ΒΥΘΙΣΜΕΝΑ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΈΡΩΤΑ



μνήμη του πατρός μου, ότι εκ σπέρματος αυτού την πηγήν έλαβον και η έλαφος εδωρήθη μου του θανάτου

ΑΠΟΛΕΛΥΣΑΙ ΤΗΣ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ ΣΟΥ

(μέσ’ στο φθινόπωρο 1953)

Νηστεύει η ψυχή μου από πάθη
και το σώμα μου ολόκληρο την ακολουθεί.
Οι απαραίτητες μόνον επιθυμίες
και το κρανίο μου ολημερίς χώρος μετανοίας
όπου η προσευχή παίρνει το σχήμα θόλου.
Κύριε ανήκα στους εχθρούς σου
συ είσαι όμως τώρα που δροσίζεις
το μέτωπό μου ως γλυκύτατη αύρα.
Έβαλες μέσα μου πένθος χαρωπό
και γύρω μου
όλα πια ζουν και λάμπουν.
Σηκώνεις την πέτρα και το φίδι
φεύγει και χάνεται.
Απ’ την ανατολή ώς το βασίλεμα του ήλιου
θυμάμαι πως είχες κάποτε σάρκα και οστά για μένα.
Η νύχτα καθώς την πρόσταξες απαλά με σκεπάζει
κι ο ύπνος που άλλοτε έλεγα πως ο μανδύας του
με χίλια σκοτάδια είναι καμωμένος
ο μικρός λυτρωτής – όπως άλλοτε έλεγα –
με παραδίδει ταπεινά στα χέρια σου.

Η ΠΟΙΗΣΗ
Κάτι παράξενο συμβαίνει στο δωμάτιο μου
σαν πέσει η νύχτα.
Ένα πουλί ολάξαφνο
με φτερουγίσματα που μαχαιρώνουν τον αέρα
εισορμά κ’ ύστερα πάλι ησυχία επικρατεί.
Ποτέ μου δεν ετόλμησα το φως ν’ ανοίξω
και πάντα λέω τι να ’ναι το ολάξαφνο πουλί
τι πτέρωμα να έχει
πώς άραγε να συγκινεί η μορφή του...
Πάντως όταν ξυπνώ με της αυγής το σκούντημα
δεν είμαι παρά μόνος στο δωμάτιο
σωματικά στερεωμένος απ’ τον ύπνο
πιο γνώριμος του θανάτου από χθες
ενώ η ψυχή προσμένει
το καινούργιο μήνυμα του ήλιου
όπως πάντα.
Όμως
τι να ’ναι το πουλί που ξαφνικά
σαν ερχομός πνοής μέσα στο πνεύμα
σφάζει την ησυχία του δωματίου μου
και το αισθάνομαι κοντά μου;
Ποτέ νομίζω δε θα μάθω
κ’ ίσως να είναι το πουλί αυτό, όλο το μυστικό εδώ πέρα.

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΣΚΟΥΛΗΚΙΟΥ
Άκου Κύριε τον καλό σου φίλο
που αγαπά τους καρπούς και τους τάφους.
Εσύ είσαι ό,τι με συνδέει μ’ έναν καρπό και μ’ έναν τάφο.
Και τον καρπό ασχημίζω και τον τάφο.
Αλλ’ όμως είμαι θέλημα σου
γέννημα στην απέραντη καρδιά σου...
Δεν έχω ερωτήματα
και ταξιδεύω με κίνηση αργή προς τον Πατέρα.
Μάταιος ο κόσμος αλλά πέρασμα.
Και μάταια τα μάτια της σαρκός μου
γλυκά που αγγίζονται με λουλούδια.
«Δεν έχεις ερωτήματα;» - μου λέει το φθαρτό.
Σελήνη φευγαλέα εσύ τάχα ρωτάς αυτή τη νύχτα;
Ή με ρωτούν τα νέφη που σε ακολουθούν;
Χαίρομαι την ευφορία του αργύρου σου
και τη διαπερνώ με την πίστη.
Αυτή ’ναι η αξία εμάς των σκουληκιών
που δεν έχουμε παρά μονάχα ένα δρόμο...
Το χώμα είν’ η μοίρα μου αντίκρυ των άστρων.
Αγάπη όνειρο θαλασσί τύλιξε με.
Ποια ευφροσύνη δεν σου παραστέκει;
Αγάπη, πράξη και ουσία του θεού μου
σερνάμενο κι αν είμαι πλέω στη χαρά.

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΟΣ
- Σα να μην υπήρξαμε ποτέ
κι όμως πονέσαμε απ’ τα βάθη.
Ούτε που μας δόθηκε μια εξήγηση
για το άρωμα των λουλουδιών τουλάχιστον.
Η άλλη μισή μας ηλικία θα περάσει
χαρτοπαίζοντας με το θάνατο στα ψέματα.
Και λέγαμε πως δεν έχει καιρό η αγάπη
να φανερωθεί ολόκληρη.
Μια μουσική
άξια των συγκινήσεων μας
δεν ακούσαμε.
Βρεθήκαμε σ’ ένα διάλειμμα του κόσμου
ο σώζων εαυτόν σωθήτω.
- Θα σωθούμε από μια γλυκύτητα
στεφανωμένη με αγκάθια.
Χαίρετε άνθη σιωπηλά
με των καλύκων την περισυλλογή
ο τρόμος εκλεπτύνεται στην καρδιά σας.
Ενδότερα ο Κύριος λειτουργεί
ενδότερα υπάρχουμε μαζί σας.
Δεν έχει η απαλή ψυχή βραχώδη πάθη
και πάντα λέει το τραγούδι της υπομονής.
Ω θα γυρίσουμε στην ομορφιά
μια μέρα...
Με τη θυσία του γύρω φαινομένου
θα ανακαταλάβει η ψυχή τη μοναξιά της.

ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΔΕΛΕΑΡ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
(αποσπάσματα διαλόγων)

1
Να γυρίζεις -αυτό είναι το θαύμα-
με κουρελιασμένα μάτια
με φλογωμένους κροτάφους απ’ την πτώση
να γυρίζεις
στην καλή πλευρά σου.
Πεσμένος αισθάνεσαι
την κόλαση που είναι η αιτιότητα
το στήθος ωσάν συστατικό του αέρα
τα βήματα χωρίς προοπτική.
Κι όμως στη χειμωνιάτικη γωνία ο καστανάς
περιβάλλεται από σένα.
Κόψε ένα τραγούδι απ’ τ’ άνθη
με δάχτυλα νοσταλγικά.
Να γυρίζεις - αυτό είναι το θαύμα.

2
Θα περάσουν από πάνω μας όλοι οι τροχοί
στο τέλος
τα ίδια τα όνειρα μας θα μας σώσουν.
Αγάπη μείνε στην καρδιά -
αυτός ας είναι ο κανών του τραγουδιού σου.
Με την αγάπη
θα σηκώσουμε την απελπισία μας
απ’ το αμπάρι του κορμιού.
Δεν είναι φορτίο για τη χώρα των αγγέλων
η απελπισία.
Και προπαντός
ας μην αφήσουμε την αγάπη
να συνωστίζεται με τόσα αισθήματα...

3
Άπλωσε η γαλήνη τα φτερά της
ωσάν αλησμόνητος κύκνος ονείρου
σ’ αυτά τα έρημα νερά.
Κάτι νιώθω σήμερα
βλέποντας τα πουλιά.

4
Η αγωνία μου υψώνεται
ως τα εδελβάις άνθη.

5
Τα όνειρα βλαστοί στο στήθος
κλήματα μέσ’ στην καρδιά
διαιώνια εκδικούνται το χώμα
σκοτώνοντας εμάς.

ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΠΟΥ ΕΞΟΥΣΙΑΖΟΥΝ ΤΑ ΝΕΡΑ

(Seigner, donnez-moi la paix des etables.
SAINT-EXUPERY)

ΜΟΝΑΧΙΚΗ ΩΡΑ
Πλησίασε εδώ στη φωτεινή γωνία του ονείρου
και συλλογίσου πόσον αγαπάς.
Στην άκρη του γκρεμού σε πρόλαβε ο έρωτας
με μαύρη ομορφιά, κόκκινο πάθος.
Νύχτα και μέρα τήκεσαι
οι λέξεις τίποτα δεν εκφράζουν.
Ώστε μην παιδεύεις το ουράνιο αίσθημα
μονάχα θαύμαζε και συ
το τριανταφυλλί του κάλλος.
Ίσως είν’ ο Παράδεισος μελαχρινό τοπίο.

ΘΡΥΜΜΑ
Αν η ψυχή σου αγγίζει με φλόγες - τι άλλο
μέσα στη ζωή των χρωμάτων
μπορεί να θέλγει
παρά εσύ μονάχα αγαπημένη...
Ω του Σουνίου δωρικές ημέρες
από αθώα βροχούλα και λεπτό άπειρο
χαθήκατε για μένα.
Κλαδάκια δέντρων που αγγίξαμε μαζί
και συ μολυβένιο ακρογιάλι
χαθήκατε για πάντα.
Γλυκειές αύρες των απογευμάτων
με του θεού το σκίρτημα εντός σας
εκατόμορφη παρουσία της αγάπης
βουβά κοχύλια μέσ’ στο άρωμα της θάλασσας
χαθήκατε, χαθήκατε για μένα.

Ο ΈΡΩΤΑΣ
Θα παραπονεθώ για σένα έρωτα στ’ αστέρια
τη νύχτα που είν’ ο μανδύας της απελπισίας μου
με το στομάχι σκαμμένο απ’ τη θλίψη
ακέραια μόνος
σε κατάκοιτη θέληση
με πανικό σαν πίδακα στο στήθος.
Τη νύχτα που κουράζονται τα πράγματα
και παύουν να με κυνηγούν
έρωτα.
Κοινό μαζί μας τίποτα δεν είχε -
τ’ άνθη το φωνάζουν στην καρδιά μου.
Αλλ’ όμως κλαίω για το χαμένο χώμα
Κύριε με κατέβαλαν οι αδυναμίες.
Έν’ άδειο σώμα
βυθίζει τα μάτια μου
στο αδιέξοδο των επιθυμιών του.
Διάσωσε Κύριε τα μάτια μου.
Έν’ άδειο σώμα η νέα γυναίκα
με πάμφθηνο χρόνο στα ημίφωτα.

ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ
Κελτικά όνειρα
με βασάνισαν ώς τα μεσάνυχτα
σώμα νεκρό ταξιδεύοντας στη λύπη.
Ρους είν’ ο έρωτας που λιώνει τ’ άστρα
και τη φωνή της γυναίκας.

ΕΓΚΑΡΣΙΑ ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΤΙΣ ΒΡΟΧΕΣ
Εδώ στο γέρικο ποτάμι
θρηνώ την ύπαρξη μου χαμένη -
ακούγονται στον άνεμον οι φωτιές.
Ώρα πολλή έρχομαι
απ’ τους μακρινούς αγρούς μου
ώρα πολλή φυλάσσω την αγάπη.
Βλέπω τα στήθη σου Αλκυόνη ώς τον κατακλυσμό
στις ανατιναγμένες φλόγες
η μοίρα μας είναι διάπυρη.
Αλκυόνη βγάλε τα έμορφα ποδήματα
μύρωσε τ’ αφτιά σου·
νερένιος ο λαιμός σου κρούει τα χείλη
και τρέμουν
στα δάχτυλα των κρίνων σου οι μικρές κορφές.
Αλκυόνη πετάς αληθινά
δεν έχεις τώρα γήινα πόδια
είσαι το ποτάμι...
Χαίρομαι θλίβομαι αγαπώ
τις πλάτες σου Αλκυόνη
δεν αγγίζω τα μαλλιά σου θα καώ.
Αλκυόνη τι θάνατος!
Χώρος δεν είν’ έξω απ’ το χρόνο.

ΝΕΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Με είδες τώρα πια ολόγυμνον
ώς τα βάθη να επιθυμώ
στήθη αιχμηρά μ’ αιώνιο κάλεσμα
πλημμυρισμένα νύχτα και
μεταμορφωμένα εντός μου σε τυραννία
σώματα ζοφερά που με κρατούν
δέσμιο.
Με είδες ολόκληρο ν’ αγγίζω
φθαρτό ουρανό μάτια που με σύρουν
σ’ ένα τυφλό γαλάζιο και γεύομαι
- θεέ μου μακρινό βασίλειο –.
Με τα χέρια μου φλογερά στους ιλίγγους
κόβω τους καρπούς στο εναγκαλισμένο κορμί
και χτυπά δυνατά η καρδιά μου πάνω στα μύρα του.
(Δεν έχει διέξοδο μέσα στη φωτιά.
Ελκύομαι απ’ τα φεγγάρια
τι δρόμους ανοίγουν για να βρεις αγαπημένη...)
Θεέ μου αν φτάνει
μια φωνή μάλλον κατεστραμμένη
στις μακρινές πηγές εισάκουσε με.
Τις ώρες νιώθω πια ξεχείλισμα του βίου μου
φοβάμαι
κι ο θάνατος
δεν περιμένει πάντα
τη νέα ημέρα.

Η ΛΟΥΚΙΑ
Χρήσιμα λουλούδια
φύλλα του θανάτου
νερό τρεχάμενο και βάθος
ελθόντες επί την ηλίου δύσιν
ιδόντες φως εσπερινόν
άνθη της γαλήνης άγγελε
η Λουκία πεθαίνει.
Αναστάσιε θάνατε χαραυγή
με των πουλιών την πλημμυρίδα –
άλλος αγγίζει
άλλος φτερώνει την αχιβάδα.

ΝΗΣΟΣ ΤΑΠΕΙΝΗ
Ώρα του φρέσκου ήλιου Σαλαμίνα
εδώ που βρίσκομαι στον καφενέ βγαλμένος απ’ τα πάθη
τι να φωνήσω προς τη μοναξιά μου
άγνωστος ώς το γέλιο των πρωινών παιδιών
άγνωστος μέσ’ στον έρωτα και στα ηλιόλουστα.
Είναι λοιπόν η μοίρα πάλι
άγριο φύλλωμα με τις σκληρές δροσοσταλίδες
σκιρτήματα του σπαραγμού αυτού.
Ώρα του νέου κι ώρα του κακού μη φέρεις τους αδιάφορους ανέμους
άλλη ζωή δεν ξέρω απ’ την αφοσίωση, με το σκοτάδι αθώος.
Ένας μεγάλος χωρισμός χύνει τη σιωπή του
ανατινάσσω το τραγούδι πώς να χρησιμέψει
κι όταν θα σου μιλούν για δάκρυα τόσα
είναι βρεγμένο από θεού το δέρμα μου.

ΒΑΘΜΙΔΕΣ

1
Ήτανε όλο το πρωί σημαιοστολισμένο
και τραγουδούσα.
Ολοένα έρχονται πια
σαν από ανώτατο δικαστήριο
φωνές.
Ψάχνω μάταια να βρω την αίθουσα
πρέπει να μιλήσω σε τόσους
φίλους με τα αιώνια τώρα μάτια.
Κινείται ο δρόμος προς το μεσημέρι.

2
Αν είδατε τη μοναξιά ποτέ πίσω απ’ το τζάμι
να σας απειλεί
μ’ ένα μαχαίρι σιωπή
που αργά θα σχίσει το δικό σας στήθος·
όπως φάντασμα την πόρτα να περνά
με γελαστά εξογκωμένα μήλα
και να στέκει –
ν’ αγγίζει τα βιβλία σας
τα πράγματα στους τοίχους
κ’ ύστερα πάλι εμπρός σας
μ’ ένα μαχαίρι σιωπή
να στέκει –
θα με αγαπήσετε, είναι γυμνό
σαρώθηκε αυτό το μεσημέρι.

3
Όλα κοστίζουν ένα παίξιμο.
Πάρε μαζί σου τον έρωτα κ’ εκείνα τα όνειρα
έλα στην κάτω γειτονιά και πες: Κορόνα – γράμματα
εκεί που χάνεται η ψυχή να βυθιστείς.
Θέλω ν’ ακούσεις το μεγάλο μυστικό
για πάντα πέφτει ο καρπός απ’ το δέντρο.
Εντούτοις εκεί που χάνεται ο δρόμος
να τραβήξεις.
Ό,τι να σε καλέσει
δεν είναι για επιστροφή
τα δάκρυα κι ο πόνος ο κοφτερός
είναι μέσ’ στο παιχνίδι.
Όποιες φωνές ακούσεις μη σε παρασύρουν
σφάξε τη μια ομορφιά να πιει το αίμα η άλλη.
Κορόνα-γράμματα να παίξεις
τις ώρες και τα χρόνια
μόνος με τον έρημο αντίπαλο.

4
Εδώ είναι απότομη η χαρά: Μην προχωρήσεις.
Άκου το πουλί με το βιαστικό κελάηδημα
μην κινηθείς περισσότερο.
Έτσι του μιλήσατε.
Μα έδινε μια μάχη – όπως είπαν.
Ύστερα είδαμε τον ουρανό που έπεφτε
ξεκομμένος από όλα
σαν γαλάζιο αλεξίπτωτο.

Χώθηκε αργά στο βάραθρο
και τον σκέπασε.

Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΕΑΡ
Τι
ολόμαυρα μαλλιά
που τόσο χύνονταν
στις πλάτες
(γλυκειά αίσθηση τα σπλάχνα μου)
ωσότου
χάθηκε στη γωνία του δρόμου
η γυναίκα.
Δεν είναι πια
(ο θάνατος)
δεν ήτανε πριν
(η ανυπαρξία)
και πόσο να ’μενε στα λίγα δευτερόλεπτα.
Σπιθίζουν από δάκρυα τα μάτια μου
μ’ ένα κάψιμο.
Πουλιά του Απριλίου χαρούμενα
κάποιο δέντρο είμαι
κ’ έγινε ποτάμι η ρίζα μου
τώρα που ξέρουμε πόσο μαύρη είν’ η θάλασσα
και το ποτάμι πάει...
Δυο φύλλα έρημα τα χείλη μου
τη νύχτα
ο άγγελος της μοναξιάς
με τολμηρά ενδύματα.
Πουλιά του Απριλίου χαρούμενα
εποχή εχθρική
ώς το μυρωμένο βράδυ
ώς μέσα στα μεσάνυχτα.
Βγάλε ψυχή μου τραγούδι
να πολεμήσω την άνοιξη.
Ξένος είμαι στο σπίτι μου
ξένος στους δρόμους
με λένε Γιάννη δεν έχω τίποτα δικό μου.

ΑΘΗΝΑ, Η ΦΛΟΓΑ ΠΟΥ ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΓΑΛΑΖΙΟ
Ομορφιά στου δειλινού τον πλαγίαυλο
αργά που πάνε οι λυπημένοι μέσ’ στα φυλλώματα του Εθνικού Κήπου
κι όταν κάθονται
στα γαλανά παγκάκια ταξιδεύουν
σε καλύτερες ημέρες του μέλλοντος
ένας τινάζοντας τον ύπνο απ’ τα μαλλιά του
κ’ εκείνος κει στον τζίτζικ’ από κάτω
κι ο πιο πέρα
όλοι μοναχικοί
και συ το ίδιο
μόνος
εναγκαλίζεσαι τα δέντρα από έρωτα.
Ώρα επτά σφυρίζουν οι φύλακες
τελειώνει πια κ’ εδώ ο κόσμος.
Ύστερα στους δρόμους
πάλι κρατούν άδεια κλουβιά
γυρίζουν
χάνονται
οι λυπημένοι.
Στα σύννεφα κρέμονται πουλιά
κι αυτοί βλέπουν το κέρδος:
αμνό και τρόμο.
Ηλεκτροφόρα σύρματα φράζουν τα όνειρα
μα θα ’θελαν –
Κ’ ενώ δε σώνεται η φωνή στο μέσα μάκρος
ακούγονται καμπάνες
απ’ τα εκκλησάκια της ορθοδοξίας αιχμάλωτα.
Μα πώς κυματίζει ο ουρανός
στην ακοή των λυπημένων...
Ώρα επτά κ’ οι σοφέρ
με τα ραδιόφωνα ανοιχτά
για είκοσι λεπτά τραγούδι αθάνατο
«απόψε θα ’ρθει ο θάνατος να πάρει τους καημούς μου».
Πάνω τους η νύχτα παλαιό ρούχο
ο πλάστης
με την άσπρη αγάπη.

Ο ΦΙΛΟΣ ΕΝΑΡΕΤΟΣ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ
Στην αττική ερημιά ένα βιβλικό αμπέλι
καθώς η νύχτα φέρνει τα τριζόνια
με κρατά σιωπηλόν.
Βασιλείς Ιουδαίοι γυναίκες του Άσματος
κάτι απ’ τον Παράδεισο
στα δώματα λιτά της λησμοσύνης
εγώ με στεγνωμένο ιδρώτα –
όλοι περπατούμε στο πλακόστρωτο μόνοι
με μια διάφανη μαγεία στους κύκλους των οφθαλμών.
Οι θεοί μας είναι από πηλό – είπε ο πρώτος
βασιλέας ανοίγοντας τον κίτρινο χιτώνα του.
Ακόμη περιμένετε λοιπόν; - ρώτησε άλλος βασιλέας.
Εμείς ακούγαμε σαν βγαλμένοι απ’ το σώμα
κι άλλοι που μίλησαν
αντίκρισαν τη σιωπή μονάχη –
ενώ παιδικοί άνεμοι έπνεαν απ’ την Ιερουσαλήμ
κι ο Ιησούς επίκειται
τραγουδούσε το τριζόνι στο μεγάλο κλήμα.
Αλήθεια φίλε ήτανε ο αμπελώνας που αφύπνιζε
το πράο φύσημα της αρχαίας Παλαιστίνης.

Η ΣΥΝΤΟΜΙΑ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ
Τρέχει μέσ’ στα χαράματα το ελάφι
που είναι η χαρά μου τόσος αντίλαλος
εδώ που κατοικώ
ένα πουλί από καπνό ανέρχεται στο ξημέρωμα.
Ιδού ο Τρέχων
έχει σφάξει το αρνί στις πηγές των υδάτων.
Θριαμβική νεφέλη όχημα παλαιό ιδού ο Τρέχων
και το σύρουν
άλογα τρυπημένα στα λάμποντα πλευρά.
Μέσα στο όχημα βρίσκομαι και πηγαίνω
προς τον άγνωστο προορισμό μου.

ΠΕΝΤΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΕΣ’ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ

ΕΙΚΟΝΑ
Γυρίζει μόνος
στα χείλη του παντάνασσα σιωπή
συνέχεια των πουλιών τα μαλλιά του.
Ωχρός
με βουλιαγμένα όνειρα κι ανέγγιχτος
νερό τρεχάμενο στα ρείθρα, ωχρός
έλληνας.
Πάντα ο δρόμος μέσ’ στα μάτια του
κ’ η λάμψη απ’ τη φωτιά
που καταλύει
τη νύχτα.
Γυρίζει μόνος
στα χέρια του κλαδί από ελιά
γεμάτος πόνο χάνεται στα δειλινά
αισθάνεται
πως όλα χάθηκαν.
Μην του μιλάτε είναι άνεργος
τα χέρια στις τσέπες του
σαν δυο χειροβομβίδες.
Μην του μιλάτε δε μιλούν στους καθρέφτες.
Άνθη της λεμονιάς
λουλούδια του ανέμου
στεφάνωσε τον Άνοιξη
τον κλώθει ο θάνατος.

ΕΝΑΝΤΙΟΣ
Ο θάνατος ωρίμασε τα μάτια μου αυτός
κάθε πρωί φορά τα λιγοστά μου ενδύματα αρχίζει
με την πρώτη καλημέρα
ρίχνει το αρχαίο βέλος στα στήθη των γυναικών
όπως τον σφάζουν συνταρακτικά
οι επιθυμίες μέσ’ στο κορμί του.
Ο θάνατος έχει το πλοίο και με ταξιδεύει
στον ουρανό στους κήπους
στην ερχόμενη ματιά μετά την άλλη
και με φέρνει εδώ στο μακρινό καφενέ.
Οι ώρες θα κυλήσουν αύριο πάλι
αλλά μην κάνετε το λάθος
ίδιες δε θα ’ναι
παρά μεγαλώνουν τα βάσανα των ελλήνων
ξεχειλίζει το ποτήρι πονούν πιότερο
τα πλευρά μου στη σκληρή στρωμνή.
Μονάχα περιμένω τα βραδάκια
σχίζουν με άρωμα το αγέρι
κλείνονται κι αυτά στην προσμονή
θέλουν χαρά, δεν έχουν τα βραδάκια.
Είναι ο θάνατος που στρέφει τις λαβές στις θύρες
σφαλίζει την καρδιά.
Και μέσα μου τραβά το δρόμο
προς το ακατοίκητο σπίτι –
ακούω στην αιώνια γειτονιά
πικραμένοι κουβεντιάζουν κάτω απ’ τον σκονισμένο λαμπτήρα
και στα παράθυρα του καλοκαιριού
ακούω δείπνα.
Ψηλά η νύχτα μοιάζει έρωτας
αυτοκτονεί ο διάττων.
Είμ’ ένας άνθρωπος φανταστικός
ανάσκελα προσηλωμένος
τρυπώ με ιδανικά το ταβάνι.

ΑΙΣΘΑΝΟΜΑΙ ΤΗ ΝΥΧΤΑ
Φτώχεια φωτιά φαρμάκι ο τόπος.
Μονόξυλα οι έλληνες μέσ’ στα χρώματα των επιγραφών
κι ο έρωτας τελευταία ελπίδα
που έμπλεξε τα χέρια τόσων ζευγαριών
κόκκινο μπλε πράσινο
πορτοκαλί κίτρινο παραμύθι
τα μαύρα σου μαλλιά
που
θα φιλούσα με δυο βήματα
γυναίκα ουράνια σκάλα.
Φτώχια φωτιά φαρμάκι ο τόπος.
Κι αυτό το παλικάρι απ’ τη θάλασσα
έτσι που σπάζει το φως στα μαλλιά του
χρωματιστές αχτίδες αποθεώνουν
το άνθος του κορμιού του.
Κι αυτό το παλικάρι
με τον ιδρώτα του καλοκαιριού στη βλάστηση του.
Δρόμοι με τον καημό
Σταδίου αγαπημένη –
λείπουμε
όλα φράζονται
και συ πώς στέρεψες καρδιά μου...
Τώρα γυρίζει ο καιρός
φέρνει τη χλόη
και της γαλήνης τα νερά.
Μπορώ
γυρίζω τον καιρό
βγαίνω απ’ τις φλόγες...
Παιδιά γυναίκες άντρες στην οδό
υπηρέτριες με τις δικές τους ώρες
στα στήθη προσμονή
ο Βαγγέλης
κ’ οι ένοχοι που τρέχουν
με ταχύτητα
πλέον των εκατό χιλιομέτρων
για να μη βλέπουμε
τα πρόσωπα τους.

Ο ΈΛΛΗΝΑΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ
Ένας χαμένος άνθρωπος
πέρασε στα φώτα του κεντρικού δρόμου
σκυφτός
ακέραιος –
των άστρων.
Κ’ ενώ μοιράζουν τρόμο οι νυχτερινές επιγραφές
μ’ αυτά τα χρώματα τα νευρικά σε μιαν ατμόσφαιρα
που ανεβάζει το θόρυβο σε κίτρινα
μωβ κόκκινα μόρια σκόνης –
το χέρι που δεν το είδαμε ποτέ
ένα σκοτεινό χέρι
άρπαζε τις φωνές γύρω και τις έπνιγε
στο πέρασμα του ανθρώπου
κι όλοι ζητούσαν έλεος απ’ τον σπαραγμένο.
Τότε ανάμεσα ουρανού και γης
ο άγγελος στης πόλεως τα φώτα
πως δε θα υπάρχει ο χρόνος μέσ’ στο Κράτος Εκεινού
λέει δυνατά
με τις φτερούγες ανοιχτές ώς πέρα
κρατιέται στα ηλεκτροφόρα σύρματα με τα χέρια
σπιθίζει ένα πράσινο θανάτου απ’ το βραχυκύκλωμα
όμως δεν καίγεται ο άγγελος
κάρβουνο δε γίνεται και δεν πέφτει
ακούγεται σαν βεγγαλικό το βραχυκύκλωμα
ο άγγελος δεν πέφτει.
Κι ο άνθρωπος πέρασε στ’ όνειρο μου
στο λάκκο της νύχτας
εγώ ο ίδιος
έτρεμα
σφίγγοντας τη συνείδηση
(κ’ ήτανε τα σπλάχνα μου μονάχα)
όταν ακούστηκε η ουράνια φωνή
που έλεγε μέσ’ στη χρωματιστή ύλη:
Κουρελιάζεται ο θεός
τον γκρεμίζει ο Αυθέντης
μας κοροϊδεύουν
ο άνθρωπος πέρασε αβοήθητος.

ΜΥΡΑ ΚΙ ΑΝΘΗ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ
Βρίσκομαι στο σώμα μου ακόμη.
Ο ήλιος τόσο μακρύ μαύρο πανί
που το τραβώ σαν ταχυδακτυλουργός απ’ τα μάτια μου.
Είναι μαύρο
ατελείωτο στους ανέμους
στους δρόμους.
Εγώ δεν είδα τίποτ’ άλλο.
Προσμένω.
Λένε θα μοιράσει ο θεός χρυσάφι μέσ’ στην Άνοιξη
σ’ αυτήν εγώ δεν είδα να λάμπουν τ’ άστρα
δεν έκοψα ποτέ μου ένα-δυο κλάδους φως
απ’ το ουράνιο δέντρο.
Τι θα γίνω με την φωτιά στα βάθη μου
χρόνοι περνούν
έρχονται χρόνια και βρίσκομαι στο σώμα.
Πόσο θα πονέσουμε εδώ
στον ελάχιστο πλανήτη...
Είναι μια χειρουργική επέμβαση που αργεί.
Πόσο θα βλέπουμε στο τζάμι της ηλιαχτίδες
ακούω τα παιδιά
θέλω να βγω
ακούω τη γιορτή του μέλλοντος
είμαι δέσμιος.
Κάνε το χέρι σου ορατό
φιλικό μου Πνεύμα
μέσα σε τόσα δευτερόλεπτα που είναι ο καιρός
ώς τις πηγές σου.
Θα πεθάνω τόσο τσακισμένος
τόσο μακριά;

ΑΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΑΥΤΗ ΤΗ ΝΕΟΤΗΤΑ
Περίμενα όλο το βράδυ με τα μύρα
είχε πεθάνει μια γυναίκα
τα χαράματα
οι άνεργοι με τα φτυάρια περίμεναν
στην πρωινή πλατεία του ταχυδρομείου
λίγο σκοτάδι έμενε ακόμη
και βασίλευεν η θαλπωρή που δίνει
η μια καρδιά δυστυχισμένη με την άλλη –
της χαραυγής μικρά εστιατόρια
φως αχνισμένο πάνω στους υαλοπίνακες.
Η Αττική τη νέαν ημέρα ύφαινε στα μάτια
πονούσαν μέσ’ στους άδειους δρόμους τα βήματα
ο βαθύς αυτός όρθρος.
Άλλοτε η χαρά ήτανε πιο βαθύ ποτάμι
με κρύσταλλα μοναχικά στην επιφάνεια
μ’ ένα θεό κρυμμένο καθαρά
και δέντρα μόλις καθρεφτισμένα.
Βαθύ ποτάμι της ιαχής τώρα βαδίζω
στην οδό κ’ οι άνθρωποι δεν έχουν λόγια
να μιλήσουν τι να πουν...
Κοντές ελληνίδες άτονες μητέρες καθαρίστριες
πηγαίνουν στα σιωπηλά οικήματα
με λίγη άμυνα ρουχισμού στο κρύο τόσο λίγη
δεν έχουν στα φτηνά φουστάνια τους άνθη.
Κι άλλες γυναίκες μάταια προσμένουν
έρωτα θάνατο χαρτονόμισμα
είναι αργά η νύχτα στάθηκε σκληρή...
Δίνω το χαρτονόμισμα και χάνομαι
φεύγω μακριά μη μου φωνάζεις
η ερημιά μου είναι άσπρη βρομερή.
Κι άλλες γυναίκες πλένουν
τις θύρες όπου θά ’μπει ο διάβολος
λίαν πρωί στη δούλεψη του σκύβουν.
Η κόλαση λοιπόν είν’ η πατρίδα μας
αμάρτημα υψώνεται
ο μαύρος καπνός των εργοστασίων
ψηλά στο ξημέρωμα.
Κι όμως άλλοτε η χαρά ήτανε το ποτάμι.
Όχι εδώ στη ρημαγμένη γη μα στους ουράνιους
κόσμους εκεί με τη μονάχη μου ψυχή.

ΑΓΓΙΖΟΝΤΑΣ
Μ’ ένα φύλλο στα χέρια μου πάλι θλίβομαι
κρήνη βαθύτερη το νέο φθινόπωρο
άλλα νερά πιο κρύσταλλα
η σιωπή απ’ το δέρμα μου
απ’ τα νικημένα πια μάτια.
Βυθίζομαι στα φύλλα τόσο πεσμένα για πάντα.
Χάνομαι
αυτή την ώρα
προβάλλει αιωνιότητα το έρημο κλαδί
αν μένεις
ποιος
χάνεται
το
πρόσωπο μου
στο τζάμι που το σχίζουν οι στάλες της βροχής
χάνεται...
Άλλος δρόμος είναι να γυρίσεις.
Φεύγοντας τη μεταμόρφωση
στου καφενείου τον κλειστό χώρο που ασφαλίζει
πίνω τον καφέ του πανικού
αρχίζει το ζεστό φλιτζάνι την αφή μου.
Γλυκειά ερήμωση του στήθους
η αγωνία βαραίνει στα σπλάχνα μου ευχάριστα.
Δε θα μπορούσα δίχως θάνατο.
Επάγγελμα: η ψυχή μου
ηλικία: -

ΤΟ ΦΥΛΛΩΜΑ
Ήλιος βαθύς απ’ την αρχαία μητρότητα
- με τα πρώτα μεγάλα ερπετά –
ν’ άλλαζε τις αχτίδες του μια μέρα
και τα σπλάχνα μου
ωσάν φύλλα –
της χαράς αυτό που ζω –
στο ένδοξο πρωί μονάχος
όταν από θεού σταλάζει μέσ’ στους κήπους.
Η πόλις είναι χαμένη πια
ν’ άλλαζε τις αχτίδες του στα καφενεία
τα πεζοδρόμια τα καταστήματα των οδών
έμβολα των ενστίκτων καθώς παλινδρομούν οι μάζες
από ένα μπαλκόνι της μοίρας μου
τόσο φτηνής
εγώ
κοιτάζω.
Η πόλις είναι δύστυχη κι ο μικρός λαχειοπώλης
κλείσε σκοτεινά την καρδιά σου.
Αν
άλλαζε τις αχτίδες του ο ήλιος
ν’ άλλαζε η νύχτα
και τ’ αργυρά της ομορφιάς πάνω στα δέντρα του σεληνόφωτος
ώστε ο έρωτας υπεράνω των αγγέλων στρέφοντας το φως
την υπαιρία ολόξανθη κόρη
να πετάξει στην αγκαλιά μου...
Αν άλλαζε τις αχτίδες του.
Μα ο ήλιος τώρα εμπρός από μένα
τυλίγει με χρυσάφι ένα φύλλωμα
το διασχίζει
τα μάτια μου αγγίζουν άρρητο τραγούδι.
Είναι το φύλλωμα κίτρινος χαρταετός πεσμένος.

ΤΑ ΤΡΙΣΤΙΧΑ ΤΩΝ ΘΑΝΑΣΙΜΩΝ
Η μοίρα μου είναι στον υάκινθο.
Σ’ όλο το χόρτο ήλιος τραγικός και της θαλάσσης
η γενετήσια εικόνα.

Δεν άγγιζα καμιά χαρά σε είδα. Μόνος
ανοίγω πάλι την καρδιά μου προς τ’ αστέρια
η νύχτα λάμπει μέσα της, άγνωστο φως για μένα.

Ήτανε μέσ’ στο βαθύ σκοτάδι ένα παλικάρι
το σεργιανούσε νήπιο η μάνα του στους κήπους
αλησμόνητε ήλιε...

Γαλάζιος μακριά πολύ, θα γυρίσω
άνθη κρατώντας.
Είναι ρωγμή στο στήθος η αγάπη.

Έρχεται απ’ το σκοτάδι πράος
τα μάτια του η φωνή του αηδονιού
έαρ γλυκύτερο απ’ τ’ άνθη.

Αηδόνι του γυμνού καιρού που τραγουδάς την έλευση
ενώ οι γλαδίολοι γνωρίζουν άλλη ομορφιά τα βράδια
η ψυχή μου κλείνεται με το άνθος.

Μέσ’ στον ιδρώτα του έρωτα
που τον στεγνώνει ελαφρός αέρας
βαδίζω άσκοπα στους δρόμους έχοντας την αθωότητα.

Να είχα την ευλάβεια του δέντρου
τώρα που η νύχτα σήπεται κι ακούω τη φωνή
τα ερπετά θα μιλήσουν τη γλώσσα του θανάτου.

Η μοίρα του νερού στην πέτρα κι ο βαβυλώνιος ουρανός
αιχμάλωτα φυτά με τους αγγέλους
τα φοβισμένα σπλάχνα μου.

Στα παλιά καφενεία της Γενοβέφας
τον βλέπω συχνά και λογίζομαι –
θα ’ναι όλο σφυγμούς το κορμί του.

Απλώνει το χέρι στα παιδιά που ιδρύουν τον κόσμο
βαθύτερ’ απ’ το πνεύμα ταραγμένος.
Μικρό σαλιγκάρι φεύγει πάντα η μητέρα...

Έχει γδυθεί τον άνθρωπο και στρέφεται στα δίκαια δέντρα
το χέρι σου ο άνεμος άοπλο στήθος.
Τα ρούχα του είναι χαμηλός μανδρότοιχος.

Μη φεύγεις απ’ την αττική μου αίσθηση
συγκεχυμένος έτσι με την ομορφιά...
Τον δείχνουν κι αυτός γίνεται θάμβος.

Γαλάζιο απόγευμα ερυθρά νέφη κ’ οι βράχοι
κόκκινοι απ’ το ηλιοβασίλεμα
στη θάλασσα των ανταυγειών η φύση.

Ξανθή με τα μαλλιά της απ’ την ερημιά
έρχεται στη γαλάζια μνήμη ώς τη νύχτα του άντρα
κι ο ύπνος τον γλιτώνει απ’ τον έρωτα.

Είναι τόσο μακριά το αρνί στον ήλιο
μονάχα ο θόρυβος λέει
πως έφυγε στο χόρτο.

Μια μύγα πίνοντας νερό με φανερώνει
μονάχη μέσ’ στην κίνηση του καιρού
όλο τον κόσμο ανοίγει.

Κάθε πρωί πυροβολούν
μα ύστερα το φως
λάμπει στην ομορφιά του πεπρωμένου.

Στενή βροχή τα γαλήνια καταστρέφεις
όταν για λίγον Ιησού
διασχίζω τις κορυφωμένες αισθήσεις μου.

Μέσα στο μαύρο χάλκωμα της νύχτας
οι επιθυμίες
στους κήπους του ερωτικού μεσονυκτίου η καμέλια.

Μικρή φωνή των ουρανών
ωραία σύννεφα λιλά στις κορυφές
την προσταγή σου μνημονεύω – όλα στ’ άνθη.

Η καρδιά μου είναι δίψα.
Χαίρε ήλιε μου σκοτεινέ
τολμώ μέσ’ στη νύχτα.

Είμαι της μοναξιάς κάποιο σύνεργο
κ’ είναι φτερά ο θεός. Μακριά ένας έλληνας
με το σφιγμένο πρόσωπο σπάζει τα δάκρυα.

Το γιασεμί είναι τόσο βροχερό
δεν ευωδιάζει
αγγίζεται.

Φόβος θανάτου με κυκλώνει στις ημέρες
είχα ποθήσει την ψυχή μου θερινή
μεγάλες πέτρες του γιαλού θέλω να σας βλέπω.

Γράφοντας με τους ουρανούς
ανεβαίνω στα μαλλιά σου
κραυγάζοντας αθανασία.

Ω συννεφιά νυχτερινή με το χειμώνα
που με υψώνεις μυστικά
Ιδέα που για λίγο φανερώνεις το φεγγάρι.

Πώς είναι όλα στου θεού την διάρκεια βαλμένα
κι ο θάνατος πώς είναι μια σταγόνα
επί των υδάτων.

Χώμα της λησμονιάς που εγκλείει την ανάμνηση
η ευγενής κυπάρισσος νέμεται
την άκρα ησυχία...

Ύστερ’ απ’ τ’ άνθη έζησα
μονάχος εγώ με τη μέλισσα
Ιωάννης των ακρίδων.

ΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ
Ουρανέ ολόκληρε ανοίγει το άνθος
της φωνής μου ψηλά
έφυγαν όλα τα πουλιά μου τον χειμώνα
δεν προσμένω σ’ αυτούς τους τόπους ελευθερώνω
αγγίζοντας έρημος το γερασμένο τοίχο της βροχής
κι όπως έρχεται απ’ την αύριο
με το φάσμα του τρόμου διασταυρώνομαι πάλι.
Δεν είναι πια η άνοιξη
δεν είναι καλοκαίρι μα εγώ
ας ανοίξω το βήμα κ’ εδώ λησμονημένος
να δείξω την αιωνιότητα.
Έχω άλλωστε τα φτερά ταξιδεύω
πάνω απ’ τα γλυκύτερα
βάσανα του καλοκαιριού την ομορφιά του έαρος.

Ακούω τους ήχους των τυμπάνων σου Μελλοντικέ
όμως λυτρώσου από μας
πίσω δεν πάει ο καιρός μονάχα σέβεται
το κορμί με τ’ άνθη του
ιδού λοιπόν γιατί το συντρίβει.
Λησμόνησε μας.

Ακούω τη χαρά σου πολιτεία του θεού υπάρχεις
αλήθεια και δρόμος αργυρόχρωμα
κλαδιά κάτω απ’ τη σελήνη
η μυρωμένη πορτοκαλιά το ρόδι
ευτυχισμένο λάλημα του πετεινού.

Όταν λαλεί ο πετεινός πώς σχίζει την καρδιά μου
τι ερημιά διαλαλεί στο σάπιο μεσημέρι.
Από χειμώνα σε αισθάνομαι πολιτεία του έρωτα
ο ήλιος ανατέλλει και τους πεθαμένους ίσκιους
ένα φως πανάρχαιο σάβανο τυλίγει δένοντας
σε λάμψεις τη μουσική μου.

Μεγάλη η νύχτα κ’ η ποίηση
τόσο χαμηλή για τους αναγκασμένους.
Χιλιάδες πόλεμοι συμβαίνουν στο κορμί μου.
Πού είναι τα χρόνια των υακίνθων...
Ο ήλιος σου μάτωνε τα γόνατα κ’ οι άνθρωποι
φαίνονταν ευεξήγητοι
σαν τα φυτά τη βροχή τον ουρανό!
Και τώρα να η μοίρα σου
στην πόλη μέσα τη φριχτή
μ’ ενάντιο σπίτι ενάντιον άνεμο.

Έρημος τώρα ο βράχος της αγάπης –
μη με λησμονήσεις
πάνω του στα βραδινά πετρώματα
με το φεγγάρι καθαρό πουκάμισο.
Μη με λησμονήσεις βαθύτατε αέρα.

Τη νύχτ’ αναστενάζουμε.
Γλυκύτατη σελήνη φωτίζει τα πεύκα μου
έχει περάσει πια το μεσονύχτι
κ’ εγώ στρέφομαι στην πικρή κλίνη
είμ’ ένας έρημος με δάφνες ένας μοναχικός
που χάθηκε στους κρυστάλλινους μακρινούς ήχους.

Της καρδιάς μου τα πικρά και μαύρα φύλλα
πνοή που νά ’βγει απ’ τον ευλογημένο εντός μου
δεν τα κίνησε. Τώρα σε δίνες
έχω χαθεί κάποτε υπήρξα
ο άγγελος των ορατών όπως αγάπησε βαθιά.

Σε ακούω Εκτυφλωτικέ –
πώς έρχεται η φωνή σου απ’ τον ύπαιθρο
ήχοι μου ταπεινοί πλαγιαύλων
υπάρχω κι ακούω το ελεγείο.

Εγώ τότε τραγουδούσα:
Έρωτα με κατοίκησες πολύ
φύγε απ’ αυτό το σπίτι.
Δεν έχει ούτ’ ένα παράθυρο να βγει
στα δέντρα η ερημιά μου
σκόνες μονάχα και σύνεργα της ψυχής.
Οι άγιες εικόνες δεν υπάρχουν
έρωτα μη σημαίνεις πια.
Πρέπει ν’ αρχίσω απ’ τη λησμονιά.
Μη δείχνεις – είμαι ο ανώφελος το ξέρω
σώμα για θάνατο και θάνατο
που ελπίζει σ’ ένα φύλλο δέντρου.
Η φωνή μου λυγίζει.
Αλλά δεν παραδίδομαι αντίκρυ
σ’ αυτή τη δύση τρομαγμένος
εγώ με όλο το αίμα μου
έτσι όπως πόνεσα στους δρόμους ατελείωτα
με τόσο σπαραγμό στα σύνορα μου.
Ο ουρανός είναι στον βαθυκύανο χειμώνα.
Το φως φωνάζει με τον κεραυνό.
Να με σώσουν τα όνειρα ή να με συντρίψουν
- ένα τ’ ονομάζω.

ΤΑ ΛΥΠΗΡΑ

ΜΙΚΡΗ ΚΛΙΜΑΞ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Με λίγα ρούχα αιματωμένα βρέθηκε νεκρός
στη θερινή σελήνη και οι φυλλωσιές
του έδιναν τώρα τη δόξα που είναι
πάνω απ’ τις επιθυμίες καιρός
ακίνητος στους ήχους τους καθηγιασμένους.
Είχε μια φοβερή πληγή στην καρδιά του κι άλλες ακόμη
στη λεκάνη στα χέρια μέσ’ στο σεληνόφως
έβγαινε απ’ όλο το σώμα του η ομορφιά
σμίγοντας με τα χώματα.
Και μια στιγμή ο θεός έστειλε άγγελους γύρω του
άνθη φλογερά, ιμάτια από λευκή σιωπή
της νύχτας η κλίμαξ αυτός
ανέρχεται με λίγα ρούχα αιματωμένα.

ΑΠ’ ΤΟΝ ΚΗΠΟ ΜΟΥ ΣΤ’ ΑΝΑΠΛΙ
Χειμωνικά μου χρώματα οι αποθήκες το μικρό τρένο
με ουράνιους καπνούς
χρωματιστά παιδιά κορδέλες
οι έλληνες με βάσανα και δάφνες
και ο θεός μας τόσο πατρικός υάκινθε.
Ανάληψη ζωαρχική
μικρό τρένο με τους ουράνιους καπνούς.

Η ΕΛΕΝΗ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ
Είναι σκια
ενός άστρου που φλέγεται
της λεμονιάς το άρωμα Λευκή.
Χρόνια του έαρος
ω χρόνια καπνισμένα κι ο ουρανός αλήτευε στυφός.
Ελευθερώστε τον ύπνο για την ωραιότητα
στο άλλο βράδυ πάνω σε φύλλα
τα νεαρά μου οστά.

ΠΕΡΑΣΜΕΝΑ Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΗ ΑΠΟΘΕΤΕΙ
Άγιε Νικόλα χτισμένε με κρασί στον κάβο
να η σχεδία μας ωσάν τώρα τα θαλασσινά
τα δίχτυα και μονάχος του ο καιρός.
Εγώ σε περιμένω στην αγάπη.
Κ’ η γυναίκα γριά τραγουδώντας
τους μύθους των ανέμων απ’ τη γέννηση –
με το λάδι του Αγίου στο δοχειάκι.

ΤΟ ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ
Χαραγμένο στο νεκροταφείο τ’ Αναπλιού
(ειρμός αγγελικού πολύαστρου μέλαν πτηνό)
ο τάφος έχει μάρμαρον αιχμάλωτες οι λέξεις απ’ το έαρ...
Όποιες να λησμονήσεις
διαβάτη και θαλασσινέ
η ωραία κόρη βγαίνει από μέσα:
Τύμβε καλέ ειπέ μοι
τις εν σοί κείται – ερωτάς ξένε.
Κεφαλή Ευανθίας
ετών είκοσι δύο
κοιμηθείσα ύπνον οφειλόμενον.
Θύγατερ χαίρε.

ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ ΣΤΑ ΝΕΦΗ
Μαρία θυμάσαι στις ράγιες του τραμ εκείνο το πένθος
είχαμε βγει απ’ το μικρό εστιατόριο της Λαχαναγοράς
όταν ο ήλιος έκρουε τα χαράματα.
Ξάφνου τη λάμψη πήρες άλλου άνθους ενώ μοναξιασμένη
ακούγεται κοντά μας η καμπάνα της Μεγάλης Πέμπτης
κι ο Γιάννης κοιτάζει ακτήμων.
Είπα εντός του τρόμου δεν άκουσε κανείς
ο άγγελος απ’ τα φωσφορικά ουράνια
στο γκρεμισμένο χρόνο αδειάζει το κακό
κι ο πιο μικρός μας θόρυβος θα κρυσταλλώσει απάνω, εκεί, μακριά.
Τότε μας φώναξε για τους αρχαίους νεκρούς ο Γιάννης
και πηδήσαμε το σιδερένιο φράχτη του Κεραμεικού
(Άξιε ταύρε – καλώντας το Διόνυσο έβγαλε φωνή).
Χαρά ηλιακή μας περιβάλλει κ’ η Μαρία βλέπει χορούς εκστατική
στα συμπλέγματα των λουλουδιών –
εγώ τον Άγιο Φραγκίσκο έβλεπα με τους φίλους του ανέμους
τον πρώτο πετεινό απ’ τα μεσάνυχτα
της αττικής ημέρας κήρυκα ώσπου τα νέφη τη σήκωσαν ψηλά
με τις γριές που είχαν μεταλάβει, με τον ιερέα
ώσπου τα νέφη την πήραν ψηλά τη μέρα
και τη μισοχτισμένη εκκλησιά
τη Λαχαναγορά
και τα μικρά καρότσια με τα γαϊδουράκια.
Και ιδού ο Γιάννης τρέχει προς το μέρος μας
ωσάν ασώματος Τι βαθύ που είναι το λουλούδι, λέει,
και μας έδειξε κοντά μας ένα
ωστόσον άλλο λουλούδι είχε δει μακριά με τους νεκρούς.
Μα τα λουλούδια είναι τόσο αδελφωμένα
κάθε στιγμή κερδίζεις το νόημα του λουλουδιού κοιτάζοντας
κάθε στιγμή το χάνεις...
Εκεί λοιπόν ηχούσε η καμπάνα
της ορθοδοξίας μοναχή
πιο πέρα του σώματος η ιαχή και η Μαρία
ο Γιάννης
ο ταπεινός εγώ και φιλαμαρτήμων.

ΕΜΝΗΣΘΗΝ ΗΜΕΡΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ
Τα μάτια κλείνοντας ολάντικρυ στον ήλιο
το μαύρο βλέπω και βούλες κίτρινες σ’ αυτό το χρώμα
το κόκκινο βαθύ κι όταν τρίβοντας τα μάτια μου κλεισμένα
με τα χέρια βλέπω απαλά πράσινα
τις σκοτεινές μου φλόγες μέσ’ στο μεσημέρι
π’ ανεβαίνουν στα ύψη σκοτεινά.

ΤΑΠΕΙΝΗ ΏΡΑ
Η Παναγιά της ώχρας αμυγδαλωτή στην ασημένια
θάλασσαν αντίκρυ – εκκλησάκι –
μέσ’ απ’ το θαμπό εικονοστάσι βλέπει τα νερά.

ΤΩΝ ΣΠΑΡΑΓΜΕΝΩΝ ΧΑΡΑΥΓΗ
Κοιτάζαμε τον ήλιο γαλανή Μαρία στις κορφές
η αύρα του καλοκαιριού κυμάτιζε το πουκάμισο μου στα στήθη.
Εγώ είπα Κύριε
τούτο το κυμάτισμα είναι η ποίηση.

ΑΝΕΒΑΙΝΕΙ ΣΕ ΤΕΛΕΙΟ ΦΩΣ
Άγγελος προς τον ήλιο της δικαιοσύνης ανεβαίνει
κατάλευκος απ’ την ουσία τ’ ουρανού
είχε πολλά παιδιά ο καλός οικογενειάρχης
το σώμα του στάχτη
ο κόσμος ακόμη
η φωνή του στάχτη ο ευσχήμων
μέσ’ στην ψυχή μου και στις χιλιετηρίδες
Ιωάννης Σεβαστιανός Μπαχ.

ΌΤΑΝ ΚΟΙΤΑΖΕΙΣ ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ
Πόσο διάστημη είναι η βροχή
ζεστή εικόνα μέσ’ στη θερμότητα των ενδυμάτων σου
φωνή του νερού απ’ τον Αμνό
της ακοής μου ευτυχία.
Τώρα που βρίσκομαι στον τάφο του πατέρα
με βροχερό γιασεμί κατά τη δύση
τρέοχντας η σκουριασμένη βρύση του νεκροταφείου
ποτάμι δικό μου σαν τη ζωή ο θάνατος τι τραγούδι...
Και το μικρό σκουλήκι γίνεται πολεμιστής
δίκαιος μέσ’ στα χώματα.
Εδώ αυξαίνουν οι ώρες της γαλήνης στο λάδι του καιρού
είμαστε άφθαρτοι πώς να το φανερώσω –
το άσμα κρύβεται μέσα μου βαθιά.

ΠΟΙΟΣ Μ’ ΈΧΕΙ ΣΥΝΤΑΡΑΞΕΙ;
Λάμποντας η δροσοσταλίδα χαίρει.
Απ’ το λιβάδι της βροχής
ωραίο κορίτσι με τα μαλλιά πνιγμένα
σε περιμένω στην πνοή των χρυσανθέμων.
Όταν κοίταζες απ’ αυτή την πέτρα
τον ουρανό και οι κορφές ξεχείλιζαν ηλιοβασίλεμα
εγώ στην τρομερή Αθήνα της αναδουλειάς
επέστρεφα μέσ’ απ’ την τσακισμένη μνήμη.
Όλα τ’ ανθρώπινα σε μένα λιγοστά, μονάχα ο πόνος.
Μετέωρος πρωί με βράδυ καθώς τότε απομένω
δεν ελπίζω στη γη.
Τώρα ελευθέρωσα τα μαλλιά σου απ’ το σώμα
είσαι μακριά με τ’ αστέρια
ελευθέρωσα τα χέρια σου
ψηλά στον άνεμο ελευθέρωσα.
Ιδού το σώμα της μέσ’ από κλαδιά στα όνειρα μου
μέσ’ από κλαδιά ευγενικά ανεβαίνει.

ΜΟΥΣΙΚΗ
Να ο έλληνας πάντα πικραμένος με γλυκειά μορφή
καμωμένος για τα βάσανα πώς τραγουδά και δένεται
στη μνήμη που έχει πάντα συννεφιά...

Η ΛΙΤΑΝΕΥΣΗ
Όταν παρέτυχα στη νύχτα που έλεγαν
«ο άγιος θα περάσει απόψε»
δεν το πιστεύετε ίσως
αλλ’ όμως έτρεμαν
τα δάχτυλα της θάνατος
έκρουε τα φύλλα κι ακούονταν
φωνές ακίνητα
και εκκωφαντικά
τα νέα μου βήματα.
Οι άρρωστοι γέμιζαν το χώρο
με στεναγμούς, άλλοι
με υψωμένα μάτια στο ξεχείλισμα των άστρων
άλλοι μου φάνηκαν όριο χώμα.
Γυρεύοντας μοναχικός
«εν μέσω των κινδύνων αισθάνεσαι
την τελειότητα της στιγμής»
θυμήθηκα τα λόγια του φίλου
τις ταλαντεύσεις του φύλλου πριν λίγα λεπτά
καθώς
έπεφτε από χέρι αδιάφορο.
Με της βροχής την ευωδιά στο ελληνικό τοπίο
άνθη ο άνεμος κ’ οι ώρες
στο σώμα μου ή στα δέντρα τελειωμένες
αισθήσεις εδώ ψηλά προς τα ουράνια
μαύρες οπώρες οι πιστοί
πεσμένες και το μέλι σπάζοντας
τους φλοιούς έσμιγε χώμα και καρπό.
Είμαστε σαν την πανάρχαια ανακάλυψη της φωτιάς
ωφέλιμοι στο θεό
γιατί είμαστε
αναφαίρετοι καλόγεροι σ’ αυτή την ερημιά
νόμοι μέσα στο θάνατο –
η φωνή του ηλικιωμένου ακούστηκε στις αμυγδαλιές
κ’ ύστερα πάλι:
- Τα μαύρα μαλλιά σου πώς χάνονται
στα βροχερά δωμάτια.
Φως απ’ τις ασετυλίνες των στραγαλάδων
σε αρχέγονα ρούχα
μια γριά βυθισμένη που διάβαζε το συναξάρι
«εν μέσω των κινδύνων...» πλησίασα
γυρεύοντας μοναχικός
έφτυναν πασατέμπο οι ανυπόμονοι
μα δε θυμάμαι πια όταν κάποιος φώναξε:
- Επτά είναι οι φλόγες του στήθους.
Άνθρωπος ο ασυγχώρητος υπό το σεληνόφως
άνθρωπος ωσεί χόρτος υπό το σεληνόφως.

ΤΡΟΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΗΛΙΟΣ
Ανέζησε το καλοκαίρι
Ελένη σε μιαν Αττική απροσδόκητη.
Μέσ’ στην ψυχή μου είν’ ακόμη η ώρα
(πέρασαν μήνες ερωτικοί...)
οπού βρεθήκαμε κάτω απ’ τα πεύκα
μετά το μεσημέρι στην Ακρόπολη
ανάμεσα στους κίονες του ναού
κυμάτιζαν
γαλανά κομμάτια τ’ ουρανού απ’ την πύλη
του ναού θα ’λεγες έμπαινε κανείς στα ουράνια!
Ήλιος απάνω αλαλάζων
στη χυμένη πρωτεύουσα
κ’ εμείς βλέποντας τη σκοτεινή πέτρα
εκεί σ’ έν’ άγνωστο πεύκο.
Αλλά στον Υμηττό μάς απειλούσε μαύρη συννεφιά
με κεραυνούς που άνοιγαν τις φλέβες τους
ένας κατήφορος βροχής που χώρισε στα δυο τη φύση.
Μας άλλαζε η βροχή βαθαίνοντας το στήθος
κι αν τύχαμε στον ήλιο προς την καταστροφή
άγγιζαν τα μάτια.
Του κοριτσιού χαρούμενη λαλιά ώς το θέατρο Διονύσου
- λίγο νεράκι του θεού χύθηκε στις κερκίδες
που ο ήλιος το ’παψε γοργά –
σε ακολούθησα με τρόπον ώστε να ονειρεύομαι
εκ γενετής αιχμάλωτος.
Δεν είσαι πια στο παιδικό παράθυρο στον ήλιο προχωρείς
μονάχη με τη μνήμη της θαλάσσης απ’ τον ήλιο.
Κι απ’ την ορμή μου δε βγαίνει άλλη ματιά
μόνον αυτή που σε κοιτάζει φίλη και ρημαγμένη μέσ’ στην ίριδα
καθώς το ανυπόδητο πέλμα σου θαυμάσιο
με βροχή πλένεις
στη μικρή κοιλότητα του χρόνου
στο μαρμάρινο κάθισμα του Ιεροφάντη.
Εκβάλλουν απέναντι την οργή τους οι ξένοι κεραυνοί.

ΠΑΛΙΝΤΟΝΟΣ ΑΡΜΟΝΙΗ

ΟΝΕΙΡΙΚΗ
Μοβ είναι το γκρίζο περιστέρι ολόγυρα
κι όνειρο πράσινο στο μικρό λαιμό του
ο έρωτας όπου
βασιλεύει μέσ’ στο νερό
πάντα ο έρωτας το καλό ταξίδι ανοίγοντας
ωσάν θαλάσσιο πανί στην κίτρινη αυτή νύχτα.
Η Εύα που σέρνεται ανάμεσα στους καρπούς κρεμάμενους
έχοντας την ωραία μορφή της
να κοιτάζει τους καρπούς
κι ο έντρομος Χριστός υμνεί το έντομο.

ΛΥΤΗ ΏΣ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ
Δε με τρομάζει κανένα σώμα έλεγες
όταν έρημη στο ρουμάνι των βλαστήσεων
έκλεινες τους χυμούς της πυρκαγιάς
που είναι τα στήθη σου.
Εγώ τότε στους ώμους του προφήτη έβλεπα
τον Ιερό να μιλά
με το στεφάνι του πυρός ολόγυρα στο κεφάλι
σμήνος αγγέλων
και τον ποιητή βαθύν αέρα...
Τι θα έκανα τις πράξεις μου
αν δεν υπήρχε ο θάνατος.

ΑΛΛΑΓΜΕΝΗ ΏΡΑ
Πώς να υποφέρουμε τις πράξεις μας
κάτω απ’ τον αττικό ουρανό –
η αφοσίωση θέλει όλο το αίμα.
Γι’ αυτό ήρθα στον ήλιο βαθύτερος απ’ τον ήλιο
με το γαλάζιο περιλαίμιο.
Χρωματιστό γυαλί ουράνιο
στείλε μιαν αχτίδα στα πεζοδρόμια.

Τ’ ΆΝΘΗ ΒΡΟΧΕΡΑ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ ΤΩΝ ΩΡΩΝ ΜΟΥ
Έρωτα καταστρέφεις
αφαιρείς την ψυχή απ’ τα ουράνια
σχίζεις τα σωθικά
πώς να φανερώσω τη σκοτεινή σου προέλευση
έρωτα κέδρε με το άρωμα του φεύγοντος χρόνου.

Ιδού το μπαρ των ταραχών
με όλην αυτή την αναστάτωση έρωτα
και με τα μάτια μου σύγκορμες ώρες
που ασπαίρουν στο collage.

Τι άλλο θα ήσουν
αρχίζει λησμοσύνη
ξεχνώ τα τρόλεϊ
παύουν οι προοπτικές
οι άλλοι χάνονται στην παρουσία τους –
μητέρα
είναι μια
μεθυσμένη λησμονιά.
Τι άλλο
θα ήσουν
έρωτα.

Ξανθά μαλλιά που δε με βοηθούν
όλα λοιπόν για σένα;
Είμαι θνητός και όταν εισχωρώ
αιωρούμενος τώρα στο φωταγωγό σου.
Κύριε κάνε πιο αίσθηση την απειλή
πού να υποκύψω;

Μα ένας μαύρος ηγεμόνας
απ’ το φύλλωμα του νερού με συναρπάζει
στην όχθη τούτη πώς ταράζει το κύμα –
το πλοιάριο εντούτοις
και εκείνος
με τόση λάμψη του χρυσού σκοτάδι.

Ίσως εδώ ν’ αναστηθώ
πόση χαρά πορεύεται,
χόρεψε
φίλη: Ο θάνατος
με κλέβει.

Καλύψο άι.

ΘΑΝΑΣΙΜΟ ΑΝΑΠΛΙ
Φίλε ρωτώ αν έχεις άλλοτε δει τ’ Ανάπλι.
Όλη νύχτα μπορείς ν’ ανεβαίνεις
τις σκάλες των ενετών
με αναπλιώτισσες απέλπιδες εκεί ψηλά
στα ζωγραφικά μπαλκόνια των ψαράδων
να βλέπεις του φεγγαριού
το μονοπάτι της αγάπης από σμάλτο
στην ακούσια θάλασσα νυχτερινή.
Αλλά πρέπει να μείνεις εδώ κάτω ξένος
μακρινός
ξένος και λέω να δυναμώσεις το ραδιόφωνο που κρατάς
κι αν όχι
να φύγουμε
πάλι στην εμπορική φωταψία των δρόμων.
Υπάρχει κι άλλο φεγγάρι
μπηγμένο σε μια στέγη και τη λιώνει.
Μείνε ξένος –
αν πιέσω το κουμπί της μνήμης μου
ο τρόμος θα με ανατινάξει.

Εδώ είναι η αποθήκη του ξένου στόλου
οι ενετοί μας κοιτάζουν απ’ τον αναπλιώτικο ουρανό
με θυμούνται φυλακισμένο στην αποθήκη
σήμερα μουσείο
τα χρόνια για την ελευθερία πρόχειρη φυλακή
με θυμούνται.
Άνθος του κινδύνου αριστερά στο στήθος
κι ο θάνατος
μοίρα των παλικαριών φίλων μου που χάθηκαν.
Γιάννη Άγγελε Μιχάλη ψηλά πολύ ψηλά...
«Ακούσατε αγαπημένα σας
τραγούδια» λέει το ραδιόφωνο στο χέρι του ξένου
και σεις
Γιάννη Άγγελε Μιχάλη τόσο ψηλά πολύ ψηλά.

ΜΕΝΟΥΣΑ ΠΟΛΙΣ
Ο μικρός οδηγός έχει γράψει στο βράχο
με ασβέστη «Φεγγάρι θάλασσα ξηρά».
Τα νερά μέσ’ στη σιωπή θαλάσσια –
έτυχε να περάσω μ’ ένα τριαντάφυλλο στα δάχτυλα μου...
Πάντα θ’ ακούω αυτή τη μουσική, εψιθύρισα,
πάντα στο τέλος ο θρίαμβος της ψυχής μου.
Δεν έχω σώμα είμαι η γυμνότητα
φεγγάρι μου
πόσες ακόμη μέρες επίγειες
χρόνια με λίγο-λίγο θάνατο.
Έχω ταπεινωμένο σώμα
φεγγάρι μου
με καίνε τα χρώματα οι ίδιες μου φωνές.
Μονάχα το μήνυμα του βράχου
ο χαμένος οδηγός
αυτά τα νέφη με παλαιολιθική βροχή...
Τα νέφη έτοιμα να σπάσουν.
Νύχτα του Νοεμβρίου με κυκλώνει
αγκαθερή, χρώμα της στάχτης.
Την αισθάνομαι κατεβαίνοντας
στο βραδινό λιμένα
τα φώτα λιώνουν το χρυσάφι στα νερά.
Είμαι μονάχος μοιάζοντας
με τη μυστική σου επιφάνεια θάλασσα.
Ποιος με θέλει για βοήθεια
στη γήινη ερημιά
βρίσκομαι κοντά του.
Ποιος είσαι; Τραγουδώ το μυστήριο
είμαι ο έγκλειστος με τη φωτιά εκτελώ
αρχαία προφητεία
βρέχει
συντρίβεται ο θηριώδης ουρανός.

ΧΑΡΑ ΤΗΣ ΑΟΡΑΤΗΣ ΧΑΡΑΥΓΗΣ

ΟΠΤΙΚΗ ΈΛΕΥΣΗ
Στο πράσινο της καρδιάς
έρχεται η ζωή
με κόκκινο βαθύ
και συνορεύει.
Απάνω απ’ την καρδιά μονάχα μαύρο.
Το ίδιο μαύρο
από κίτρινους χαλινούς αφηνιασμένο
συγκρατεί και τη ζωή.

ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
Τα σπουργίτια μπουλουκιάζουν: Χειμώνας.
Φωτεινό το δείλι έχει πάρει
όλες τις αποχρώσεις της ταπεινώσεως.
Ιμάτια λιλά στον ουρανό.
Τα πετεινά όπως διάβηκαν αποπάνω μας
- κινούμενα σημεία της ψυχής –
προκάλεσαν σε μένα τουλάχιστον
απερίγραπτο αίσθημα συναδελφώσεως με την πλάση.
Μείνετε άδολες ώρες κοντά μου
μείνε εσύ ζωή απαλή σαν τραγούδι
μελαγχολικών παρθένων.
Περιμένω καθώς ο καρπός στο δέντρο.

ΤΑ ΠΕΥΚΑ
Έπεφτε πράσινη βροχή στα ευωδιασμένα πεύκα
χώρος βρεγμένος – ένιωθα
να μ’ εξαγνίζει το αθώον ουράνιο νερό
γυρνούσα στη γυάλινη μοναξιά των βράχων.
Εδώ τα θαλάσσια μύρα μου
όταν το κύμα σιωπηλό
εκπέμπει λευκά σήματα...
Να μη μας λείψεις άδολη βροχή
να δέχεται την ομορφιά ο κάθε πικραμένος.
Ω γλαφυρό φθινόπωρο, αγαπημένο χρώμα.

ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΩΝ ΑΓΝΟΗΜΑΤΩΝ
Μια συμφορά τυλίγεται στο δέντρο.
Ολ’ οι αδικούμενοι δέντρα είναι
αν το προτίμησαν αυτό, μονάχα ν’ αδικούνται.
Η συμφορά με γήινο χρώμα
τυλίγεται και ξετυλίγεται στο δέντρο.
Ω δύναμη της ζωής
λιώσε της συμφοράς το κεφάλι.

ΓΑΛΑΖΙΑ ΣΠΛΑΧΝΑ
Κάτοικε του ονείρου
μαζεύω τη φωνή μου από κάθε άκρη
και το υπόλειμμά της αυτό στη σινδόνη των δέντρων
κ’ εκείνο κει ψηλά στο σκουριασμένο βράχον
όπου οργίζεται ο γερο-κόρακας
συγκεντρώνομαι
για τη μεγάλη αποκάλυψη
ρίχνω στον άνεμο μακρόσυρτη αγάπη:
Τη θέλω εγώ την απελπισία μου
δεν την ανταλλάσσω με θαλπωρή άλλη
έχασα.
Μα χάνουν και τ’ άνθη
τ’ άνθη ανοίγουν το μοναδικό παράθυρο...
Κάλλιο να πλανηθεί ο χαρταετός μου
δε θέλω πια ν’ αγγίξω τα χρώματά του
κλείνω τα μάτια μου για να δω.
Είναι η φωνή που με διασχίζει
κι άλλοτε που χτυπά στον άκμονα
χίλιες φορές.
Είναι η φωνή από ένα βάθος:
Για πάντα να μην έχεις
τίποτα για τ’ αληθινά χέρια
μονάχος
ανήμπορος εκστατικός
σ’ αυτή την άξαφνη γιορτή του δευτερόλεπτου
που
παραδίδεται ο κόσμος.

ΤΕΛΗ ΙΟΥΛΙΟΥ
Νύχτα του θέρους απαλύνουσα
ως μέλι σε γεύομαι στην κερήθρα του χώρου.
Εσχεδίαζα ποίημα όπου υπήρχες ηδυπαθής
με δανεισμένα μάτια στη φωτιά των άστρων
με την αγάπη
ταξιδεμένη σε διαθέσεις του σώματος.
Αλλ’ η ωραιότητα της μοίρας
έρχεται και σε παίρνει στα χέρια του θέρους
απάνω απο μας
στο ακέραστο του στήθους όπου
σε λευκά ιμάτια κυματίζει η αρχή του πόνου
και μορφές παιδιών
λυπηρά ψιθυρίζουν
για τα χαμένα τους πράγματα
όταν το κέλευσμ’ ακούγεται με αέρα πλασμένο.
Τραγούδια μη ζητήσετε
ρέουν οι σιωπές στα βουνοπλάγια
κυριαρχούν πλήρως ολόγυρα του προσώπου μου
δέντρου κλαδί ασημίζει εμπρός μου.
Στο βάθος της νοσταλγίας Ακατάληπτε
μιλούμε για σένα
πολύ μακριά απ’ τα χείλη μας.
Αυτή την ώρα του αναλυομένου μυστηρίου
όλα
γυρίζουν.

Ο ΚΗΠΟΣ
Όλα εμπαίζουν την αιωνιότητα,
Και συ Κλεισμένε στο αίνιγμα σου
Κύριε ωχρέ του κήπου
εσταυρωμένη έκσταση
λάμπος του θανάτου
στο στέρνο μου ακροβατείς.

Η ΒΑΘΕΙΑ ΏΡΑ ΤΩΝ ΦΥΛΛΩΝ
 Πού να βυθίζεται κανείς όταν πεθάνει;-
με ρωτούσες γαλάζια γυναίκα.
Βλέπω τα φύλλα σιωπηλά
στο χώμα
δεν έχουν μοίρα πια.
Πέφτουν ένα δύο τρία
θα ’ρθει ο άνεμος.
Τα φύλλα βυθίζονται στον άνεμο
δείχνουν την ποίηση με τόσες ταλαντεύσεις
ταξιδεύουν μαζί
με τα πουλιά.
Κοίταξε: Βρίσκομαι τώρα ψηλά.
Εκεί
λοιπόν
η τύχη κείται
μ’ έξι φτερά
μαρμαρωμένα.
Μη λείψεις απ’ το τραγούδι μας –
ποιος τρέχει τόσο μακριά στο πλάτος;
Είναι βλαστός ανέμου
χαρά
κομμένη απ’ τον ήλιο της επιστροφής
ιδέα ήχος
η δωδεκάτειχος ψυχή μέχρι τ’ αστέρια;
Τρέχει τρέχει τρέχει
λησμονιά γεμάτη άνθη εκεί.

ΆΣΜΑ ΜΙΚΡΟ
Χάθηκε αυτός ο οδοιπόρος.
Είχε συνάξει λίγα φύλλα
ένα κλαδί γεμάτο φως
είχε πονέσει.
Και τώρα χάθηκε...
Αγγίζοντας αληθινά πουλιά στο έρεβος
αγγίζει νέους ουρανούς
η προσευχή του μάχη.
Έαρ μικρό έαρ βαθύ έαρ συντετριμμένο.

ΟΥΡΑΝΟΘΕΝ
Η πλημμυρίδα των πουλιών τη χαραυγή
κ’ η σιωπή εντός μου.
Κατόπιν η βροχή που μάχεται τα πρόσωπα
ύστερα πάλι σιωπή
πριν απ’ τον ήλιο χρυσαφένιο.
Ήλιος για όλα τα χρόνια.

Η ΣΚΟΤΕΙΝΙΑ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ ΜΟΥ
Νοστάλγησα το μεγάλο νερό.
Αυτός κράτησε πάνω
τις ώρες του στα μνήματα
κ’ η θέληση που μοιάζει θεόκλειστο ποτήρι
με τον ωκεανό μικρόν αιχμάλωτο για να βαθαίνει
τα φυτικά μυστήρια εξετάζοντας
δεν έχει τώρα τη γλυκειά ζωή, μονάχα τ’ άστρα.
Στοχάστηκε το αμπέλι και την τριανταφυλλιά
να πνέει έρωτα σ’ αυτό
να κράζει τους χυμούς του καθώς μέσα
στον ήλιο σφύζει του αγρού βυθισμένου απ’ ανταύγειες.
Άλλοτε πάλι τον ηύρα ρημαγμένο
κοντά του η ακροποταμιά
και στα κρημνά της όχθης άγγιζε τη γλαφυρή μυοσωτίδα
κρύβοντας αγγέλους γαλάζιο λουλουδάκι ενάντιο στη λήθη.
Φλέβες να μη χτυπήσετε πια μέσ’ στους καρπούς
η μουσική των ασθενών ανοίγει έναν τάφο...
Τι θλίψη! – έλεγε όρθιος μέχρι τη συνείδηση
μα δε μπορώ το δυνατό σου έργο
και την άτολμη λαλιά να παραδώσω.
Στην πόλη γυρίζοντας βλέπει τον κόσμο ανάλλαχτο
δεν πάει απ’ το παιδί πιο πέρα όταν ελπίζει
κι απελπίζεται.
Αναπλιώτικο φεγγάρι πήρες τους καημούς
ωραία νύχτα της εξουσίας
κ’ οι δικοί μου βράχοι μέσ’ στη σκοτεινιά
η μάνα μου και το φεγγάρι της πατρίδας.
Τι βαθειά δύναμη που έχουν οι λέξεις
ανάβουν τα κεριά
ο ήλιος ώρα βασίλεψεν έγινε μαύρο το τραγούδι –
ψηλά μεταμορφώνεσαι πατέρα.
Θυμάται τώρα και την άλλη του στιγμή –
σύρε τα μάτια προς αυτό το μέρος, είπε,
κι όπως κοίταξα με κράτησε απ’ το χέρι
για να μη χαθώ στην άγρια ευφροσύνη.
Και μου είπε Ιδού η στιγμή που έγινε μήλο της έριδος.
Ο διάβολος είναι το σώμα κ’ είναι το ίδιο πάλι
του θεού πρωία.
Κι αν ταξιδεύοντας εδώ στην ομορφιά
ό,τι βαθύ δεν σώζεται ώς τ’ άστρα
μελανή το λογίζω φανέρωση
κι απ’ τον πεσμένο άγγελο πάντα κατεστραμμένο το ταξίδι.
Κι όταν αγγίζεις την άυλη φωνή
με βήματα της ψυχής επί των υδάτων
εκείνο το άγνωστο νερό που πατείς
θαλάσσιο ή το ταπεινό ρυάκι στα πέλματα παίρνοντάς το
θ’ αποκατασταθεί μαζί σου ψηλά κι αξεχώριστα.
Και η κάθε πέτρα
που το βάρος του κορμιού σου θα δεχτεί
το σπίτι κ’ η τροφή το ασήμαντο
σύρσιμο απ’ τα δάχτυλά σου τρίχωμα κάποιου ζώου.
Όμως δεν έχει του κακού η πέτρα λύτρωση...
Έτσι φώναζα στην καρδιά μου και θρήνησα
πολύ κοντά στο μεγάλο νερό.

Του ήλιου ο δίσκος είναι πάντα ονειρώδης
ώς το βασίλεμα
έχω στα στήθη την ανάσα και τον καιρό της ομορφιάς
αλλ’ οι τοίχοι ολοένα μεγαλώνουν
απρόσωποι σκληροί τοίχοι ανέκφραστοι και βοεροί.
Βυθισμένες οι ρίζες στον ουρανό και στον έρωτα
διακλαδώνονται κάτω απ’ την επιθυμία σμίγουν
με το χώμα του σωματικού χρόνου
για να βλαστήσει ο θεός απ’ τη μετάνοια
και τη λύπη αγγιγμένος.
Αγάπη πράσινο κιγκλίδωμα
και το χέρι που δεν ωφελεί –
τον έρωτα μάχονται και τον φράζουν
οπού ανθεί και θέλει το στερέωμα.
Περνά σαν άγγελος η Άνοιξη στην πρωτεύουσα
τις αττικές νύχτες των μύρων
με τις φτερούγες ταξιδεύει και τα βάσανα
δεν αφήνουν ως εκεί να υψωθούμε.
Νοστάλγησα το μεγάλο νερό Υιέ μου.
Άλλο βαθύ που θα ’βρεις, είπε ο άνθρωπος των μνημάτων,
εδώ τελειώνεις και τον άλλο ουρανό.
Τότε φάνηκε ο νεκρός απ’ το χώρο της ομίχλης
που ήτανε κόκκινη σαν πυρκαγιά
έλιωνε το κερί
κ’ ενώ δεν πρόλαβα να δω το σημείο που έκανε
αφανίστηκε όλος ο νεκρός...
Είναι ακόμη το εγώ βαθύ και φέρνει απελπισία
μονάχα δεν το λέω ακατανίκητο
στα δειλινά ή μέσα στην αυγή δείχνεις το θάνατο.
Αφυπνίσου πάλι κοιτάζοντας
ο ελεήμων μεριμνά κι αγάπησε πολύ τον Ιωάννη.
Έρχομαι αντέχων
υπηρέτης απ’ τα δέντρα ω μητέρα
στο θαύμα της ωραιότητας
όλη την κόλαση που είν’ εδώ στη γη
της ξενιτιάς η ψυχή μου.
Τον έρημο επιστρέφοντας
απειλήθηκα με το ίδιο το σπαθί μου.
Βλέπω μια δόξα στα χορτάρια
διάνυσε την ψυχή
και τη μοίρα να σφραγίσεις όπως είναι με τη συννεφιά
και τα ουράνια στο μαύρο ραγισμένα.
Νοστάλγησα το μεγάλο νερό.
Άλλ’ ο θεός προστάζει τις χρωματιστές δυνάμεις
κια πλημμυρά την όραση
τους χιτώνες των ματιών μου.

ΘΡΥΜΜΑΤΑ ΕΥΣΕΒΕΙΑΣ
Στοχάζομαι τη μεγάλη ωραιότητα όπου ταξιδεύω
σαν το πάτημα της φωτιάς
σκιά είναι το αίτιο της σκιάς
ω άνθος που σε κλειδώνει
και πάλι σ’ ελευθερώνει
ο βιαστής αέρας.

Τα βάσανα κληρώθηκαν στην ψυχή μου
και χαώδης εγώ φάνηκα στους υλικούς ανέμους.
Όμως η ψυχή
γυρίζει πάλι στον Πατέρα
με τον έρωτα των πραγμάτων τολμηθέντων
κρατώντας ολόκληρη
συντρίμματα την έριδα.

Μέσ’ απ’ τις γλώσσες του πυρός
τρέχει η παντοδύναμη σκιά
των φοβουμένων έλεος με τ’ άνθη της σινδόνης.

Μοναστηρίσιο τρέχει το νερό στο ρείθρο
πέρ’ απ’ τα βηματίζοντα μεσάνυχτα της έρημης Αθήνας
όταν ο δρόμος ταπεινός μονάζει.
Στα πελάγη του σώματος ένας ήλιος λάμπει.

ΈΞΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΘΗΛΥ

ΔΥΟ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
Τα στήθη της νέγρας όπως η παράκληση
το ηλιακό σώμα ταλανίζουν.
Προσεύχονται οι κοκκινωπές
ανοιγμένες οι μαλακές παλάμες της
όμως αυτός ο διαμελισμός θα διαρκέσει.
Μέσα στα σίδερα μας είν’ ο έρωτας.
Κι όταν φεύγει απ’ τον ανάλαφρο κήπο η λευκή
άλαλα είναι τα στήθη της
βαπτισμένα σε πνοές μικρών ονείρων –
ω εύθραυστη βροχή –
και μια θέληση διαποτίζει τα μέλη της
ενώ η τολμηρή σελήνη
χύνει τον άργυρο.

ΤΟ ΆΦΘΑΡΤΟ ΞΥΛΟ
Ο σταυρός είναι δυο επιθυμίες.
Η μια επιθυμία που ερωτεύτηκε τα ουράνια
σμίγει και σταυρώνεται με την επιθυμία
καθώς διασχίζει τη γη.
Κι ο Χριστός είναι φιλικά εσταυρωμένος.

ΜΕΣΟΝΥΧΤΙ
Μικρή γυναίκα βλέποντας τη συμφορά
έχουν μεθύσει τα μέλη σου από έρωτα
που θύεται αγνότερος αντίκρυ στ’ άστρα.
Κ’ εγώ θα μείνω μια βρόμικη προσευχή
με κρύσταλλα χρωματιστά
ψηλά χαμένος.

ΛΙΓΟ ΕΓΚΩΜΙΟ ΓΙΑ ΤΟ ΤΡΙΖΟΝΙ
Το άκουσα να σχίζει αθέατο
με την επιμονή του θεού διδαγμένη στο ακέραιο
τα βράδια της Αθήνας χρωματισμένα ώς τον αέρα
στην εσχάρα που κρύβει την αληθινή όψη των μαγαζιών
άκουσα το τριζόνι να διδάσκει τη μοναξιά μας
μέσ’ στην οδό Σταδίου συντριμμένο
απ’ τους ήχους της ύλης άλλ’ ανίκητο.
Δεν έχει μέλλον
η σταδιοδρομία μονάχα της φωνής του
δεν έχει μέριμνα το αγαθό τριζόνι.
Όμως
εργάζεται στη μεγάλη πολιτεία
τραγουδώντας λυπηρά
και ο μισθός θα του δωθεί στα ουράνια.

ΤΑ ΑΙΜΑΤΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ
Κρούει ο θεός την άρπα της βροχής κάθε χειμώνα
τα φώτα κρέμονται της πόλεως λευκά
χωρίς τη γνώση του νερού και πάλι
καθώς ανάμεσα ουρανίων και γης
είναι ο δρόμος της αγάπης.
Τρέχουν απ’ τις υδρορρόες τα αίματα της ηλεκτρικής νύχτας
ώς κάτω στην άσφαλτο και βάφουν οδυνηρά –
μαζί με τη βροχή κατεβαίνουν και την αθωότητα.
Λησμονημένα παιδιά τότε κοιμούνται
όταν χάνεται η αρχή των πραγμάτων μέσ’ στους κεραυνούς
που ακούγονται απ’ τη θερμή τους κλίνη τόσο μακριά...
Στα δίχτυα όμως της νεροσυρμής
αιχμάλωτος εγώ είμαι
κοιτάζοντας τα αίματα μονάχος
την παράλογη ένωση της καρδιάς μου
ερευνώντας με το νερό.
Χίλιες φορές αλλάζει η όραση του ταπεινού
βλέπει τις κορασίδες οπού αγγίζουν
τρυφερά τα αιματωμένα τους μέλη
και ταξιδεύουν ένα όνειρο θανάσιμο
μέσ’ στο κόκκινο.
Χωρίς ενάντιο νόημα οδυνάσαι Κύριε
του σκοταδιού οι τροχοί σε βασανίζουν.
Όλα σε οδηγούν στην άλλη θάλασσα με τ’ άστρα
οι καταβροχθίσεις του γαλάζιου σε μαγεύουν
το μεγάλο άγνωστο νερό δείχνοντας
τις άγνωστες σταγόνες των αγγέλων
και το φεγγάρι αγαλμάτιο
στη μοβ αιθρία του χειμώνα.
Οι πόνοι βασιλεύουν ώς τη χαραυγή
εκεί σε κερδίζουν τ’ άφθαρτα πουλιά
στη δόξα των φυλλωμάτων.
Αναστενάζουν σήμαντρα στις μακρινές εκκλησίες
κι ανοίγουν την εξουσιαστική πρωία...
Ωραία σιωπή θύρα της χαράς ανέγγιχτης
και τα μεγάλα χέρια της νοσταλγίας
όπως απλώνονται στις δυνάμεις του έρωτα
σαν το παιδί αγιασμένου
έξω απ’ τη νύχτα
προς τον ήλιο της Αττικής υψωμένα.

ΕΓΩ ΥΠΑΡΧΩ
Κάτω απ’ την κυανή αιχμαλωσία τ’ ουρανού
είμαι ο ταμίας της τύχης μου.
Φίλος του νερού άνωθεν
κι ο ουρανός
συνάλλαγμα της ταπεινώσεως.

ΒΡΑΔΙΝΗ ΑΘΗΝΑ
Με τον ουράνιο Μπαχ
ερωτεύομαι νύχτες της πικρής Αττικής
ακούω γαλήνια κονσέρτα
που αναστρέφουν τον πόνο
σε χαλασμένα ραδιόφωνα χωρίς κουμπιά
σκονισμένα
συντριμμένα
των λυπημένων –
(βράδια μυρωμένα
η Αττική ανέβαινε ψηλά
κι ανέβαιναν
τα βάσανα κ’ οι έγνοιες...).
Είχα μιαν αγάπη
χάθηκε
την έφραξαν πάθη καιρικά
μα όμως κάποτε
λέω θ’ ανταμώσουμε ψηλά
μέσ’ στη γαλάζια σκόνη του αιθέρα.
Έχει άνθος στα μαλλιά
είναι τα μάτια της εφιαλτικά και σύρουν.
Άλλ’ εγώ με τη δύναμη του αθώου
στους κινδύνους
ανεβαίνω.
Είχαν μιαν αγάπη
τώρα ταξιδεύει μακριά
κ’ η σελήνη γέμισε κίτρινα πουλιά.
Έχει άνθος
και φέρνει
όνειρα στον ερειπωμένο μου
ύπνο.

ΜΕΓΕΘΗ ΓΑΛΑΝΑ ΤΗΣ ΦΛΟΓΑΣ
Μια πέτρα κλείνει όλους τους συλλογισμούς.
Και η γλυκειά γυναίκα τρέχοντας
ανεξιχνίαστη πέρ’ απ’ το θάνατο
με τα οστά του θηλαστικού ανοιγμένα
πάνω στην καρδιά μου
να κυλήσει όλο τον τρόμο.

Γυμνή εσύ τρέχεις μέσ’ στο δωμάτιο
και τρέχουν οι αμνοί
σε λεύκες που λυγίζουν
πάλι και πάλι με τον αέρα.

Τα χρώματα μοιράζουν τις γυναίκες
όταν καίει το γενετήσιο λιβάνι στους δρόμους
Μεγάλη Πέμπτη ο ήλιος το πρωί –
ποια είσαι η αναμμένη
με άστρα ηδονικά.
Στο πιο μαύρο σκοτάδι σε πλούτον απειλής
είναι η ξανθή βυθισμένη
κι ο Γιάννης ολοένα περιπατητής
μέσ’ στους θανάτους – όμως
αδύνατο στο θάνατο να περπατήσεις.

Αστραφτεροί κισσοί της Πλάκας
ερωτεύονται τη νύχτα στ’ άγια βήματα
φυτά που λησμονήθηκαν
στους μικρούς ναούς
ανάμικτους με τ’ ανοιχτά παράθυρα των κοριτσιών.

Κανένα κυπαρίσσι στο ύψος της αγάπης
ούτε βουνό κανένα
νέφος ακόμη δεν την άγγιξε
ο αετός ποτέ δεν την είδε στον αιθέρα
οι εκκλησίες των ελλήνων ερωτικές
οι αλαζονικές των τευτόνων που σφάζονται με τις αιχμές.
Κι ο ηγεμόνας χαμηλότερος.
Ώστε ταπεινός ανέβηκα προς τ’ αστέρια
του θεού τ’ αναστήματα.
Το ύψος είναι της αγάπης.

Οι γυναίκες αντικρίζοντας την Παναγιά ζουν μ’ ελπίδες
όπως αγαπά έν’ άνθος
το γνώριμο χέρι του ασημένιου κηπουρού
αόρατο.

Έχω μια λεμονιά στο πρόσωπο ριζωμένη
δέντρα και νερά η οπτασία μου.

Σαν την ψυχή μου η θάλασσα λευκαίνει τ’ ακρογιάλι
και πάρα μέσα οινόπνευμα το χρώμα της
ανάφλεξη προσμένοντας απ’ το κορμί της γυναίκας
όταν χυθεί στους τρυφερούς κυματισμούς
ενώ το βλέμμα χάνεται μέσ’ στο βαθύ λουλάκι
απελπισμένο.

Μη ζητήσεις άλλη δύναμη απ’ το χόρτο.
Έρχεται μέρα που θα εξαπολύσει ο άγγελος τον τροχό
με το γαλάζιο σκελετό να θραύεται
στις ξύλινες αχτίδες του.

Έφερα τα μυστικά της Ποιήσεως ω μητέρα
μέσ’ απ’ την έξοδο των αιμάτων σου.

Στου χρυσού τ’ αδράχτι πλέκεται η σελήνη
καθώς οι φωσφορικοί σωλήνες των διαττόντων
διοχετεύουν την πεσμένη δύναμη στο θεό πάλι.

Μορφή δυσανάβατη του χειμώνα
σε κλείνω στο αθώο μέσα φτερουγίζοντας.
Ας αρνηθεί ο έρωτας το λυπημένο σώμα
όταν η σινδόνη λευκή ωσάν περιστέρι
τυλίγει το σώμα με την εξουσία.

Ίδιος είναι πάντα ο ασκητής του ωρίμου
καρπού της μοναξιάς έχοντας
νυχθημερόν τα κέρδη της υπάρξεως.
Ο ταπεινός ευφραίνεται και λάμπει
γαληνεμένος όπως η άμμος
και τα φίδια των λάμψεων δεν μπορούν την αγάπη του.

Παράλυτο άνθος του πυροτεχνήματος
δεν αντέχω τη νύχτα όπως πέφτεις στο μη ον.
Είμαι αδύνατος δαμάζοντας τον αετό
πάνω στα κρανιόμορφα βουνά.
Η μοίρα είναι δύναμη.

Ασύμμετρες οι φλόγες
και το πεπρωμένο σαν πωρόλιθος
μοιάζοντας τ’ ουρανού των άστρων που είναι σπαρμένος
ασύμμετρα τις ασημένιες λάμψεις.
Όμως
οι φλόγες πλημμύρισαν το αίμα του θλιμμένου
τα υλικά της ευσέβειας έχουν πυκνώσει την ψυχή
και περιμένω
τα χρωματιστά πουλιά της αιωνιότητας
να καθίσουν στο δέντρο
ασάλευτα ριζωμένο στην ομορφιά
και τρομαγμένο.

ΤΟ ΈΑΡ ΜΕ ΘΥΕΙ Κ’ ΕΦΕΤΟΣ
Μέσα στην Άνοιξη ο Λυκαβηττός
άσπρα φώτα του Άι Γιώργη
εδώ που σχίστηκε με μια γαλάζια τύχη ο ουρανός –
και το μικρό κόκκινο φως απάνω απ’ τα δέντρα
εδώ που σχίστηκε με μια γαλάζια τύχη ο ουρανός
ερωτευμένους θα φορώ η Άνοιξη φωνάζει
σα να σχίστηκε
ο ουρανός απ’ τα γαλάζια χέρια των πηγών
και δείχνει ένα λίγο του Παράδεισου.
Μαρία δυσβάσταχτη των αγγέλων καμπύλη
και καρποί κρημνιζόμενοι
σε αναπνέω γυμνή με το πουκάμισο
και τη μαύρη γραβάτα μου ασθμαίνεις
όταν ο αέρας αιφνίδια μεταστάς
αφήνει τα ζεστά σου πόδια σε διάρκεια για μένα.
Κορίτσι του καημού της Αττικής
ουράνια βραδινά πάνω στα χείλη
ανάμεσα μας η ευθεία του θανάτου
τα πεύκα και τ’ αθάνατα σπιθίζουν –
φαρδιά φύλλα.
Έαρ η εποχή των εξουσιών
τη μοίρα διανύει κ’ εφέτος
αυτή την αρωματική δροσιά που συγχωνεύει
λουλούδια με τ’ αστέρια ώς μέσα στις χαρούμενες νύχτες.
Είναι φλόγα και με θυσιάζει
λάμψη Χριστού
και τα ορμητικά μάτια των κορασίδων
όπως ανοίγουν μοναχές τα στήθη.
Στους σπινθήρες των άστρων ολόσωμος εγώ
η ψυχή μου πατούσε το χώμα
κι άρχισα ένα τραγούδι
που με βύθιζε μητέρα στην καρδιά σου.
«Κλαίνε τα πουλιά γι’ αέρα
και τα δέντρα για νερό...».
Τι βαθύ ποτάμι κι ο ήλιος απ’ αιώνες
εκεί καρφωμένος βασανίζεται στον τροχό.
Αυτοθυσία είν’ η Άνοιξη κι ο χρόνος
μέσ’ στο ναό η σταύρωση και τ’ αθώα πετεινά.

ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Είμαστε πάντα το χώμα του καλού
έχουμε στην καρδιά μας ένα σήμαντρο.
Να ο Λυκαβηττός με τα ουράνια πράσινα
της χειμωνιάτικης μέρας η γλυκύτητα
του ανεβάζουν δέντρα μέσ’ στην καθαρή γέννησή του.
Εδώ πάλι εξαίσια ουράνια τυλίγουν κάτω απ’ τον Ιερό Βράχο
εμπρός στα μάτια τη γυμνή συκιά
ωσάν ανήσυχο σκελέτωμα
που κόβει την ανάσα –
γκρίζο λευκάζει
και τη θύρα της απελπισίας ανοίγει.
Ταξίδεψε σώμα γοερό μέσα στη μαύρη πόλη.
Οι σκουριασμένοι κίονες το σπήλαιο του Πανός
οράματα
πληγές
αίματα των πατέρων.
Ιδού ο Κήπος πέρα στην κίνηση των δρόμων
κρύβεται στα φυλλώματα της θλίψεως
κι ο ήλιος έμεινε στη μια πλευρά του δέντρου για πάντα
την κεντημένη κίτρινα φύλλα
ο ήλιος πόσων ημερών, αλήθεια, έχει κολλήσει
τις αχτίδες του πάνω στα υπάρχοντα φύλλα
και το νεκρώσιμο φεγγάρι βγάζει άσπρο...
Να θυμηθείς τον κόσμο πάλι
θυμήσου το παρόν
οι ξύλινες σκάλες που προσμένουν άλικα
τα μανταρίνια είναι κίτρινος Χριστός μέσ’ στις αυλές.
Αγνά παραθυρόφυλλα
κόκκινα σα βερνίκι
τα κεραμίδια χλοϊσμένα στις χοές του χρόνου
χωρίς λαλιά με ωχρό κερί ζητώντας τη δική σου
καθώς πίνεις της το μοναξιάς το ηδύποτο.

ΠΛΗΓΕΣ ΑΠ’ ΤΟ ΘΕΡΟΣ ΤΟΥ ΒΡΑΔΙΝΟΥ ΚΑΙΡΟΥ
Λένε του Γιάννη οι εχθροί
ποιος είν’ αυτός που μοίρασε τ’ αστέρια;
Ο σκοτεινός αλήτης
έχοντας μια διάχυτη χαρά στο χλοϊσμένο στήθος
και τη μεγάλη λύπη σε αρραβώνα της καρδιάς.
Απ’ το θεό αλητεύει σαν τους ποταμούς
καθώς ο αρχαίος εκείνος φυγάς με τη φωτιά στα σωθικά
του μαινομένου σώματος υπήκοος
ώσπου τον κύλησε φρικτά
μέσα στο ηφαίστειο η ορμή άλλ’ όμως
εκεί ψηλά μονάχα έρωτας το σώμα του ανεστήθη.
Λένε του Γιάννη οι εχθροί
την ξύλινη σκάλα θα γκρεμίσουμε
και πώς να φτάσεις μέχρι τ’ άστρα;
μα έχει αυτός με τις αχτίδες του φωνή και τραγουδά:
Ο ήλιος είναι μαχαιριές μέσ’ στα κλειστά φυλλώματα.
Κελί μου κατασκότεινο
εγώ που φεύγω το πρωί και τρέχω έρημος
τον τάφο θα νικήσω.
Θέλεις το μήλο της αυγής
έτσι όπως χάνεται πέρα στα λιόδεντρα
και δείχνει την άλιωτη αγάπη εδώ στο στέρνο
θυμήσου ένα παιδί προς τα ουράνια
τον άμισθο καιρό γυρίζοντας – χυνότανε στα χορτάρια
και με το γέλιο ανέβαζε τον πύργο του ονείρου του πάλι.
Τώρα δεν παίζει τον ανήλιαγο
και τη βασιλική τουλίπα κόκκινη δεν την ξαναχαρίζει
στη μικρή Ελένη με το τρενάκι των πέντε χρόνων...
Απ’ το λαιμό της γυναίκας άρχισε η προσευχή μου.

ΜΕ Τ’ ΑΣΤΕΡΙΑ
Στο ουράνιο πλήθος των ψυχών θα σε ζητήσω
μέσ’ απ’ την εκμηδένιση νέος και θεάρεστος.
Εγώ στους μαιάνδρους των ονείρων μπερδεύτηκα
σε κάθε βήμα η γη με ανατρέπει.
Ολόξανθη
θα φεύγεις απ’ τα κράτη
έχοντας και τα δυο σου χέρια
πάνω στην ήβη που σκιρτά
ολόξανθη
γυρίζεις υγρή στις πρωτεύουσες
ένα κοχύλι του θαλάσσιου κρημνού η μαργαρίτα των άκρων σου
και οι νύχτες γλυκά μακροσκελείς...
Θυμάμαι τώρα μονάχος με τ’ αστέρια
χωρίσαμε απόβραδο και πήγαινες
φρεσκοβγαλμένη απ’ την αγκαλιά μου –
ζούσαν ακόμη τα βήματα του κήπου ενώ έφευγες
παίρνοντας το χώρο μαζί σου.
Έχω στη μνήμη το υγρό φυτό με τα φύλλα του
που είναι πεσμένα φτερά πουλιού και τ’ όνομα του:
Justitia – ο ήλιος του Εθνικού Κήπου
μέσα στο απόγευμα των φυλλωμάτων μικρός φωτοστέφανος.
Από κόκκινο αίμα ο άγγελος έβγαινε
και χύνεται στη σινδόνη τ’ ουρανού
μα η ρομφαία λάμπει
στίλβοντας τη δικαιοσύνη που είν’ ο έρωτας.
Κάθομαι μια στιγμή στο κορινιθιακό κιονόκρανο
πλάι στο ρυάκι με το βυθισμένο σπόνδυλο
για να φέρω τον ιερό απελπισμό, αρχαίες ώρες.
Δεν υπάρχεις...
Ω θάνατε βασιλέα των πραγμάτων
πιέζεις απόψε το μικρό μου στήθος.

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΜΑΓΟΥ
Απ’ τις τόλμες που υπάρχουν όλες είν’ αυτός πιο ψηλά
ποτίζει τα μάτια στα όνειρα του με θάλασσα
εγκαταλείπεται στη μαύρη εκκλησία.
Βρίσκει καιρούς η δύναμη να κλείνει την καρδιά του
και ρίχνοντας μεγάλους ίκσιους στο αίμα
λύνεται η μοίρα του θάνατου απ’ τον καθάριο έρωτα –
αιωρείται
ζητώντας τα χέρια που κρατούν τους υετούς
πίσω απ’ τα σκληρά νέφη σαν πούπουλα.
Είν’ από κάθε τόλμη πιο πέρα
με τη φλόγα πληρωμένη στο θεό
έδωσε το λαμπερό νόμισμα
για να βγαίνει ο ήλιος απ’ τις ανταύγειες του
κι απ’ τον ήλιο η σελήνη μέσ’ στον άργυρο φωσφορίζει –
ώσπου η φλόγα εκείθε κατεβαίνει δωρεάν
και σα γλώσσα φωτιάς
στα σπλάχνα του εμβαπτίζεται.
Και η φλόγα μερίζεται
στο στήθος
την καρδιά περιβάλλει και τα όργανα του σώματος
αναβαλλόμενα τις λάμψεις αλλάζουν ευγένεια
και πάλι φανερώνεται
απ’ την ορμή του ύψους η φλόγα
στην πένθιμη κόμη του.
Τόλμες είναι τα μέταλλα που γίνονται
χρυσάφι με τη λίθο της ψυχής.
Πόσο ψηλά φτερουγίζει ο μάγος
δεν το ξέρουν οι εξουσίες.

Η ΈΞΑΡΣΗ
Εχθροί των ουρανών είμαι ο ταπεινός
που θα συντρίψει τα λίγα σας έργα μέσ’ στα στήθη
και τη χαρά σας
αφήνει στη φτωχή πλαγιά.
Ένας άγγελος με χάρισε ανάμεσ’ απ’ τα γυναικεία αίματα
κι ανάμεσ’ απ’ τα δειλινλα τα ολόσωμα
που υψώνονται ώς τη θλίψη των άστρων
κορυφές λουλουδιασμένες με τα εδελβάις.
Χορηγός της πνοής είν’ ο άγνωστος μέσα μου
όταν τα πρόσωπα κάτω στο δρόμο φωσφορίζουν
και πληγώνουν τ’ άγνωστα μάτια του
βουλιάζει από ένα κύμα δυνατό
μέσ’ στους πυθμένες της ανασφάλειας.
Κι όταν αγγίζει ο αέρας
το άγνωστο σώμα του
παθαίνει ταραχή
που καθρεφτίζει τα θραυστικά νεύρα.
Ενδιάμεσε Κύριε μαύρο του ωκεανού
συ που ηλεκτρίζεις τους στίχους μου
κι ανεβαίνουν ωσάν θυμιάματα
στην κυανή όσφρηση του ύψους
εσύ που ανάβεις τους χυμούς στα κλήματα
κρατώντας τη μαβιά ρομφαία –
η δύναμη σου βλέπει το δίκαιο της εξάρσεως.
Ηλίθιο αγέρι το δικό μου χρόνο θροΐζει
όπως απ’ τ’ άστρα φανερώνεσαι
όμως
με του γιασεμιού το μίσχο διασχίζω τη σελήνη
στον κήπο των θλίψεων...
Τότε μυρίζει το λιβάνι του πηλού
με τα ώριμα χέρια της μητέρας κινούμενο
μέσ’ στα δωμάτια το Σάββατο
καθώς ο ήλιος βυθίζεται στην ταπείνωση.
Τότε φαντάζομαι να γεμίζει θυμίαμα
ο χαμηλός αέρας στις λιτανείες
άμφια με κεντημένα ρόδα θαλασσιά
εγώ που κράτησα έως
έφηβος το θυμιατό
στα μικρά του κάρβουνα καίγοντας την αμαρτία.
Να υποφέρεις λοιπόν αφού ο ουρανός
ευωδιάζει λίγη χαρά άνωθεν.

ΣΤΗΝ ΑΣΙΝΗ ΟΙ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΕΣ
Εκεί που σώζονται καλύτερα τα τείχη
φωνάζοντας έφερα τους φίλους κι απομακρύνθηκα
για να τους φωτογραφίσω πάλι
κρατώντας το ανθάκι της καρδιάς
που είχα κόψει πάνω στον αρχαίο λόφο με τη θάλασσα.
Ήτανε δειλινό του έρωτα οπού ανοίγει τα νεφρά
και θραύει τη μοίρα
στα δέντρα ο ήλιος κλαίγοντας
κ’ οι φίλοι σ’ εκτελεστικό απόσπασμα θα ’λεγες εμπρός περιμένουν
με την πλάτη στων τειχών τις μελανές πέτρες
μια φωτογραφίαν ακόμη
στο θάνατο μαχαιριά που δε βυθίζεται ή χτύπημα
εναντίον του χρόνου λένε και χτύπησα με το χέρι
ασώματο σχεδόν
το μέτωπο μου.
Λίγο πριν εγώ ο γράφων μετρούσα χρώματα στο νησάκι
που είναι στη μέση της μικρής θάλασσας
έχοντας την ελάχιστη εκκλησιά – το άσπρο –
γκρίζες οι πόρτες οι κλειστές
πράσινο βαθύ μοβ πορτοκαλί
τα λουλουδάκια κίτρινο η φραγκοσυκιά
έντεκα χρώματα μέτρησα.
Τόσοι μείναν οι Μαθητές
ο συνειρμός του αριθμού
με χρώματα βυζαντινά τους έφερε στη φαντασία μου
και αμπελώνες είδα πορφυρούς όπου ο Δωδεκαετής έβγαινε
γελώντας από μυστική χιλιετηρίδα στο αγγιγμένο
κληματόφυλλο.
Οι σύντροφοι πάνε
συγχέονται οι φωνές τους για τον άρχοντα της Ασίνης
μιλούν
χρωματιστά μικρά κομμάτια
του αρχαίου πηλού γυρεύουν.
Εγώ μονάχος απ’ τη γέννηση πλανήθηκα στο μήκος του γιαλού
τα βήματα έσυρα
ετοιμοθάνατος αντίκρυ πάντα στην ομορφιά
πορτοκαλιές
ο χειμώνας
οι καρποί με τις θελήσεις του θεού
το βλέμμα έστρεφα να ωριμάσει στα σημεία
η μέρα τελειώνει
τελειώνει
τα σπλάχνα βαραίνουν η αναπνοή μου αγωνία
γλυκειά του μετέωρου ανθρώπου.
Εκεί σε είδα πάλι με την προσταγή που έλεγε:
Πράξε τ’ αστέρια
όπως το ψάρι σπαρταρά έξω απ’ τη θάλασσα
ζητώντας να γυρίσει καθώς με λέξεις
η ποίηση σπαρταρά να επιστρέψει.
Γιατί απόσπασες ομορφιά του θεού και την οφείλεις.
Μισεί τη μαύρη φυλακή που είναι κλεισμένη
και θέλει τα φτερά της η ορμή του στήθους.

                                        άσμα της πρώτης νοσταλγίας· έλευση
Τη μνήμη γυρίζοντας αγγίζει
την Αθήνα σκληρή στο σώμα μου
σκληρή στην ψυχή μου
η δύναμη μου που τραγουδά με τ’ αστέρια.
Ζυγιάζεται ο νεαρός αετός εκεί πάνω
οι θεϊκοί σπινθήρες τον περιβάλλουν.
Και της ύλης οι δέσμιοι καίγονται:
Των ρούχων αυτός ο βυθισμένος
κερδίζει τα αθάνατα
δεν έχει πού να κλίνει το σώμα του
με το δέρμα του σκότους
αυτός λοιπόν του ελληνικού λάμποντας
εφήβου λαού την τραχύτητα;
Ουαί φωνή των πιθήκων
έρχομαι απ’ τους κόλπους του Αβραάμ
η καταγωγή μου τα νέφη.
Και πάλι άνοιξαν απάνω οι ουρανο΄θ
στα υπερώα του κόσμου
η αρχαία φωνή που σας παραλύει –
Αυτός είναι που ευδόκησα
και σημείο σας έδωσα τα χέρια του.
Αθήκα σκληρή στο σώμα μου σκληρή στην ψυχή μου.

Του αδειασμένου τώρα θάνατου τις εισπράξεις ο θεός έλαβε
και την εαρινή Ασίνη πλημμυρίζει το αγκάθι του Χριστού
το σφάλαχτρο η ερωτική μολόχα τα σχοίνα
ελιές άγριες απάνω στην άσημη ακρόπολη νεαρές
ελπίζουν βαθιά και τις βλέπω γυρίζοντας απ’ τ’ ακρογιάλι
μ’ έναν ψαλμό στο έρμο στήθος...
Ιδού η πύλη των τειχών κατεστραμμένη
μέσ’ απ’ αυτήν ο ήλιος βουλιάζει στη χλόη
δυο τρία μέτρα μόνο βασιλεύει μακριά μου
λάμψη μοναρχική
το χρώμα της
ωσάν το μήλο.
Βαθύς ηττημένος που έχει την καρδιά του σκήπτρο
κοιτάζω τα πόδια μου καθώς προχωρούν.
Αγκάλη ο τόπος κι ο ήλιος οριζόντια λάγνος
εγκαταλείπεται στα πράσινα τραπεζάκια του καφενέ,
Εκεί ζηλεύω το σίδερο κ’ ήθελα τη μοίρα τους
όλη τη σιωπή των αψύχων.
Ένα φαρδύ μεγάφωνο στον τοίχο κρεμασμένο
ανοίγει λάκκους μέσ’ στα νεύρα:
«Όλα είναι ένα ψέμα
μια ανάσα μια πνοή
σα λουλούδι κάποιο χέρι
θα μας κόψει μιαν αυγή...».
Είναι χρόνια που τραγούδησε
ο έλληνας το μικρό θαλασσάκι
- θεός είχε πάρει τον πηλό της νύχτας
και πλάστηκε ο ποιητής –
την αφή του νεκρού αχαιού δραματίζοντας.

Οι μέριμνες αλλάζουν πάντα στήθος για να κατοικήσουν
όταν αρχίζει η ψυχή
και λιώνουν όλα τα τυφλά σε ηλιακή θερμοκρασία.
Τα σώματα εγείρουν τη φωνή των σπαραγμένων όπως φεύγουν
μέσα στο μαύρο τρένο το ταχύ.
Και λιώνουν όλα τα τυφλά σε ηλιακή θερμοκρασία...
Ποιον βασιλέα ζητούσες απ’ την ερημιά
τι έψαχνες με τα δάχτυλα εδώ
στα ηλιοκαμένα τείχη καλέ γεωργέ;
Σφυρίζει ένας άντρας πέρα στις πορτοκαλιές απαντά
η βορινή και της γυναίκας φωνή των στεναγμών.
Ανοιγμένη στα χώματα εκείνη
δέχεται το πορτοκαλάνθι που πέφτει στην τύχη
έχοντας όπου φυτρώνουν τα νεαρά
κι όμως αδειασμένα σκέλη πηγή θανάτου
το δύσοσμο αίμα που σκλαβώθη ανάμεσα
και μαρμαρυγής
ιδέα χορεύει με τον ήλιο πάνω στα στήθη της.
Κάθε παιδί που γεννιέται μεγαλώνει το θάνατο
μα η ώρα με τα δέντρα ώς το τριζόνι αγκαλιασμένη
όταν ο κύρης θέλει τους πόθους
του κορμιού η λαμπηδόνα πλημμυρά τα μάτια
οι σπόνδυλοι ωθούν τα ρίγη προς τα κάτω
και πλησιάζοντας ο θαλερός
βγάζει το κεφαλοπάνι της γυναίκας του...
Φύσηξε άνεμος.
Εχθρός και φίλος η βροχή
πισθάγκωνα είμαστε δεμένοι στη φλόγα
κακός ο ήλιος γίνεται καιροί αναπάντεχοι τα ζώα
ολάκερη σοδειά κρέμεται στο πεπρωμένο/
Η Ασίνη
η Τροία
να η ζωή
γλυκύτατη
ακούγεται απ’ τα δέντρα με βλαστήμιες.
Ολούθε ο φόνος λαμποκοπά και χαίρει
στα ήρεμα φύλλα γίνεται φθινόπωρο
μεταμορφώνεται σε όργανο αιχμηρό.
Πανταχού ο θεός με τους θαμπούς εσπερινούς
αυτά τα γραΐδια του Παράδεισου
που πηγαίνουν στην εκκλησία συλλογισμένα και
τον ήχο της καμπάνας ακολουθώντας.
Ο που σταυροκοπήθηκε για μια στιγμή
δε χάθηκε στον αιώνα.
Τρέχει παντού ο θεός
από χέρια ορθόδοξα στον τοίχο γραμμένος
νέος παιδίον Αττική
σταυρίς
υπεράνω των ασιναίων υψωμάτων η μοίρα μου
τ’ Ανάπλι.

ειρμός
Το χάρισμα δεν το πόθησα ο ουράνιος έλαμψε βαθιά
ερειπώνοντας τον κόσμο του σώματος
όταν η δύση του ηλίου με κρατούσε απ’ τα χέρια
στο παιδικό Ανάπλι τρυφερό σαν χορτάρι.
Μυθική της νεφέλης αρχαιότητα
η καλή Άνοιξη δε θα ξανάρθει στα χρυσά προσωπεία
κι ο ταξιδιώτης είναι μόνος.

Καπνίζω αυτάρκης ενώ το βλέμμα χρησιμεύει
σαν αφή για ν’ αγγίζω τη λύρα.
Οι σύντροφοι σιωπηλο΄θ
έρχονται από διάφορα σημεία
το δειλινό φέρνουν στα χείλη και το πίνουν
μου δείχνουν τα ευρήματά τους αφήνοντας ένα γέλιο
με τα δάχτυλα σ’ αυτό το θάμνο
ενθύμιο του ανθρώπου στην αφθαρσία των ήχων...
Βρήκα τα χρόνια μας εδώ κρυμμένα τους είπα
μέσ’ στη γυμνή καμπάνα του καλοκαιριού
ασβεστωμένες είναι δυο κολόνες που την υψώνουν ώς την καρδιά
να κυματίζει το χρυσάφι του ώριμου σίτου.
Και φίλησα την εικόνα τη σκαφτή
καμωμένη στο φλαμούρι.
Χαίρετε οι ταπεινές
παρουσίες απ’ τα έγκατα του πράγματος
άσπρη ελευθερία των φοβουμένων αληθώς
όπως ο αγρότης ιερέας φορώντας μονάχα το αντερί
φαίνεται πέρα στο δρόμο επιστρέφοντας με το βυθισμένο ήλιο
απάνω στο πουλάρι του όνου φιλέορτος –
έχει τελειώσει τον κάματο της ημέρας μακριά
και το καλυμμαύχι ποτίζει απ’ τον ιδρώτα στο μέτωπο του.
Χαίρεται αναπλιώτικα χώματα έψαλλε η καρδιά μου
κι αν ο κόσμος τούτος χαθεί ανεβαίνουμε στα ύψη.

άσμα της δεύτερης νοσταλγίας· επάνοδος
Λαός ο μιαιφόνος άλλοτε και πάλι
συλλογιέται σήμερα Τον καρπό να σπαράξω.
Άγρια μεσημβρινά ζώα μοιράζουν μηχανές
ανακινείται ο βόρβορος
μ’ απελπισμένα γρανάζια στα σωθικά τους:
Βαραββάν Βαραββάν –
αυτός είναι ο ήχος άλλοτε και πάλι.
Να σφάξουμε τον αμνό κράζουν μέσ’ στην Αττική τα ένστικτα
είθε να βλέπαμε τα θρύψαλλα του ευγενούς.
Η αγέλη τρέχει
το ιερό χώμα
με χτυπήματ’ αναρίθμητα ταράσσοντας.
Όταν θ’ αναληφθώ θαλάσσιος απ’ την αιθρία
βάρβαρα ζώα συλλογιούνται τον καρπό
και τ’ ανθρώπινο στήθος προδίδουν.

Ξανθές είναι οι γυναίκες που τραγουδούν
με μια βαθειά συγκίνηση φθινόπωρου
«όλα είναι ένα ψέμα» κ’ η φράση μυρίζει
μέσα στην ψυχή
βερνίκι για ποδήματα
ώσπου ο Αλέξαντρος φωνάζει πως αναχωρούμε.
Μικρά χιλιόμετρα λοιπόν αποστηθισμένα
ώς την πατρίδα ξετυλίγονται
και ιδού το δειλινό των υδάτων
υψώνει φλόγες οδυνηρές
ανεβαίνουν απ’ τα νερά και πλατύνονται
οι ανταύγειες ολόγυρα σαν μεγαλοφυΐα.
Ο δρόμος είναι μοβ απ’ το ηλιοβασίλεμα
όμως εγώ απ’ το κάστρο δεν επέστρεψα της Αρχαίας Ασίνης
έχω σταθεί εκεί άυλος να βλέπω
το παλιό μοναστήρι της Κοιμήσεως
εμπρός ολοφυρόμενο
μέσ’ στου καιρού τη φιλότητα
την ταπεινή καμπάνα που βρίσκετ’ ανάμεσα στην πύλη
των τειχών και στις βρόμικες φωνές του καφενέ.
Με αγγίζει ένας άγγελος
τόσον σκοτεινός
όπως ο κάκτος του βραδινού χειμώνα
ώσπου το αίμα
μου θυμίζει – νερό κερί ρετσίνι των πεύκων.
Όλη τη μοίρα δείχνει το σβησμένο κάρβουνο
και με τα χέρια μαυρισμένα
πιάνοντας το λαμπερό ποτήρι
στην αίθουσα του «Αμφιτρύονα» της πόλεως
τι ωραίος που είναι, σκέφτομαι, ο πάγος μέσα στο κονιάκ...
Τη νύχτα ο ύπνος γέμισε γοργά το κεφάλι μου.

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΣΤΑΛΑΓΜΙΤΗ
Μια μέρα γεννήθηκε στη μακρινή Βηθλεέμ ο έρωτας
στην κοιλιά του καρπού λησμονημένος
και του έδωσαν τ’ όνομα Καρπός
όλα τ’ άστρα των παιδιών αγαπημένων
με τους ανέμους όταν λευκάζουν το χειμώνα.
Εγώ ήμουνα εκείνο τον καιρό στην πέτρα
οι καμπάνες οδηγούσαν από χαλκό μεγάλο
ένα τραγούδι νοσταλγίας αιχμάλωτης...
Εντούτοις άκουσα το σπήλαιο
κι ανεβαίνοντας
σ’ ένα βαθύ άλογο πήγαινα σ’ αυτό
κρατώντας ευωδιαστή φασκομηλιά προς τη θέρμη
του βρεφικού δέρματος όνομα βαθύ κι ανάερο.
Δεν έβρισκε λαλιά ο βαθύς ελαιώνας για να φωνάξει
κι ο θάνατος έφευγε στ’ αστέρια
μονάχα το άστρο νικούσε το πλήθος που είναι τ’ αστέρια
λάμποντας το Ένα.
Ο θεός έκραζε τη λαλιά:
Δίδαξε με
στο άστρο στρεφόμενος, είπε,
και τα μαρτύρια γεννήθηκαν απάνω απ’ τις λάμψεις
χαρίζοντας ηρεμία στην έμψυχη κλίμακα.
Μια γυναίκα λευκή
αποθέωνε τον άντρα ψηλά στον αέρα μοβ
η αδαμική χάρη σε κάθε σώμα γνωρίζει τον τρόμο, είπε,
κ’ η χρονιά ζύγωσε στην καρδιά μου με χιόνι θαμμένη.
Μοιράζεται τη θλίψη με τις πέτρες
μοιράζεται με τη βροχή
ο ταπεινός μοιράζεται τη θλίψη
με τον ήλιο, πάλιν είπε,
και βλέπει τις ρίζες της φλόγας όπως ανεβαίνει
πιάνει τις ρίζες αυτές ανάμεσα
στο ξύλο
στους τριγμούς ανάμεσα στις γαλάζιες φάσεις.
Ιδού λοιπόν ο χρόνος είναι χιόνι
δεν είναι ρολόγι –
και κρατούσε το θήλυ πότε τα φεγγιστά νερά
πότε μαύρες πέτρες της Δήλου.
Σαν είδα το σπήλαιο
συγκρατήθηκα στην πρώτη φλέβα του βράχου μας
ενώ με κάλεσε το ακέραιο γαϊδούρι κινώντας
και τα δυο του χέρια
μα όμως ευγένεια φανερώνοντας ήρθε και το βόδι
πειθήνιο στον ήλιο της νύχτας
για να δω το δοκιμασμένο χρυσάφι.
Κι αντίκρισα το χρυσάφι
καθώς ένα φτωχαδάκι του τόπου μας
ήτανε το βρέφος στη μητρική βύθιση
ολομόναχο με τ’ άστρα.
Ώσπου χάραξε...
Στο σπήλαιο –μιας ηλικίας χαμένης- δεν υπήρχαν
ειμή μόνο σταλακτίτες
που κρέμονταν δεν υπήρχαν
ειμή μόνο σταλαγμίτες ανυψούμενοι.
Εγώ ο σταλαγμίτης
ολοένα
πλησιάζω το σταλαχτίτη που με κράζει απεγνωσμένα
για να εγγίσουν κάποτε τα στάγματα
τη μεγάλη ένωση...

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 1953
Ζούσε ο πατέρας μου κι ο ήλιος έβγαινε ήσυχα
λέγοντας απ’ τους πυράκανθους η κορασίδα τη μοναξιά μου.
Αίφνης ένα σκοτάδι σκέπασε τα φρένα
και το μελάνι του μέλλοντος
χύθηκε απ’ τη θρυμματισμένη θύρα τα μεσάνυχτα
στο δάπεδο με τα βίαια χέρια μου.
Ο καιρός ήτανε σφαγμένος ωσάν τον πετεινό
και φώναξα: Θεέ μου έτοιμοι είν’ οι δρόμοι σου.
Όταν ξημέρωσε
μπήκα πιο βαθιά στη νύχτα
τη φρενική του στρατιώτη
ώσπου μια μέρα γελούσε στο κατώφλι
ο πατέρας ώς τα χείλη μου
και πάλι φώναξα: Φεύγω απ’ τη λάμψη του σώματος
θα νηστέψω
θα κερδίσω με λίγο άρτο την τροφή μου.
Κ’ έγινε φως, αλήθεια στην καρδιά μου που δεν περίμενα,
τρέχοντας απ’ τα καλλίθρειρα νάματα.
Τους ήλιους ανέστρεψα και γνώρισα με ψυχρή ορμή
τον πόνο του λαμπερού σίδερου στο δέρμα μου.
Είχα μπει στο μεγάλο σκοτάδι του αίματος
με τη γεύση του μελαψού Χριστού
έχοντας το σημάδι του Παντοκράτορα στο αριστερό χέρι.
Τη σκηνή του θανάτου την είδα βροχερός
όπως έκανε το σημείο του σταυρού ο πατέρας μου
γυμνός με τη βαθειά νύχτα και τα συντελεσμένα...
Γάτες με κίτρινα αινίγματα
έμπαιναν αθόρυβα στην ψυχή μου
άλλ’ υπεράνω ακούστηκε τότε χλιμίντρισμα
το άλογο του θεού, είπα, φωνάζει την καρδιά μου
για το ταξίδι ολόκληρο του προορισμού.
ΜΙΑ ΚΑΚΗ ΚΑΡΕΚΛΑ ΕΙΝ’ Η ΜΟΙΡΑ ΜΟΥ
ΟΠΟΥ ΜΕ ΚΟΥΡΑΖΕΙ ΚΑΙ Τ’ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ ΣΚΥΛΟΣ
ΠΟΥ ΈΦΤΑΣΕ ΣΤΗΝ ΟΜΟΡΦΙΑ.