ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ ΕΙΣ ΥΨΟΣ
Ευτύχησα μόνος μου.
Χωρίς ιερότητα χωρίς
υγεία.
Μερίζοντας τρόμους
ανώφελα μεγάλα κομμάτια
σήμερα πεθαίνω
αύριο πεθαίνω.
Στον άγιο αριθμό των ανέργων
είμαι πάντοτε μέσα.
Διεθνής κι ακάθεχτος
υποφέρομαι
στη θρησκεία του σκούληκα.
Επώνυμο: Πλήρης.
ΕΡΩΤΗΜΑ ΣΤΗΝ ΑΥΛΙΔΑ
ένας μετεωρολόγος δικαιούται
να λιποθυμήσει;
ΣΤΕΡΕΥΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΕΣ ΑΣΠΡΕΣ
Ήτανε δύσκολη βραδιά. βρισκόμουνα σύρριζα μόνος
ανατρεπόμενα όνειρα-φορτηγά
στου ύπνου το γλυκό κατηφόρισμα
κι απόβλητο φεγγάρι συνέχεε μνήμη κι απώλεια.
Είχα λοιπόν εγκαταλείψει
καθώς έβγαινα
στο χρόνο που ειν’ άχρονος το αχανές
δεσμωτήριο της γλώσσας
ερχόμενος προς το στήθος ωσάν μόλις
άγγελος πειραγμένος από φαρυγγίτιδα.
(Φαίνεται πως το κάπνισμα συγγενεύει με τα ουράνια.
ο καπνός που μας ενώνει ανεβαίνοντας.)
Εκεί δεν έχει δευτερόλεπτα κι ανάσαινα νήστις
αλλ’ αυτήκοος αθανασίας.
Είχα λοιπόν εγκαταλείψει
πράγματα κι ανθρώπους. εκατόμβες ομοιοφρένειας.
ήμουνα ο γόνος
ο Γυμνιστής Αχάλκευτος Ήχος
φρυγικό σύντριμμα
οι θεοφρούρητοι χημικοί τύποι.
Βεβαίως ήμουνα
ο άρτιος πόνος αυτοδίδαχτο σκοτάδι
θα ’λεγες με σιγαστήρα
θα ’λεγες
με μουσουλμάνικο γαλάζιο.
η ώρα είναι πράγματι ώρα;
Σας είπα. έβγαινα ξελησμονώντας ασημοκάντηλα
πάμφωτα
στη φαντασίωση
τα στίλβοντα μανουάλια της αγάπης.
Πετάχτε μου λέξεις απ’ τα παράθυρα
πετάχτε μου λέξεις απ’ τους εξώστες
η πτήση της αγριόχηνας νεανισμός από εγρήγορη
αρχαιότητα.
ΛΕΚΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΑΡΟΣ
Ας μαίνεται ο διχασμός μιας άρρωστης
εννοιολογίας.
Καμιά θεόνυμφη δέσποινα τινάζοντας
τα λαγόνια της έκφρενη!
Κι απόμεινε ο ταπεινός ληστής ο αγαθιάρης
περίπου σε αποκρήμνιση
μ’ ένα πουλί που ράμφισε απάνω στο σταυρό
ολάξαφνα το μάγουλό του
τίκτοντας αίμα για να φτερουγίσει αμέριμνα
σε αστάθμητο ύψος.
Η θάλασσα όρμημα κ’ οι σκοτεινές μου εκείνες όψεις
ανατέλλοντας αναγέννηση
στοιχήματα παιγμένα στο λιθόστρωτο μ’ αγριοφωνάρες
τα υλικά φρονήματα της Κυρίας Πιλάτου.
Τι θόρυβος που γίνεται τι θάνατος λαλούμενος
υπεράγαν...
Χρώματα συν αρώματα τοις αρχιερεύσι μα ο ιπτάμενος
κακούργος ευλαβείται
την πτήση με τρισύλλαβο μνήσθητι
χωρίς ελπίδα για βροχή χωρίς την ευωδιά να διαχέει
χάρμα γαιώδες ο ληστής
διαθλώμενος από τέτοιαν ηδυπάθεια και τέτοια τύχη.
Η μοναξιά δεν είναι αμαρτία στην Ελλάδα
κι ο χρόνος
φραγγελώσας την αιωνιότητα
με ξεκοκαλίζει.
ΚΑΙΝΕ ΤΑ ΡΟΛΟΓΙΑ
Σκουληκιάζω πλέον ή είμαι θαλερό ναυάγιο;
Δεν το καλοξέρω.
Σαθρότητες του μυαλού με σωρούς αποκαΐδια.
Κι όμως
υπήρχε κάποτε χρόνος αρθρώσιμος κ’ η αντανάκλαση
φοβισμένη καθώς πάντα και τρέμουσα
του φωτός εξορία για λίγο.
Μα να! ο ήλιος φασκιωμένος με ομίχλη χαμουρεύεται
τη νύχτα θα ποζάρει το φεγγάρι
γιαουρτωμένο.
Ζεμάτισμα στο δέρμα κι απειλή
με ξανθό περίστροφο.
ΣΥΝΙΣΤΟΡΕΣ ΠΑΓΕΤΩΝΩΝ.
εννοώ τους αγίους.
ΑΝΑΚΑΛΗΜΑ
Στους δρόμους περπατώντας τηλεφώνου κουδούνισμα
τ’ άκουσα ωσάν τρίλια του έαρος
κι αναθυμήθηκα την επίδοση του πόνου στο θάνατο
τη βροντή να μοιράζεται στο δάσος μνημονεύοντας
το νευρικό γεωμέτρημα της αστραπής αιωρούμενο
θυμήθηκα το χτεσινό μου όνειρο (πιωμένος) και ξάφνου να!
ο Πάπας στην εντέλεια ξυρισμένος και υακίνθυνος
με τόση γλωσσομάθεια στη δοξασμένη μύτη.
Κιθάριζε το άχραντο και χύνονταν αηδόνια
πέφτοντας απ’ τη φύση τα ονόματα
κι όπως ο ήλιος απ’ τον ένα βράχο
στον άλλο σέρπεται ως ιμάτιο
τις λέξεις έβλεπα να χώνονται στις χαράδρες τ’ ουρανού
με τ’ αστραπόφωτο της ερημιάς τυλιγμένες.
Βαθιά μεσάνυχτα την άλλη μέρα κι ολάνοιχτο
ευαγγέλιο το φεγγάρι
στα νώτα ταξιδεύοντας προς το χάραμα
να παραδώσει τη σκυτάλη στον ήλιο
με τα μεγάλα κείνα ζυγωματικά του Ιουλίου
με κείνη τη γαλάζια καρωτίδα που φουσκώνει.
Θεόληπτος ο διάβολος και δεν το ’χουμε νιώσει.
ΘΕΛΩ ΝΑ ΥΠΑΡΧΩ
Μισώ το λάκκο μου φθονώ την ακαμψία
την όμορφη νεκρώσιμη
ακολουθία
μισώ την ορατή μυθολογία. τους παπάδες
τη λεχτική τους αθανασία
τους χλοερούς τόπους ψαλτικής αναψύξεως
τρομαχτικά ψέματα
δεν εννοώ να πεθάνω δεν ταιριάζει σε μένα
θα σκίσω τα επιθανάτια σεντόνια
θαν τη δαγκώσω άγρια την άγνωστη νοσοκόμα
τους αμέριμνους γιατρούς
θα ουρλιάξω απόγνωση που δεν ερωτεύτηκε ποτές της
απόκριση
θ’ αναστατώσω το νοσοκομείο
πλην αν πεθάνω ξαφνικά μονάχος μου στο σπίτι
θες η καρδιά θες άχραντο επεισόδιο.
Να μην ξεχάσω όμως κι ας την εύχομαι ο έρμος
την άμυνα της αφασίας
όταν το σώμα μένει μόνο του φευγατίζοντας
την επικατάρατη συνείδηση.
Θρίαμβος ανωριμότητας που με κατατρύχει!
ΜΟΡΦΗ ΚΑΤΑΠΛΗΞΕΩΣ
Οι άρρωστοι ξεχωρίζουν αναμεταξύ τους
οι υγιείς είναι ίδιοι.
περνώντας απ’ το γέλιο γνωρίζω αλάνθαστα
και τους μεν και τους δε.
τείνω στην άπνοια του νου με λευκότητα
οι δυστυχίες διαφέρουν η ευτυχία είναι μία.
Ο ΧΟ ΤΣΙ ΜΙΝΧ ΑΝΑΠΑΥΕΤΑΙ
(στο πάμφωτο όχημα της ανάγκης)
Βλέπω σήμερα δίχως ειρήνη τα πράγματα.
Μα όχι! λάθος κάνω, δεν πρέπει
ν’ ανοίξω τον τάφο μου στις λέξεις ανάμεσα:
ειρήνη και πόλεμος, ανασταίνοντας μ’ όλη τη βλάστηση
τα εφήμερα γιασεμιά τους.
Τέτοιος άγγελος όπως εκείνος ο χειροποίητος ηγέτης
όπως εκείνο το ψηλόλιγνο χορτάρι
τον αγέρα του κακού πολεμώντας
πώς να λείψει απ’ τον άμαχο της αστραπής παράδεισο;
ΒΕΒΑΙΩΣ ΕΙΝ’ Η ΑΒΥΣΣΟΣ ΑΥΤΗ ΚΑΙ ΠΕΦΤΟΥΝ
έρημα τα πουλιά (τουφεκισμένα)
ωσάν σκοταδιασμένα φρούτα.
ΜΟΡΜΟΛΥΚΗ
Φαινόμαστε άναυδοι κι ας φλυαρούμε
χρωματιστά. βυσσινί κυρίως.
κι ας αναδίνουμε χνώτο πορτοκαλένιο.
Μήπως ο άνεμος; μήπως η καταιγίδα;
Μη χειροτερεύεις!
Έχουμε όνειρα κι ανταλλαχτικά οπτασίας
ερχόμαστε άναυδοι.
Κι όταν λέμε το σκότος επουλώνει, τότενες
χωρατεύουμε
δίχως πλήγιασμα. οι πληγές αγνοούν
εμείς υποφέρουμε
γάζες επίδεσμοι στο αίμα ποτισμένα
μα οι λέξεις ακούνε;
Μαντεύω εξολόθρευση στο στήθος μου
κι ό,τι παρωδήσεις
γυρίζει και πυρσοκροτεί εκτός οράσεως.
Χεστέα η κατάσταση.
ΑΣ ΕΠΑΝΕΛΘΟΥΜΕ ΛΟΙΠΟΝ
Τώρα τα χελιδόνια.
Χωρίς πυξίδα. ούτε η έννοια παιχνίδι
λέει τίποτα για τον κόσμο.
Κωφαλαλία.
Τεχνικές από διαθέσιμη νοημοσύνη.
Μαύρη θεότητα σκάσε πια!
Η βαγνερική κατακρήμνιση του Hitler.
άλλη κόλαση από τότε.
ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΑ
Νεκρός με τους νεκρούς
αγέλαστος μ’ αγέλαστους
αρουραίος μ’ αρουραίους
ο κ. Νέκυς ο διαχειριστής
κ’ η θυρωρίνα σε φραστική
διασκέδαση
φερμένη απ’ την Πίνδο
συντήρηση ανελκυστήρων
ερημότοπος.
ΕΞΟΒΕΛΙΖΩ ΝΙΚΟΤΙΝΗ
ροχαλίζοντας.
ΗΣΥΧΙΑ:ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟΝ
Αυτό το ξαφνικό μελάνιασμα του έαρος!
Τι λαλητό ανάμεσα στους πόλους
κι ο νους μου ψένεται σιγαληνά την ώρα τούτη
στον οξύθυμο ήλιο που διαδέχεται
τη βροχή χαρισάμενος.
Η Αγία Καμπύλη κι ο αττικός τόπος ατόπημα
με αναίμαχτους ωροδείχτες
ανά δευτερόλεπτο.
Μοιραίος ο διάττοντας τη νύχτα.
λύθηκε του Θεού το βρακοζώνι σε βαθυκύανα
ύψη. Καταρράκωση.
ΡΗΜΑΧΤΗΚΑ ΤΟΣΑ ΧΡΟΝΙΑ
Ο καίριος εικαστής που ακμάζει σε διανοήματα –
η φυσική καλλονή του Ισκαριώτη
τερματίζει μυθεύματα κι απολάμπει σε λανθάνουσες
γοητείες η αέναη καινοφάνεια
διαφημίζοντας αρωματώδη αποσμητικά της αλήθειας.
Τεκταίνω κι αρμέγω εξαγόμενα
μετέχω σε υποχονδρίες
το κορμί μου δεν απέχει καθόλου
μα αντιθέτως
έγκειται στη μουσική
περίπου πυροφάνι
κι ασπάζομαι σειρά κρανία στα κοιμητήρια συνέχεια
(νεύρωση μήπως;)
αλλ’ όταν πάλι ξημερώσει πλησιάζω την όχεντρα
στις βοερές βυζάρες
πού εξέχει η πιο πρωινή τριαντάχρονη
θεόρατα του στήθους μετέωρα
ζαλίζει η όρθια γύμνια της ίλιγγος...
Απόψε μεγαλοστομία το φεγγάρι. πέφτει στο νυχτοπήγαδο.
ΜΥΧΙΟΘΗΚΗ
1. Το πεύκο που συνάντησα προχθές μ’ αναγνώρισε σήμερα.
2. Ματοβαμμένο κρύο: η εκθαμβωτική ασυνέπεια της ύλης.
3. Η αυθάδεια για λοξήν αθανασία μας εμποδίζει
να ξαναλάμψουμε στη συνήθη μας ύπαρξη.
4. Μια πρώτη μεταφυσική των κροκοδείλων: ολ’ αυτά
τ’ αυτοκίνητα
στους αφύσικους δρόμους οι σειρές τ’ αυτοκίνητα...
5. Το βλέμμα της αγάπης ποτέ του δεν δέχτηκε
της ύλης τη δωροδοκία μεσ’ απ’ τις αισθήσεις.
6. Θα τάξω την άβυσσο στη ματωμένη ταχύτητα.
7. Δίπλα στην ώχρα την ελεήμονη
κι αμίλητη παλλακίδα του ήλιου
δεν έχω να κάνω με καμιά πραγματικότητα –
είν’ αλλήθωρα τα σκοτάδια μας τα ηλιόλουστα.
Μονάχη για μένα οπλοφορία το στήθος.
8. Ύλη της σιωπής: η νύχτα...
9. Στο δικό σου στόμα η αλήθεια είν’ ελάχιστη, μικραίνει
κι ας ξέρεις πως το σβήσιμο είν’ εκείνο
που κάνει το άναμμα να υπάρχει
κι ας την ξέρεις απ’ το εύοσμο σώμα
την ψηλόλιγνη λεξούλα γιασεμί
με όλα της τα φύλλα και με όλα της
τα μυρωμένα τ’ άνθια, την ορμή της,
και με όλα της τα κλαδιά και τα θροΐσματα
στο δικό σου στόμα
φυτρωμένη
σα στο χώμα
βλέποντας ατελεύτητα το αόρατο
που χωρίς ιδιότητα ρυακίζει
ποτίζοντας τη δίψα των εικόνων –
ένας άγαμος κύκλος
χαραγμένος απ’ το βίαιο φάντασμα. τον έρωτα.
10. Δημοκρατία είν’ η μάνα της πολιτικής η χρυσοχέρα
κ’ η κόλαση μητέρα του παράδεισου.
11. Στην Καλαμάτα κλάματα, στο Δίστομο μαχαίρια.
12. Χερουβικά σκουπίδια κι αστράφτουν εξαίσια
στ’ απόμερα της Αθήνας ερημιασμένα.
13. Είναι καιρός για μάτωμα πιο πέρα κι απ’ το αίμα
στην ερημιά που νέμεται μειλίχια το πνεύμα.
14. Τα δόντια της αγάπης είν’ από χαμομήλι
τ’ αφτιά της ερημιάς είν’ από δείλι.
15. Κανένας άγγελος δεν αρρωσταίνει κι ούτε θέλει τόνωση
κανένας ίσκιος δεν είναι σ’ απομόνωση.
Κι ανάμεσα στις θυγατέρες του καιρού
(τις τέσσερες) με δώδεκα ρυθμούς χορεύει
πρώτη κι ακόρεστη η βροχή μεσ’ στα ερέβη
του μαύρου ήλιου του ιερού.
16. Βαρέθηκα να τέρπομαι στην τέφρα
ρίχνοντας μέσα σ’ έναν ερημόλακκο
το έπαθλο της νύχτας: το φεγγάρι.
17. Κρατώντας την ουσία θαν τα χάσεις όλα
κλοτσώντας τον ήλιο στο γοερό μεσουράνημα.
ΟΠΤΙΚΗ
Το πρωινό λυκόφως έμοιαζε
με κέλυφος από ερυθρότητα.
Ο ήλιος επίκειται
καινούργια θραύση.
ΦΑΛΛΙΚΟΣ ΗΧΟΣ
Ευρυδίκη δεν υπάρχει ούτε Ορφέας
υπάρχει.
Απλώς: η γλώσσα λείχει αόρατο.
η γλώσσα χαριεντίζεται
με το θάνατο.
Σήμερα να λες. το πολύ αύριο. μεθαύριο
σημαίνει μεταφυσική.
ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ ΣΕ ΔΙΟΓΚΩΣΗ
Περπάτησα σήμερα νιώθοντας κούρος.
Είχα κάτι λέξεις. τις απόδιωξα στ’ άχρηστα
χωρίς ιστορία.
Περπάτησα και χτες αλλά σήμερα είν’ άλλο.
Κι ωστόσο αρχαιότερο περπάτημα – όχι! –
ποτέ μου δεν έζησα.
Τι γινετ’ εδώ; Ποιος χειρίζεται ζόρικα
την οφθαλμαπάτη;
Στράφι τα ηρακλείτεια στράφι η επιστήμη.
Συντάσσω δοκίμιο;
Μα όμως αισθάνομαι το άδειο μου κεφάλι
χειρόβολο από ηλιαχτίδες.
Ανάληψη της διάνοιας με κοχλαστό λιοπύρι.
ΠΑΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΛΟΠΗΣ
MAHA
ΜΕΓΑΣ
MAGNUS
MACHT
Η ΚΑΚΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
Ανοίγω τα μάτια μου στο λιμάρικο φως
έχω πια ξημερώσει.
Σκέψη αλάξευτη χύνεις αιωνιότητα
χωρίς να στοχάζομαι
νικημένος απ’ του νου την εκκόλαψη.
Λοιπόν εκμαγείο;
Βεβαίως. αυτό που λέμε πρόσωπο
πάει στους δίκαιους.
εμείς έχουμε ξεμείνει δείξαντες
την τρέμουσα πραότητα.
Ορύσσω προφητείες ανασκάφτω διλήμματα
καίγοντας εγωτισμούς
αποτεφρώνοντας εμβατήρια
η κοινωνία που φαντάστηκα λέει όχι όχι
δεν πρόκειται να υπάρξω.
Συνεπώς η ανάσταση εγκλωβίζεται πάντα
στη λέξη της.
Αρκεί για σήμερα το κακό του έρωτα.
Ρυτίδες αλλοιώνουν οράματα.
Σείεται η νοόσφαιρα δίχως τροχιά της
ταρακουνιέται
χωρίς κύκλο άλλης ωραιότητας.
Ενυπάρχει στη μέγιστη φωτιά κ’ η δική μου
σπίθα.
Δώρα πολύτιμα. δώρα που ’χει τραγουδήσει
ο πιο άθεος θεός ο αθωότερος.
ΑΥΤΟΔΙΔΑΧΤΟΣ ΤΡΟΜΟΣ
Η ώρα είναι 23.00΄με φθινόπωρο.
Ουρλιάζει κάποιος έρημος από παράθυρο.
Κι όπως πάντοτε – βέβαια –
σε μια κραυγή της νύχτας όλοι συνυπάρχουμε
κι ανασαίνουμε τρόμο.
Η ζωή μου δεν είχε τιποτ’ άλλο, δεν είχε,
από τέτοιες πραγματικότητες.
Τώρα μ’ ένα ούρλιασμα γίνομαι παγκόσμιος.
Αυτό μεινέσκει πανανθρώπινο.
Η ΑΠΟΞΕΝΩΣΗ ΣΤΗΝ ΟΡΑΤΟΤΗΤΑ
- όπως ο Δίας για ν’ ασελγεί μεταμορφώσεις απίθανες όσες ηθελ’ έκανε – μεγάλος μπαγάσας!-, το ίδιο λέω κι ο ποιητής δικαιούται. καλώς αλλάζει και συναλλάζει προσωπεία στο πρόσωπό του το άδηλο. έτσι κι αλλιώς η γλώσσα είναι ασέλγεια πάνω στο Είναι.-
ΜΕ ΑΠΑΝΤΑ ΦΩΤΟΣ
η δογματίλα...
ΠΥΘΙΚΟΣ ΟΡΘΡΟΣ
Το Κόκκινο Μεγάλο Πνεύμα
πέφτοντας απάνω στους πολιτισμούς
χωρίς ιδεολογία κι ανεμοτρίχια
που μπερδεύουν αιωνιότητες
το Κόκκινο Μεγάλο Πνεύμα
διαφεντεύει τη γλώσσα με μαρμαρόσκονη
πνιγηρή κι ακόλαστη στα λατομεία.
Είναι χαράματα κι αδυνατώ τη βύθισή μου
στον ύπνο
κυνηγημένος είμαι απ’ το μηδέν έως το ένα
κι αυτό το ένα λέει θάνατο στα νωχελικά μου βραδιάσματα
σε καμπύλες ηθικής ενόσω
η ζωή φωνάζει «υπερείχα!» κι ο κόσμος είν’ επίφοβος
μακριά της.
Το Κόκκινο Μεγάλο Πνεύμα.
ΚΙΟΝΟΣΤΟΙΧΙΑ
ή οργανωμένη αναρθροσύνη
ποσότητες Σύμπαντος ή
χιλιάδες ύψη στο έδαφος ή
παραληρήματα περί επέκεινα
με πασχαλινή αρνήσια πλάτη
που λέει και λέει τι πέπρωται
χωρίς ανάμιξη θρησκείας.
Αμφίβραχυς ο νους κ’ η γλώσσα βάτραχος.
ΕΛΚΗΘΡΟ ΔΙΑ ΒΙΟΥ
Στην ερήμωση του πάγου στις διαφωνίες
φύσεως και λογικής
με όλα συγκρουόμενα με όλα διδάσκοντας
ο μέγας αυταπατώμενος
είν’ ο ποιητής
αποφεύγει τις εγκυκλοπαίδειες κι αναδύεται
στη γειτονιά του τυχάρπαστος.
Αυτό ελκύει κι οδηγεί στο αχανές κι αναπόκριτο.
Στην Αυλίδα ή στην Ταυρίδα;
ΞΕΦΡΑΓΟ ΕΙΝ' ΤΟ ΑΠΕΙΡΟ
στο διπλανό μου σκύλο λέω πάντοτε
μαζί δυστυχούμε.
ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ
Ευτυχήματα ευτυχήματα ευτυχήματα.
Τη νύχτα ιδίως όταν τρομοκρατούσαμε
μ’ αναμμένο φακό στο πηγούνι
παρασταίνοντας τα φαντάσματα κ’ οι κοπέλες
έτρεχαν πανικόβλητες.
ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΦΩΝΙΑΣ
Πιστεύω τι σημαίνει; πληγιάζομαι;
πληγή καταφέρω στον αγέρα;
Πλαγιάζοντας άναυδα με εικασίες
που δεν ευνοεί ο χειμώνας
η μαρμάρωση των άστρων επιτέλους!
Θέλγομαι από εκκρεμότητα ο άξεστος
θα κυριαρχήσει
μαύρισμα θεϊκιά φάρσα κι αν γεννιόμαστε
τι; το φτηνότερο θαύμα.
Τέτοια ζέουσα νόηση κι ακόμη να υπακούει
στην Προϊστορία...
Φεύγα ολομόναχος προς τη φλόγα σου
φεύγα κι από μένα.
Πιθανόν εγώ να διαστρεβλώνω τ’ αστέρια.
ΛΙΟΚΑΥΤΟ ΤΟΥ ΙΟΥΛΗ
Φυλλώματα χαράς και έρωτα ο κόσμος.
ένα σύγνεφο ξηλώνει τα ουράνια.
ΕΙΣΕΠΝΕΑ ΤΗΝ ΑΠΟΓΝΩΣΗ
Κανονικά θα ’πρεπε να ’χω πεθάνει.
Κι από χρόνια.
Τι με κράτησε; Ο λαομίλητος εαυτός μου.
Συλλογιστική της νεότητας.
Επιστρέφω και πάω προς το καλύτερο μυαλό μου.
Σε κάθε απελπισία ένα ζήτω.
ΠΕΖΙΚΑΡΙΟΣ ΠΟΥ ΧΩΝΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ
Η αγιότητα δεν πάει για record.
όπου φτάσεις
(πρβλ. την επί του Όρους Ομιλία).
Καθένας ανταμείβεται κατά τη μουσική του.
Τι να σας πω τώρα... Μεταθανάτια σημασία
δε λουλουδίζει.
Θλίβομαι σήμερα που αναπνέω χρυσάνθεμα
λησμονήσαντας ίμερους κι ανάστροφους
όρους της καλοσύνης.
Δεν ήμουνα ποτέ πιασμένος απ’ τη φρίκη σας
κοιμόμουνα στο κελί μου
κι αν έπρεπε ν’ αντικρίζω την τραγωδία μου
περισσευάμενος ο χρόνος.
Πάντοτες αντιπαθούσα τα νευρόσπαστα
τους φασουλήδες όποιας ιδεολογίας
αγάπη μου στα ψάλλοντα μαλλιά σου.
ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΥΠΝΗΛΙΑΣ
πότε τα ’κανα;
Οι μαυρομάτες τ’ Αναπλιού κι ανάμεσά τους
η μητέρα μου.
Μωρουδάκι τότενες ο Λένιν θα θυμόσαστε
στην Παρισινή Κομούνα. θα την αναλύσει.
Μετά τους βρεφικούς ύπνους.
Καλύτερα να κοιμάμαι.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΝΕΓΡΟΥ
Έτσι: καταλήγω πως η μια αλήθεια είναι
το χιούμορ της άλλης.
Τα λευκά σας κύριοι!
Χρεμετίζω βιώσιμος.
ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ
Ενδέχεται ο θάνατος εσαεί ηλιοστάλαχτος
ετούτη τώρα τη στιγμή
με συγκοπή να με γραπώσει ξαφνικά ή τις οίδε.
Ενδέχεται να με φουμάρει κάνα-δυο δεκαετίες.
Μα υπάρχει τίποτις άλλο απ’ τη στιγμή την επόμενη;
Αρρώστησα πολύ μες στην υγεία μου.
ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΑΥΤΟΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ
Ίριδα στον ορίζοντα
λυγίζει πάλι την όραση
χωρίς προηγούμενο!
Κάποτε όμως η φύση βοερά
σοβαρεύεται
κλείνοντας την ουράνια
θύρα.
[ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΠΑΡΑΙΝΕΣΗΣ]
Καθάριος απέναντι στον ήλιο που λάμπει
καθάριος και σε κάθε συννεφιά της μοίρας
προχώρει σταθερά κι ατάραχα δίχως
να λησμονήσεις πως ακόμη
δεν έλαμψε το χόρτο μεσ’ στον άνθρωπο.
Καθάριος – αυτό σημαίνει
χωρίς αποσκευές και εισιτήρια
γιομάτος απ’ την οικουμένη.
Στη μνήνη του Δημήτρη Κακουλίδη. που του το ’χα κάνει χάρισμα. πριν από τόσα χρόνια...
ΚΑΘΕ ΜΥΑΛΟ ΕΧΕΙ ΤΑ ΔΙΚΑ ΤΟΥ
τύχη και νόηση σε πολλαπλότητα
η λάμψη αρωματική που περιβάλλει
το σεξουαλικό αεροπλάνο.
Κι αν η μαυρίλα τα σηκώνει όλα
με μια σελήνη να θηλάζει το έρεβος
όταν ο γενετήσιος σπασμός πραΰνει
την εξαγρίωση κι όταν
η χίμαιρα χτίζει αχνούς κι ατμίδες
αποσύροντας τη λογική μας
εμπόριο στους ουρανούς δε γίνεται
σύσσωμο διαπρέπει το σκοτάδι πάντα.
ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΟ ΣΚΟΡΒΟΥΤΟ
Νεκροί π’ αγκαλιαζόμαστε στους δρόμους.
νεκροί που χαιρετιόμαστε διαφορετικά.
Νεκροί που χωρατεύουμε τρώγοντας αθανασία
φιλιόμαστε σταυρωτά
διανύοντας αποκαΐδια: τη φωτιά σε χρεοκοπία.
Νεκροί με τ’ όνομα.
η μεγάλη ζωή των φυσαλίδων. ένα πλεόνασμα.
ΕΞ ΑΝΑΓΝΩΣΕΩΣ
- Δείξε μου την αλήθεια.
- Το ερωτεύεσαι αυτό σύγκορμος;
- Καθώς το ’πες.
- Ας πάμε να λούσουμε στο ποτάμι τα κορμιά μας.
Πάνε. Και εκεί ο Ευάγριος
όπως είχαν ευχάριστα βουτήξει μεσημεράκι με γδύμνια
τον Ήμερο αδράχνει απ’ το κεφάλι και το χώνει
στου αθώου νερού τη γυαλάδα ο Ευάγριος
δεν τον αφήνει ναν το βγάλει στην επιφάνεια
λάμπει ο ήλιος
μαίνεται μ’ αχτίδες γενετήσιες απ’ τα ύψη του.
Το χώνει. δεν τον αφήνει
για κάνα περίπου λεφτό της ώρας
ναν το βγάλει κ’ ύστερα τον αφήνει (τι λύτρωση)
κι ο διψαλέος της αλήθειας βαριανασαίνει εξώτερος.
- Τι λαχτάρησες αδέρφι μου με το κεφάλι σου πιεσμένο
στα ύδατα;
- Να πάρω ανάσα. Να βγω στην επιφάνεια.
- Μα όμως μονάχα όταν ο έρωτας να αναπνεύσεις άγγιζε
τη μηδενικότητα
θα ’τανε της αλήθειας ο έρωτας κ’ η άγρια μάθηση.
ΠΙΣΩΠΛΑΤΟΣ ΗΛΙΟΣ ΜΕ ΔΙΚΑ ΜΟΥ ΕΞΟΔΑ
κι ωστόσο
πάω στο σκοτεινότερο. πίσσα. γεωγραφική χλεύη.
Δεν πειράζει. έτσι κ’ έτσι θα ’πεφτα που θα ’πεφτα
στην άβυσσο.
Κι αν είπα οράματα κι αστροφυσικά ερέβη
καπνός ανέβηκε.
κι αν ομνύω ακόμη στον άγγελο που
θα γίνει ο αρουραίος,
η όραση χιλιάδες χρόνια χωλαίνει.
Στίγμα ζωής: απολαύσαμε φρίκη.
Μέλλοντας ουρλιάζει με παρελθόντα.
Στίβω κομήτες και γαλαξίες αύριο
το Σύμπαν είχε γίνει ωκεάνεια λεμονάδα.
ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ
Η δομή της θεότητας επί δέκα.
Χύνομαι στην ηδονή που λέει όχι και όχι
στο θάνατο
διάττοντες κομήτες η ρεύση του Όντος
η οπτική ονείρωξη
τ’ αεροπλάνα τριαντάφυλλα στην ουράνια
νύχτα.
Σε απόγνωση το μυαλό δεν παίζει πραγματικότητα.
ΩΡΑΪΣΜΑ ΚΑΙ ΘΕΡΜΗ ΑΡΙΘΜΗΣΗ
Ραμφίζω οντολογία.
Τα χουγιαχτά της καταιγίδας μ’ αστραπόνερα
σε ποσότητες θάμβους ανήλιαγος Δίας.
Μεγάλη τύχη να ’χω πάντοτες εγώ ο μαύρος
ηλεχτρική επαφή με το τίποτα για να δικαιώνει
το υλιστικό μου πρόσωπο που ενοχλεί οποιαδήποτε
καλαίσθητη ποιητίζουσα μούρη.
Στη λησμονιέρα μου εγώ κι ας μην είν’ από πορσελάνη!
ΦΑΝΟΣΤΑΤΗΣ
Ανέκαθεν απλουστεύτηκα σε πολύωρους ύπνους
αποφεύγοντας κυρίως την ομιλία
μα όμως
δεν είμαι τιποτ’ άλλο από γλώσσα.
μηχανισμός ηχητικός μετατοπίζοντας λαμποβόλημα.
χιμαιρικός χοροδιδάσκαλος λέξεων
εναγκαλιζόμενος υδράργυρο στο ηλιοθάλασσο
κι όταν έψαχνα για θερμόμετρο αναμνήστηκα
τη βλάστηση που ανεβαίνει.
Τέτοια σκαρφίζεται συνήθως η ωραιότητα.
ΚΡΕΟΠΩΛΕΙΟ
Η εδώδιμη άνοιξη κι o απόμακρος Αμνός
που μερίζεται
στην κατάμαυρη του θάνατου αγραμματοσύνη.
ΑΚΑΡΙΑΙΟ ΣΧΟΛΙΟ
Η κουνουπιέρα-αιτιότητα σε τι καλοκαίρι;
Τα γλίσχρα φεγγαράκια τα βαρέθηκα υπέρ της απουσίας.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΑΜΕΤΑΠΕΙΣΤΟΣ
Ένα λεφτό! ένα λεφτό!
Φλόγες μεγάλης ερυθρότητας.
ΣΕ ΕΡΓΑΣΙΜΗ ΟΡΑΣΗ
κι ανακαινίζω τ’ ουρανού το γάλα.