Η ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΣΥΜΦΕΡΕΙ
Πράγματι η νύχτα με συμφέρει.
Πρώτα-πρώτα ελαττώνει τις φιλοδοξίες. ύστερα
διορθώνει τις σκέψεις. έπειτα
συμμαζώνει τη θλίψη και την κάνει υποφερτότερη.
τη σιωπή με σέβας ανατέμνει. στους κήπους
εξαίρει την όσφρηση
μα προπάντων η νύχτα περιζώνει.
ΥΔΡΑΥΛΙΚΑ ΕΡΕΙΠΙΑ
Την ώρα τούτη είμαι πέρα απ’ το γράψιμο. Απ’ έξω ακούω σωρηδόν αυτοκίνητα μ’ ασταμάτητες γοερότητες του χώρου στο πέρασμά τους ωσάν βολίδα. Πού και πού κάτι φράσεις από δίποδα οπού ξύνουν το κλειστό μου αιωνόβιο παράθυρο – «…θα ’ρθει όμως η Ασπασία;…»-, κουβέντες που συνεχίζουν άλλες κουβέντες απ’ το προηγούμενο τετράγωνο. Τι είμαστε; Πεσμένοι στο ρέμα, εννοούμε γέννηση και εννοούμε θάνατο. Ό,τι βλασταίνει την αλήθεια είναι μονάχα ο ενεστώτας. κανένας αρχαίος αόριστος ή πεπαλαιώμενος μέλλοντας. Υπάρχουμε στο ρέμα της αρχής και του τέλους, χωρίς να ανευρίσκεται ένοχος. Η τεθλασμένη τζαζ. Όλη η αστυνομική δραστηριότητα οπού ο νους αναπτύσσει: είν’ ο ίδιος ο ένοχος. κοροϊδεύει τη φύση του τηγανίζοντας αιτιότητα. ψάχνει για τον ένοχο, θαυμάσιο άλλοθι.
VERS LA FLAMME
Ιδρώνει το ξύλο στην παλιοφωτιά τα φθαρμένα
κορδόνια μου
χαζεύοντας αποτείνομαι.
AUNANIA CLINICA Ή ΜΑΛΛΟΝ
ή μάλλον όχι
όχι όχι δεν απαντέχω την καινουργίλα
δε γίνεται πια να προστατέψω την αλήθεια
με τίποτα ούτε με άνωση
χωρίς να την έχω ποτές μου ζουλήξει
την άνθιζα πάντοτε δίχως συλλογισμούς
περιδιαβάζοντας άφθαρτους δυϊκούς αριθμούς
ερωτώντας μάρμαρα
τη ροή της ενάρετης Ήρας εποχούμενος
φερώνυμος
φαραώνυμος
φερετρώνυμος
η λέξη που με πείθει λέγεται διακοπή
η λέξη που ραπίζει τη θεολογία μα όμως
ας ανυψώσουμε λιγάκι απ’ το χώμα τις πατούσες
ας ανυψώσουμε
στην υγεία του σύμπαντος.
Έχω την τιμή να είμαι διαβάτης.
ΧΕΙΡΟΠΟΙΗΤΟ
[...] δεν παράγει άζωτο σας λέω όποιος
δεν τις βλέπει και τις δύο όψεις
God is dead /υπογραφή Fred
Fred is dead /υπογραφή God/
ας βάλουμε το νόμισμα στην τσέπη
ΜΙΑ ΧΟΥΦΤΑ ΘΕΛΗΣΗ
για να υπάρχεις επαρκεί
ιδίως τα απογεύματα.
Πέφτοντας ήρεμα το γιασεμάκι χάμω
με αβρότατο φύσηγμα
είτε πατηθεί τυχαία είτε οπωσδήποτε αλλιώς
θα πεθάνει –
φρικίαση και μολοσσός απελπισίας μου.
Σε παλιότερα χρόνια όταν ήμουνα μικρός
έθαβα το απόλυτο
στον κήπο μας υπό μορφή βελονιασμένου
τζίτζικα κ’ ήτανε
χήρος ο χώρος της αμυγδαλιάς οπού ξεράθηκε
δε θέλω να προχωρήσει περισσότερο όχι
το ερπετό μου
(σε συνέχεια μια μακρουλή φράση δυσανάγνωστη)
Mahamaya.
Η ΔΕΞΙΑ ΠΑΛΑΜΗ ΜΟΥ ΣΤΟ ΜΑΓΟΥΛΟ
Λάμψη. χρυσόμυγας κυματισμοί: τα φωναχτά
μαλλιά της Μύριαμ
αυτή η οντοφάνεια θα με ρημάζει ως το θάνατο
κι επέκει τίποτα στο μυαλό μου. στα χρυσάνθεμα ναι.
Τη γέννηση δεν την επιλέγουμε ούτε τη θανή μας
έστω κι αν αυτοχτονήσουμε
εμένα μ’ έχει οπαδό της η βιολογική Αριστερά – για κείνο
βλέπω περίφημα.
είμαι συχνά στο χείλος αυτόφωνος του φόνου
δεν επισυμβαίνει
κάτι φρενάρει
δέσμιος είμαι των χρωμοσωμάτων μου (σαβάνωμα).
Σύρε στα έαρα σπαταλιέται ο Κομφούκιος εκεί
στα ίδια κύτταρά μας
η λευτεριά μας πολύκροτο διανόημα (όχι παραπέρα)
στα ίδια τα κύτταρά μας.
Κι αναθυμήθηκα μια πυκνή σύνεση βαθυγάλανου
στη θάλασσα.
η νύχτα μόλις έπιανε μάγια στο χώρο. την ημέρα
τη συγκρατούσε ακόμη νεφώδης ελαφρότατη κυάνωση.
Πότε-πότε συμπίπτουμε φύση και νοήμονες.
ΑΡΙΘΜΗΣΕΙΣ
1. Πληθαίνουν οι έξυπνοι.
παρακμή του πραγματικού.
2. Το καθαρόαιμο αριστούργημα
ή εκείνη η γυναίκα
βαδίζοντας στο δρόμο ωσάν
λήκυθος.
3. Τέσσερα πέντε έξι εφτά
οχτώ εννέα δέκα.
ΘΕΡΙΝΗ ΚΩΜΩΔΙΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
σ’ ένα νεκροταφείο
καίγοντας ο ήλιος μεσημεριάτικα.
Παπάδες από δω κι από κει ρασοκούρελα
με πετραχήλια κρεμαστά εργαλεία
ίσως όμως θα ’λεγα φίδια κρεμάμενα πίτα
με ομπρέλες παμπάλαιες
άλλος ομπρέλα μοβ άλλος σταχτιά κι ο άλλος
από χαλασμένο κρόκο.
Μισογουργούριζαν τρισάγια οι τρισάθλιοι
σε κάποιονε τάφο αιωρήθηκε αγέρινα σκάλωσε
ένα πεντακοσάρικο
σε κάτι πάλλευκους
γλαδίολους (ήτανε αδέξιος)
ο συγγενής (τεθλιμμένος)
αλλά τι πειράζει
σκύψιμο χάρμα κι ο γέροντας ιερέας
το χαϊδολόγησε ως την τσέπη.
Γυναίκες πλέναν μάρμαρα και πλέναν τα τζαμάκια
σε τεθνεώτων φωτογραφίες.
ολάκερη η ζωή παρούσα μ’ ανάλαφρα σφουγγάρια
σε κουβάδες.
Γυναίκες τρομερά γενετήσιες το κλάμα τους
παραλίγο να με λυγίσει
μα ευτυχώς
δεν έβγαλα ούτε στιγμή τα βαθυγάλανα γυαλιά μου.
ΣΩΡΕΙΤΗΣ
Το πρωί αποφάσισα ναν τη γράψω επιτέλους εκείνη τη μακρότατη επιστολή, που την είχα συντάξει σ’ ένα δεύτερο σχέδιο αποβραδίς. Κάπου πέντε σελίδες. Τις έβλεπα δίπλα στη μηχανή, δεξιά, τη μια πάνω στην άλλη, και ετοιμαζόμουνα για ν’ αρχίσω την οριστική δαχτυλογράφηση. Ξαφνικά όμως τα γράμματα κινήθηκαν διαλύοντας τις λέξεις, εγίναν ένα πλήθος μυρμήγκια και εφεύγαν απ’ τις κόλλες, που ξαναβρίσκαν έτσι την πλήρη λευκότητα. Τότε κ’ εγώ την ταχυδρόμησα προφορική την επιστολή, κανονικά βέβαια, με γραμματόσημο. Την ίδια μέρα συνέβη και κάτι άλλο. Η κηδεία μου δεν κράτησε παραπάνω από ένα πεντάλεπτο, σαν διαδρομή μεταξύ εκκλησίας και νεκροταφείου, μολονότι η απόσταση δεν ήτανε μικρότερη από χίλια μέτρα. Σταυρός, εξαπτέρυγα, ψαλτάδες, παπάδες, οι τέσσερες που κρατούσαν το φέρετρο, οι συγγενείς, ο κόσμος -, όλοι τους με πήγαιναν τρεχάλα, πραγματικώς αθλητική. Είν’ αδύνατο να σας το περιγράψω, θα ’πρεπε ναν το βλέπατε. Τη μηχανή μου με δύο-τρία καρμπόν, και κάμποσες χαρτοπετσέτες, τ’ άφησα στην παχειά θυρωρίνα. –
«Σύντροφε. Η ομάδα KROP έλαβε το γράμμα σου. Θεωρούμε σωστή την ανάλυση που κάνεις για το “μεταβατικό άτομο”. Η σύναξη την Πέμπτη στο φαράγγι. Δεν έχουμε ακόμη καθορίσει την ώρα, θα τηλεφωνήσουμε».
Μια πρόκα στο παπούτσι μου παραβιάζει
την τρυφερότητα
τι είν’ αυτό το πράμα να οργανώνεις
φεγγοβολήματα
βγες τώρα αμέσως απ’ την άσωτη φαντασία σου
η έμφαση λιωμένη μ’ άγρια ποδοπατήματα.
Ιθαγενής του πανάρχαιου άλγους. Βουβωνοκήλη της θεότητας το φουσκωτό κείνο σύγνεφο πέρα; Κ’ η αλήθεια παραθερισμός στο Είναι; Καλύτερα να πούμε μονοπλάνο, λεξιλόγιο σε εκκρεμότητα. Τι σφύζει στα φωσφορίζοντα; Στον οισοφάγο δεν υπάρχει νομοθεσία. Η αδράνεια: το ονείρατο της ύλης, με όσφρηση του μαύρου σε λευκοπάθεια. Μουδιάζει άραγε ο αγέρας;
Το κακάο ψήνεται, γιουχαϊντί γιουχαϊντά,
πίνεται δεν πίνεται, γιουχαϊντί αϊντά...
Μ’ ένα σπαθί μισολιπόθυμο. Vous etes un homme de paille. Μήπως ο Μαχάτμα; Ξέρετε τι του είπα κάποτε στον ύπνο μου; «Σεβάσμιε θα σε σκοτώσουν, έχω τις πληροφορίες μου. Σήμερα να μην πας στον τόπο της προσευχής σου...» Δεν αποσπάστηκε απ’ το χαμόγελο ο Μαχάτμα. «Εγώ θα πάω», είπε, «για την προσευχή μου. αυτή είν’ η δουλειά μου σήμερα. ο δολοφόνος απ’ τη μεριά του θα κάνει τη δική του δουλειά». Σύντροφε, αν μου εμπιστεύεσαι ομορφιά, η ουσία είναι τούτη κι απομόναχη. Σε καλημερίζω. –
Χειμερινός κολυμβητής; - όχι.
χειμερινός ηλίθιος – ναι.
Διαστήματα πεταλούδας, αχραντισμός. Έχοντας ιδιόχτητο πρωί και έχοντας ιδιόχτητο μεσημέρι. Κάθε ευμένεια στο γεγονός πως η κόλαση δεν έχει κανέναν αντίχτυπο. Βρισκόμαστε σε κλειστό ποδηλατοδρόμιο, αλλά χωρίς αναπαυσάρια ιδεολογίας, το δάσος καιγότανε διαστέλλοντας φωτοσκιάσεις, αμφιφρένεια, μαχόμενη ανάληψη του κυκλάμινου. Μέσα στο κορμί μας είν’ όλες οι αποφάσεις κι ο ήλιος δε δίνει γι’ αυτό δεκαράκι. Πάρε το γούνινο δίκυκλο, σφαίρα στην Προϊστορία, μασουλώντας ναδίρ, προς τα μέσα πεπτόνη. Δεν είναι λεκτική αμηχανία η λάμψη που παράγει ο κυκλόθυμος. Η ελπίδα: ρυπαρότητα. Να εφαρμόσετε τη λογική. Η Βαρόνη von Huhnerstall; Η φημισμένη ορνιθολόγος; Επιστρέψτε μου να συστηθώ: Fuchs. Αχ Ερνεστίνα...
Ο Δίας είχε την εξουσία να διπλασιάζει τη νύχτα για να πολλαπλασιάζει τον έρωτα. Προσωπική χρήση της θεϊκιάς πάντοδυναμίας. «Προσέχετε τη χλόη, συμπεριφέρεται σοσιαλιστικά», το μήνυμα είν’ από άλλη μυθολογία. Σύντροφε, θα κατεδαφίσουμε ποτέ την κοινωνική δυστυχία; Χρωστούμε την πάλη, βεβαίως. Αύριο περιμένω να συναχτούμε χαρούμενοι, για να γλιτώσουμε τη διαλεχτική της επαναστατικής αιθρίας απ’ τις ανούσιες θεωρητικές συζητήσεις. Κάθε καλό στην οργή του λαού κι ας αναπνέουμε οράματα. είμαστε γι’αυτό ακριβώς οι καλύτεροι της Ιστορίας.
Εργάσου τώρα στου εαυτού την εκμηδένιση
κραυγάζοντας «κάτω οι μιαροί παρασημάδες»
εμείς μπορούμε να δώσουμε τη ζωή μας μέσα σ’ ένα
συλλαλητήριο
εσείς τι μπορείτε;
ΤΟ ΥΛΙΚΟ ΜΟΥ ΕΙΝ' Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
Δάση από συντέλεια με αποστομώνουν –
ευχόμεθα χρώματα.
Κι ωστόσο η ζωή μας είναι μονάχα μαύρη
πότε-πότε επιφέρει κόκκινα.
Είμαι ένα ερείπιο που διαρκώς λουλουδίζει
κι όταν αγγίζω τρίχωμα γυναίκας απολησμονιέμαι.
Θα ’θελα να υλοποιήσω μαρτυρικές θερμοκρασίες
την έχθρητά μου στη φωτιά να σελαγίσω δρόμος
από πάγους αφάγωτους.
Δεν έχω λόγους να σε ζεστάνω κι αύριο Ιουδήθ
απέρχομαι.
ΦΩΤΟΤΥΠΟΝ ΕΥΤΥΧΙΑΣ
Όταν ήμουνα μικρός καρφίτσωνα τζιτζίκια
ποδοπατούσα μυρμηγκοφωλιές.
Καθόμουνα χιλιάδες ώρες αμίλητος.
Με κλωστές απαγχόνιζα μέλισσες.
Τώρα πλέον είμαι ένας νεκρός που ανασαίνει.
ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙΠΟΥ ΝΕΚΡΙΚΟΣ
- anarchiste chretien?
- anarchiste cretin.
- anarchiste?
- anar-chien.
Η ΣΙΓΗ ΝΟΣΤΙΜΕΥΕΙ ΤΙΣ ΩΡΕΣ
Καλημέρα σας. η διαφάνεια των φρούτων.
Αν θέλεις η γαμήλια ματιά στο κύμα της θαλάσσης.
Κινητή μουσική που σπαράσσει τη νυχτοφρένεια
χαρίνει τους πεύκους ανάμεσα στις ηλιαχτίδες
ίσως εκεί στου πρωινού το ωρίμασμα ίσως πιο πάνω
στο πανάθλιο μεσημέρι καθώς
περιστρέφεται γοερά στη ράχη φανατικού ελικόπτερου
η έκπαγλη αμνοθεΐα.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ
Στο αβέβαιο μυαλό μου δεν ακούστηκε κινύρα
την Ασία εγκατέλειψα νύκτωρ
εκείθε πέρα σπούδασα κροτίδες και βεγγαλικά
πλατυώνυχος έδρεπα
την ευχέρεια να ολολύζω
χειλεόφωνος έτρεχα γρήγορα
να προλάβω οξυγόνο χειροτερεύοντας
από νόηση ξεπουπουλιασμένη
τις Ουπανισάδες
αυτά τα καυτερά τζιτζικιάσματα.
Η γραφή είν’ ένα ψέμα που σαν αλήθεια κοστίζει λιγότερο.
ΕΙΜΑΣΤΕ ΣΤΗΝ ΑΝΟΙΧΤΗ ΣΗΜΑΣΙΑ
Ζώντας ένα ψυχρότατο μοβ απέναντι του Παρθενώνος
πλησίασα να κατουρήσω σ’ ένα φύλλωμα
κι απολάμβανα το φύλλωμα
να αχνίζει.
LES FLEURS DU MIEL
Ευφυΐα ποτάμι και στα βλέμματα η έξαψη
φρενίτιδας ύλης
καλλονές φεμινίστριες
ανακρούοντας ομοφαλλισμούς
αποκρούοντας τη φαλλοπρέπεια
ιστορώντας τον ύπερο
ψάλλοντας εξωφαλλικά τη γύρη
σε σεισμική του σώματος φαλλοπληξία
ίσως η ελευσίνια των αρχαίων ερωτοχυσία
ίσως η οσιότητα του sexus από φαλλογνωσία.
Συμβαίνουν εξελίξεις παταγώδη πράγματα μεγάλες φλόγες
καλλονές φεμινίστριες
τα μυαλά τους εργάζονται ως ανελκυστήρες
το μέλλον ενυπάρχει σε μελλούμενα.
Ιχθύ μου αργυρόχροη ταχύτητα βέλος από αθανασία
είσαι ο απαράμιλλος ολισθηρός μουσικός
είσαι η έρημη φωτοσυρμή που δεν τελειώνει
ιχθύ μου μες στον κορβανά της θάλασσας
εσύ στο χύμα σου λαμποκοπάς
εσύ δεν την εξαίρεις την παγκόσμια θλίψη.
Ταχτήκαμε στα άνθη
ριχτήκαμε στην ύπαρξη
καυτό κατράμι.
Τα πουλιά λατρεύουν τα ερείπια.
Η ολική κατάρρευση της αχλαδιάς μέσα στο αναστάσιμο
κουκούτσι της δε με ψυχοτρώει.
Ο δρόμος είναι χτήνος.
Κροταλίζοντας ηλιαχτίδες
αιμορραγεί το ημερολόγιο.
ΠΙΚΡΗ ΠΙΚΡΟΤΑΤΗ ΑΙΘΡΙΑ
κι ανεβαίνει σε χιλιάδες μέτρα
σ’ ένα τέτοιο ύψος η σεξουαλική αλαζονεία
των μελισσών
η βασίλισσα
σε κατάσταση μηδέν της συγκινήσεως
πολυθυμία εκθαμβωτική
μαγνητίζοντας
αρίφνητους κηφήνες που συναμετάξυ τους
ο τυχερός και ευτυχής
ισόφωνος του θανάτου διαλάμπει.
ΑΥΤΟ ΤΟ ΤΕΤΡΑΓΩΝΙΔΙΟ ΕΙΝΑΙ ΕΞΩ ΑΠ' ΤΟ ΣΚΑΚΙ
Καυχώμενος αναρτήθηκα σε βλακώδη αιώρηση
για ν’ αποφεύγω τους γήινους ν’ αποφεύγω τα ιδεόζωα
κι όμως άλλοτες εδώ κι όμως άλλοτες
ήτανε το άσπρο.
στηθόδεσμος απάνω στη μηχανή μου
καθώς έγραφα σ’ αυτήνε κι από κει πέρα σταμάτησα
πολλές ημέρες αντικρίζοντας
άσπρο.
Τελευταία φράση τότενες με κόκκινα: όλα είναι τραγικά
πλήν του τράγου.
Σήμερα λέω πως η αποπραγμάτωση του πραγματικού
μ’ έχει κουράσει
τα ιδανικά συσσίτιο. χρώμα πουτανί το μέλλον
αλλά νιώθοντας
ολότελα συναριθμικός
αντιλαμβάνομαι πως η ζωή πάντοτες ναυπηγεί ναυάγια
και η κίνηση
βωμολοχεί στο θέατρο της ακινησίας.
Κι αν επιτέλους ίδρυσα τη δίεση στον αυχένα μου
καυχώμενος όπως είπα σε αιώρηση
δεν τα μπορώ καθόλου να ρυπαίνουν την ουράνια πάστρα
τα σύγνεφα τα μίσθαρνα
της παλιγγενεσίας.
ΕΠΙΤΥΜΒΙΟΣ ΟΙΣΤΡΟΣ
Κάθε πότε ν’ αλλάζουν άραγες οι θεοί
μπαταρίες στο φεγγαράκι;
Δεν υπολήπτομαι καμιά ερώτηση κι όμως
ας παίζουμε γοερά τους ενδιαφερόμενους.
Οι αριθμοί δεν είναι μάρτυρες όχι! –
μάλιστα θα ’λεγα πως κρύβουν ένα φλάουτο.
ΣΤΑ ΔΙΑΧΥΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΑ ΕΡΩΤΕΥΟΜΕΝΑ
Φέρνω γιορτάδες αρχαϊκής εννοιολογίας
τις ανεξήγητες συλλαβές που έφτυνε ο Διογένης
υπερβαίνοντας
τα άπτερα και πλατυώνυχα δίποδα
τους ηλίθιους αινιγματισμούς στο λάγνο Δωδεκάθεο.
Εγώ σας έφερα το θάνατο μπροστά στα μάτια σας.
ο Παρθενώνας ασκεί μακραίωνη ιατρική της νόησης.
ΕΚΤΡΟΧΙΑΖΟΥΜΕ ΝΟΗΜΑΤΑ
Χάρηκα κύριοι και τη χτεσινή σελήνη.
Λέω πως ήτανε μυστηριώδης. ενδεχομένως
τ’ ουρανού ο κόκκυγας.
Εγκαινιάζω σήμερα την κλινική ποίηση
καθώς μου φαίνεται πως ο ήλιος
είν’ ολωσδιόλου ανάλγητος όταν τρυπώνοντας πιλατεύει
μ’ αρίφνητα αστραφτερά καρφιά
τις μεσημεριάτικες θάλασσες.
Με λίγο αίμα βραχύβιας μύγας απάνω στο βραχίονα
έκανα προ ολίγου τον τελευταίο μου φόνο.
Θα μακρύνει ο ίσκιος μου νεκρολογώντας κυνικά θαύματα
κι αν ανέρχομαι συνεχώς, αλήθεια,
σε ορεινές εξισώσεις
την ιθύφαλλή μου μελαγχολία συνθλίβοντας
εντούτοις δεν αφήνω πια ρητορικά μαλλιά τώρα τα κόβω
/ τα αποπνιχτικά μου επίθετα! /
ήρθε η ώρα να αναμιχθώ στο Σύμπαν εκπληχτικά
ολομόναχος
από φαγώσιμο Λογικό και τότενες
θα χειρίζομαι το πιο φανταστικό ψαλίδι.
Ναι, βρε εχέφρονες, εσείς του νου να πούμε οι εθνικόφρονες!
Υποφέρω την πρόταση της θεότητας.
ΕΚΤΟΤΕ
βρισκόμουνα
στην άκρη της πραγματικότητας
- εκεχειρία με την Άνοιξη –
χαιρόμουνα εμένα τον επίφοβο της αθωότητας
οι Εσκιμώοι του καύσωνα οι ιδεολόγοι
πλέναν ένας-ένας τα πρωινά δόντια τους
ετοιμάζονταν ευδαίμονες για την ημερήσια
συλλογιστική
μα εγώ βρισκόμουνα στην άκρη της πραγματικότητας
τήραγα ψηλά κι αφουγκραζόμουνα
ο Κρόνος είχε φοβερή δύσπνοια: τα δαχτυλίδια του.
Την ώρα εκείνη βόμβιζε επίσης τ’αεροπλάνο
σκίζοντας τον αέρα με γαλαζοπρίονο.
ΣΕ ΧΑΣΑΠΟΧΑΡΤΟ
Τι δύναμη και τι παρηγόρια
ο αριθμός χωρίς αριθμικότητα
ή οι γυναίκες
με κείνο το φεμινιστικό φουμάρισμα
στα διαλείμματα των βραδινών σινεμάδων
ευάρεστες!
Ο τάφος μου χειρόχτι;
Το πάγκρεας η κερκόπορτα του πατέρα μου
με τρομάζει.
Στο λογικάδικο της εξουσίας
είμαι μηδενιστής όσο είναι και η Άνοιξη
μηδενίστρια.
η τσουχτερή κλωστή του Sibelius
απ’ το ένα μου τ’ αυτί στο άλλο.
ΛΕΜΒΩΔΙΑ
Μαύρος ο κόρακας τι πράσινα
μα τι στιλπνά στην όραση τι πράσινα
στη γενετήσια ουρά του τα φτερά
τι φιλαρέσκεια!
Ειμ’ ένας πρώτης τάξεως άχρηστος
με φωτοστέφανο
ξηλώνοντας φλόγες από μέσα μου
σε επικείμενη βαράθρωση. ντο για τον ελέφαντα
σι για το περιστέρι.
Κοντραμπάσα πεσμένα στη μάχη.
ΠΕΠΤΙΚΗ ΛΟΓΙΚΗ
Θα ’πρεπε να γυρίσουμε σε αρχαϊκή εξέλιξη
λιγνεύοντας όσο γίνεται την πασιφρένεια.
Δεν είμαι άσκαυλος ούτε έχω υδρωπικία.
είμαι σκάφανδρο.
Η εξουσία εξιδανικεύει το κακό στην ανθρωπότητα
για κείνο πιστεύω
πως όταν αναστενάζω
συνθέτω μουσική.
Δεν είναι; Τι λέτε; δεν είναι
κάτι;
Η ΑΜΝΟΤΗΤΑ
Τραχύ που ’τανε εκείνο τ’ ανεξίκακο σκοτάδι
πάει καιρός και ξέμεινε μονάχα βαρβαρόφωνος αγέρας
θυμάμαι τώρα πώς αλάλαζε φυσώντας ωσάν δράκοντας
ερημοσύνη
/σε θερμότερους τρόμους ερειπώνοντας άλλοτε
μεσ’ στο φως της ημέρας τα λιπώδη φεγγάρια/
ποιος από γέλιο;
ποιος απλήγιαστος;
κάπου ξεχνώ
κάτι ξεχνώ
μα βέβαια! πως ήμουνα
ο μαύρος τράγος
καθώς τινάχτηκα όρθιος /δόρυ που σφύζει ήτανε
εμπρός η πεθυμιά μου τεντωμένη ή κάλλιο να ’λεγα
η πιο αστραφτερή μου σπάθα; τι στοιχίζει;/
καθώς πετάχτηκα όρθιος θραύοντας του ύπνου την υπεροπλία.
Η μάνα μου σε τρυφερό της άπειρο κοιμότανε
στη δική της ύλη
κ’ η ανάπνια της δεν ξεχώριζε απ’ ανάλαφρες
νεροσταγόνες.
τη θώρησα λιγάκι και μετά στον κήπο μας εβγήκα
κι όρμηξα
στα βακχικά μας τριαντάφυλλα με τέτοια ριγηλή φρενήρεια
κι αρπάχνω στο δεξί μου χέρι την ανεχόρταγη
απ’ αναρίθμητα φονικά κλαδευτήρα
κι όπως αυνάνιζα με άγριες χτυπιές την ακοή της νύχτας
με φώτιζε αδρά η αστροφάνεια σε πλησμονή και η άπληστη
λευκοπαθής κι ατάραχη σελήνη.
Πόσο λεπτή που ένιωθα τη βούληση, την ομορφιά
νεκροκολόνια,
καρατομώντας έξαλλος
τα μητρικά λουλούδια...
Βρομοθάνατος! έκραζα. Βρομοθάνατος! λαλούσα. Θα είπα
μάλιστα
κάτι σανσκριτικό
μα βέβαια! πως ήμουνα
ο κατάμαυρος τράγος αστραπηλάτης
εξουσιάζω, είπα, τη δυστυχία μου. τη ρημάζω. θρυμματίζω
τα δάκρυα.
Είπα κι άλλα. Φταίχτης δεν υπάρχει, είπα.
μονάχα φταίξιμο.
Κι αδράχνοντας το έσχατο ρόδο απ’ τα βελούδινα πέταλα
πες μου πώς τα ταιριάζεις φρύαξα
πώς φιλιώνεις
το γνωστό με το άγνωστο πες μου τώρα
- porca mizeria! η γλώσσα η αφρόπαπια με μαύρα της ουράς
καλυπτήρια –
μιλιά μη βγάζεις άχνα κι ανελέητα ευωχούμενος το ’λιωσα
ήμουνα θέλγητρο
κουρέλιασα τη θανή μου /τύχη κι αυτή
στα κόκκινα δάχτυλα μου.../
μιλιά δεν έβγαλε.
Τίνος είμαι απόφλογο; Ποια θράκα τρίζει στην καρδιά μου;
Δεν είχα θρήνο στο μυαλό δεν είχα την αρχαία ερυθρότητα
μα ταρακούνησα γιομάτος θεοβλάβεια
τους πλέον αλάλητους
μίσχους αποκεφαλισμένους
θεοπλήξ επιβάλλοντας αδράνεια στην άκαρπη νοημοσύνη
λαμπρότερος απ’ την εικόνα της λάμψεως
αχραντισμένος
επιτέλους
ένα ράκος.
Ο αγέρας γενική της φλογέρας.
Πάω πάλι να ψοφολογήσω.
Κ' ΕΛΕΓΑ ΧΤΕΣ ΔΙΑΛΟΓΙΖΟΜΕΝΟΣ
α, τι απόλαυση όταν κάμπτω
κάποτε τη σιωπή μου
τα δάχτυλα του ενός χεριού με τα δάχτυλα του άλλου
κι ακούω κλακ ακούω κλοκ ακούω κλικ
ακούω μυστήριο στις αρθρώσεις
/ δε θα ’θελα να εξηγήσουν οι ορθοπεδικοί /
το σκότος πόσον;
ΟΞΥΦΡΕΝΕΙΑ
Λησμονώντας νοητά κι αδιανόητα
υπογράφω σήμερα: Χερουβείμ Αρουραίος.
ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΟΛΩΣΔΙΟΛΟΥ ΚΑΝΟΝΙΚΟΣ
- Δε σε βλέπω σήμερα καλά. τι έχεις;
- Έχω ύπαρξη.-
ΟΣΜΗ ΤΗΣ ΥΠΟΣΤΑΣΗΣ
Θες με δημοτική που λιάζεται
θες με δημοτική συννεφιασμένη
κι όπως
από κελί σε κελί καταγόμενος
αποστρέφομαι ανυπόληπτα δευτερόλεπτα
κι ανακρούονται τ’ αστέρια ψηλάθε
mater materia
σε σένα απαγγέλομαι κάνοντας τσιγάρο
την πρώτη του κόκορα εγειρόμενος
αλλ’ όχι πάντα.
συνοδεύουν τον ύπνο μου σερνάμενοι υδατάνθρωποι
τα απλανέα κι άλιος ακίνατος
η Αυτού Ορατότης ο Ίασμος
κι άλλα ερεβώδη αστειάκια
στο στίβο της νόησης.
Τώρα οργίζομαι κι αλλάζω φλόγα στο αποσυνείδητο.
Η ΑΜΜΩΔΗΣ ΑΝΤΙΛΗΨΗ
με πάμφθηνα φωνήεντα της Πολυνησίας
ή όπως τελούν ευτυχία οι απώτεροι νόες.
Τη λάμψη δεν την πούλησα στην αγορά να γέμει μεγάφωνα
σ’ αυτήνε την ηθικά εγγαστρίμυθη Γραικολάνδη
κι απόμεινα θράκα που βλαστάνει
δικές μου φλόγες
ανατρέποντας οποιοδήποτε χειμώνα
ζήτημα βιολογικού συστήματος αν θέλετε αλλ’ αυτό
κιόλας
είν’ η λευτεριά μου
σε κωματώδεις ερημώσεις αναπνέοντας ωμέγα
/ λεπτομέρεια λιλά στους βουβώνες η στύση /.
Ξαναμπαίνω στη θήκη μου μεσάνυχτα ξαναβγαίνω
μεσημεράκι
στον όρθιο σιγασμό μου κι άμα ξαναβραδυάσει
πάω στη γκιαούρα
χύνομαι στα κατάμαυρα μαλλιά της
/ οντολογικά μαλλιά θαν τα ’λεγα /
ρημάζοντας μ’ ένανε αρχαϊκό σπασμό την κυκλική
μελαγχολία
διαφυλάσσουμε ολέθρους
κι αγναντεύουμε στους περίπατους εύθυμα δράματα
φουσκωμένες κοπέλες
την καλοκάγαθη εγκυμοσύνη
με υποχόνδριο ήλιο που συνήθως οδεύει
από Διονυσίου Αρεοπαγίτου
τείνοντας προς τη δύση.
Το νου σου στον αναβολέα! Θα φτερουγίσουμε!
Γλαυκώπα ταίχνες ποικιλόνωτον όφιν -, εκείνα
τα λιοντάρια τα θυμάσαι Εύα;
πώς τον πλακώνουν εκκωφαντικά τον κακομοίρη ταύρο
τι απόγνωση θανάτου τα ποδάρια τους τα ξεκορμισμένα
στο μουσείο
δείχνοντας την αιωνόβια
φθορά τους απομεινάρια
τα νύχια γαντζωμένα σ’ ένα δεύτερο άπειρο
γλυκομίλητος ήλιος από παμπάλαιο κίτρινο φάσκιωνε
τον Παρθενώνα.
Πηγάζω σήμερα κι αυτό με συναρπάζει.
ΗΧΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΝΕΥΡΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
Κάποτε ο ήλιος θα ’χει γίνει παλιοσίδερα
νάνος ασπρουλιάρικος.
Απ’ αυτή την άποψη θέλω να μου φορέσετε
τα γυαλιά μου στο φέρετρο.
Ο ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΔΥΤΗ
Κυνοχαρής όπως είμαι έχω δίκιο ολοένα
στα εστιατόρια-μάτια μου
κι αναφύομαι καθ’ εκάστην ολομόναχος
υποφέροντας φωταύγειες
το μοιραίο μερίδιο αγριότητας
κι όταν αίφνης κάποια προτομή φταρνίζεται
στα μουσεία μας
διχάζει την πραγματικότητα
όσο και ένα κατούρημα.
Είμαι νυχτουργός. όχι με την έννοια πως εργάζομαι
νύχτα μα μονάχα
γιατί δημιουργώ νύχτα.
Κάνω βάρδια εικοσιτετράωρη στο ανάσασμα
χαιρόμενος ένα όποιο αύριο ή χτες
ανασκέλισμα της γυναίκας
τα οπτικά της ουρλιάσματα οίστρος
από φιλιά κι από σάλιο.
Γράφω στο ιδίωμα της συντέλειας εκεί εφημερεύω
τα ακανθώδη φύλλα της καρδιάς μου
σήπονται μόνα.
Μένει ο γαλαζόφωτος μυστικισμός της τεχνολογίας.
δεν τα καταλαβαίνω τα αφελληνικά σας
κινύρομαι στην απουσία μου
διακυμάνσεις ευτυχίας με κρέας
Πέμπτη και Κυριακή
ΕΝΔΟΚΡΑΤΙΑ
Ο Σενέκας έκανε το φλεβάρη
ένα φρικώδη εμετό στον ύπνο μου.
δεν περιγράφεται η μεγάλη φυσαλίδα.
υπάρχει οπτική ευτυχία
υπάρχει οπτική ευτυχία
όταν ξεφύγει ο τρολές απ’ το σύρμα
η όραση ριπτασμός κ’ η νόηση χαράδρα
ΛΕΚΤΟΜΗΧΑΝΗ ΚΑΙ ΙΣΟΒΙΑ ΟΜΙΛΙΑΣ
τα γεράτεια (ποντιακή παραλήγουσα)
σημ.: παράγει ηχητικό τέλος. π.χ.: τηράγοντας και σήμερα
τον ήλιο που κάμφθηκε / πρόωρα στου φωτός τα γεράτεια
δεύτερο παράδειγμα: με γαμήλιες αστραπές που παντρεύονται.
/ τ’ ουρανού τα γεράτεια
----
εξυφαίνομαι ιερέας αμφιέμενος
/ αυτό σε πόση λογική θα χωρέσει; /
μπορώ να κάνω το εξής:
προφέρω γράμματα
λέω εσχατισμός
εξυφαίνομαι ιερέας αμφιέμενος
κι αναπτύσσω κωμωδία
/βγήκε κάτι νομίζω/
φρενιτιώδης ηρεμία το χρυσάνθεμο
στόμφος του μηδενός ο παγετώνας
----
----
ο σκελετός μου απατεώνας
εκπροσωπώντας αναπάντεχα το ζώο
κακιασμένη λάμψη
θα με παιδεύεις ολοένα στην εγρήγορση
ω αίνιγμα συνάριθμο της αγάπης θα
με συντρίβεις ολοένα με ογκώδη κι αβέβαια
εικοσιτετράωρα
με άλαλα τραγούδια
/παραήπιαμε αντιφάσεις απ’ την Έφεσο/
λάμπει η θυρωρίνα ωσάν
παλαιό τριαντάφυλλο
τα μαστάρια της ικετεύουν
ένα ολόκληρο πρωινό σκούπισμα
/για κάποιαν αποσφήνωση μάχομαι/
μα της άπραχτης κερήθρας το κερί
με φως δεν αντάμωσε και με λιώσιμο
η μελαγχολία τρέχει
---- να τη
να προλάβει το τρόλεϊ
HAQ/ αντί να ’λεγα πολύκροτο τίποτα/
ο καπιταλισμός έκανε ζώο τον άνθρωπο
ο μαρξισμός έκανε ζώο την αλήθεια
/σκασμός/
ακρόαση δίχως ακουστικά
η ζωή η ζωή που ξετυλίγεται
στην πεταλούδα
σκουλήκι χάνοντας αδιάφορα
την κατεύθυνση
πόσο θ’ απομακρύνει ---- ΤΙ;
/σκασμός από κούνια/
---------
γροθιές που έφαγε το σημαντικό απ’ το ασήμαντο...
ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΚΥΛΟΣ
ορθρίζει μια τεράστια σελίδα
η Μαρία η Αιγυπτία
συνήθως υπτία
η ζωή της τη σιχάθηκε
κι αποτόμως
(αυτό θα πει τρόμος)
στην αγιοσύνη μαράθηκε
αθάνατο Γαρ από τροπάρια
φτερουγίζοντας των αγγέλων η ευπρέπεια
καθώς ανοίγει η εξώπορτα του Άδειου
κατεδαφίζομαι αναβάλλοντας κενοτάφια
/ δειγματοληψία βλακείας /
ο Θεός επιμένει να ’ναι σκυλομούρης
γουρούνα φαινομενικότητα μας έχεις
ταράξει στην τριχοτόμηση.
τουλάχιστο δεν έμενες αμφορέας;
χειροκροτήματα η καταιγίδα.
τιμά κι αυτή με τον τρόπο της
τη μεγάλη καλλιτέχνιδα: τη Ματαιότητα
ο ύπνος όταν αποπνέει ξυπνητίλα το φθινόπωρο
/ θα ’τανε ωραία κατάληξη συνολικού ποιήματος /
δορκάζω το άλφα της νευρασθένειας
----
εάν η Άνοιξη είναι επανάσταση
το καλοκαίρι τότενες
θα πρέπει ναν το λέμε βοναπαρτισμό της
δεν έκοψα καν το αυτί του Μάλχου
συλλαβίζω ευτυχία: νε-ρο-κά-λα-μο
πρωταθλήτρια που είναι η απελπισία...
η κυρά-ψυχολογία γουστάρει το πιάνο χωρίς πλήχτρα
/ του το χρωστούσα του δόκτορα Φρόυδ /
η μάνα μου δεν έχει πια πραγματικότητα
λαβωματιές τα μάτια μου στο άτρωτο
----
λεωφόρος. ανάμεσα στ’ αυτοκίνητα
ο μαραμένος μαραθωνοδρόμος
από άλληνε συνέχεια. κωμωδία
εκ πεποιθήσεως
ευωδιασμένο μεσημέρι
γιομάτο κορναρίσματα
η Θεία Ευχαριστία του τροχονόμου
ωσάν Ανδαλουσία
χτυπώντας κάρτα της ύπαρξης
κοντεύω νεκρός
κι αντιλέγω αστροδίαιτος
(αποφορά που θέλει ασβέστωμα)
η χλαίνη μου κι ο χειμώνας
παίζουν κρύο
αρχαϊκά μου κάρβουνα παίζουν φωτίτσες
το ύψος είναι πότε-πότε μελόδραμα
με άριες-αεροπλάνα
τα νιάτα μου δεν τα φτάνει κανείς