Ο ΜΕΙΛΙΧΙΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΤΟΥ ΒΑΡΒΑΡΟΣΣΑ
Un Poete sauvage avec plomb dans l’ aile –
TRISTAN CORBIERE
Γέροντας πια και πρώην καπνιστής
μονάχος με τα γένια του στο άκαρπο το ύψος περπατώντας
από νέφη σε νέφη, το ανθρώπινο, τι δρόμος,
με μικρούτσικα βήματα κωμικά και ξεβίδωτα
στην αλύπητη μουσική τους ακούγοντας
τα φτηνά του τα ξύλινα συρτοπάπουτσα
ο Βαρβαρόσσας το συνήθιζε να λέει: Με συγχωρείτε,
τι να κάνω, οι αισθήσεις με πάνε στις αισθήσεις.
Έτσι μιλούσε, τιποτ’ άλλο δεν έλεγε,
γλείφοντας με λεπτή συγκίνηση τα χείλη.
Μαύρη μεγάλη τρύπα τον τυραννούσε
στο στήθος που ’χε τώρα παλιώσει
ξεχειλώνοντας οικτρά το κρέας!
Όλοι τον κλαίγαν αμίλητοι σαν ήμερο κι αξιοδάκρυτο
δράκο παρωχημένο
σαν από αιώνες, αλήθεια, ξαφνιασμένο
και μ’ ευλάβεια κούφια του χαρίζαν οι ψεύτες
ένα κάποιο συμβατικό προσκύνημα.
Εκείνος όμως είχε μια φριχτή σοβαρότητα
δεν έδινε σημασία στον ευχάριστο σεβασμό τους –
άλλωστε ποτέ δεν εξαρτήθηκε –
μα υποφέροντας βαθιά τον εαυτό του
τα οράματα που χτυπιούνται σαν κάποτε
τα φτερά του κόκορα που ’χε σφάξει τα κρασάτα
τίναζε ξάφνου κάποια στιγμή το κεφάλι του προς τ’ απάνω
και γινότανε κείνος ο παλιός κι ανελέητος τρόμος
ανοίγοντας το στόμα του στην κατερήμωση
σαν αποτρόπαιο τέρας της χειμωνιάτικης Προϊστορίας
κι αποσπούσε μ’ ένα κρακ τη μασέλα του
την έριχνε μέσα σ’ ένα ποτήρι νερό δίχως ευγένειες
δίχως κανένα σύμπλεγμα που τον έβλεπαν ολόγυρα
χτυπούσε τα παλαμάκια κ’ έμπαινε σιγηλή κι αθέατη
μια χανούμισσα δίκοπη στο βαθύ μετάξι θροΐζοντας –
τι θλιβερό το θέαμα η γρήγορη υπόκλιση ... –
και έσπρωχνε κοντά του την άσπρη καρέκλα.
Εκείνος τότε καθότανε (με προσπάθεια ολοφάνερη)
κάνοντας αλλόκοτα κινήματα
και στήλωνε τα μάτια του στη μασέλα.
Οι παριστάμενοι φεύγαν ένας-ένας με θεατρίνικους τεμενάδες
οι ώρες περνούσαν ολοένα, κατά την άσχημη
και θλιβερή συνήθεια: την πραγματικότητα.
Εκείνος όμως έμενε να κοιτάζει βοερά τη μασέλα
βουλιαγμένος
απέραντος
αναπόσπαστος...
Κάποτε, βέβαια, ο ύπνος που ξέρει τις αποσβέσεις
έδινε τέλος σ’ αυτή την κατάσταση
μα την άλλη μέρα τα ίδια πάλι: Με συγχωρείτε,
τι να κάνω, οι αισθήσεις με πάνε στις αισθήσεις.
Ένα ζωνάρι σύννεφο στη μέση του βουνού με συναρπάζει...
Τα λόγια τούτα του Βαρβαρόσσα
μισο-ηλίθια θα ’λεγα και πάντως απελπισμένα
μέρα τη μέρα περίτρεχαν τους δρόμους, τα σπίτια,
τους μπαξέδες
κ’ είχαν, αλήθεια, γίνει στην Πόλη κοινή κουβέντα κι αστείο
στο φούρναρη, στο μπακάλικο, στο ζαχαροπλαστείο,
των ηλιόλουστων χοτζάδων που χαίρονταν τη ματαιότητα
του γοερού ντελάλη του παμπόνηρου βεζίρη
των βαρκάρηδων του Βοσπόρου της Ωραίας του Πέραν
αλλ’ ακόμη και του ίδιου του μυτερού σουλτάνου
καθώς έλεγαν οι ιχθυέμποροι που κάθονταν εύοσμοι
στην πιο αριστοκρατική συνοικία.
Ο Βαρβαρόσσας όμως είχε το δράμα του...
Τιποτένιος απ’ το γήρασμα και γιομάτος από τεφρώδεις
τρόμους και παραισθήσεις ο άλλοτε τροπαιούχος του αίματος
κάθε τόσο κοντοζύγωνε στα πικρά παράθυρα
για να διώξει με τα χέρια του τις ολόσωμες οπτασίες
τα λουλούδια φτύνοντας τ’ ανοχύρωτα στον άκακο μεγάλο κήπο
και τ’ αηδόνια στους κλώνους αναθεματίζοντας
γοερά προς τα έξω γερμένος.
Μάλιστα λένε πως κάποτε φώναξε σ’ έναν υπηρέτη:
«Γερός αντίπαλος η ζωή, σαν το Κοράνι,
το στεφάνι της δόξας μου ’ρχεται μεγάλο».
Φράση για πέταμα.
Ωστόσο θαν την ένιωθε ο ναύαρχος.
Κι άλλοτε λένε λιποθύμησε μ’ αυτά τα λόγια φρενιάζοντας:
«Αχ να ’τρωγα το φως! να μην έβλεπα
τα σταυρωτά σίδερα στα ρολόγια...»
Με τέτοιες, αλήθεια, σκέψεις έρημες ωσάν τα σύκα
που χάσκουν έξω στη φύση τον Ιούλιο –
σακαράκα ο φτωχογέροντας ή μάλλον
ολάνοιχτη πόρτα και χειμώνας ο ίδιος
έμπαζε τις αθρόες αντιφάσεις
και ξύλιαζε ο σπαραγμός του – τι παράξενο,
σε πολύ τρυφερά δευτερόλεπτα.
Ο κόσμος δεν τη χωρούσε τέτοιαν απόγνωση
και κανένας θεός δεν έβγαζε σπινθήρα.
Η φύση τώρα του ’χε γίνει φανταστικότερη
τα φαιά πετρώματα η αγιότητα των θάμνων.
Αλαφιασμένος αποφάσιζε χαμάμ ο τρισάθλιος
δίχως ανάσταση μεσ’ στους ανάερους ατμούς τους ομιχλώδεις
κι ονειρευότανε στην άκαρπη γύμνια του τη φιλήδονη
τους γκρεμισμένους έρωτες τους τόσο πεθαμένους
την εύκολη στύση του λουτρού με σκλάβες ωσάν κάτασπρα λαγούτα
χαϊδεύοντας πότε-πότε τ’ αχαμνά του τ’ ανεξήγητα
που τα ’χε σακκουλιάσει απαίσια το γήρας.
Από κει μέσα έβγαιν’ όλος ανακούφιση
και λένε τα κιτάπια πως μια μέρα του έαρος
δυο-τρεις νεράιδες πάμφωτες τον έριξαν σε δέκα παραδείσους
όπως τους είδε φλογερά σε σμαλτωμένην άβυσσο
με στραβοκάνες νύχτες πλαγιασμένος ο Προφήτης
όταν η μια τα χείλη της ανάβοντας του κράζει:
«Χαϊρεντίν, η τρικυμία είναι τ’ άνθισμα της θάλασσας»
κι ο δύστυχος αποκοιμήθη.
ΦΩΝΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΡΕΒΟΥΣ
Όταν άξαφνα σπάσει το νήμα γέρνουμε στο μαύρο
που δεν μπολιάζεται με τίποτα κι αφήνουμε
τις λιακάδες απόλυτα ξένες
εκεί που σβήνουμε:
στη ρεματιά μας.
Αυτό το ξέρει ο τρόφιμος της άλαλης αγάπης
λυγίζοντας τις απολαύσεις όπως
ο πειναλέος χεροδύναμος μ’ ένα σώβρακο γυμνωμένος
τα σίδερα στις λαϊκές πλατείες.
Αυτό το ξέρει κι ο λεγόμενος εκστατικός
ολέθριος απ’ την άνθηση γύρω του
τα ηχηρά ρυάκια βλέποντας ωσάν άγνωστες υποθέσεις.
Αυτό το ξέρει όποιος μένει άναυδος και λέει:
«Τι πράμα είναι τ’ άλογο σαν τρέχει
κι αστράφτει, λάμπει στους θαυμάσιους μηρούς του ο ιδρώτας
μ’ ένα μηδέν ανάερο να βγαίνει μεσ’ απ’ τα ρουθούνια
την ευγένεια να σπιθίζει στην κοιλιά του την άμωμη!»
Μα όμως έχω μια περίλαμπρη γραφή για κάθε χελιδόνι
κι άμα θα ξαπολύσω τον απαίσιο σκορπιό
βαθιά που σκοτεινιάζει ο έρωτας…
Μην τραγουδήσεις υετούς κι οπωροφόρα θλίψη,
χάνομαι, λέει ο τρόφιμος της άλαλης αγάπης,
καθώς η σκόνη χάνεται μη μπορώντας
να νικήσει τη διαφάνεια του αέρα.
ΠΕΡ' ΑΠ' ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ
Χτυπούσα τα χέρια μου στα γαλάζια κρύσταλλα τ’ ουρανού
σε κατάμαυρο μέλλον εξοντωμένος.
Ήτανε Σάββατο κι ο φτωχός Ιησούς
ο ξιπόλητος ερωμένος της αγωνίας
ο ξέχειλος απ’ τη σκια των λαών επιστάτης
περίμενε τα χαρωπά γραΐδια στο μισόφωτο.
Βγάζει ψαλμό σα να ποτίζει περιβόλια
ο τρεμουλιάρης ιερέας κι ο καθαρός
αέρας ο υπνοφόρος.
Ευρώπη, Ευρώπη δεν είσαι τίποτ’ άλλο,
είσαι μονάχα η συνέχεια του Βαραββά!
ΣΤΑ ΚΡΥΑ ΡΕΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΑΓΩΝΙΑΣ
Ο χρόνος είν’ ο σκελετός ο δίχως κόκαλα
στη σάρκα που δεν ξέρει ούτε καν θα μάθει
την τόση κι αδιάκοπη σωματικότητα:
τη βοερή ποιμαντική που λιώνει και τ’ αηδόνι
στην εύοσμην αγκάλη της αδειοσύνης
δίχως έχθρητα κι αγάπη κουρελιάζοντας τα διάτορα
ή χαμηλόφωνα και σιγαλέα εικοσιτετράωρα
κι ο χρόνος είν’ ακόμη θα ’λεγα
βρεγμένη θρυαλλίδα μεσ’ στην κόλαση
το σάπιο βλέμμα στην κοιλιά της τράπουλας
μαινόμενες κι ατάραχες οι αντιφάσεις.
Ο ΤΙΤΛΟΣ ΕΙΝΑΙ ΔΥΣΚΟΛΟΣ
Το άρωμα τ’ αρχαίου θυμιάματος
μ’ εξάπτει σε τρεμάμενες από τέτοια ευωδιά
τεράστιες και νεκρώσιμες φωτοσκιάσεις
κι αδιάκοπα το αίμα μ’ ενοχλεί
μ’ αλλεπάληλα κουδουνίσματα στ’ αφτιά μου!
Συνέρχομαι τώρα και σαλπίζω στα πέρατα
τον κωφάλαλο κι αναίμαχτο νόμο της αλήθειας:
Εκείνος οπού μπορεί κ’ εφαρμόζει το χρόνο στην ύπαρξη
σαν το ευλύγιστο νερό που συμβιβάζεται πάντα
με τ’ αόμματα χώματα με τα χόρτα με τα λιθάρια
με καθ’ εμπόδιο στον κόσμο κι οπουδήποτε
καρυκεύοντας έτσι τη θλίψη μου
στα ψυχρά μάρμαρα της απουσίας –
έχει χωρέσει στ’ αλήθεια την αιωνιότητα κι όχι
τη θλιβερή κι απρόκοφτη φιλολογία της.
Αυτός είν’ εκείνος που γνωρίζει
πως η άγραφη ζωή δε θα πάψει να χτίζει
το θάνατο με καινούργια πάντα υλικά με νέα νήπια
για να ξύσει κάποτε τα ουράνια.
Είμαστε λοιπόν οι πολύχρωμες
καμπύλες ενός βεγγαλικού
με τρομερά σύντομη λιτάνευση στο χώρο
που νυχτώνει πιο πέρα κι απ’ τη νύχτα
τη γαιώδη και σπάταλη σε χιλιετηρίδες.
Η ΑΝΤΙΚΡΟΥΣΗ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ
Συχνά πηγαίνοντας με τα πόδια, κουβαλώντας μονάχα
το μισογεμισμένο σάκκο μου, στα τόσο δροσερά
κι απόμακρα λαγούμια
λίγο πιο κείθε απ’ τη φαντασία σ’ εκείνη τη δεύτερη
μεγάλη και καθάρια πραγματικότητα
που γιορτάζουν έρημοι σαν όλα τ’ απόκοσμα ζούδια
οι ουρανόπληχτοι με τ’ άδικο σκοτωμένο
σαν όρνιο στην άφωνη ρεματιά την απροσδόκητη –
χάνομαι σ’ αναρίθμητα μόρια ζωής που δεν τα βλέπω.
Κάθε φορά και πιο πολλές είν’ εκεί πέρα οι γιορτάδες
κάθε φορά και πιότερα σα ν’ ακούγονται τραγούδια.
Κρατώντας την εσθήτα της Παναγίας
ο Έσχατος τ’ Ουρανού με χιλιάδες έντομα έντομα στην όραση
μ’ αξεθύμαστα γιασεμιά στο νυμφώνα
μ’ άλλα θεάματα της αγάπης από μέσα
και μ’ άλλα γεγονότα σπιθοβολώντας
αγγίζει τους ραχιτικούς και θεραπεύει την αρθρίτιδα
μαλάζει τους πρησμένους αστραγάλους
αφήνει τρυφερά την αλήθεια πάνω σ’ όλες τις αρρώστιες
και κείνες χάνονται καθώς τα ευδιάλυτα νέφη.
Σιγά-σιγά ρυθμίζεται κι ο θάνατος
αρχίζει το νταούλι μεσ’ στα πανηγύρια
κι ολούθε πια σηκώνεται στο στήθος η ρωμιοσύνη
και μας αρωματίζει μ’ ανείπωτο μοσχολίβανο.
Καίγονται τότε τα φωτερά κοντάκια μεσ’ στους ύμνους
κι ανασαίνουμε πέλαγα σε μικρή κολυμβήθρα
κι αποσπούμε τα καρφιά της Σταυρώσεως.
Εκεί μια τέτοιαν ώρα σαν ωραιότατος
εγέρθηκε καπνός ο Γελάσιος και είπε:
«Το μέλλον είναι μάτι
το παρελθόν αφτί
για τον απλό χωριάτη
και για τον ποιητή!
Το μέλλον είναι κάτι,
μα όχι κάτι που νομίζουμε…»
Γεννιέσαι και μπαίνεις μεσ’ στο αίνιγμα
πεθαίνεις και τ’ αφήνεις ανέπαφο.
Τι άλλο να προσθέσω πια στη δύναμη του έαρος;
Πλήρης από έλλειψη νόηματος
υπερέχω.
Τιποτ’ άλλο δεν έχω να εκπροσωπήσω
τη χαρά μου μονάχα και μονάχα τη θλίψη μου
σ’ αυτό τον κόσμο που τον παγιδεύει θανάσιμα
όχι το σκοτάδι κ’ η μαυρίλα
μα το βαθύ χαντάκι της προοπτικής…
Ο χρόνος είχε μόλις ανατείλει.
ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΑΤΑΡΑΞΙΑΣ
Ο δασόβιος ερημίτης οδηγούσε μ’ αόρατη
λεπτή κλωστή τον ήχο μιας μέλισσας όταν ολόγυρα
παίζοντας το σουραύλι της η σαύρα
δυνάμωνε το πράσινο και η σκέψη
δρασκέλιζε την ακέραστη μόνωση
που δεν απείλησε ποτέ τα λουλούδια.
Τα τείχη του έαρος άραγε τ’ αρώματα
τ’ αρίφνητα μύρα διανοίγονται;
Στοχάσου λιγάκι δίχως ανταλλάγματα:
δίχως αλήθεια και ψέμα.
Στοχάσου πως όλα τα ζώπυρα
κοιμούνται σ’ εγρήγορση δίχως εκτόπισμα
στην άνθηση που ξεραίνει το βιος της ώστε να ξανάρθει.
Πάσα πνοή και πάσα νύχτα δε γνώρισε
μητέρα και μάμμη και προμάμμη –
την προέλευση τη θέλει το μυαλό μας και χανόμαστε
σ’ ανύπαρχτα βάθη και μεγέθη της απουσίας
όταν ακόμη κ’ η φωτιά τεμπελιάζει
μ’ όλα της τα τριξίματα
μ’ όλες τις φλόγες που βγάζει και τ’ αποκαΐδια.
Θα σπάσω σήμερα τις ανέστιες φόρμες
τη στέγη θα ρίξω και θ’ απλώσω περίλυπα
στην ασκέπαστην ενέργεια της αθανασίας
εκεί που λαλούσαν ανέκαθεν οι τυφλές
εικόνες των πλασμάτων την πολυμίλητη βουβαμάρα
την απόδειξη κείνου που δεν αποδείχνεται
την απάρνηση του θριάμβου της γλώσσας.
Ο παρείσαχτος νους οπού χάραξε τραύματα
και τα λέμε φαράγγια
οπού δίδαξε θαύματα και τα λέμε κρημνά της ανάγκης
ήτανε κάποτε κι αυτός ανίκητος απ’ τις νίκες του
τις μεγάλες κι ανθρώπινες τις υπερύμννητες
είχε κι αυτός ολάκερη στα πλήθια μόριά του την ειρήνη
στ’ αμπέλια των κεραυνών εκτοξεύοντας
τη λάμψη της αγάπης.
Η φρόνηση που ’χε κάψει τ’ άστρα κι αφανίστη χαράματα
τον πόνο τον ξεκούμπισε
τον έβαλε στη μαύρη αλυσίδα...
Τεράστιες ώρες αγκαλιάζονταν τότε συναμετάξυ τους
και πικράθηκεν ο χάρος ο χαραμοφάης
καθώς η Παναγ’ια κυλιότανε στα κιτρολέμονα
κ’ είχε δέσει το δαίμονα
στα θεόρατα γιασεμιά της χαρμολύπης.
Τα μονήρη πτηνά ξανανοίγονται σαν αντίφωνα
ξηλώνοντας τώρα και πάλι τους αγέρηδες
οπού βρίθουν από κύκλους και κρέμονται σύψυχα
πάνω στης αγαθότατης αβύσσου τα πικρά ειωθότα
στη λαμπρότερη λευτεριά της Κοιμωμένης
αγνοώντας τους ψεύτικους ήλιους από ρυζόχαρτο
τους ευάλωτους αριθμούς και τα είδωλα
λίγο πιο κάτω στην προκυμαία των άστρων –
ανοίγονται στ’ άγραφο κι αχειροκρότητα
στον αιώνα τον άπαντα κατορθώνουν την πλάση
τιτιβίζοντας ευαγγέλια στην πανέμνοστη
κίνηση του παλαίμαχου σκούληκα
στο αθόρυβο πέσιμο που κάνει το κουκούτσι
και το χώμα τρυφερά το σαβανώνει
για καινούργια λυγερή πραγματικότητα
νέα πρόσωπα φυλλωμάτων ανάγλυφα
ν’ απιθώσει και πάλι ο κότσυφας
τα γύφτικα λιγνοπόδαρα
να σκαλίσει και πάλιν η κότα την άσπιλη μαγάρα
τυλιγμένη μ’ εκείνη τη νευρικότητα
στα πολύχρωμα κουρελάκια του ήλιου
να σκαλίσει και πάλι τον ίσκιο μας
η απόμακρη τόσο κοντά μας!
Ποιος να ’ναι τώρα λοιπόν ο άμουσος, ο ακέραστος
που ’θελε στα καλά καθούμενα ξεφλουδίσει
την καινή διαθήκη τού πόντικα στα νεογνά του,
την κρασωμένη μουσική τού ποπολάρου συνθέτη
που ’χει σταλάξει σε μιαν ακρούλα της οδύνης μας,
την αμύθητη μαγγανεία της χήνας
όπως αγγίζει τα νοσσία και τ’ αγιάζει...
Ποιος είν’ εκείνος που δεν είδε τη θάλασσα
να οφείλει στο πνεύμα τη λάμψη;
Την αλήθεια τούτη ποιος να την παρακάμψει...
Βάλε μέ μου σου την οσιότητα και των τίγρεων ακόμη
που δεν την ξέρει κανένας απ’ τις κηλίδες και τα δόντια
βάλε μέ νου σου τη μεγάλη συναδέλφωση
που δίχως τα ξεδιάντροπα μικροσκόπια μας περιμένει:
παρέες-παρέες οι πεθαμένοι
στα λιγοφώτιστα κοιμητήρια
ταιριάζουν έρημοι μεσ’ στον άκρατο ζόφο που ξεθυμαίνει
στην αχερούσια νύχτα τη μαρμαροτράχηλη
δίχως έθιμα και σπίτια δίχως άλλην ιστορία
δείχνοντας μονάχα τη μαρτυρία
πως ο Χριστός μια μέρα περπάτησε κι αμέσως
φούντωσε το συχώριο στο βαθύ κι αχάλαστο σημάδι
π’ άφησεν η φτέρνα του τ’ αστέρια για ν’ αδράξει
με καταπράσινα κλαδιά τα χέρια των αγίων
και των αγγέλων τα φτερά χιλιάδες ροδοπέταλα...
Βάλε μέ νου σου την αθρυμμάτιστη σύναξη οπού ξεγράφει
και διαιώνιζε το διάλειμμα της αγάπης.
ΤΙ ΕΙΠΑ ΚΑΠΟΤΕ Σ' ΕΝΑΝ ΙΠΤΑΜΕΝΟ
Σαν αφαιρέσεις απ’ τον ήλιο τη λαίμαργη αστρονομία
δεν είναι πιότερος από μια πυγολαμπίδα που διαστέλλει
την κίνηση μεσ’ στο άναυδο σκοτάδι.
Δεν έχει πόσιμη σημασία να σταλάζουμε
τσιγγούνικες αλήθειες και σταγονίδια βεβαιότητας
δεν έχει ούτε μια πρωτοτυπία η ξεμυαλίστρα η εξυπνάδα
πρωτότυπος είν’ εκείνος που δικάζει τις λέξεις
εκείνος οπού βάζει ποινές ολοένα στα δάχτυλά του
την ώρα που σέρνουν έρημα την άλαλη πένα.
Δεν έχει μητρότητα ο ίλιγγος
δεν έχει πατρότητα η νύχτα.
Μίλησα κι άλλοτε γι’ αυτά τα χαρτόνια.
Οι σκοτεινοί μας σύντροφοι: οι άκρες και τα μάκρη
με του κύκλου τ’ άγρια δώρα μας κοροϊδεύουν.
Έχοντας τώρα πια ξεπέσει ο γέροντας Ευκλείδης
είν’ απόβλητο το μήκος ως πράξη του σύμπαντος
και το ύψος ανεύρετη μελωδία στα πλάτη...
Τράβηξα τη σκονισμένη αιωνιότητα σαν κουρτίνα
με τόση ευκολία και τα ’χασα βλέποντας
το λάγνο τίποτα της αναφρόδιτης καμπύλης!
Ο άγγελος τότε του έαρος μου φώναξε: - Μη στενεύεις,
αγίαζε μονάχα, μη σκοπεύεις, κι απ’ το μειλίχιο
δαιμόνιο της αγάπης πιο περ’ ακόμη τράβα κι ας είπες.
θα κομματιάσω τον κόσμο για να ματιάσω
τη δύναμη της αλήθειας.
Έλα, λυτρώσου τώρα κι απ’ του Ερωτήματος την έλλειψη
να γίνεις ομορφότερος να μείνεις όντως μόνος...
Η ΠΑΓΙΔΑ
Δε μαθαίνει το φεγγάρι ποιήματα
δε θα μάθει το λαμπρό ποτάμι τα νερά του.
την ομορφιά του κοπετού την κόβει ο λατόμος
και κείθε προς τα μνήματα ξεράθηκε
το γάργαρο κακό π’ ολόγυρα συχναντηχούσε.
Κανένα φως δε φώτισε με φως τον εαυτό του
την ώρα που φιλούσε με τ’ αφίλητα
φιλιά μου την Ανάμνηση στο άστραμμα της λύπης.
Κι τώρα κλείθρο πού θα βρω και κρίνο να μυρίσω;
Μα η Φωνή μ’ απάντησε: Και κλειδωνιά δεν έχει!
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟΥ ΜΕ ΤΑ ΙΝΔΑΛΜΑΤΑ
...Τότε σηκώθηκε λοιπόν απ’ τη μεγάλη σπασμένη πολυθρόνα
δίχως αίμα στη σχοινένια σάρκα την ανάλαφρη
θα ’λεγα μάλιστα και δίχως έλεος
Εκείνος που δε γυρίζει ποτέ το διακόπτη
μασώντας ένα μπαγιάτικο σκοτάδι
στα φρεσκοφουντωμένα λιβάδια
μαζί μ’ όλους τους καθαιρεμένους φωτοδότες
που ’χαν αποκηρύξει με το δίκιο τους τον Πυρσοφόρο
γιατί – καθώς έλεγα στην αρχή και θα πρέπει
να το κρατήσετε για πάντα στη μνήμη σας –
πουλούσε το ανέσπερο φως ο αλιτήριος με τη λίτρα
κ’ έβγαλε χρήμα με ουρά στη Νέα Τυραννούπολη.
Βέβαια, κείνη την ίδιαν εποχή – πώς πέρασαν τα χρόνια! –
μπήκε στη μέση το ζήτημα: Πυρφόρος ή Πυρσοφόρος
μα οπωσδήποτε δεν τη λύγισε την πούληση.
Πώς πέρασαν, αλήθεια, τα χρόνια που χαιρόμασταν άδολα
την άγρια πατημασιά τ’ αλόγου δίπλα στο λουλουδάκι
τα πουπουλένια βήματα της Ήρας όταν
ο καταπράσινος Γελασίνος και οι Άγιοι Αίγαγροι
πιότερο κι από μια τοποθεσία
γίνονταν εύοσμες διάρκειες της αγνότητας
όπως ο ήλιος κρεμότανε σαν έρημη φράουλα
στη δύση της Σαλαμίνας...
(Ευρύτερο φανταστικό περιεχόμενο:
σκοντάφτω στο θαλάσσιο αγέρι.)
Πώς πέρασαν, αλήθεια, τα χρόνια που φιλούσα
τα μύρα της Μαίρης ανάμεσα στ’ ανθισμένα κλωνάρια
που μ’ εμπόδιζαν εύκολα κ’ έβλεπα τον άνεμο
να κομματιάζεται σε τόσα φύλλα θροΐζοντας...
Έλεγα τότε να φτάσω και ν’ ανοίξω τις ηλιόπορτες
κι ας γυρίζει ο Μάο τον κόσμο σαν καλόγερος
με μια τρύπια ομπρέλα.
Είν’ άλλος, έλεγα, ο διάβολος...Εκείνος
που θέλει τη ζωή μας όλη να την ξεσηκώνουμε
για να λάμπει η τέχνη.
Σ’ αυτό το σώμα που βρεθήκαμε
κείνο που ξέρουμε μονάχα είν’ η ομορφιά!
Προσπαθώ να γυρίσω την αίσθηση
και ν’ ακούσω του ήλιου το συναξάρι
μα όταν κανείς πεθάνει είναι τόσο μακριά...
Δροσερή κόλαση η μη χρονικότητα του χρόνου
κι ο γονατιστός αντίκρυ καταρράχτης ουρλιάζοντας
ωσάν κεραυνοβόλο ευαγγέλιο.
Τι ωραίος ουρανός, ο λαύρος ουρανός
που δείχνει πιο μεγάλος απ’ την Ελλάδα!
ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Στη δρακολίμνη του κακού ρεματιανός ο κόσμος...
Εκεί θολά χαράματα, βλαμμένα μεσημέρια
και των στοιχειών το μάλωμα τεράστιο φαράσι!
Βλέπω βουνά χαρούμενα, μαβιά σαν πετραχήλια,
βλέπω ξανά στην άσφαλτο τ’ άγρια λυκοράχια
τον άτιμο διαφεντευτή που βόσκει τα λεφτά του
τι να ’ναι γιδοπρόβατα τι να ’ναι καμινάδες...
ΤΑ ΠΟΛΥΤΙΜΑ ΒΑΣΑΝΑ ΤΟΥ SCARDANELLI
Κάπου πρέπει να βάλω το Amen –
όχι στο τέλος
ούτε στην αρχή
θα βάλω το Amen απάνω σ’ ένα φύλλωμα...
Ο Scardanelli κατάφυτος –
μα όχι τόση λυρικότητα
κάποια έκφραση πιο φυσική:
κατάξανθος αφέθηκε στους παγετώνες
είχε πολλά και σπάνια ουρανόσημα
κράξιμο νεαρού θανάτου τον άρτο και τον εύοσμον οίνο
τα βέλη της ωραιότητας βαθιά μέσα στο στήθος.
Μετέωρος νίκησε τους επισήμους τα επίχρυσα πρόσωπα
την ανούσια δοξολογία στη μητρόπολη
τα στιλβωμένα ύψη του Γκαίτε τη Βαϊμάρη στο σύνολό της
είν’ αυτός που αφέθηκε
κάπου μέσα στον άκρατο κίνδυνο
μόνος και δίπτερος που ’νιωθε πως η φιλάρεσκη τύρβη
δεν κατάχωσε της καρδιάς το δουκάτο
(σοβούσε μέσα του τυφλός αετός όταν έρημος δάγκωσε
τα ολόχρυσα μήλα των Εσπερίδων)
έριξε σαν ένα κουρελάκι την ασθένεια στην άβυσσο
σχεδόν ασκεπής, αλλά τι λέω; δίχως καν το κεφάλι του
το εξαϋλωμένο
πραγματικός Φρειδερίκος
εκείθε στον ορίζοντα της Θήβας ωρυόμενος
δίχως ιμάτιο διψαλέο για καταιγίδα
δίχως το κλειδοκύμβαλο του Τειρεσία
μα ολόσωμα σαβανωμένος απ’ τη Διοτίμα
στην τρισυπόστατην εκκλησία στο θαλερό θυσιαστήριο:
Πτωχεία Έρωτας και Πλούτος μ’ ένα στέμμα περίεργο
σαθρό φεγγάρι της ανάστατης παραμονής των Χριστουγέννων.
Ως πότε θα ’ναι, μα τον Ήφαιστο, μυστικός ο Ελικώνας
η μονάζουσα Λάμψη...
Στη μέση τ’ ουρανού: στο fatum
ο ήλιος θα περάσει τα μεσάνυχτα
στο βάθος τ’ ουρανού
με δεκανίκια.
Στη μέση του κεραυνού μεθώντας ο ειδωλοθραύστης
αγγίζει παταγώδη μυστήρια κι αστράφτει
λίγο πιο πάνω απ’ τις κνήμες της Αλήθειας
η όλως ορφική πορεία προς τον Άδη
που δεν έχει όμως τον Ορφέα της.
Ο ανάπηρος ήλιος αντηχώντας ολοένα στο πέλαγος
ανοιγοκλείνει τη βίβλο της πυράς της δυσανάγνωστη
λείψανα τα νερά τον καθρεφτίζουν
ελεύθερα και γαλανά νερά σαν Υπόθεση
στα νοερά κι αόρατα μάτια.
Σάρμα εική κεχυμένον ο κάλλιστος κόσμος.
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ
Το σκοτάδι μοιάζει πάντα με πηγάδι.
Το ζαρκάδι τρέχει πάντα προς τον Άδη.
Το ποτάμι μοιάζει πάντα με ποτάμι.
Το καλάμι κιτρινίζει σαν καλάμι.
Το ζουλάπι δεν αρνιέται το δρολάπι.
Το χαλίκι δεν ηξέρει χαμαλίκι.
Το πηγάδι μοιάζει όμως με υφάδι.
Το ζαρκάδι τρέχει τώρα προς το χάδι.
Το ποτάμι μοιάζει πάντα με ποτάμι.
Το καλάμι δεν αρνιέται το ζουλάπι.
Το δρολάπι ξετυλίγει την αγάπη.
ΚΥΚΕΩΝΑΣ
1
Όλο το αίμα που περνά μεσ’ απ’ τους πνεύμονες
αφήνει κάτι για το ποίημα στο στήθος.
2
Είν’ ένα γράψιμο το δικό μου σαν το φτάρνισμα
το βήξιμο ή το ρούφηγμα της μύτης.
3
Κάθε βιβλίο που τυπώνω με γκρεμίζει περισσότερο
βαραίνει στην καρδιά μου σαν κατάμαυρο λιθάρι.
4
Τι ωραία κι αργά κατηφόριζε
στον ουράνιο θόλο το φεγγάρι
πλένοντας άλλη μια φορά την τόση πραγματικότητα.
5
Θα ’μαστε πάντα ένα πέσιμο μα δίχως
να μην είμαστε ταυτόχρονα το ύψος.
6
Ο θάνατος με συδαυλίζει κι ολοένα λιγοστεύω.
7
Βαραίνουν άραγε τα χιόνια στα θεόρατα βουνά
κ’ οι καταρράχτες τάχα ναν τα εκνευρίζουν;
8
Έχει πέτρες ακόμη σαν εκείνες του Αμφίονα;
9
Στα χρώματα ποτέ του δεν κουράστηκε
να λάμπει ο ξουραφομύτης.
Ο ΑΚΕΡΑΙΟΣ ΚΥΡ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
Θαμνώδη ρήματα και φύλλα καταπράσινα της γλώσσας.
Μεγάλος άνθρωπος κι ανέσπερος έλληνας που κράτησε
τον πόνο στο σωστό του το ύψος
αγνοώντας και δημοτικισμούς και εξελικτισμούς και μόδες
αγνοώντας τα εκάστοτε μορμολύκεια
την ασίγαστη γενικότητα των πιθήκων
αγνοώντας τον αιώνα της καλπάζουσας εξυπνάδας
ο ανοδείξωτος.
Ήδη τα θύματα της Προόδου που πρόωρα σκουριάζει
πάνε στην πατρίδα του τη Σκιάθο
κι αγοράζουν ελπίζοντας οικόπεδα
πάνε για λίγο αεράκι λίγη θάλασσα και φρέσκο φεγγάρι.
Μα είν’ αδύνατο να κοροϊδέψουμε τη ρημαγμένη φύση
με ξιπόλητα Σαββατοκύριακα και με τροχόσπιτα.
Ο ακέραιος κυρ Αλέξανδρος
εκείνος ο περιούσιος Παπαδιαμάντης
και το κεράκι μας ακόμη δεν το θέλει.
ΤΟ ΕΥΚΡΑΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟΥ SAINT-JUST
Ένας ακοίμητος επαναστάτης μεταφέρει στο κεφάλι του
το πεπτικό του σύστημα και χωνεύει περίφημα
τα πικρά ιδεώδη και θεωρήματα
φορώντας το πορτοκαλί σακάκι του Μαγιακόφσκι.
Τέτοιος υπήρξε κι ο σκοτεινός Άδωνις του παρόντος ποιήματος
μ’ εκείνη την ανοιχτόχρωμη εικασία στην όσφρηση
ρεκάζοντας ή κάλλιο ρεμβάζοντας
ανάμεσα στους αέρηδες του Γιώργη Couthon και
του Ροβεσπιέρου.
Δεν πρόφτασε κανένα κίνδυνο για καρδιόπαθεια
ή νεφρίτιδα ή συκώτι λογουχάρη
στην πηχυαία ζωή την απέραντη
μερικές πιθαμάδες απ’ την άδηλη κούνια.
Είχε πράξει το μέλλον όταν έβαλε
τον τρυφερό του τράχηλο στην ακόπαστη καρμανιόλα
τη λάμψη του σκότους με τέτοια καθαρότητα λουσμένος...
- Μια τρομερή κλωτσιά τι ξάστερη! Το ίδιο κ’ ένα χάδι;
Να, κάτι, σκεφτότανε, που φέρνει συνήθως
ημικρανία στα τριαντάφυλλα
κ’ η συχνότητα της αηδόνας αλλάζει.-
Μα όμως ό,τι κρύσταλλο και να σπάσει κανένας
το στήθος είναι το πτηνό στον άνθρωπο
το δώρο του θηλαστικού στην Ιστορία
το πήλινο δοχειάκι που δέχεται την ταραχή των αθώων.
Είχε βραδιάσει στο Παρίσι της Convention και οι κότες
ενοχλούσαν τη νύχτα κουρνιάζοντας.
Ένας μεγάλος νερόλακκος είχε κιόλας αρχίσει
να καθρεφτίζει τ’ αστέρια.
ΣΤΙΧΑΚΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΥ ΤΗ ΝΥΧΤΑ
Για δες απόψε τη φεγγαράδα:
τι χυδαιότητα τι φασουλάδα!
Το φεγγαράκι εγώ μονάχα χαιρετίζω
το λιγνό χορταράκι γευματίζω.
Σαν πρώτος θέλω να ’ρχομαι στο μέγα τίποτα
γιατί και το φραγγέλιο
υπάρχει μεσ’ στο ευαγγέλιο
μα όμως
του Τρότσκυ τη διαρκή επανάσταση
τη γκρέμισα στου Ιησού τη διαρκή συγγνώμη.
ΤΡΥΦΕΡΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ
Δεν είναι πάντα το νερό σαν ξόδι και η κίνηση;
Δεν είναι μια μακρόσυρτη κηδεία το ποτάμι
κ’ οι λιτανείες των ήχων ανάμεσα
σε σκονισμένα γιασεμιά και τριαντάφυλλα;
Σου γράφω λοιπόν...
Οι άγγελοι θα γίνουν επιθετικότεροι
κι όλο το Σύμπαν από κάποιο δρόμο φρικαλέο
θα χωρέσει κάποτε σε μια δαχτυλήθρα.
Ό,τι στο στήθος μοιάζει με κειμήλιο
θέλω ναν το πετάξω.
ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΑΚΑΘΙΣΤΗ ΦΥΣΗ
Να την η θάλασσα με θρήνους γοερούς και πάλι
σωριάζεται πάνω σε βατραχόμορφους βράχους –
τι παράξενο! –
σέρνοντας δώθε-κείθε τα πλούσια μαλλιά της όπως η ξέφρενη
κι ατέρμονη κείνη γυναίκα που πέφτει στα πόδια
του τόσο φευγαλέου της έρωτα.
ΨΙΧΑΛΕΣ ΚΑΙ ΨΙΧΟΥΛΑ
1
Franz Kafka: μια στήλη αίματος που δε σωριάζεται.
2
Σ’ άνθια και κρίνα του αγρού να περισσεύεις.
3
Δε θα ξανάρθει ο καιρός που θα λαλήσουν τα σπλάχνα;
4
Μ’ έχει πολύ επηρεάσει τ’ αστραποβόλημα.
5
Ο κόσμος είναι στο άπειρο: στη ναφθαλίνη.
6
Να διώχνουμε σιγά-σιγά τις βλέψεις απ’ τα μάτια.
Να διώχνουμε λίγο-λίγο την ίδια την ποίηση.
7
Δεν είν’ γυαλί και μάλαμα η άδοξη σελήνη.
8
Κατάφωτη μια ζυγαριά η μέρα και η νύχτα.
9
Βρέθηκα στο μαβί ποθούμενο και του γκρεμού θα μείνω.
ΤΡΟΠΟΙ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ
Η νόηση κείνη που καθορίζει το πυκνότατο χιόνι της
Δουλσινέας ως να μοιάζει, θα ’λεγα, προς θανάσιμη καλλιέργεια
ή ανάθεμα της υπάρξεως.
Η νόηση κείνη που κλαψουρίζει στη γέμιση της νύχτας,
ανοίγοντας τα τρομερά κι αδάκρυτα παράθυρα, για να
πικράνει ολούθε την Ειμαρμένη δίχως κανένα ωφέλιμο σκοτάδι
και χορτάριασμα.
Η νόηση κείνη που ’χει χαλκέψει την ελπίδα, τους
αέτειους μύθους και τον αγέρωχο πάταγο της νεότερης κιθάρας.
Η νόηση κείνη που ρυθμίζει τους αέρηδες με την άδοξη σπάθη
και την όποια διάρθρωση και δόμηση της δόξας.
Η νόηση της ακούραστης Αρκαδίας ή ο λεγόμενος Πάνας,
που συμμετέχει ολοένα των αστραπηβόλων τράγων,
η νόηση τούτη, βέβαια, δε μας ανήκει.
ΠΕΡΙΤΤΗ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ
Πώς βούλιαξε στα μυρωμένα γιασεμόκλωνα
εκείνη η εποχή που νοικιάζαμε ποδήλατα
και τρέχαμε λάμποντας μισή ωρίτσα...