της μητρός μου, ότι εν τη κοιλία αυτής η φιλία του κάλλους εδόθη μοι
ΝΕΟΤΕΡΟΣ
Ό,τι δείχνω είναι η ουράνια πηγή
με τον έρωτα
με τα στήθη
ό,τι δείχνω είναι η ουράνια επιστροφή
με γυμνά δάκρυα
με πόνο θησαυρισμένο στο βλέμμα
ο ποιητής είναι μια νύχτα στη θάλασσα.
Θεέ μου σε κυνηγώ
όπως παιδί τις πεταλούδες.
Θεέ μου σε κυνηγώ
όπως παιδί τους συνομηλικούς μου
στο δειλινό παιχνίδι.
Αισθάνομαι μόνος
αφού δεν υπάρχει δεύτερη ζωή ν’ αλλάξουμε
και το φεγγάρι ταξιδεύει πάντα ίδιο.
Σύντροφε ουρανέ
άλλοτε η ελπίδα φεγγοβολούσε στα χέρια
κοιτάζω το σώμα βρίσκω τ’ όνειρο
πάει κ’ η αγάπη
χάνεται
σαν το νερό στην πέτρα.
Τι είναι πια ένα δέντρο τι είναι τ’ ασημένια φύλλα;
Μέσ’ στην ορμή της ερημιάς γινόμαστε διάφανοι.
ΡΟΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗΣ
ΑΛΚΥΟΝΗ
Δυνατή ώς τη θάλασσα με χίμαιρες θερμές του αέρα
ήτανε σα νερά στο πρόσωπο τα μαλλιά της
εγώ την έβλεπα ονειρεμένη στους αγρούς
με του φυτού τ’ ανάστημα ο μόνος.
Αλκυόνη φέγγεις τα όνειρα και χύνονται κρουστοί καρποί στο σπίτι
μιαν ώραν οπού χαράκωνες το λάμπρος μέσ’ στις σιωπές
η νοσταλγία σ’ άγγιξε βραδάκι.
Άκου, κράζει ο κόρακας ερημικά πετώντας
πηγαίνει με τον άνεμο φτεροσταματημένος: Ο καιρός θ’ αλλάξει.
Μα εσύ πέρα στην καλοσύνη αλιεύεις τ’ άστρα
κι αστράφτει το χρυσάφι έξω από κινδύνους.
Αλκυόνη έν’ άγγελμα σιμώνει μέσ’ στην ταραχή του άνθους
εγώ ο δακρύπλουτος
πίνω καφέ σύντροφο στο μυθικό γαλάζιο
σύγκορμα δευτερόλεπτα περνούν απ’ τη γεύση μου.
Φως υπεράνω έρχεται και χύνει την αγάπη
καθώς ο δρόμος είναι γυριστός – της μοναξιάς τυλιγάδι.
Κατόπιν από μια ωραία γυναίκα τι να υπάρχει; Μονάχα ο τάφος.
Κι ο έρωτας ενώνει τα κορμιά
με την υγρή του σύνδεση για πάντα
σε μια στιγμή
που ο φθόνος του καιρού την ξαναπαίρνει.
Έφυγαν οι μέρες έχω την ωραία μνήμη.
ΒΡΑΔΥ
Μια γυναίκα κλαίει στον ίσκιο της φωνής –
ω γοερά γόνατα – και φεύγει
το κακό σαν άχρηστο ζώο.
Έβλεπα τα στήθη της
κ’ ήτανε βράδυ πολύφυλλο και φωτισμένο.
Σα μίσχος άνθους ο χρόνος
αθώα υψούμενος.
ΠΙΚΡΟ ΚΥΜΑ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΕΩΣ
Η καρδιά κλονίζεται μ’ αναστάσιμα
στέγες αναίσθητες απ’ τον ήλιο φαγωμένες
εγώ είδα τα μάτια μου σαν εργαστήρια της λάμψεως
μέσ’ στην αγάπη ολημερίς –
κ’ η αγάπη να σφάζει τους ανθρώπους υπάρχει
μ’ ένα ουράνιο μαχαίρι των πράξεων.
Η Άνοιξη στο χώμα βασιλεύει
μέρες ώς τ’ αστέρια ο άγγελος έχει το θάνατο πλημμυρίσει.
Ώρες που σας περπάτησα
νύχτες ανόμοια ηττημένες...
ΤΟ ΙΕΡΟ ΧΑΣΜΑ
Η γυναίκα βαθαίνει το κορμί
ποτέ την ψυχή με τους ήλιους της
αλλάζει την όραση σε σκοτεινό δρόμο
είναι δίχως τρόμο.
Παίρνω τη λύπη σαν κλουβί
πουλιά δεν έχω
γυρίζοντας απ’ τα μαλλιά της
βλέπω το κέρδος αδειασμένο
δροσερός από τρόμο.
ΦΩΝΗ ΓΙΑ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ
Δόξα στην ερημιά που λάμπει στο στήθος μου
βαθύτερος ο λυτρωτής κ’ η ομορφιά στις ουράνιες εντάσεις
εκείνος έζησε ψηλά
εκείνος πάλι αστράφτει μέσ’ στις νύχτες
οπού ξεχνά τους γενετήσιους κρωγμούς
ανεβασμένος ώς την άκρατη σιγή και μονομάχος.
Τα χόρτα και τα έντομα ποτέ δε με παιδέψαν
η ώρα πάντα μ’ αγαπούσε μέσα στην ανατολή
γύρεψα τα πουλιά και μου αποκρίθηκαν.
Υπήκοος του ανέμου
έρχομαι να φωνάξω δυνατά με τη φωνή σαν όπλο
είναι μικρός ο ήλιος της γυναίκας.
ΑΣΜΑ
Ταξιδεύοντας μέσα στις ξένες βροχές
κηρύσσοντας την αγαπημένη
θάνατος άλλος δεν υπάρχει μόνον ό,τι διάβηκε
την ώρα που ο σκύμνος νείρεται σκοτεινά
την ώρα που ο σκύμνος βαθαίνει το μαύρο
με λίγες φωτιές να αιωρούνται στα μάτια μου
όπως ο ουρανός διάτρητος από έρωτα σπιθίζει.
ΣΥΝΤΡΙΜΜΕΝΟΣ
Τι είναι ο έρωτας έζησα με τ’ άστρα
κρατώντας το στέρνο μου στα χέρια ξεκαρφωμένο
εγώ έπεφτα όπως ένας κάδος πέφτει σε πολλές σκάλες
χύνοντας το νερό τόσον άτυχο
εγώ έπεφτα
ενώ καίγονταν μέσα μου τα εικοσιτετράωρα.
Να η λαλιά της αγάπης στις σκόνες στα ποδήματα
έχω τη χάρη να γκρεμίζομαι απ’ τα σπλάχνα
και βλέπω, είναι με το μέρος μου ο ίλιγγος.
ΕΡΗΜΟΣ ΣΑΝ ΤΗ ΒΡΟΧΗ
Διαβαίνω αγιάτρευτος μέσ’ στ’ όνειρό μου
σε δίχτυ μόνος της πρώτης σιωπής
έδειξα τα πτηνά διχάζεται ο δρόμος
η αλήθεια φαρδαίνει πάντα την ορμή.
Κ’ η μοίρα των άστρων
θα είναι τέφρα θα είναι μια μεγάλη πυρική
τώρα μαθαίνω το αίμα μου
δίχως τους δροσερούς υάκινθους
τώρα σε βλέπω δρόμε του καλού σαν ειδοποίηση με κρίνους
έχοντας το σακούλι τ’ αναστεναγμού
κι όλο πηγαίνω
πηγαίνω
στις
πηγές.
Ποτάμια δάση και νερά που με καλούν
αιώνες λουλουδιών εκείθεν…
Ω σώμα, τη μνήμη δεν κρατώ
μάχομαι στην ανάμνησή μου.
Ο κόσμος οπού θα λησμονηθώ κορυδαλλός είναι μονάχα
και το κελάηδημα είμ’ εγώ
και το φτερούγισμα δεν επιμένει
μα τα πουλιά βαραίνουν απ’ άλλη καταγωγή
φεύγοντας τη δική σου τύχη, σώμα.
Ποτάμι αχθοφόρε της πηγής
όταν ο μελαχρινός αέρας τραγουδήσει
της νύχτας ο μικρός αυθέντης
κινώντας φύλλα και πουλιά στη σιωπή
δεν είμαι μόνος.
Κι όταν μια έρημη μάντρα κοιμήσει τα ερπετά
κι όταν αγγίζω το στήθος της ωραίας κόρης
ο δρόμος δένει πάλι τ’ όνειρό μου.
ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ
Είπα την ψυχή μου με μαύρο ψωμί και μέλι
στα χαράματα
στους δρόμους
στην Αθήνα.
Τότε που ο αέρας έδενε τα σύννεφα
σαν πεταλούδα έχασα το χνούδι.
Τώρα δεν έχω δρόμους ουράνιους
φεύγοντας απ’ τη θύμηση το θάνατο μαγεύω
είν’ ο κόσμος ενάντιος
είν’ ο Ιησούς
τριήμερος ολοένα σκάβει την Ιστορία
δίχως φωνή
δίχως αγγέλους.
Είναι μόνος ωσάν χρωματιστό πουλί
αιωρούμενος απάνω στα νερά της κακίας
χορηγός των ψιχίων
ωραίος φίλος των δύο Λάζαρων –
έδωσε τον ένα στην πείνα
έδωσε τον άλλο στην ανάσταση.
Κ’ εγώ γράφοντας αγγίζω τ’ αστέρια
θνητός
εναγκαλίζομαι την εσπέρα
θνητός
και μέσ’ στη νύχτα κλαίω.
Χαίρετε σεις αηδόνια του καλού
με διώχνουν τα χαράματα δεν έμεινε αγάπη
τ’ άνθη της λησμονιάς –
είπα την ψυχή μου με μαύρο ψωμί και μέλι.
ΕΝΝΕΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΕΣ' ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
ΑΓΓΙΖΟΝΤΑΣ
Είναι κορμί ο ουρανός της Αττικής χαίρεται και λυπάται
δείχνει τα μαύρα γερατειά
καθώς η νύχτα ομοούσια με τη θλίψη
κλώθει τα δικά της πετεινά
η νύχτα η καθίζηση του θείου
και θυμάμαι το γενετήσιο αίμα της.
ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΣΤΑΔΙΟΥ
Τρέχει μια ξανθομάλλα
δυο φλόγες τριανταφυλλένιες
ανεβαίνουν απ’ το στήθος στο λαιμό της –
άραγε που πηγαίνει.
Και συ παιδί της λησμονιάς
ευωδιασμένο μέσ’ στα βάσανα
μικρέ έλληνα στρατιώτη της δυστυχίας
ανάμεσα περνάς απ’ τις δυνάμεις της οδού
κρατώντας λίγη πούληση στα χέρια.
Χάρισέ μου το μενεξεδένιο τραγούδι που λένε τα μάτια σου
γνωρίζω ’να κοράσι μ’ όνειρα στα χέρια
χαίρεται στο πιάνο κάποιες ώρες μακρινές
τα ξέρεις αυτά τα χέρια
που δεν έχουν την τόλμη του σώματος
αλλά μονάχα
τα πλήκτρα βυθίζοντας
μιαν εξαίσια ομορφιά απελευθερώνουν;
Με γιασεμί παράπονο στα χείλη
τρέχεις εμπρός, γυρίζεις πίσω
παρακαλείς τον κύριο με το καπέλο –
μικρέ φωνακλά του δρόμου
πληγώνεις την καρδιά.
Είν’ η μοίρα μας έτσι
ώς το θεό φτάνοντας μέσ’ στον ήλιο.
Αντίο αγόρι
για σένα λυπάμαι
εγώ πλάστηκα με πόνο για κάθε τόπο και καιρό.
Δεν είναι τίποτα η ξανθομάλλα το κατάλαβα
με τριάντα δραχμές ησυχάζω.
ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ
Γυρίζει ο έφηβος με τα σφουγγάρια
της ψυχής πραμάτεια. είναι μονάχα ένας γέρος τ’ ουρανού μας
και δροσερός ο πανικός σε τέτοια πατρίδα.
Όλοι πηγαίνουν έχοντας τη φτώχεια ή τον πλούτο
αυτοκίνητα διασχίζουν τους δρόμους
με στεφάνια κηδείας φορτωμένα
όμως
ο γέρος που τον περονιάζει σαν κρύο η νεότητα
με απούλητα σφουγγάρια ψάχνει το κακό
να τ’ αφανίσει θα ’λεγες
απ’ τα σφουγγάρια τραβηγμένο σαν υγρό.
ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙ
Τρώει ο ρωμιός απάνω στο μάρμαρο
- μεσημεριάτικες απογνώσεις –
κ’ είναι σα μοναστηράκι του σώματος
γεμάτο φύλλα και πουλιά.
Έχει τον ήλιο το φτωχό εστιατόριο και τον διασπαθίζει
μέσα στη σκόνη του φωτεινού αέρα
γαλάζιες μύγες ωσάν ανθάκια
κομμένα γύρω μας βομβίζουν.
Τρώει με μια πικρή ματιά ο ταπεινός απάνω στο μάρμαρο
σκύβει κρατώντας το ζεστό ψωμί
και συλλογιέται
την πλάκα του τάφου.
Κοντό κριθάρι αγκυλώνει τη θύμηση
τα σπίτια οι δρόμοι και τα δίκαια χέρια
φυλλώματα κόκκινα δίχως ελπίδα...
Ήχοι και θάνατος
η ερωτική ασπράδα που πύκνωσε τα νέφη
ταυτισμένα στους κήπους με τα δέντρα.
Ο ΚΗΠΟΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΑΝΑΣΑΙΝΕΙ
Θάλασσα πίνεις τα ποτάμια πίνεις όλα τα νερά
μέσ’ στον καιρό της υπάρξεως ανάστροφα νέμεσαι την ομορφιά
πέρα στη δύναμη που κλείνει ο ουράνιος αέρας
όπως εδώ στην άνομη πόλη
ο Εθνικός Κήπος καθαρίζει την ψυχή με ήλιο και με δέντρα.
Ένα μεγάλο φύλλωμα σκέπει την καρδιά μου
κλειδώνει τα πουλιά
σχίζοντας απ’ τις ευωδιές χιλιάδες αναστάσιμα
κ’ η γυναίκα βαθύ βασίλειο σκλαβώνει το δέρμα μου.
Όποιος έριξε τ’ αστέρια στην αγριότητα
νιώθει τον πλούτο του άνθους
οι θεοί κατεβαίνουν απ’ τους μίσχους ώς τη μοναξιά
και τους χυμούς ανεβάζουν με γαλάζια όργανα
γενετήσια.
Ω σιωπή βγαλμένη στα παράθυρα του αιθέρα
σα να δείχνεις
τις κυματιστές ρίζες του κήπου,
άλλη ματιά δεν εχάρισε το αόρατο μέσ’ στο αίμα πρόβατο
που σκύβει στο χορτάρι σου ψηλά, μονάχα των αγγέλων.
Κρήνη θανάτου ανθίζει με χρυσάφι
κ’ η όμορφη φτέρη ψιθυρίζει νέους ύμνους
φανερώνοντας τη σοφία της αναπνοής
ολόκληρο το θάμβος ωσά σώμα.
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΙΟ ΤΟΠΟ
Νύχτα βεγγαλική φαιδρύνει τους θορύβους της Αθήνας
όπου σπιθίζουν ίμεροι
κι αεράκι σαλεύει τις φυλλωσιές απ’ τα όνειρα.
Χτες το φεγγάρι να ’βλεπες – χάνεται μα η κίνηση τ’ ανασταίνει
τυλιγμένο σε σύννεφα όμοια με καπνούς
γκρίζους και μαύρους...
Πού είναι μέσ’ στη μνήμη το άκαρι
θαλάσσια η ταπεινή αθερίνα
μέρες του χαρταετού νερά της Κυριακής ερωτευμένα
και μια κραυγή απ’ τα βάθη: Αχ να λησμονηθώ με τη μητέρα!
Δεν ανεμίζει τώρα ένας παιδικός Επιτάφιος
όταν ακολουθούσαμε σα να ’μασταν όλοι
σταματημένοι σε κάποιο σημείο του αέρα
κι ανάμεσα στα σιδερόφραχτα ένστικτα
πέρα στο δρόμο βάθαινε η κηδεία του Χριστού
σα λείψανο ένας γέρος ανοίγοντας κάποια ξύλινη πόρτα
βγήκε να χύσει λίγη κολόνια στο χρυσοκέντητο πανί
λευκά λουλούδια πάμφωτα και οι ψαλμωδίες
ελαφρός ουρανός αθώα κορίτσια...
Ω χώμα πότε άρχισες αν ρωτήσω
πάντα ατελείωτη και πάντα φτάνει
στους θάμνους η ωραιότητα.
Με τα τριζόνια λούζομαι
καθώς υγραίνει ο έρωτας το χρόνο
τη νύχτα που παντρεύονται οι γάτες στ’ αγιοκλήματα
τη μέρα σαν κοιμούνται στους κήπους οι φωτογράφοι με άσπρα
και μένει ο βραδινός Άγιος
στην υπαίθρια εκκλησιά με τ’ άφωνα καντήλια
μέσ’ στο μακρύ και σκούρο ρούχο του
ο Άγιος Δημήτριος ίδιος με κορασίδα.
Είν’ ο τόπος ουράνιος.
ΕΣΠΕΡΑ ΤΩΝ ΦΥΛΛΩΝ
Το σήμαντρο αναστενάζει.
Με την αγάπη στην καρδιά
στους φιλικούς δρόμους ανοίγω την ύπαρξή μου
κατεβαίνω μεγάλη σιωπή κι ακούω τα σκαλιά της
είμ’ ένα πρόβατο αγγίζω δειλινά
μα φεύγουν όλα
σκοτεινιά που θα μας οδηγήσεις.
Αγγελικέ μου θάνατε
προσφέρω τη θυσία.
ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ
Κάθε πρωί χαμογελά στα κυπαρίσσια ο ήλιος
είναι παλιά η δύναμη των τάφων
όπου χαίρομαι πέρ’ απ’ τα μάρμαρα
τους γυμνούς πεθαμένους
ολημέρα τους ακούω να λένε για το χώμα με κούφια μάτια
ολημέρα λάμπει το ψωμί
που δεν έφαγαν οι έρημοι φτωχοί στη ζήση
και μονάχα τον Άδη χορταίνουν.
Έτσι χανόμασταν έτσι θα χαθούμε
στους λύκους ανάμεσα και στο θάνατο.
Μ’ αρέσει να περπατώ σε τάφους
μ’ ένα τραγούδι στη φτώχεια δοσμένο
και πάντα ενάντιο
στους κλέφτες της ανθρώπινης τύχης.
ΗΧΗΡΟ
Σύρματα τιμημένα της ζωής μου
οπού με ζώνετε τόσα χρόνια
σκλάβος ανέβηκα ώς τ’ αστέρια
τη ζωωδία των ανθρώπων έχοντας ακυρώσει
μέσ’ στην ορμή για ποίηση
μέσ’ στην ορμή για έρωτα
σύρματα της ζωής μου.
ΕΚΕΚΡΑΞΑ
Ήλιε πατρίδα μεγάλη
εσύ ο πλωτός Όνειρος και των πηγών ευτυχία
των δεινών ο ασσύριος.
Και στην έρημη γη το μεθυσμένο χόρτο
δράστης της ωραιότητας ο ποιητής.
Τα πάθη μ’ έχουν εύρει στην καρδιά
μέρες και νύχτες είμαι ο σωματικός που λιώνει
σε λαμπερά ποτάμια σε μαύρες φωνές
αγγίζοντας την ηλιόλουστη Ελένη
και μ’ έν’ αγγελικό σπαθί
τον άρτο της χαράς έχω μοιράσει.
Εδώ είναι σκοτάδι κι όνειρο βαθύ
πέρα της άλλης νύχτας τα μαλάματα.
ΘΝΗΤΟΣ ΗΛΙΟΣ
Η φωτεινή ταπείνωση μέσ’ στη βροχή
της πλατυτέρας ώρας ευτυχία στα μάτια...
Κι ακούω τις σάλπιγγες από ψηλά
κρότος χρυσός με πάει στους ουρανούς του πολέμου
γυρεύω τον αστέρα μέσ’ στο δάσος του φωτός
χαρίζοντας επτά χαρές του στέρνου μονάχος
όπως οι μέρες έρχονται σα δυνάστες.
Χαίρετε οι άγγελοι της παιδικής
κλίνης οι φύλακες
αιώρες του θεού μεταξύ των άστρων
η όραση μ’ εξουσιάζει πέρ’ απ’ το φθαρτό
η κόλαση δεσμεύει τα οστά μου στη σάρκα.
Τι ήχος
που μάχομαι
ώς την κραυγή σ’ αναζητώ Κλεισμένε.
ΣΥΝΤΟΜΟΝ
Τραγουδώ τους πεσμένους προπάτορες
είμαι των άστρων ο σκύλος
με τα μάτια κοιτάζω ψηλά
με τα χέρια γιορτάζω τη λάσπη.
ΦΛΟΓΕΣ ΑΠΟ ΑΙΜΑ
Η ΕΛΙΑ
Η μάνα μου είναι σαν ελιά
με τ’ ασημένια της μαλλιά κοντή ελληνίδα.
Κ’ εγώ μονάχος
βλέποντας τον ουρανό στα ρείθρα.
Πατέρα θα σ’ εύρω κάποτε ψηλά
γυρίζοντας απ’ τον πλανήτη;
ΕΡΩΤΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ
Λιώνει τα λιγοστά μου ενδύματα μαζί με τον καιρό η αγωνία
μέσ’ στην Αθήνα που έχει την έκταση φονικού
και γκρεμίζεται
το σκονισμένο βλέμμα μου στους εχθρούς.
Ανάλαφρο κορίτσι
σαν χορός είναι τ’ αστέρια και συ το γενετήσιο αγέρι
την άτολμη καρδιά μου σ’ έχω δώσει
όταν πονώ στον ήλιο και στα νέφη
δίχως να λύνομαι από σένα.
ΩΡΑ ΤΗΣ ΟΡΑΣΕΩΣ
Κυκλάμινο μέσ’ στο δείλι ο Υμηττός
κι ανάερες αποχρώσεις
ώς τη φριχτή πόλη.
ΘΑΛΑΣΣΙΟΣ ΗΧΟΣ ΠΟΥ ΒΥΘΙΖΕΤΑΙ
Να της ημέρας ο γάργαρος θάνατος απάνω στα νερά
σαν ένα λεπτό κλωνάρι εύθραυστο…
Κι ανάμεσα σε δυο στιγμές
ένα θεϊκό σύρεται ρίγος
βαθαίνοντας την αύρα.
ΕΙΚΟΝΑ
Ο ταπεινός οπού το στήθος έχει ξοδέψει
γυρίζει στις ώρες αβοήθητος
ώς νά ’ρθει πάλι με τη νύχτα ο ύπνος
που γλυκά στην ακοή αλλάζει τους θορύβους και τις ομιλίες
γυρίζει δίχως τα ξανθά μαλλιά της αγαπημένης
ώσπου μονάχα ο ύπνος τον αδειάζει απ’ το βάρος.
ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΕΙΝ’ Η ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ
Ο άνεμος του σώματος απάνω στα μικρά σου δάση
κινεί τις μυρουδιές τ’ αρώματα τη θλίψη
που σε κρατά μοναχική χωρίς ελπίδα.
Κι αν γείρεις τα νερένια της χαράς αθώα μαλλιά στην κρήνη
θ’ αναστενάξουν άγγελοι μέσα στο θρόισμά τους.
ΤΗ ΜΝΗΜΗ ΓΥΡΙΖΟΝΤΑΣ
Θυμάμαι στον πράο Αργολικό με μακρινές βαρκούλες
τον ξανθό καταρράκτη σου Μαρία δίχως ύλη
και τα μάτια σου να πλημμυρίζουν από κίτρο
σαν έδειχνες τον ήλιο τραγουδώντας τις νεροκορδέλες.
Η ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ ΚΑΡΦΙΤΣΩΜΕΝΗ
Τη μοίρα μου περιγέλασαν οι άνομοι
γιατί φανέρωσα τους ίσκιους και δείχνω το νερό
μέσ’ στη χερσαία πνιγμονή στα στήθη τους
θάμβος η δική μου ακινησία.
Λένε Ιδού αυτός ο νομάς
ένα σώμα σπιθίζοντας εργασία το θάνατο.
Μα η χαρά να είμ’ ακίνητος
τρέφει την ιστορία μου.
Φρέαρ είναι η Άνοιξη που βγάζει δροσιά και άστρα.
ΕΛΕΥΣΕΙΣ
ΣΙΓΗ
Μέτρησα κελαηδήματα πουλιών
απ’ το μεσημέρι φεύγοντας προς τη φύση εαρινός
μεγάλος ο δρόμος που οδηγεί στις αθωότητες.
Ήτανε σα βρυσούλες τα κελαηδήματα
κάθε πουλάκι μια φωνή κάθε φωνή ένα θαύμα.
ΤΟΣΟΝ ΑΘΩΑ ΔΥΝΑΜΗ
Δέντρο σε κίτρινες χαρές
κ’ η θερινή αναρρίχηση φυτού με μοβ ανθάκια
πάνω στα ωραία κλαδιά.
Η φύση επιβάλλει τα χρώματα χωρίς αντίρρηση.
ΠΡΩΤΗ ΣΚΛΗΡΟΤΗΤΑ
Ω τόξα του ανέμου τεντωμένα στην Άνοιξη
βρεγμένα νέφη αόρατων μαινάδων
οπού σφυρίζει σαν το φίδι πολύψυχος αετός ο Αίολος
τα δέντρα βασανίζονται κ’ οι άνθρωποι
μα είν’ ακίνητος ψηλά φέγγοντας δρόμους
ο ουρανός υπέρτατη εξουσία.
ΜΗΤΕΡΑ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΕΩΣ
Έρχομαι απ’ τον ήλιο γεμάτος πνεύματα
ηχώντας ακόμη τα ουράνια τύμπανα
κι ολόγυρα πνέει μικρός αέρας με τους πειρασμούς ακοίμητους
ένας ύπνος
ένας ύπνος…
Ποιο είναι τ’ όνομά σου μητέρα της Ανοίξεως;
Το ακούω μέσ’ στους μηρούς σου.
ΒΡΑΔΙΝΗ ΜΟΝΑΞΙΑ
Είμαστε μόνοι γλυκειά γυναίκα
σε πόνο βαθύ ενωμένοι.
Όταν αγγίζω τα χέρια σου βαμμένα με πρωινό ήλιο
σα να κατεβαίνει ο άγγελος
οπού ονειρευτήκαμε στις σκιές
έχοντας το λαμπερό σπαθί του
τα γαλάζια ποδήματα
και τη μεγάλη πληγή στο στήθος.
Είμαστε μόνοι
στεκόμαστε με δυο φωτιές αντίκρυ στο θάνατο.
ΑΣΜΑ
Έρωτας η πηγή των ελλήνων
εορτάζει μ’ αετώματα με κίονες από φως
με καμπάνες φτάνει ώς τα ύψη
γέρος που δείχνει το ευλογημένο λάδι
έφηβος υμνώντας το κρασί
εαρινός αμνός και θείος τράγος.
ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΕ ΤΟΣΑ ΧΡΩΜΑΤΑ
Ο καιρός της Ανοίξεως τίποτα δεν εμποδίζει
ένας βαθύς πατέρας διώχνει τις βροχές
κυματίζοντας πεύκα χλόη αμυγδαλιές
με θαλάσσιον ήλιο.
Κι απ’ τη χαρά της μοναξιάς ωσάν αστέρι
πάλιν η αγάπη ταξιδεύει στον τρυφερό της Αττικής αέρα
καθώς φωνάζω τ’ όνομά σου κι αποκρίνεσαι
πράσινα φύλλα Μαίρη μαργαρίτες το παρθένο κίτρινο.
ΩΡΑΙΑ ΛΥΓΙΣΕ ΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ
Οργή θα λέω τ’ όνειρο την Άνοιξη μακρά θυσία
στον όρθρο που οι θάλασσες ανοίγουν τα οθόνια τ’ ουρανού.
Εκεί ο πόνος έδυσε παίρνοντας απ’ τα σήμαντρα τους στεναγμούς
εκεί στάθηκε η γυναίκα με τα μαλλιά της ορφανά προς τους αγγέλους
όπου εγώ μονάχος ψάλλω στη φωτιά
ωραία λύγισε το χελιδόνι.
Κι όταν θα τρέχει τ’ άγριο σύννεφο
πέρ’ απ’ τις κυματιστές μητέρες των άστρων
ένα τραγούδι θα υψώνω μέσ’ στην ερημιά
θ’ ακούω τα χρώματα
ένα τραγούδι μέσ’ στη σκοτεινιά
θα υψώνονται οι τόποι
με τ’ άνθη κι όλους τους γήινους έρωτες
ωραία λύγισε το χελιδόνι.
ΤΡΙΑ ΧΟΡΕΥΤΙΚΑ
Θραύει με νέο κίτρινο τις μέρες ο δυνάστης
με τις χοντρές αχτίδες του τα αιθέρια καταλεί
μισείς τα ρούχα κι ονειρεύεσαι την εποχή
που φεύγει σβήνοντας τα λουλουδάκια
όμορφη νέα σα λεπίδα στον ήλιο.
Μπαίνει καλοκαίρι κ’ εγώ βαρέθηκα
του καιρού το ταξίδι ατελείωτο στους μήνες.
Η Άνοιξη δεν τραγουδά κ’ είμαι πάλι
μόνος απ’ τα πετεινά κρατημένος
όμορφη νέα σα λεπίδα στον ήλιο.
Τα ξύλα τώρα γίνονται σοφά και τα λιθάρια
έρωτας δεν υπάρχει πια στους βοερούς χυμούς
όλα προσμένουν τους καρπούς
ενώ το φως θα βασανίζεται σε σκοτεινούς τροχούς
όμορφη νέα σα λεπίδα στον ήλιο.
ΈΝΑ ΕΡΗΜΟ ΑΝΘΟΣ
Βαθύτερο απ’ την αγάπη και την ταραχή
που φέρνει μέσ’ στο στήθος η επιθυμία
ζει στο θαλάσσιο βράχο έν’ άνθος ολομόναχο.
Ποια φωνή το κυρίεψε και μοιάζει σα να δείχνει
την άγνωστη γαλήνη με μικρά χρώματα…
Είναι βγαλμένο στους κινδύνους της χαράς
αμέριμνο σαν ιδέα.
ΣΤΙΓΜΕΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Ανάερος ουρανός όπως η αγάπη
νέες παρθένες
ανοίγουν ελαφρά τα στήθη μέσ’ στην Άνοιξη
στον κόσμο που έπαψε να λατρεύει.
Αθήνα πόλις
όνειρα δροσερά
φωνές της νεότητας οπού κύλησε στο θάνατο –
νύχτα πέρασεν ο θεός απ’ τη δική σου ομορφιά.
Μέσ’ στη χαμένη ελπίδα σα να κρέμεται ο σκελετωμένος ήλιος
έρχονται δειλινές γυναίκες απ’ τα όνειρα
κινημένες ιερά –
τι σημάδια που έφερεν ο ελαφρότερος αυτός θάνατος
όσο μια ευτυχία πιο βαθειά κι απ’ το πνεύσιμο των φύλλων
όταν ο φτερωτός γαλάζιος δαίμονας
ίδιος μ’ ευαίσθητο θηλαστικό την όραση πλουτίζει
από δρόμον αιώνιο μεθώντας.
Πρώτος χαρούμενος ο ποιητής
χαίρεται της Ανοίξεως τα δίχως τέλος άνθη
μόνος αγγίζοντας
το τρυφερό έπος των χρωμάτων.
Είναι μια δύναμη ψηλά στ’ αστέρια
είναι στο κουρασμένο σύννεφο η παρηγοριά
της Αττικής ουράνια ευαισθησία.
Ο Γιάννης πάλι σαν ζεστό ελάφι
τραγουδά τη μοναξιά
κρατώντας μέσ’ στα δάχτυλα τους ύπνους
ελπίδων ιδεών ονείρων
από μετάξι.
Ω νύχτα τόσον αθώα
βασιλεύεις με τα ύψη –
των άστρων ερωτικός είν’ ο μεγάλος ποταμός –
κ’ η θλίψη πάντα του φθαρτού μέσ’ στην καρδιά μας.
Αν πω την Άνοιξη μυστήριο
το λικνιστό της ευωδιάς κοράσι αν φωνάξω
σαν περπατεί μονάχο στην απόλυτη σιωπή
δεν έχω πάλι τ’ άχραντα
της καθαρής κι απρόσμενης στιγμής
που οδηγεί στο θαύμα.
Βρομίζουν εκατό φορές οι ερωτευμένοι
στην πνοή του έαρος
ή
μακριά στο φθινόπωρο με λίγη τέφρα.
Ένα λουτρό της μοναξιάς αδιάκοπα σώζει.
Πέρ’ απ’ τα κάθ’ αισθήματα
συνάντησα το πρόβατο σε λάμψεις.
Έχει χορτάρι πάντα η γη
κι αυτό με ριζωμένα μάτια τρώει.
Κύριε σε βλέπω χωρίς τις πληγές
ώς την πορφύρα του μεγάλου θάνατου
μετρώντας την αγάπη.
Δειλινό
ψιθυρίζουν οι κήποι
πεθαίνει ολοένα η ώρα
κ’ οι νεκροί θα ξυπνήσουν εμορφότεροι
στη γλυκειά τυραννίδα της μνήμης.
Μάγια να δείχνει ο αττικός αιγιαλός
με την ορμή του κύματος
εσύ ξανθή και χίμαιρα
βγαίνεις απ’ το ζησμένο σου κορμί.
Χάραμα της Αθήνας οι δρόμοι χαμηλόφωνοι
καθώς πάει ο χρόνος για τον ήλιο πάλι
μέσ’ στην ερήμωση πώς αναπαύονται
μοιάζοντας των ανέμων.
Θέλω νά ’βρω το πράγμα, την ανάσα του Υιού ν’ ακούσω
να σας δείξω τη λουλουδένια γραφή.
Ν’ απολαύσω πτηνά
τους θεούς υποφέροντας
των ελλήνων ο πρόθυμος
να σας δείξω τη λουλουδένια γραφή.
Θ’ αναγγείλω μια νέα ελπίδα.
Χαρίζω στην πόλη το πολύτιμο βλέμμα μου.
ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ
Φασματική Αθήνα σε χειμέριον όρθρο
ποιος θα ζυγίσει το δικό μας πόνο
μέρες
νύχτες
ώρες βροχερές
όταν μας έκλεινε η σιωπή σαν παλαιά παράθυρα
δίχως τα δέντρα
δίχως της γυναίκας το φιλί
μέρες
νύχτες
ώρες βροχερές…
Να περιμένεις την πνοή π’ ανοίγει τις οράσεις
ο ποιητής ανθίζει
δεν τρέχει πίσω απ’ τις λέξεις
έχει σαν το λουλούδι μια μοίρα
είν’ ο αθέλητος
έρχετ’ η βροχή νοτίζει το χώμα ο ήλιος
θά ’ρθει κ’ η νύχτα θά ’ρθει κ’ η μέρα
και πάντα το φως.
ΑΔΑΜΙΚΟΣ ΧΡΟΝΟΣ
C’ est le Christ qui monte au ciel mieux que les aviateurs
il detient le record du monde pour la hauteur
APOLLINAIRE
Ανθρώπινος ο ουρανός φωνάζει τις αισθήσεις
κι ο ήλιος να υφαίνει μια σχιζοφρένεια στα τέρματα της ψυχής
να ’χεις το έγκλημα στις λέξεις και στο στήθος
ένα μαχαίρι διπλωμένο μέσα στις ορμές –
κραυγάζεις την καταστροφή δεν έρχεται πλήρης
κ’ η εξουσία του σώματος πώς συνεχίζεται γύρω
σφάζοντας τ’ αφτιά μου...
Στον ύπνο, είδαμε, λύνονται τα νεύρα χαίρονται τα οστά
ο δρόμος τ’ ουρανού τι καθαρός που είναι
ξετυλιγμένος από δροσερούς αγγέλους
ένας ο δρόμος και πολλοί άγιοι
κάθε αυγή τον καθαρίζουν.
Εδώ σκυλεύεται ο μανικός
οίστρος από θεϊκές δυνάμεις.
Ώστε λοιπόν ας δώσουμε τ’ ανθρώπινο κράτος στην ενεργό κοίμηση.
Ένα πηγάδι αντίστροφο μας έλαχε ο αντίλευκος Αδάμ
αλλ’ όμως δεν αδειάζει στη Βαρύτητα κι αδειάζει στο Χρέος.
Είμαι θνητός
ας κοιμηθώ μέσ’ στην αγάπη
ας κοιμηθώ στην αφύπνιση.
Η αγάπη ’ναι το τέλος του σώματος.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΜΟΥΣΙΚΗ
Σαν την πηγή που ακούεται μακριά
στους δροσερούς καρπούς και στις σκιές των εντόμων
έρποντας ο λαμπρός αστρίτης
όπου σε μάζες όνειρου φλέγεται ο τραγοπόδης
η χαρά των ήχων έρχεται ώς το αίμα
ώς την αγαλματώδη σιωπή του νου.
ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΥ ΜΠΑΧ ΑΝΩΦΕΡΕΙΑ
Άνοιξη φθινόπωρο καλοκαίρι χειμώνας
ο Μπαχ ανεβαίνει πάντα στους αιθέρες
γελαστός άγγελος του δρυμού
μεγάλος ιδιοκτήτης
ο Μπαχ ανεβαίνει την ουράνια σκάλα
ιερέας των ήχων απ’ τη βροχή νεότερος
αγιόκλημα φυτρωμένο στ’ όργανο της εκκλησίας
η θαλπωρή μεσ’ στην ανάγκη του θεού μεγάλη.
Παντρεύει τις φωνές με την καθαρότητα
πέρ’ από κάθε εποχή πετά νομίσματα χρυσά στους λυπημένους
δείχνοντας την ειρήνη ψηλά στα γαλανά τ’ αμπέλια
ψηλά στον ηδυόνειρο χρόνο της λησμονιάς.
Άγγελος της πηγής μοιράζει το νερό σε τόσους διψασμένους
κόβει με γαλανή ρομφαία τον καιρό
κι ανοίγει τ’ άσπιλα φτερά ώς την έλπιση.
Βλέπω τους ήλιους είναι σταλαγμένοι σ’ ένα βόρειο κορμί
τη θλίψη κομίζοντας των άστρων.
Ποτάμι θαλερό πολύφυλλο της νύχτας το ασήμι
διαβάτες που θέρισαν ένα-ένα
τα χαμηλά έργα τ’ ανθρώπινα στην καθημερινή ζωωδία
και στάθηκαν
ακούγοντας τους ουράνιους ήχους –
ποτάμι θαλερό πολύφυλλο της νύχτας το ασήμι.
Ένα ψηλό χαρούμενο στάχυ βλέπω μέσ’ στην ουράνια την Αττική
μετρώντας ήσυχα το θάνατο
μικρές ζωές τους κυματισμούς ανθρώπινους
ένα ψηλό χαρούμενο σταφύλι
μεθώντας την καρδιά μου σ’ άγνωστην αλήθεια
στις ερημιές της αγάπης όταν περπατώ μ’ ένα κλωνάρι τόσον ανθισμένο
πέρα που ο άνεμος έχει σταματήσει
εκεί που τ’ όνειρο δε βρίσκει τους λειμώνες του ύπνου
κ’ η κορασιά κοιμάται μόνη.
Ένα ψηλό χαρούμενο δέντρο δίχως όνομα
ρίχνει τις μεγάλες σκιές ένα δέντρο
πώς καθρεφτίζεται στη στέρνα της γαλήνης!
Κι ο ήλιος με φύλλα και αθώα έντομα
τον ηχηρό Παράδεισο στ’ αμίλητα νερά μοιράζει.
Κρασί των αιθερίων
χύθηκε μέσ’ στους μίσχους ενθέων ψυχών
έρωτας ο γλυκύτερος του πόνου κάτοικος
ειρήνη και ο θάνατος όμαιμος ώς τα πλάτη.
Χαίρε ο χλοερός ήλιος του χειμώνα
χαίρε ο ακατάλυτος κι όταν φύγω απ’ το σώμα
συ θα τραγουδάς υιός εύοσμος
Ιωάννης.
Ήχοι την αρμονία χύνετε στους κύλικες της ακοής
και πορφυρίζονται τα όνειρα με το αίμα.
Σύγκορμος ο θνητός ανέφελα τα στήθη
κ’ η ορμή του σώματος πέρ’ απ’ το σώμα.
Στο φαράγγι του τρόμου στη χαρά των λουλουδιών
ας ονομάσουμε την αγάπη αντήχηση του Πατέρα
μόνος ο θάνατος αλλάζει τη φωνή μας.
Ένας βαθύς άγνωστος εορτάζει στα νεύρα
ηχώ της βροχής
όταν ο αέρας μυρίζει καρπούς και χώμα.
ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ ΤΟΥ ΜΑΛΕΡ
Έχει πένθος η ψυχή καθώς ακούει τους αυλούς μελανοστάλακτους
ώρες με λυπηρά δευτερόλεπτα λένε τη βροχή
στα ζούδια
και στην ουράνια κλεισμένη θύρα
σάλπιγγες του κλαυθμού σάλπιγγες δίχως άστρα
τυφλά πουλιά και πάνε στην αθώωση
ο ύπνος του δράκου π’ αφήνει στα παιδιά
την ανάσα και θυμούνται ήσυχα πως ο τρόμος
απλώνει το νυχτερινό δίχτυ στο δάσος
όταν οι φαιόχροες άνεμοι πνέουν αργά
την αχώριστη τύχη κινώντας απάνω στα δέντρα
φύλλα τραγούδια κι αμίλητοι χυμοί
που γεννούν ένα υγρό θαύμα στην πέτρα των ήχων
ένα φεγγάρι πληγωμένο στα μάτια
και χύνεται ώς τη χαραυγή σ’ όλο το δάσος αίμα
σκοτεινό βασίλειο της πρωίας
οι γυναίκες είν’ ακόμη μεθυσμένες από βόρεια παραμύθια
οι γυναίκες είναι σα μαινάδες σκοτωμένες κάτω από μεγάλα δέντρα
μαζί με σαύρες οπού ξεκουράζονται στις αστραπές
και λάμπουν όλα για λίγο.
Πάλι να γίνουμε φίλοι, λέει ο θεός,
για να χαρίσουμε την αύρα στα στήθη
όπως ο θρήνος βγαίνει απ’ το χρόνο σε μια συννεφένια γαλήνη
πάει στους ακέραιους νεκρούς
εδώ που η νύχτα λιώνει τόσα όνειρα στενάζοντας
και δίνει όλη την αγάπη στο νερό
με θανάτους κι αθόρυβα τύμπανα
μακριά πολύ μακριά και μακρύτερα
δόντια θηρίων που βλέπει συχνά στο χώμα του δάσους
ο άνθρωπος από μεγάλη ερημιά περπατώντας.
Άσπρος χειμώνας κι ο ακούσιος αετός πέφτει χάμω
πέρα είν’ η χαραυγή των πνευστών ονείρων
ένας ατέρμων ιαματικός ιερέας κρέμεται ψηλά
τι άσπρος χειμώνας έχω ανάγκη χοντρά ρούχα
διψώ
την ακέραστη ματιά της γυναίκας
που τραγουδά τώρα μονάχη
κυνηγημένη από κοπάδι αγριμιών
εδώ στις μαυροκίτρινες πεταλούδες.
Άλλη μια χαρά και πάλι το αίμα να χύνεται
δεν έχω στήθη, δεν έχω στήθη
λέει βαθιά στον άνεμο η Ανδρομέδα
είμαι γκρεμός από φως και φοβερίζω τα δέντρα νυχταγκαλιασμένα
τρέχουν ολοένα τα ελάφια
κι ακούγονται νερά δίχως φεγγάρι.
Άσπρος χειμώνας οι δαίμονες του δρυμού σε περάσματα.
Η ΜΟΥΣΙΚΗ
Φύλλα δροσερά των ήχων απ’ το ουράνιο δέντρο
με χυμούς καθώς χάνονται σε παντρειές τραγουδιών
όπου η σιγή δεν έχει ακόνι και στέκει μονάχος
ο λυτρωτής τ’ αστέρια σα μεγάλα νομίσματα κόβοντας
να φέρετε, να φέρετε τον τρόμο στην καρδιά μου.
Φύλλα χαμηλόπνοα των ονείρων ένας αέρας
δυνατός μπορεί ν’ αλλάξει τη φωνή σας
για να λάμψουν οι ρομφαίες από χρώματα
στη χαραυγή του στήθους όταν είμαι πάλι και σας κράζω
να φέρετε, να φέρετε τον τρόμο στην καρδιά μου.
Φύλλα γεμάτα θάνατο φύλλα στον ήλιο μαύρης Ανοίξεως
τι σχολείο που είναι η θλίψη
και τα πουλιά πέρα στην άσπιλη λαλιά βαθαίνουν ετοιμασίες
θάμβος μια χλόη μικρή και την παράκληση
να φέρετε, να φέρετε τον τρόμο στην καρδιά μου.
ΚΥΡΙΑΚΗ
Πάλι μια Κυριακή στενάζει μέσ’ στο κρύο
είναι του στήθους η μεγάλη παγωνιά
η φεγγερή μου ανάσα
όπως ο γαλανός καρπός βοά σ’ έν’ άδειο καλοκαίρι.
Πάλι μια Κυριακή με φέρνει ώς το θάνατο
γυρίζω δύσκολα τη μνήμη
κι αν ποθώ τ’ αστέρια δεν έχω τη χαρά
του σκοτεινού βαθειάν ελπίδα τώρα.
Γι’ αυτό στενάζει μέσ’ στην Κυριακή
μονάχη της η δύναμή μου.
ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ
ΑΠ’ ΤΟΝ ΚΕΡΑΜΕΙΚΟ
Ιερά προχωρούν εδώ οι ακράδαντοι έλληνες
η Οδός των Τάφων οδηγεί στον Πειραιά
κ’ είν’ αρχαία η θάλασσα πατρίδα
στους καιρούς ανταύγεια μόνη.
Τα όνειρα παίρνουν απ’ τον αιώνιο ρόχθο τη λαλιά
και πετώντας ο αδέξιος γλάρος
έχει σβήσει τα όρια
παρελθόντος παρόντος και μέλλοντος.
ΑΣΜΑ ΔΑΚΡΥΚΙΝΗΤΟΝ
Bas-Empire ο μεσαίος ουρανός της μοίρας μας
κι ο ήλιος αττικός σύντροφος και πολιούχος
πλαγιάζει με τη μοναξιά του Γιάννη.
Είναι δις ένδοξος αυτός ο ουρανός
ολημερίς του πλούτου ο Μελωδός και σχίζει το στερέωμα
φωτιές τον περιζώνουν
ολονυχτίς της ευωδίας ο Πανσέληνος
οι χρόνοι δροσεροί με τάματα των ασημώνουν
κι αμάραντη θάλασσα τον έρωτα βαθαίνει στα νερά της.
ΤΡΙΓΥΡΩ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ
Πέτρες με μάτια γεμάτα νερό
οι αρχαίες φωνές έρχονται απ’ το γκρίζο,
μιλούν οι βράχοι και τα μάρμαρα
λευκά όσο κι ο θάνατος
ανθρώπινα πολύ μέσ’ στη θεότητα.
ΠΙΝΟΝΤΑΣ ΚΡΑΣΙ
Βρέθηκα πάλι με το άνθος έρημος
εδώ στο φως του καπηλείου
φεύγει σαν έντομο η ματιά προς τη συννεφιασμένη οροφή
καυσόξυλα τα κάρβουνα η μαυρισμένη σκάλα
τόσον αρχαία
όσο κ’ η γεύση του θεού μέσ’ στη ροή μας.
Είναι σαν εκκλησία ο χώρος είναι οι έλληνες
όποιος νεκρός εδώ μ’ ευσέβεια μνημονεύεται
προσμένει ο καιρός απάνω στις σκόνες.
Α η ζωή τι παιδεμός
σαρώνει τη χαρά με θειάφι...
ΤΡΙΠΤΥΧΟ
Η ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ
Γέρνει ο χρόνος του ηγεμόνα σε θάνατο
καμωμένον από φεγγαρίσιο ασήμι
και θάλασσες ακίνητες
όπως κερδίζουν οι νεκροί τη μνήμη πάλι
κ’ ένα βαθύ πτηνό βγάζει καπνούς μέσα στη νύχτα.
Γνωρίζω τι σημαίνει να σπάσει το στήθος, είπε ο πατέρας,
ωχρός ανεβαίνοντας απ’ τα βασιλικά που φορούσε ρούχα
στον αγγελόχνωτο αέρα.
Η ώρα ήτανε του μάντη φονική
ο έρωτας εχθρός παραδείσιος.
Γέρνει ο χρόνος του σώματος γέρνει σε θάνατο
η παραλία ηχούσε καθώς ένας θρησκευτικός εφιάλτης
άλυτη μητέρα με τα πόδια σκλαβωμένα
πιο ψηλός κι από μητέρα
έγραφε θαλάσσια βήματα στην παραλία ο Αγαμέμνων.
Η μοίρα είν’ ανάλαφρη στον ήλιον άσπρη
και συ ω μάντη κρύβεις άγριο λιλά για την απόγνωση –
έλεγε των Μυκηνών ο ήλιος
ακούγοντας τρομερά μικρά τύμπανα
και μια γυναικεία φωνή που θρυμμάτιζε το αίμα του –
μα εγώ βρίσκομαι σ’ ουράνιο μεσημέρι
για να σφάξω τριγυρισμένος από φως την κόρη μου.
Έχεις το χρυσάφι των οφθαλμών
άφησέ με
η ερημιά με θέλει ζωντανό και μονάχο –
άφησέ με
ώς την άκρη του Ειπωμένου θα συμπορευτούμε
κατόπιν είν’ ένας δικός μου καιρός με την κόρη,
έλεγε ο πατέρας κ’ έδειχνε τον άχρηστο ήλιο.
Λοιπόν ήρθε η ώρα κι ο βωμός μεγαλώνει σα σύννεφο.
ΜΥΚΗΝΕΣ ΕΥΤΥΧΙΑ ΤΗΣ ΑΡΓΟΛΙΔΑΣ
Τι περισσότερο πλαταίνει την πράξη απ’ την αθωότητα...
Ίδε ο δεσμώτης διάφανος με τ’ αστέρια
εξουσιάζοντας τον άλιωτο πόνο στ’ όνομά του
φίλος του φωτός ή Προμηθέας οιωνίζει το φόβο μας
ύστερα χιλιάδες μάσκες αλλ’ εγώ
θα μείνω σε μια θύρα σαν κέλυφος οπού η δόξα το σπάζει
ο Αγαμέμνων
αγγιγμένος από τριανταφυλλένια νύχτα ηγεμόνας
είναι οι ριπές των ματιών του μεταξωτή λάμψη
και η Κασσάνδρα
κορακάτη με κόκκινα βαθιά σημάδια στο λαιμό
θυγατέρα βασιλέως ψυχοπαθής απ’ τη μεγάλη υγεία.
Το μοναρχικόν άρμα έχει σταματήσει και των ανακτόρων η πύλη
ανοιχτή με την Κλυταιμνήστρα στολισμένη
ελαφρά ποδήματα ρούχα γεμάτα έρωτα και μύρα θανάτου
στα χέρια της ο πορφυρός πέπλος –
όμως
ήλιος δεν περιμένει την ανάσα του νικητή Αγαμέμνονα
δέντρα η βλάστηση όλα σε μαύρο πετεινό
τ’ αστέρια οι πράξεις
ο στρεφόμενος καιρός
καθώς ανοίγει τους θαλάμους των εποχών κατάφυτους
και λάμπουν τις όμορφες νύχτες τ’ ασπρόρουχα της σελήνης
όλα σε μαύρο πετεινό.
Άφωνος με την καταγωγή των τάφων
ό,τι μέλλεται πώς να εμποδίσεις αντίκρυ στα πουλιά...
Ένας ο δρόμος και οδηγεί προς το αίμα.
ΤΟ ΛΙΟΔΕΝΤΡΟ
Τι αίμα στους Λαβδακίδες
κι απ’ το σκοτάδι των ματιών
σ’ άλλο σκοτάδι πέφτει ο κουρελής Οιδίπους
έρημος με τους θεούς
παθαίνοντας τις πράξεις του.
Μοιάζει στο φως ο πιο αθώος
ανεβαίνει στα τάρταρα (κ’ είν’ τούτο φρικτό μυστήριο)
μ’ ανάερο κεφάλι σαν χαρταετός ανεβαίνει
δεν είχε άλλη ομορφιά εκτός απ’ την αγάπη.
Ο χρόνος πλήθυνε στα μολεμένα σωθικά
είμαι γεμάτος μαύρες ημέρες,
ο γέρος τραγουδούσε,
κι ακούγονταν χιλιάδες αηδόνια στη συμφορά του
καθώς ο αττικός ήλιος έπλεε πάνω στην αιθρία
σαν θαλάσσιο ξύλο και ψυχοπομπός.
Ω τα ελαφρά χέρια των Νυμφών οπού θλίβονται
τρυφερά φυτρωμένα στ’ αερικά σώματά τους
πώς βαραίνουν
τη βοήθεια μη μπορώντας σ’ εκείνο τον άμοιρο!
Μέσα στη δίψα είναι όλο το νερό,
τραγουδούσε ο Οιδίπους,
ένα κορμί που έκλεισε το ρεύμα των ιλίγγων
αγγιγμένος με θείαν αφή
της Ειμαρμένης όλβιος.
Γιατί ποτέ δε θά βρει άνθρωπος
τις βουλές του θεού ταιριασμένες έτσι μέσ’ στο αίμα
χυμένες απ’ τα αιθερικά βασίλεια
τη μεγάλη καρδιά όπως γύρεψαν και την πλημμυρίζουν.
Ελεύθερος αντικρίζει πάντα τη Θήβα
και σωπαίνει
ο θάνατος.
ΤΡΙΠΤΥΧΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η ΧΑΡΑ ΤΗΣ ΜΗΔΕΙΑΣ
Είμαι γεννημένη να πράξω τους ζεστούς φόνους,
η Μήδεια λέει αγκαλιάζοντας τ’ αστέρια
δεν έχω έναν άνθρωπο
ν’ ακούσει απ’ το στόμα μου τη μέσα δικαιοσύνη
οπού με καίει στην κάθε ρόγα στα βυζιά
με καίει στην ήβη.
Κόσμε άδικε ο γιος της Σεμέλης
με το βότρυ σε πάει πάντα στους θανάτους
κι ο πράος μουσηγέτης όμορφος απ’ τη διάρκεια
μ’ αφήνει μονάχη με τα αίματα
κόσμε άδικε ο γιος της Σεμέλης –
η Μήδεια λέει δείχνοντας τα κόκκινα χέρια.
Μεγάλο δικαστήριο η ορμή και την ακούω θεέ μου
σε δύσκολους χυμούς ω νύχτες
η βλάστηση μυρίζει από νυφικό φεγγάρι
σκοτώνω για να φτάσει στα ουράνια η οργή
να σχίσω και το στήθος
αν ίσως η φωνή δεν άρκεσε ποτέ να λάμψει η μοίρα –
πόσες, αλήθεια, ηλιαχτίδες είν’ ακόμη ώς το τέλος,
η Μήδεια λέει
καθώς αφρίζει ο νους της άσπρη συμφορά
στο μανιασμένο στήθος η εκδίκηση
σαν αιθάλη.
Τραγουδήσετε τη χαρά μου
κάποτε είχα κ’ εγώ τα όνειρά μου
με πόνο τραγουδήσετε,
η Μήδεια κλαίει.
Ο ΔΥΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ
Κοπέλα της παντρειάς απ’ τη Θήβα
πάει σ’ έναν τάφο βροχερό ακόμη και σήμερα
πάει με δυόσμο στο στήθος
τώρα που κιόλας γράφω
τι αθόρυβα τα βήματά της ακούγονται
πάει μ’ ένα ελεγείο στο λαιμό η Αντιγόνη.
Έχει να θάψει αγαπημένον αδελφό κ’ ύστερα να πεθάνει
η αδελφή του Οιδίποδα η κόρη.
Τώρα που κιόλας γράφω (χρόνια και χρόνια τόσες αστραπές...)
βγάζει τρομερήν απόφαση ο Κρέων
είν’ αυτός ο καιρός
και το κρίμα είν’ αυτός πάλι
εξουσία και θάνατος μεσημέρια νεκρά
μα η Αντιγόνη τόσον άχρονη
σαν τελώνης η ταπεινή
με δυόσμο στο στήθος
έχει το φως και τη ζωή,
μόνη στο αίμα ιδρύει την αγάπη
χωρίς να ξέρει πως θά ’ρθει στα χείλη
κάθε που η θυσία θε να λάμπει για τους ανθρώπους
χωρίς να ξέρει τη μεγάλη μοίρα της
η σταυρωμένη.
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΗΔΕΙΑ
Στη λησμονιά πώς να προχωρήσω μονάχος
απ’ το φεγγάρι σταλαγμένη σαν ασημένιο κοράσι
η Μήδεια καθαρή κοιμάται με τους φόνους στον κόρφο της
δεν υπάρχει ο έντρομος δαίμονας των ημερών
οπού χύθηκε για πάντα στη φωτιά
η εύφλεκτη ύλη του έρωτα
δεν υπάρχει το βλέμμα της σκύλας τυρρηνικής
μέσ’ στα μάτια που έλαμψαν από γαμψή εκδίκηση.
Στη λησμονιά πηγαίνω δίχως ήλιο με τα κάλλη των ανέμων
όλα στο τραγούδι κ’ η ψυχή στον Άδη
ξεραίνονται τ’ άνθη οι πράξεις τα ονόματα
πάει κ’ η αγάπη χαμένη
σαν περαστική πνοή στα χαρτόνια
ο άνθρωπος έαρ η θάλασσα
βουνά και κάμποι ο ουρανός – χαρτόνια.
Στη λησμονιά πώς να προχωρήσω μονάχος
η Μήδεια γελά δυνατά μέσ’ στη νύχτα
είναι το γέλιο της ασπράδι από μουχλιασμένο αβγό
ψέμα η γέννηση ψέμα κι ο θάνατος
ψέμα ο ήλιος και παιχνίδι σκοτεινό
που φέρνει ταραχή στο στήθος.
ΡΩΓΜΕΣ
Πάλι στους δρόμους οπού ζήσαμε την προσωπίδα
κόκκινη με σταλαγματιές χρυσού
τέτοια περιπέτεια τέτοια ωραία ελπίδα
μέσ’ στις συνέχειες των ονείρων έχω τον αμνό
δεν πιστεύω στα ποτάμια ολοένα τρέχουν
δεν πιστεύω στα φύλλα ολοένα πέφτουν
είναι θεία ένδον αιθάλη π’ αλλάζει τις οράσεις
κι ο θάνατος βαθαίνει την τέφρα.
ΓΥΝΑΙΚΑ, ΠΕΙΣΜΑ ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ
Είσαι μια ήπειρος του στήθους απ’ τα βάθη των φυλών
είσαι πλανόδια σαν το φεγγάρι
ο πόνος είναι πλοκαμός κ’ η αγάπη σου υδράργυρος
γυναίκα, πείσμα της Ασίας.
Όταν αφήνεις ένα βλέμμα στις κοιλάδες να ωριμάζει
καθώς οι άνεμοι το ταξιδεύουν ώς τα ύψη
νέμεσαι τα κλαδιά και χύνεις δηλητήρια μέσ’ στο φεγγάρι.
Μόνη σα φόνος κατοικείς τη συνείδηση
συνωμοτώντας αντίκρυ στις θεότητες των πουλιών
εσύ με τα μαύρα ποταμικά μαλλιά
εσύ πάλι και πάλι με σκότεινα μάτια.
Λέω στον ήλιο να σταθεί χωρίς την αγαθότητα
σχίζοντας το μεγάλο χρώμα του όνειρου
στον ήλιο να σε πολεμήσει με βοερό θειάφι
και να γκρεμίσει όλη τη θύμηση που με παιδεύει.
Να οι καιροί στα βήματά σου μ’ έφεραν
οι φυτικοί δεινόσαυροι τα ουράνια πλάτη
μια δέσμη χαλαρή του αίματος έτοιμη να σκορπίσει
τότε που φώναζα δίχως απόκριση: Θέλω να γίνω γαλάζιος.
Ήρθες να μείνεις ώς το θάνατο
με πορφυρές ανταύγειες απ’ τα μέλη
ρώτησα μα δεν έμαθα πού βρήκες το σκοτάδι
σε μυστικά ρυάκια κλειδώνεις τον ήχο σου
μόνη με την εκρηκτική φωνή της σιωπής.
Ήρθες να μείνεις ώς το μακρινό χάραμα
σώματα πέρασες ακόμη ταξιδεύεις.
Εγώ δεν έζησα κ’ η ομορφιά της Αττικής είν’ όλο το ταξίδι μου.
Σε τόσους καημούς τραγουδώντας
δεν ξέρω τ’ όπλο της λησμονιάς.
ΛΥΡΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΝΘΗΣΗ
Ο ΑΕΡΑΣ
Πάλι στάζει θάνατος –
λησμόνησα τον ήχο ενός ανθρώπου μέσ’ στα ενδύματα
μιλούσε για τη συμφορά κ’ ήτανε καλάι τα χέρια του
νεκρά
με κάποια κίνηση ταραχής απάνω στις άδειες φλέβες
τα μήλα της μορφής βουναλάκια που φοβίζουν
ήτανε σαν καντήλια σε νύχτα νεκροταφείου.
Βρίσκομαι σ’ ένα καράβι κι ονειρεύομαι
οι γλάροι με κατάφαση τα φτερά παίζοντας ολόγυρα στην πρύμνη
γη πουθενά σ’ αυτό το σημείο που χωρίς θύμηση παφλάζει ο πλους
ανοίγω τον πλούτο του στήθους να σκορπά με τον αέρα της θαλάσσης.
Χρυσοποίκιλτος ήλιος εξαπλωμένος στο πέλαγος,
ανάμεσα οι κυματισμοί της συνειδήσεως
π’ αστράφτουν κατά τη δύση
κι ο γλάρος τι άσκοπο πλάσμα
μονάχος υπεράνω.
ΜΥΘΙΚΗ ΩΡΑ
Το ένστικτο δείχνει τις μορφές του αέρα
σαν αγριοπούλι
ελεύθερο με σοφία χυτή
ψηλότερ’ απ’ τη λήθη των στοιχείων
έχοντας αγκυλώσει θανάσιμα τη νύχτα
δίχως τη γνώση
με την υπερήφανη ματιά
κρατώντας από μύθους
τη βραδινή λυχνία στα νύχια του
το ένστικτο χαρίζοντας τη λάμψη
τιμιότατον
όπως πετά κρατώντας τη λυχνία.
ΣΤΟ ΠΛΟΙΟ
Σκέφτομαι τι να λέει το πέλαγος
ηχώντας πέρ’ απ’ τα μεσάνυχτα γοερά μέσ’ στη σκοτεινιά του.
Πίνει μαυρίλα που ολοένα σπάζει στο άσπρο των πεθαμένων
είν’ ο αφρός εδώ κ’ εκεί χωρίς ανάπαυση.
Οι μηχανές κόβουν μεγάλα κομμάτια θάλασσα με χοντρούς ήχους
ενώ η αρμύρα νηστική ραπίζει τα πλευρά του σκάφους,
οι μηχανές την άσπιλη βρίζουν ερημιά.
ΝΗΣΟΣ
Η ώχρα βλέπει το άσπρο κι άλλα σπίτια
σε νωπό λουλάκι τόσο τρυφερά
κ’ οι βράχοι γυμνοί καθώς οι άγιοι παλαιωμένοι.
Ο μύλος ο νεκρός μέσ’ στο λιμένα
χάνεται σαν ωραία εποχή κρύβοντας τους καημούς του
ένας καλόγερος με το ξεθωριασμένο ράσο πάει αγύρευτος
δεν ωφελεί το διάβα του κ’ έχει πικρά τα χέρια
μα πώς να γίνει ο άμοιρος κι αυτός μια φωτεινή επιγραφή
που να φωτίζει τ’ άνομα στην πατρίδα;
Και τη γριά κοιτάζω ξεγραμμένη πάνω στης εκκλησιάς το πεζούλι
έχει ακόμη την παρθενιά μέσ’ στ’ άγρια ρούχα της.
Όμως ο χάρος απελπιστικά λάμνοντας πέρ’ απ’ τη ζήση
τυφλός είναι πάντα ο οδηγός
και τα μάτια έλιωσαν εκείθε.
ΠΟΛΙΣ ΤΩΝ ΡΟΔΙΩΝ
Καθαρός
ολόγυμνος
τον πυρετό σμίγοντας με τον ήλιο διάχυτο του θέρους
έχεις ολόγυρα μια πόλη βλαβερή
όπου κ’ η πέτρα η γλυκειά γίνεται ψέμα
οι ορατές δυνάμεις ύλη και πληγή
τ’ άνθη σε διώχνουν άφωνα
ο υπόμονος ιβίσκος σαν τουρκάκι.
Ένα σημάδι λησμονιάς
ως μια δραχμή στο δρόμο
δε συντυχαίνεις.
Όμως υπάρχω
έστω κι αν με κυκλώνει ψυχρό τείχος
εγώ μαζεύω ένα-ένα
τα βήματά μου απ’ τους ξένους δρόμους
ανηφορίζοντας και πάλι στα γοργά πουλιά
χωρίς
το βλέμμα να υποφέρει.
ΘΕΡΙΝΟ ΠΟΙΗΜΑ
Είν’ η βλάστηση του ήλιου τρυφερή στα νερά
και στους σκυμμένους βράχους πώς καθρεφτίζονται
τα φωτεινά κλαδιά
παίζουν ολοένα στα πετρώματα
σα να βγάζουν μυστηριακούς
αμυδρούς καπνούς
οι βράχοι απ’ αρχαιότητα καιόμενοι.
ΛΟΙΠΟΝ, Ο ΚΑΙΡΟΣ ΠΕΡΝΑ
Χαμένος όσο τ’ αγιοκλήματα
πάνω στο κιγκλίδωμα που είν’ ερειπωμένο χρόνια
με τις σκόνες βουβές μακριά στα χιλιόμετρα της μνήμης
- ωραία θλιβερή γλυκειά επαρχία μου –
αλήτης αισθάνομαι της μεγάλης πειθαρχίας
οπού τα ύψη πάντα θα κρατά πεσμένα στ’ αστέρια
κι ο ήλιος
μέσα στο γαλάζιο πυρ αιώνες...
Ανθόνερο της κλίνης όταν από χιλιάδες παραμύθια
σε λεύγες πυρετού βυθίστηκα νήπιος
και σεις ω χέρια της μητέρας μ’ αγγίζετε –
είμαι χαμένος όσο τ’ αγιοκλήματα
στο ευωδερό που μεγάλωσα σπίτι
αλλόφρων εγκαταλείπομαι στα οστά μου
εγώ τόσον άχρηστος
απ’ τα επαγγέλματα που τη ζωή κραυγάζουν
έδεσα το φαρμάκι μέσ’ στο στήθος.
ΚΑΜΕΙΡΟΣ Η ΝΕΚΡΗ ΟΜΟΡΦΙΑ
Κάμειρος η καρδιά μου τι να τραγουδήσει...
Περνώντας ανάμεσ’ απ’ τις θλιβερές
οικίες της αρχαίας πόλεως
ψηλά στη θέα προσφεύγω
εκεί με πεύκα πλεγμένοι κίονες ευωδεροί
και μ’ έναν ήλιο που υφαίνεται γύρω τους
οι κίονες έφηβοι εναγκαλισμένοι.
Τόσον ηδυπαθή και σιωπηλά υπολείμματα της πόλεως...
Και πιο ψηλά
των πεύκων ο θρίαμβος και δροσερά φτερά
ύψος εκατοντάδες μέτρα
σαν αμβροσία του στήθους
ο προφήτης Ηλίας κρέμεται στα μέγιστα νερά.
ΣΤΗ ΛΙΝΔΟ
Εις τα φρικτά βασίλεια
ομοιάζει του θανάτου
η φύσις όλη. εκείθεν
ήχος ποτέ δεν έρχεται
ύμνων ή θρήνων.
ΚΑΛΒΟΣ
Θα ’λεγα τη λευκότητα έρημο μεγάλο περιστέρι
ν’ απλώνει τα όνειρά μας ως τους τάφους
λευκότητα χωρίς κανέναν ήχο
ταπεινός έρωτας η Λίνδος.
Μια κοτσίδα στο χώμα θαμμένη της Ελαφούσας
εωθινοί βράχοι
χαρούμενες αύρες.
Έβλεπα τις ελιές κι άλλα δέντρα
οδύνη που κλονίζει τα φυλλώματα
όταν ο τζίτζικας είναι βαθύτερος απ’ τη σιωπή και λάμπει.
Στέρνα της λύπης χύνεις τον ιδρώτα
ποτίζοντας τα θερινά χέρια μου
στον ήλιο εξαϋλωμένα.
Ο φόβος με τους καρπούς κρέμεται λίγους κι αθώους
άλλα σύννεφα θά ’βρω πάλι φέρνοντας τη σκοτεινιά...
Κοιτάζω έν’ αμπέλι στην άμμο στ’ ακρογιάλι
και στα κλήματ’ ανάμεσα το ναΐδριο σαν ηχηρό σταφύλι
θυμήθηκα τις ώρες του πλοίου
μ’ έχει ο ήλιος ακόμη
κι ας χάθηκε πίσω απ’ τα όρη στο πέλαγος
κι ας ήτανε με μπλάβες ερημιές η θάλασσα τόσον άφωτη.
Τώρα χαίρομαι τα ηδύχροα της Λίνδου νερά
ένα παιδί έχει φορέσει τ’ άλογο με θάλασσ’ αφρισμένο
και πλέοντας ανοίγει τη χαρά.
Πέτρες κοχύλια ο κόσμος της Έρσης
η χαρά μυθική φανερώνεται στην παλάμη.
Σαν αγκάθια γαλάζια οι βράχοι δροσερά
το βλέμμα στρέφω προς την πλατεία της πολίχνης
εκεί η βρύση μεγάλη και τα δαφνόφυλλα
νάμα τις πέτρες ανασταίνει
και στον ίσκιο γάργαρα λυτρώνονται οι ανθρώποι.
Λιοπύρι σαν από σφαγάδια που αχνίζουν
ένας σκύλος γαβγίζει στα λιθοδρόμια
κ’ είναι το γάβγισμα ολάκερο το μεσημέρι,
κραυγή της περιπέτειας κραυγή των ορυκτών
ωσάν ατελείωτες είν’ οι σιαγόνες της κραυγής ή νιώθεις
να ’χει σπάραχνα ιχθύ το μεσημέρι
που τ’ ανοίγει για θάνατο και πάλλουν εδώ στην ανελέητη στεριά.
Θα μείνουμε λοιπόν αλλοτινοί και δέσμιοι
όπως ο λιθοξόος ήλιος ταλανίζει τους μήνες
καίει τα σήμαντρα στις εκκλησιές
εγώ πλανιέμαι άπελπις...
Ο βαθύς του καιρού πόλεμος έχει κ’ εδώ τα φύλλα
- της κτίσεως εικόνα σεπτή –
έχει τη ραμιθιά σκοτεινή μέσ’ στο πράσινο
την αρχαίαν ακρόπολη τις φωνές τα σώματα.
Μονάχος θρηνώ τις ώρες και τ’ άνθη
θερινός κοπετός ενώ τα τζιτζίκια
το ηλιακό ρολόγι κουρδίζουν ωσάν πολλά δευτερόλεπτα.
Είν’ η σιγή του έρωτα το βάρος ανεβαίνεις
από μικρούς βράχους ω φλύαρη κάπαρη κι ανέμελες αμυγδαλιές
τ’ άνθη με συντροφεύουν ερωτευμένο
στην ησυχία της αναβάσεως ο ουρανός η ακρόπολη
αναπνέω τους αιώνες
τι μοναξιά τι μοναξιά
κοιμούνται οι νεκροί προσμένοντας τα νερά του χειμώνα
εμπρός ο θάνατος ηλιόλουστος μ’ αρχαία ύψη
ναούς ιδέες κ’ ευωδιές
η βραδινή ροδοσταμιά φέρνει στη θήμηση περασμένα χρόνια κουρσάρους
κι αθώος βυθίζομαι σ’ αυτό που λέει ο ανθός του θύμου...
Λουδούδια γρήγορα κι αστέναχτα
η σαύρα
με τη γαλάζια λεπτή ουρά μαζί μου ανηφορίζει
αισθάνομαι πως έχει μια προπατορική λαλιά στο λίγο σώμα
πως όταν μείνουμε ψηλά μονάχοι
το ερπετό θα μου μιλήσει. Κομμάτια ο νους της Κόρης
οι όρμοι της θεάς
περιδέραια χαμένα στην ευνή του φωτός
κ’ οι ώρες από σμάραγδον απογεύματος
ένα μάρμαρο σβήνει αργά τις λέξεις
οπού διαβάζω ΘΕΟΙΣ και σ’ άλλο μάρμαρο
ΔΕΔΟΤΑΙ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΘΕΟΙΣ
είναι πάλιν ο θάνατος ακούω την επώδυνη γλώσσα
κ’ η αγάπη φιλιώνει τις πλάτες μου
γυμνές με τον άνεμο φέγγοντας πτηνά
στο αρχαίο θέατρο είδα τους βράχους
να γυρίζουν απ’ τη φθορά σκοτώνοντας τις κερκίδες
κόκαλα ναού μένουν εκεί σε λίγα βήματα
ο ήλιος επουράνιος
φωσφορίζοντας πλαταίνει σαν εκτόπλασμα
κ’ είν’ άλλοτε όμοιος με πύρινη ωλένη.
Κοιτάζω από ψηλά σε κίονες ανάμεσα τραγουδώ.
Τι γαλανή ελπίδα στο ουράνιο μεσημέρι
τι ανάλαφρο που είναι το φεγγάρι καπνώδες
αμυδρός θεός απάνω στην κυματόχαρη –
πολίχνη πόντω αγαλλομένη.
Τα στήθη έδρεψε του σοφού Κλεόβουλου ετούτος ο τόπος
δείχνει ένα χέρι τον αβέβαιο τάφο
σαν κύλινδρος ο θάνατος από δύσκολη πέτρα
κι ο μεγάλος γιαλός
πάει στην άλλη πλευρά της πολίχνης η αύρα της ψυχής
είν’ ο μικρός εκεί γιαλός με το εκκλησάκι –
δυο νιπτήρες στη Λίνδο και δε λείπει ο άγγελος που κατεβαίνει
να κινήσει τα νερά λευκός.
Ώρα πολλή σκέφτομαι πόσον ο ήλιος τους αθώους περιφρονεί
παίζει με τους αφρούς της θάλασσας η ψευτοπεριπέτεια
μα οι βράχοι μάχονται μαζί μας...
Βοερό καλοκαίρι ευκίνητη εποχή
κ’ ένας αθώος λάμπει μέσ’ στα νεύρα δείχνοντας το χάραγμα
του θηρίου
πάλι θα φτερουγίσει τώρα η καρδιά
πάλι και πάλι
θόρυβοι δείπνων έντομα γάτες ελαφρές
ανέβαινε των ημερών ο τρόμος μεσ’ στο βράδυ –
πατέρα είμαι μόνος.
Ω βράχοι απαρηγόρητοι σαν έρχεται η νύχτα η κουτσή
τα σπίτια της πολίχνης άσπρα ποντίκια στο σκοτάδι
κάτω απ’ την πανική σελήνη
κοκκινωπές μουσούδες οι δημόσιοι λαμπτήρες
κληματαριές με φύλλα σιωπής οι γάτες
γκρεμίζονται ξάφνου όπως άνθρωποι στα μεσάνυχτα
ο φόβος εξουσιάζει το δέρμα.
ένας όμιλος γελωτοποιών δαιμόνων ανοίγει τις μάσκες
εμψυχώσεις απ’ τον αέρα που φυσά.
Και σεις πένθιμα κορίτσια
με τους στάμνους ανάστροφους στον αφίλητον ώμο
παλικάρια που κυματίζουν μέσα στ’ άσπρα πουκάμισα
της Κυριακής
το βλέμμα σας ολοένα χαϊδεύει...
Κοντά στη δική σας αλαφράδα βαρέθηκα
όταν ήρθε παράξενος ήχος στην ακοή μου
τα σπλάχνα στο κενό του σώματος
ο καλός ήχος ανεβάζοντας.
Μύρισε γιασεμί νεκρού (θε να ’ν’ ο θάνατος είπα)
κ’ αίφνης πήρε κορμί ένας γέροντας
έκανε σημείο και πλησίασα
είμαι διψασμένος, μου είπε, λούζομαι στην αρχαιότητα.
Κι όπως βύθιζα το χέρι στον αέρα για ν’ αγγίξω τον άγιο
με τ’ άλλο χέρι πάνω στην καρδιά
ο γέροντας αραίωσεν ώσπου χάθηκε.
Όμως εγώ την ώρα κείνη
το ’νιωθα να γυρίζω απ’ τη βροχή σε καιόμενο χρόνο.
Πολλοί διάττοντες ευτυχισμένο καλοκαίρι.
ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ
Έχοντας ένα σκορπισμένο βλέμμα στο δρόμο που είν’ έρημος
ωχρός αγγίζει τον άχαρον αποσπερίτη –
μέσ’ στη φυλακή της θάλασσας η ποίηση του νερού.
Βρέθηκε σε τρόμους με δηλητήρια στα χέρια
η μοναξιά σα δαχτυλίδι ζει στο δέρμα του
κ’ η μοίρα είναι μαύρη ώς τ’ αστέρια.
Κακότυχοι έλληνες με τρύπιο μεροκάματο
χρόνια και χρόνια ραγιάδες
γύρω κλαίνε μητέρες γύρω κλαίνε κορίτσια
ο ένας τραγουδά τη λησμονιά ο άλλος την αγάπη.
«Όσο βαριά είν’ τα σίδερα
είν’ η καρδιά μου σήμερα»...
ΤΑΥΤΙΣΕΙΣ
Εδώ κοντά μου είν’ ο άλλος
είναι χαρά και χώρος αγαθός
να χύσω τα νερά της ερημιάς από μέσα μου
ο πλησίον.
Στο θάμνο
η κλίση του χεριού νυμφεύεται το φύλλο.
Πώς ανατέλλει μια ομορφιά στα βήματα...
Και η νήφουσα της ακακίας εικόνα
που θροΐζουν τα φύλλα της
απ’ αόρατον άνεμο λευκό.
Σκάβει τη γη ο άνθρωπος με θλίψη
κοιτάζοντας ημέρες και χρόνια
την καλή κατοικία.
Η βροχή μεγάλη με νερά πολλά
κλείνει την πραγματικότητα
για νά ’μπει καθένας μέσ’ στα παραμύθια
πέρ’ απ’ την οργή του κεραυνού
μονάχος.
Πόλις χειμώνας η βροχή σαν τέλος της ψυχής.
ΤΡΙΣΤΙΧΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΩΡΑΙΟ ΜΥΣΤΡΑ
Στον πηλό των ελλήνων χαμηλά φωτισμένος
ο Μυστράς ωσάν πάθος αθώο στον ήλιο
τους νεκρούς αναπαύει.
Παντάνασσα το βραδινό φως
μεσ’ στα χρωματιστά σου παράθυρα
μυρωδία χαρίζει των άστρων.
Πώς η χαρά υγραίνεται στα πρωινά φύλλα
κ’ η δροσιά σ’ ένα πέτρινο ανηφόρι λάμπει –
ο αετός μιας δόξας έρημος στο δάπεδο βυζαντινής ομορφιάς.
Εκεί την πόλη θυμάμαι του Γιάννη
κι ανάλαφρα γαλάζια πεζοδρόμια
στο δείλι απ’ την αττική αντανάκλαση.
Δρόμος πικρός πηγαίνει στα περασμένα
οι ανθηρές μηλιές ώς το θεό κινούμενες
λεύκες ηχηρές το αρτοφόριο τ’ ουρανού.
Και στην υπαίθρια λησμονιά ω ταπεινό σπίτι με πλίθρες
ένα κρανίο λεωφορείου
στη σκιά του τοίχου.
Είμαστε όλοι μέσ’ στην παγίδα τ’ ουρανού
οι αρίφνητες μηλιές οι φιαλόεσσες εκκλησίες η βρύση
σα μήτρα γυναίκας έξω στην πατρίδα.
Τους καπνούς εισπνέω της δάφνης που καίγεται.
ψηλά στον κατοικίδιο ουρανό μονάχος
τη θεϊκή γνωρίζοντας χαρά των στοιχείων.
Εγώ πραΰνω με θρήνους τον αέρα
όπως τα γυμνανθή σαλεύουν έρημα
και μ’ ευωδιές εορτών ο διόσανθος πληγώνει.
Άφησα την αγαπημένη στο σώμα της, έγινα ταξίδι.
Κοιτάζοντας βαθιά μέσ’ στα μαλλιά της πέρ’ απ’ το χρόνο
δεν υπάρχω, πάνω στα μαλλιά της οι λαβωματιές.
Φθαρμένα παλάτια σαν άγνωστες τυφλές γυναίκες
η ματαιότητα
κερδίζει τον τρόμο της ομορφιάς.
Πάρε το λαδοφάναρο συ που θα οδηγήσεις τη δίψα μας –
η ώρα μοιάζει νεκρική πυρά
στη νύχτα του Μυστρά πιες μαζί μας απ’ αυτό το μοσχορούμι.
Να βλέπεις τον Ταΰγετο νύχτα ψηλ’ απ’ το κάστρο
καθώς κραυγάζει ο ουρανός το θαλασσί
κι ακούγονται λυγμοί απ’ τους αόρατους σκύλους.
Έλληνα τι καρτεράς αντίκρυ στ’ άστρα;
Ο πόνος έγινε για σένα κ’ η ομορφιά
σου δόθηκε σαν το νερό μεγάλη κι ατελείωτη.
ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΑΝΘΟΥΣ
ΤΟ ΦΩΣ ΕΙΝΑΙ ΑΟΣΜΟ
Ραβδώσεις τ’ ουρανού
κενό της αφής και διάρκεια
είναι το φως που δεν αντιμίλησε στα στήθη
κ’ η ματιά ένα όστρακο.
Η ΑΓΑΠΗ
Η αγάπη δεν υπάρχει στο σώμα
δεν είναι καν το περιστέρι όταν χιονίζει ευτυχία
δεν τη βλέπω στο γενετήσιο μάκρος.
Ο ΔΡΟΜΟΣ
Έχω τη μοίρα του ορυκτού με προσμονή χιλιερηρίδων
ω ελπίδα χοϊκή
τραγουδώ στους καημούς
κ’ είμαι δίχως φωνή.
ΑΝΤΙΚΡΙΖΩ ΜΟΝΟΣ
Χαραυγή και τα δέντρα θαλάσσια...
Η ώρα του Παράδεισου ροδίζει ελαφρά
μέσ’ στη γενετήσια καθαρότητα
που λειτουργεί στα νερά.
Τι γλυκειά μητέρα η αύρα κι ο ήλιος ευγενής...
Δεν κεράστηκε άνθρωπος
όσο μέσ’ στο ξημέρωμα.
ΣΤ' ΑΝΑΠΛΙ ΧΑΙΡΟΜΑΙ
Μια φορά μεγάλωσα μια και η πατρίδα
με περιπάτους ορθρινούς
χειμώνες καλοκαίρια ο δομέστικος του ονείρου
σ’ ένα μεγάλο στεναγμό του Ιησού πριν απ’ το Πάσχα
στα σύνθετα μάτια της μύγας βλέποντας
όλη τη μακρινή ουσία
μεσ’ στους ωραίους υετούς της άμωμης ηλικίας
ευλογημένος με καθαρά ποδήματα
στη μυθική χαρά της μητρικής θρησκείας
και πάντα η μικρή ζωή της μύγας ανοιγότανε
στον αέρα της ψυχής μου.
Λατίνι στο πλατύ λουλάκι σ’ έχω θύμηση
χρωματισμένο με φλούδες από πεύκα
ψηλά που ονειρεύτηκα χιλιάδες άνθη
πλάι στο εικονοστάσι μ’ ένα βρόμικο καντήλι
να καίει παραμύθια σε φλόγα μικρή κι αθώα
το πήλινο θυμίαμα
κι όρθιο το σκονισμένο μπουκάλι για το λάδι.
Ώρες από μέθη στην αιθρία πρωινή
κ’ ύστερα νύχτα, νύχτα
η θάλασσα σπιθίζει έξω απ’ τ’ ανθρώπινα
μέσ’ στην πανσέληνη ευτυχία οι βράχοι
κ’ ένα πουλί μοναχικό με λούζει.
Λειμώνες ονείρων η ωραιότητα θάλλει
ο λυχνοστάτης ήλιος κ’ οι μελισσοκόμοι τ’ ουρανού
δουλεύουν τη λάμψη χρόνια και χρόνια.
Η φαντασία πλαταίνει στα πολύφυλλα νερά
και τραγουδώ τη θάλασσα που φεύγει απ’ το στήθος.
Ένας αέρας αγκαλιάζει τα δέντρα υγιής
με πρόσχαρους κυματισμούς κ’ ένας άερας
δέρνει την ψυχή μου
σαν το μεγάλο θάνατο της φλόγας.
Ολημερίς χαρίζω δηλητήρια στο σώμα
κι ο ύπνος έγινε
για μένα η πρώτη ευτυχία.
Η ΧΑΡΑ
Να έχεις το κύμα να χάνεσαι στο στήθος
έρημος ώς τα σπλάχνα
δεν τραγουδάς
ανοίγεσαι μέσ’ στη λησμονιά κι ολοένα θυμάσαι
χρόνος αδηφάγος οπού σε κάνει αυξανόμενο νεκρό.
Να έχεις το κύμα να χάνεσαι στο στήθος
ή ο λαιμός να καίγεται –
ποιος άλλος θρίαμβος
των ηττημένων...
Α η χαρά μας είναι τρομερή με τ’ αστέρια
κομματιασμένα σε δροσερό θάνατο.
Κι ο ήλιος κάθε μέρα έρχεται
μ’ ένα παλιό όπλο και πολλές σφαίρες.
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΕΧΕΙ ΕΝΑ ΒΕΒΑΙΟ ΔΡΟΜΟ
Γεννιέται ο άνθρωπος κι ο ήλιος γίνετ’ αμέσως πάθος
ο ποιητής έχει ένα δρόμο σαν όνειρο μαύρο χαμογελαστό
έχει ένα βέβαιο δρόμο
τόπους-τόπους αγκάθια
τόπους-τόπους ωραία χαλιά
π’ ο άτυχος τα ματώνει.
Κι όταν ο ήλιος πέσει στις θνητές κορφές
αρχίζουν τ’ άστρα. Εκεί του δρόμου η τέλεψη
πάλι μια γέννα μάς προσμένει.
ΑΚΟΜΗ Ο ΛΥΡΙΣΜΟΣ
Είμαστε μονάχοι στο χάλυβα
και μονάχοι στα σφυρίγματα του Όφεος
που η γυαλάδα του φοβίζει τα πουλιά.
Κάθε μέρα φεύγει μέσ’ στον τρόμο
και το στήθος μάχεται στην ερημιά.
Βλέπω χιλιάδες μαύρα έντομα
δείχνοντας πέρα στον καιρό την αγάπη
καθώς βουλιάζει δίχως άνθρωπο και δίχως ομορφιά.
Όσο κι αν βρέξει όμως
κι αν οι δρόμοι πλημμυρίσουν από τυφλές νύχτες
ας έχουμε για πάντα το τραγούδι.
Μ’ ένα κοράσι ας περπατήσουμε στα δέντρα
με το φιλί την ευτυχία κερδίζουμε.
Ψηλά είν’ ο θεός είναι το μέγα Όνομα
κι ο ήλιος θέλει μείνει μ’ όλα τ’ άνθη ο σκληρός μας σύντροφος.
Ας έχουμε για πάντα το τραγούδι
και την αθώα λησμονιά.
Κι αν φτάνει ο λόγος ώς το αίμα
κι αν φέρνει άλλη δύναμη στα μάτια
σας λέω Τραγουδήσετε και πάλι τραγουδήσετε.