Το λυγερό κι αναίμαχτο νερό ναν το μιμείσαι
στην όποια σου κίνηση στην κάθε σου χειρονομία
για να λαξεύεις έτσι την παιχνιδιάρα μας πραγματικότητα.
την αχαλίνωτη ακινησία.
Τα δέντρα που τρομάζουν ολοτρόγυρα
τρέξε ναν τα προλάβεις απ’ την καλοσύνη.
Απόγονος της νύχτας
Η πετονιά η σκοτεινιά ψάρι δεν ανεβάζει
κ’ η εργαζόμενη αδράνεια η δήθεν άπραχτη
μια ψεύτρα πυρετώδης αφυπνίζοντας
τη λάμψη στο κρασοπότηρο,
τα γοερά της αιθρίας αποφθέγματα,
γυρεύοντας να ψαύσω τον ασώματο ζόφο
τον όχι υπάρχοντα.
/ στο σημείο αυτό σαν κάτι ν’ άκουσα
μέσα μου και το μεταγράφω την ώρα
τούτη-μεσημεράκι: - Πρόσεξε ποια
νύχτα θα τηράξεις απόψε. την ψεύτικη
ή την πραγματική /
Χέρσος ο πόνος του έρωτα δίχως
του καιρού την εξάρθρωση
ο αγρός της φλόγας μου το αύθαδες έαρ
η πυροστιά του απείρου η σκέψη μας
κι ο μαστός της μητέρας παλιορκούμενος
από τέτοια γευστική ευγνωμοσύνη
/ διακοπή ρεύματος /
δάκνοντας ανεπίληπτα τους γλουτούς
της ειμαρμένης
τα νοήματα: τις ραφές τα στριφώματα
της έκπαγλης ματαιότητας
/ανάβω τσιγάρο
μόλις τ’ άναψα/
η τρομερή τοξίνη της αιτιότητας
κ’ η ανάσα μου ζεμένη χαρμόσυνα
στην αγγελούδα μου λησμοσύνη
κι ανθίζει σκότος αναδείχνεται στην όραση
ο θείος νεανίας
αστράφτοντας από γνώριμες λάμψεις
νερά κι αθάνατα πράματα.
Συντομεύοντας: το αόρατο δαγκώνει αδιάκοπα
του ορατού τον άρτο και τον λιγοστεύει
καθώς τα βλέπω που κρεμάστηκαν
τα λυπηρά μεσάνυχτα στο μαρμάρινο
λαιμό της ησυχίας
οπού γανώνει την παμπάλαια σελήνη
και εγώ
μονάχος έρχομαι στην κόλαση
το βάρος του φωτός αισθανόμενος
αυτή την κωμωδία την αλαφροσύνη
- βλογιοκομμένα σύγνεφα στου τράγου μου
τις λέξεις –
κι όπου το βάρος, κύριοι, όλο το βάρος.
Ξεχνιέμαι κάποτε στην όραση
τηράγοντας τα χαίνοντα μυστήρια
κι αναθυμιέμαι στο γλαυκό ρυζόχαρτο
τα εμπεδόκλεια
ποιήματα γιομάτα φακίδες
αυτά τ’ ακούραστα εργόχειρα της Απουσίας:
τα ποιήματα
φτερώνοντας τη ρεματιά μ’ ένα βάρβαρο
χείμαρο
θαυμάζοντας τα μελανά μου ευτυχήματα.
Στην αγέλη-καρδιά ξετρυπώνω το άγιο:
το άνθος έξω απ’ την Ιστορία.
Στην αγέλη-ματιά ξαναγίνομαι άγνωστος
/ αλάστορες ουρανοί εσείς όλο αίματα
γαλανοί φονιάδες!/
Ξιφήρης ο ανείπωτος άνεμος
τα ιδανικά μου τα ξεκοιλιάζει.
/ ράμφος ο θάνατος; /
- και μονάχα λυγίζοντας το αίμα συναδράχνεις
του κορμιού την απρόσιτην άνθηση
κι αναπάντεχα βλέπεις ένα γύρω σου
στα υπάρχοντα την έμφυτη λάμψη
πούχει μιαν όμορφη βαθειά συνέχεια
τη νύχτα με τ’ αστέρια.