο
και ραμφίζει μελανότητες η παχουλή παγόδα
εξακοντίζεται συγνεφιασμένη
καταλήγω πάλι στα ουράνια
διαφεύγω απ’ την ερώτηση
που μαλακά με χαϊδεύει.
Χαιρετώ σας αρχάγγελοι της υψιπέτειας.
Ω
μετά πάντων των αγίων και
ο Κάρολος Μαρξ
αν και έχασε στο καζίνο
δεν πειράζει
ήξερε ο μαύρος την ευτυχία του παίχτη
και τα δωσε όλα
ασαβάνωτος από κόκκινο
Ω'
η κυκλοφορία των εφημερίδων
αντίκειται στην κυκλοφορία του αίματος
αυτός είν’ ο λόγος που αποφάσισα σήμερα
νάμαι μονάχα υπήκοος του αέρα
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ