ΤΥΧΗ ΠΡΩΤΗ
μεσ’ στον υπνόσακκο των ορατών η αιχμαλωσία μου
ΕΛΛΗΝΑΣ ΚΗΠΟΥΡΟΣ ΜΕ ΤΟ ΧΙΟΝΙΣΜΕΝΟ ΠΟΤΙΣΤΗΡΙ
ΟΛΟΣ Ο ΚΗΠΟΣ
Άνεμοι μαύροι ώς την ταραχή της ακέραστης παρθένας
και κρυώνει κάθε γαλάζιος μέσα στην πλάση
που χύνοντας θύελλες και τρόμο στα δίκαια δέντρα
φέρνει απ’ το θάνατο κάτι τραγούδια σαν πελέκια
να κομματιάσουμε ακόμη την καρδιά μας
εδώ στα δάση με τις βόρειες φωτιές
όταν ο καιρός ευωδιάζει από κορίτσια.
Είναι παλιά η βρύση που λαλεί
και πέφτουν αετοί στο δεντρολίβανο
πνέω μακριά πνέω στην παρθένα
οι σάλπιγγες αχ έρημες εμένα καλούν
εμένα πάνε στο εικόνισμα
σ’ εκείνη την άγρια εκκλησιά που λάμπουν
ερωτευμένα φίδια μόνα τους
έχοντας από κρυψώνες χόρτων όλη τη σιωπή
και τη χαρά να σύρονται στα όνειρα μου.
Σ’ έναν κήπο τραγουδώ ματώνοντας τ’ αστέρια
τι λάβα χύνεται στις ανθρώπινες πράξεις
ο θεός φανερώθη στην πύλη και θροΐζει ο διάβολος
είμαι λοιπόν ο υετός που λύγισε και σπαθίζει το γαλάζιο ανήφορο
και η μοίρα μου αγαθή και η μοίρα μου άσπρη
μητέρα ξανθή απ’ τον ήλιο σκοτωμένο βράδυ.
Εγώ κρατώ τη χρυσή κούπα και στέργω τη λάμψη
που κέρδισα πίνοντας ηχόεν το νερό
με λησμοσύνη των βράχων
ώς την απάτητη κορφή του νου
μέρα και νύχτα τις ουράνιες φωνές ακούγοντας
ωσάν τα ζάρια
σε νεκρά μεσάνυχτα.
ΣΤΑ ΓΑΡΙΦΑΛΑ
Ήχος με πάει σαν ιερά οδός εκεί που λάμπει το σκουλήκι
κ’ επταετής προσεύχομαι στη μοναξιά των άστρων
εκεί φωνάζω τ’ όχι του θανάτου τ’ όχι της χαράς
ο ακατοίκητος.
ΣΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ
Πείνασα τ’ όνειρο σα σκύλος
ένα κόκαλο μέσ’ στο γαλάζιο καύμα του θέρους.
Αλλ’ υπάρχει πάντα νερό τρεχούμενη η έλπιση
ω μουσική που μοιάζεις με πτηνό από ήχους
είσαι πυρά και χορεύει αξόδευτη η μαινάδα.
ΣΤΟ ΓΙΑΣΕΜΙ
Πώς η αγάπη με κερνά περιστέρια
πώς η αγάπη με κερνά το αγίασμα
πώς η αγάπη με κερνά λευκότητα των άστρων.
ΣΤΟΥΣ ΜΕΝΕΞΕΔΕΣ
Α η τύχη να υπάρχουμε πόσο ταιριάζει στο ηλιοβασίλεμα
στυλίτες άνεμοι και πιο πάνω το κουκούλι της συμφοράς
είναι μακριά από το σπίτι μας
από φως αστέρων είναι χτισμένο
μακριά στο χελιδόνισμα της καμπάνας
οι καρποί του σώματος ώριμοι να πέσουν
εκεί που τυφλώνει ο φώσφορος του έαρος
όπως ο νους αγγίζει το ποθούμενον.
ΣΤ’ ΑΓΙΟΚΛΗΜΑΤΑ
Τώρα πνεύμα βαθύ και πάλι φανερώσου
και τον αθώον υετό διώξε απ’ το γεράκι
για να πετά πιο βέβαιο στην πλησμονή του ήλιου
τώρα Καιόμενε δείξε στο γαλάζιο χέρι
και με δύναμη βγάλε τη συννεφιά
να σκοτεινιάσει πάλι η μοίρα μας.
Θα πάρω τον πόνο θα τραγουδήσω το μαύρο μου στήθος
είμαι πικρός ανήφορος και νους μελαγχολίας.
ΣΤΟΥΣ ΔΥΟΣΜΟΥΣ
Ω καλοκαίρι που ευωδιάζεις από ηλιοβασιλέματα
να ο θνητός
έχει δυο φλόγες και το ρολόγι των εποχών άδειο
με σιδερένια στους ήχους απραξίαν όπως
εγώ κοιτάζω τις φλόγες
η μια στον ουρανό το φως θ’ αναμετρήσει με τον τάφο
και τις ρίζες του σώματος ανάβει πάντα η άλλη.
ΣΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑΣ
Ακούω τις γυναίκες των αγρών ακούω τον τόπο
ένα γαλάζιο φυλαχτό μέσ’ απ’ τα φτηνά φουστάνια
και τραγουδούν έχοντας όνειρα δύσκολα
σα μάζες από λιθάρι αλατόμητο πέρα στον ήλιο –
Ελλάδα χορευτικό στροβίλισμα της γεωγραφίας
αιματοχυσία και πνεύμα στους ελαιώνες.
ΣΤΟΝ ΙΩΑΝΝΗ ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟ ΜΠΑΧ
(όπως λάμπει με όλη την οικογένεια του)
Ένα ποτάμι τραγουδά τη νύχτα με τ’ αστέρια
περνώντας απ’ τα στήθη
για ν’ αστράφτει ο θνητός αίφνης ωσάν άσπρος
ανήφορος που δεν τρομάζει τα πουλιά στην ουράνια φύση.
Κ’ ένα ποτάμι σκοτεινό σαν απριλιάτικη ρομφαία
σχίζει για πάντα την καρδιά μου
σε βυσσινιές ανάμεσα σε πορτοκαλιώνες
και τώρα να χαρίσω τα ποτάμια ήρθε η ώρα.
Λευκός εκεί που φίλησα φρέσκα φύλλα
της αόρατης λεμονιάς ο άγγελος φρέσκα φύλλα
έχει ανοίξει τα φτερά και ταξιδεύει σε μαύρους υετούς
και πάλι βγαίνει στον ήλιο
κια τεφρώνεται με κλειστά φτερά στην Κοιτίδα.
Δεν έχει εποχή δεν έχει εποχή
κι απ’ τον ύπνο παρθένας
ιερέας έλληνας ανεβαίνει σε ψαλμούς
αλλάζοντας μ’ άσπρες λαμπάδες τ’ αστέρια
και με το δισκοπότηρο αλλάζει τη σελήνη.
Πόση και πόση νύχτα
σα γιορτασμένη παλλακή από χρωματιστό μεσημέρι
και χτίζει παλάτια ο δαιδαλώδης ύπνος των νηπίων
άφαντο πηγάδι γεμάτο φως
κ’ η δεντρογαλιά στη χλωρή της οπτασίωση.
Ψηλά δεσμώτης ο ήλιος
απάνω απ’ τις βίες και τα κράτη
πολλαπλασιασμένος Ιησούς ο πύρινος και σφαγή.
Με τα μαγιάτικα χιλιάδες άστρα
πάει ψηλά κ’ η φρυγανώδης προσευχή τ’ ανθρώπου
με της Ανοίξεως το μέθυσμα σαλεύει ο πανταχού νεκρός
από μεγάλες λάμψεις ενωμένος χόρτο με χόρτο
σπόρο με σπόρο
χώμα χαρμόσυνο με χώμα
χαρμόσυνο πάλι.
Χρυσός υψοκράτης κι ο νους έγινε σάλπιγγα
τα σπλάχνα τα κατοίκησε αυλός
για ν’ ακούω ταραγμένος όσο το στήθος έχει την πνοή
και θα φουσκώνει πάντα η θάλασσα του στέρνου.
Με σίδερο που καίει θ’ αναστήσω τις πληγές
ώστε να πέσει το νεκρό κι αμοίραστο πουλί στην ελπίδα μου.
Χαίρε των ήχων ο Υπερίονας
και πάλι χαίρε των ήχων ο Υπερέλληνας
αφού πέρ’ απ’ τους ήχους
τα ουράνια σφίγγουν έρημα τη μουσική τους
χαίρε των άστρων ο που είδε την ορθόπλωρη λάμψη
σ’ ωκεανούς αναστραμμένους από τυφώνες αγάπης
χαίρε ο ναυπηγός της χαράς το σκάφος και ο ναυτίλος
χαίρε συ περισκόπιον όταν οι θνητοί βλέπουμε
την εκστατική μεγάλη επιφάνεια.
Μαύρα τα έλατα και τρίζουν οι οξυές απ’ το πολύ φεγγάρι
μονάχος ανεβαίνεις το βουνό και καρτεράς αλλόφρων αίμα
να ξεπηδήσει μέσ’ στη νύχτα η φωτιά του νου.
Χαίρε ψυχρέ Γαλαξία
η παραδείσια σκόνη στα πρόσωπα
χαίρε ουρανοδρόμε και χαίρε ορθόδοξε
γιατί έχεις τη θλίψη σα Βρυέννιος
έχεις τον άνωθεν έρωτα σα Μάρκος Ευγενικός
έχεις το τρίχινο ράσο του Νικηφόρου Φωκά τη γλώσσα του Χρυσοστόμου
τ’ άυλα που είδεν Ισαάκ ο Σύρος
κείνο το μαύρο έλατο σε φοβερόν αγέρα
που ρήμαξε με σπιθίσματα χιλιάδες το σκοτάδι.
Στους θνητούς καιρούς η φωνή στη λαλιά
κι ο υγρός ουρανίσκος αντηχεί την ουσία
τ’ άλογο της ελπίδας βγαίνει στα λιβάδια των ευτυχιών
και σαν άνθος είναι από σώμα.
Νικήθηκε, νικήθηκε τούτος ο χειμώνας
και το στήθος ολοένα στήνει ελευθερίες.
Βόρειος αετός αστράφτει στο γαλάζιον ήλιο
βόρειος με φωτοστέφανο στο στήθος.
Στην Αττική του έαρος ο Ιησούς πεθαίνει
πόση χαρά πόση χαρά
των Μαριών τα μύρα κ’ οι πληγές ολόφωτες
πόση χαρά πόση χαρά.
Μαύρο πουλάκι διάβαινε στο καθαρό αγέρι
δρόμο δεν άρχισε ποτέ και δρόμο εμπρός δεν είχε
τη λύπη μόνο άνοιξε με τα μικρά φτερά του
και γέμισε ο ουρανός μελάνι
κ’ η νύχτα λέει της ξαστεριάς. δεν έχω αστέρια απόψε.
ΕΙΣΟΔΟΣ
Είναι μια θύρα στα μάτια κάθε νεκρού
με καίει τρόμος απ’ την ηλικία
των λουλουδιών έτσι γρήγορα που φεύγουν
έτσι γρήγορα είναι μια θύρα βαμμένη με τη σιωπή
κι ο θάνατος μονόλιθος.
Κράζει τ’ αηδόνι μαύρος κόρακας και θέλει τη φωνή του
μα δεν έχει γλώσσα η δεύτερη ζωή μας. Καλή νύχτα,
που λέει ο θεατρίνος ή ο ψευδοσκότεινος, δεν υπάρχει
κι ούτε νύχτα κακή κι ακόμη ούτε νύχτα
είναι μονάχα το Δεν το Μη και τ’ Όχι σαν καρπός
του δέντρου με τ’ όνομα Εγώ και τ’ άλλο τ’ όνομα Ταξιδεύω
κι όλα τα λόγια μας εδώ
φενάκη κ’ εσωτερικά τηλέφωνα
είναι μια θύρα φοβερή
γι’ αυτό κρατούμε τουφέκι το τραγούδι.
Μια θύρα, θύρα η γκρέμιση
το σάλιο του χελιδονιού που φιάχνει με τα φρύγανα
στα δέντρα τις ουράνιες φωλιές.
Και χωρίζουμε σε φως και σκοτάδι το Ένα.
Χωρίζουμε τον Οδυρμό σε τύφλωση και θυσία.
ΧΛΩΡΙΔΑ ΚΑΙ ΠΑΝΙΔΑ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ
ΧΛΩΡΙΔΑ (Mozart. η καλή Κυριακή)
Ωσεί χιών η χελιδόνα πάει στον Απρίλη
και τραγουδά ο μήνας κύματι θαλάσσης.
Μελτέμι των ήχων απ’ το καλοκαίρι της πατρίδας μου πάλι
και σε κάθ’ εποχή το πουλί της ευθύνης
πέρα στα δέντρα η αγάπη ευωδιάζει κ’ εφέτος.
Ο σφυριγμός των ερπετών εδώ νικήθηκε
στους θάμνους οι αστερισμοί πέφτουν έρημοι τη νύχτα.
Φωνάζω και λέω να η δροσιά στα πρωινά μανάβικα της Ελλάδας
κι ο έρωτας από θεού μέσ’ στ’ όνομά σου, τρυφερό στοιχειό
μεγάλο σαν ουράνιο μεσημέρι.
Ποια χαραυγή με ρόδα στα χείλη και τα έαρα
καθώς αγγίζω το στηθάκι ενός πουλιού σε γαλανή ελπίδα.
Είναι πουλί χαρούμενο σαν αετός και σαν τα κρυερά γεράκια
στροβιλίζονται χιλιάδες άγγελοι σε μακρινό Απρίλη
δεν είναι μήνας του καιρού δεν έχει τις τριάντα μέρες
είναι ψηλά στον ουρανό και διώχνει το σκοτάδι μ’ άσπρους πετεινούς.
Η ΠΑΝΙΔΑ (μαύρο Σάββατο. Wagner)
Κόκκινος μέσα στη γερμανική νύχτα
και να ηχεί με τίγρισσες αραιές ολόγυρα
το θείο κέρας
χρυσές οι λεπίδες για να χύσουμε το αίμα
κι ο θάνατος ένας επίσημος των ήχων αναβάτης.
Εμπρός και πάλι χελιδόνια
πώς πλημμυρίζετε την τραγωδία με τόση Άνοιξη
πνέει ο σκοτεινός αέρας απ’ το πανικό πεπρωμένο μας
τι κρέας που θέλει το Ιδανικό και μένει αχόρταστο
σε γοερά μεσάνυχτα σκοτεινών ηρώων
όταν οι ήρωες είχαν ακόμη στη θήκη την τιμή
και το θεό να βηματίζει μέσα στο στήθος ατέρμων.
ΣΤΑ ΓΥΜΝΑ ΠΕΡΙΒΟΛΙΑ ΤΗΣ ΚΩΜΩΔΙΑΣ
Η γλώσσα της ερημιάς μου
στεφανωμένος όπως είμαι στα μεσάνυχτα
με σκοτεινές φαντασίες
ο θείος περίγελως αντίκρυ στο μνήμα...
Και τη σελήνη βλέπω να ομορφαίνει
δέντρα γυναίκες όνειρα
τους τενεκέδες με τα σκουπίδια έξω στις πόρτες
ασήμι, ασήμι για να ελπίζουμε
κι όλα πάνε βαθιά στο τραγούδι.
Η ποίηση για μένα είναι μια ερυθρά περιουσία
και χαίρομαι σε χίλια χρόνια
κλαδεύω τα δύσκολα δέντρα των ονείρων
η γαλανή εναντίωση ψηλά
και μονάχος ο άδολος με πτηνά στα χέρια
συντυχαίνει τον Ελευθερωτή.
Στο ικρίωμα της ζωής
ανέβηκα και περιμένω τον αθώο δήμιο
με φέρατε σεις άνεμοι
και περιμένω τη λαμπερή καταιγίδα.
Μέσ’ στα δάση τρέχει πάντα το ελάφι μου
στους παιδικούς ύπνους αγγιγμένο.
Πώς θα πήγαινα στ’ άνθη χωρίς το κορμί
πώς θα χαιρόμουν απαρηγόρητος την ευωδιά τους
πώς θα γνώριζα τη θλίψη και τους ανέμους.
Είν’ αγαθό μεγάλο το κορμί
για να σπιθίζει ο μέσα πορφυρίτης.
Κελί γαλάζιο
κάθετη μοίρα σπαθίζοντας όλη την αγάπη
κ’ εγώ ανάποδα βλέπω τ’ αστέρια
σε τέτοιο σκοτεινό τροχό
πώς βρέθηκα δεμένος νύχτα
ο ουρανός ευωδερός κι ακράτητος ώς τη σελήνη.
Μαρία κόκκινη πού έχεις τα φτερά σου
για να πετάξεις τώρα με στιγμές από ηλιόχρυσο
με τη λαλιά την έβδομη στην άκρη του αετού
μ’ ένα θυσιαστήριο στα χέρια
τη βλασφημία στο λαιμό
τα λαμπερά σκαθάρια προς το στήθος
πού έχεις τα φτερά σου για να πας αλίμονο τόσο ψηλά
μ’ όλα τα χελιδόνια
με το δρακόντειο καλοκαίρι στα μαλλιά
τη δόξα μέσ’ στα μάτια.
ΟΜΟΡΦΑΙΝΩ ΤΗ ΜΟΙΡΑ
Οι ποιητές είναι πιο άρρωστοι απ’ τις μητέρες
κι ο άξιος εύκολα μένει στ’ όνειρο
κι ο άξιος με γυμνό σώμα πολεμά το επίγειο κράτος,
πολεμά την τίγρισσα,
κ’ η θρησκεία κ’ η τέχνη κηλίδες απάνω στο θηρίο
κ’ οι ποιητές κ’ οι φιλόσοφοι κηλίδες
ανώφελες και γύρω τους η ερημιά.
Τρέχει τ’ άγριο ζώο πηδά στροβιλίζει τον τρόμο
και τρέφεται με τους φόνους
και τρέχει το δέρμα του και τρέχουν οι κηλίδες
ακίνητες και γύρω τους η ερημιά.
Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ
Γλυκό που είναι το σκοτάδι στις εικόνες των προγόνων
άμωμα χέρια μεταληπτικά
ρούχα που τ’ άδραξεν η γαλήνη και δε γνωρίζουν άνεμο
βαθιά το ελέησον απ’ τους άυλους βράχους
τα μάτια σαν καρποί ευωδάτοι.
Κι ο ψάλτης ολόσωμος ανεβαίνει στο πλατάνι της φωνής
καημένε κόσμε
θυμίαμα η γαλάζια οσμή κι ο καπνός ασημένιος,
κερί να στάζει ολοένα στα παιδόπουλα
καημένε κόσμε
σα βγαίνουν – ω χαρά πρώτη – με το Ευαγγέλιο και με τις λαμπάδες
κ’ ύστερα η μεγάλη χαρά να συντροφεύουν τ’ Άγια.
Ο παπά-Γιάννης τυλιγμένος τ’ άσπρο του φελόνι
καλός πατέρας και καλός παππούς με το σιρόκο στη γενειάδα
χρόνια αιώνες και νιάτα πο ’χει η ομορφιά.
Η ΝΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Ο καθένας στη νύχτα του
παίζοντας με τα κίτρα της σελήνης μονάχος
ο καθένας στη φωνή του κι ο καθένας αλείφοντας
με κατράμι τα δέντρα της Λευκής.
Εγώ έρχομαι και σας βλέπω με τρεις φορές σπλάχνα
κι αν προστάξω τη φλόγα θα σπείρει πυρκαγιές
αφού έχει τ’ όνομα Ηλιόλουστη ψηλά στο πρώτο στερέωμα
και πιο ψηλά στο δεύτερο στερέωμα τη λεν Εσφαγμένη.
Σας περιμένω στην άλλη άκρη της σήραγγας μ’ ακράτητα γέλια
κρατώντας τον άσσο που έλειψε απ’ τα χαρτιά σας
κι αν έχω τα δάχτυλα μαύρα και δυο λεκέδες κόκκινους αντί για μάτια
είμαι ολόκληρος η πολυτέλεια του αίματος
είμαι το γλυκό περίστροφο της πληγής
κι ο πυροβολισμός του Αρχάγγελου από χρυσές πεταλούδες
με δώδεκα φωτοστεφάνους γύρω μου και τη θηλιά του Ισκαριώτη
γιατί θα είμαι πάντα ο Αριθμός κι ο Αριθμός κρυώνει
στα δικά του τα κλίματα και στ’ άλλα του κλήματα
στη δική του βροχή και στη δική του Ελλάδα ψηλά
στο δικό του αλάνθαστο καλοκαίρι.
Φωτιά μεγάλη μη με τραγουδάς
αρπάζω το ύψος με το ’να χέρι και τ’ αλλάζω
ποιμένες κι αστέρια δοξάζουν τ’ αμάραντο στήθος μου
φωτιά μεγάλη μη με τραγουδάς.
ΥΛΟΤΟΜΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΗΤΑΣ Ο ΧΡΟΝΟΣ
ΩΣ ΛΥΠΟΥΜΕΝΟΙ ΑΕΙ ΔΕ ΧΑΙΡΟΝΤΕΣ
Βλέπω την έρμη θάλασσα και λείπουν οι μνηστήρες
ασάλευτη καθώς ο διαυγής Διόνυσος ή το Μεγάλο Διανόημα.
Είναι νύχτα και λείπουν οι αγέρηδες
πώς εφύγαν ουράνιοι και χώθηκαν στη γη
σαν τα ζούδια ταπεινωμένοι.
Θα ’λεγα βλέπω το πρωί της εκστάσεως ή μεσημέρι από σελήνη
κ’ η τρεχαντήρα με πανιά σαν αγιασμός στα μάτια.
ΜΕΣ’ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΙΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ
Βγαίνω πέρ’ απ’ τα μεσάνυχτα κοιτάζω τη σελήνη
με τ’ αλώνι γύρω της άνθος ανεξήγητο
ένας κύκλος
ο γαλάζιος και πράσινος τα μεγάλα πέταλα του άνθους
ύστερα ο μικρότερος κύκλος κοκκινωπός
ομιχλώδες άσπρο λερωμένο ταξιδεύει μέσα το φεγγάρι
σαν έμβρυο στα υγρά των αγγέλων.
Είναι τραγούδι τ’ αλώνι της σελήνης
ο στεναγμός που φτερουγά στο στήθος μου
και
μαραίνει την πρασινάδα.
ΓΡΥΛΟΣ
Σαν Κυριακή πώς έλαμψα μέσ’ στο σκοτάδι
κια το φεγγάρι στα νερά
δεν ήταν όνειρο μα ήτανε το ορυχείο της βραδιάς
όταν σπιθίζει ο άσπρος Άγνωστος απ’ τους κήπους των άστρων
ο δίχως δευτερόλεπτα δίχως τη φύση.
ΟΝΕΙΡΟΣ
Είναι χιλιάδες άλογα κι ανεβαίνουν απ’ τα σπλάχνα μου
σ’ ένα στήθος υπερώο που χλιμιντρίζει
εξέχοντας όλο αχτίδες, αχτίδες στους γκρεμούς
όταν ο νους ομιχλώδης απ’ αόρατην οροφή τρίζει
κάθε φορά κ’ ένα δοκάρι θραύεται στην Ειμαρμένη.
ΒΛΑΣΤΟΙ ΚΑΙ ΚΡΥΣΤΑΛΛΑ
Τι προπαγάνδα κάνουν τα πουλιά κάθε πρωί
πριν έβγει ο ήλιος πριν ξυπνήσουν τα κορίτσια
πώς ανατρέχει ο ουρανός στη δόξα
κείνη που έλαμψε καιρούς και μέρες πίσω απ’ το χρόνο
με τη θυσία του Αβραάμ ολόασπρη στα κρεμαστά μαλλιά του
τον άγγελο του Ιακώβ όρθιο στην ονειροσκάλα
και το μεγάλο κόκκινο αλληλούια στην κεφαλή
του κόκορα που έπεσε απ’ τ’ άραχλα τ’ αστέρια.
Ο ΛΙΓΟΣΤΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ
Ήρθα πάλι στο σφαγείο και με τα δυο μου τα χέρια
κρατώντας τις περισσότερες πορτοκαλάδες
ο κόκορας ονειρώδης μου έλεγε «θα πεθάνω»
μα η ζωή λειτουργούσε στα φτερά του σαν πάντα.
Έδειξα τα χέρια μου πάλι φυτρωμένα κ’ εκείνος έλεγε «θα πεθάνω»
πικρό φλάουτο μέσα σε τόση δροσιά
σε τέτοιον Αύγουστο που είχαν τ’ αστέρια
μήνα της Παναγίας όλο τάματα και καράβια
ώσπου το αίμα χύθηκε απ’ τους λαιμούς
κι ο κόκορας άρχισε να χορεύει.
ΜΟΝΟΣ
Απ’ τ’ αστέρια έλαμψα ελευθερωτής της φλόγας
οπού δεν έχτισε κανείς για να υπάρχει σαν άπειρο άνθος
στα μαύρα νερά στην ατελείωτη νιότη
που ’χει ο γέροντας δυόσμος όσο κι αν τον κόψεις.
Κι απ’ τ’ αστέρια δεν έλαμψα ελευθερωτής της φλόγας.
Άρα το θαύμα είναι ξένο σε μένα
κι ας είμαι ο φίλος της βαθειάς-βαθειάς μέλισσας
που βλέπω στη γρήγορη σκοτοδίνη.
ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ ΑΠ’ ΕΞΩ
Ήτανε δειλινό κι ο ήλιος έμοιαζε στις γήινες περιφορές
αλήτης χρυσαφένιος
η αρμονία έπεφτεν όπως
η σαλευόμενη φλόγα να κυματίζει το ουράνιο σιτάρι.
Τότε φάνηκε ο ταραχώδης άγγελος
δοξάζοντας τα επινεφρίδια σε λευκές λάμψεις
και με φωνή σπαραχτική
τη θύμηση των ευτυχιών ανεβάζει ώς τ’ αηδόνια: - Πρώτος
ή Έβδομος Οίκος τ΄ουρανού στερεύει τα λαλήματα
όταν ο άνθρωπος ωσάν το καλάι πάνω στη φλόγα
λιγότερο θνητός ολοένα παλεύει ν’ απομείνει
και να ’ρθει εδώ στο μεγάλο χάραμα.
Χάθηκε η αγάπη κι ο γαλάζιος πετεινός
ανοίγει τα φτερά του μέσ’ στην πλήξη.
Σαλεύει μια ωραία προσευχή στους κίτρινους μύλους στον αέρα
έρωτες δυνατοί με σαρώνουν είπε ο άγγελος
αυτός που υμνήθηκε είν’ ο Υδροχόος και δείχνει τα γόνατα
είν’ ο Ζυγός και δείχνει την κοιλιά της μητέρας.
Έβλεπα μόνος του ήλιου τη θανάτωση
το βράδυ μαύρο ερχότανε και μαύρο μεγαλώνει
σήμερα πάει το πρωί πάει το μεσημέρι
έβλεπα μόνος τα αίματα και το κεφάλι του
κομμένο στο δίσκο της ασημένιας παλλακής.
ΕΝΑΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
Μουσική που ορμάς απάνω στο θηρίο της αγάπης
με γαλάζιο κόπο και τον ατίμητο Μάιο
νίκησε πάλι τους κεραυνούς
αντίκρυ στ’ όνομα της νύχτας
όπου η λάμψη γίνεται σκληρή ελεημοσύνη
τις κουρούνες που φτερουγάνε μαύρα πετάγματα στους τάφους.
Εκεί παγώνει βαθιά σε κάθε λάκκο κ’ ένα θηκάρι
με την ψυχή ξιφουλκημένη σε τρεις λάμψεις
και τη μεγάλη βυσσινιά σαν αερόστατο.
Δέντρο καλό πως πέταξες αρίζωτο στα ύψη
σα δείπνος των πράσινων φύλλων
όμορφο δέντρο που κάρπισες αληθινά παγώνια.
ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΕΑΡΑ ΣΤΗ ΘΛΙΨΗ
Φύλλωμα σαν από διαμάντι χείμαρρος από γυναίκες
να λένε την έρημη δροσιά σε χλοερά λιοντάρια
τι όμορφο που ήτανε τ’ όνειρο στα θρύψαλα του Απριλίου
νύχτα κ’ η μοναξιά μου στην αιθάλη.
Τώρα δεν έχω τη Μαρία με τους αθώους υετούς στο στήθος της
ούτε θα λάμψει πάλιν η πρώτη νεότητα στον ύπνο της φωνής.
Θεέ μου να ’παιρνα το ραβδί και λαμπερός ν’ ανηφορίσω
να θυμηθώ πώς είναι το σκοτάδι για να γεννηθεί το φως
με λέαινες ενάντιες των άστρων.
Όχι λοιπόν η χαραυγή που βλέπουμε, όχι το γαλανό μας κράτος
αλλά βαθιά τα σήμαντρα βοερών Παραδείσων
όπου μονάχη τέρπεται η αηδών και τέρπει τους αποθαμένους.
Όχι λοιπόν ο έρωτας που καίει τα σωθικά και φέρνε ομορφιά στις ώρες.
Εδώ περιμένω την αδάμαστην ορμή
π’ αλλάζει σε φέγγος ένα σώμα.
Η ΕΥΓΕΝΕΙΑ ΤΗΣ ΚΩΜΩΔΙΑΣ ΜΑΣ
Όταν ξεραθεί το χαμομήλι στον καλύτερο ήλιο της χρονιάς
έρχονται βράδια να γυρέψει από δαύτο κι ο φτωχός κι ο πλούσιος
κι όπως κυλάει ζεστό μέσα μας και βάλσαμο
κ’ ευωδιάζουν τα σπλάχνα κι αρμονίζονται
φέρνοντας κάποιο αίσθημα φαγωμένης πεταλούδας με τα χνούδια της
ένα τίποτα ένα χορτάρι φέρνοντας όλη την ειρήνη
έτσι κι ο Ιησούς ένα τίποτα, μονάχα φτυσμένος
μονάχα η μέσα φλόγα που λιώνει την αφή
κι ο Θεός γυμνοπόδης έν’ αρνί στον αέρα
ψηλά στο δέντρο της βυσσινιάς το καιόμενο πέρα στη δύση.
Α τι φριχτό που είναι το νερό ένα τίποτα κι ο αόρατος
μας έτυχε καθώς το μαχαίρι στο λαιμό του κόκορα.
Η ΑΝΩ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ
Αποτρόπαιο φίδι της Γνώσεως αλλήθωρο φίδι
θα σφυρίζεις πάντα στην ανηφόρα μας
έχοντας ολόγυρα την Άνοιξη με σχίνα και θυμάρι
τα δέντρα και τον ήλιο σαν το φρέσκο αίμα.
Εμείς ανεβαίνουμε στην ουράνια πόλη
δίχως εναέριο σιδερόδρομο δίχως άλλο βάρος απ’ το σώμα
ωραίοι στον κόπο λαμπρότατοι στον ιδρώτα μας ωραίοι
ανεβαίνει μαζί μας κι ο πεχλιβάνης
κι ο άλλος ο γενετήσιος δούλος που μάζευε πεταλούδες
κ’ η Μανταλένα που σκότωνε μύγες απάνω στο στήθος του
κ’ η Μάρθα η κουτή με την κιθάρα.
Δεν έχω λόγο να σας γνωρίσω μ’ όλα αυτά τα πρόσωπα
εμείς ανεβαίνουμε
κάθε ώρα που περνά μας τρομάζει σαν εκκωφαντική
εκπυρσοκρότηση
ανεβαίνει κ’ ένας γελοίος
χαιρετώντας τα πουλιά τι ωραία
ο Λικνίτης με σταφύλια νηπιακός και τα κληματόφυλλα
ο βαρύτονος ο Ριγολέτος με την κόρη του
κι ο Δούκας της Μάντοβας καίγεται
ανεβαίνουμε, ανεβαίνουμε σαν περιουσίες
κι ο ψυχοπαθής που έλεγε μ’ εχεμύθεια
πως είχε μέσα στα σπλάχνα του τον Προμηθέα
τι ήσυχος ανεβαίνει μασώντας βλαστό απ’ αγκάθι
έχουμε παρέα και το δράκο που έκανε, λέει, κοντά χίλιους φόνους
ο καλοκαιρινός ψεύτης λέγοντας ο ύπνος μου είναι κινηματογράφος
έκοβε, λέει, την καρωτίδα κάθε Ελένης κ’ έπινε το αίμα
σε λιγνοπόδαρα ποτήρια στολισμένα με υακίνθους.
Κοντά χίλια όνειρα κι όνειρα ίδια
ο ψεύτης ετούτος με βάζει σε σκέψεις
ποια ν’ ανεβαίνουμε η αξία
πώς μπήκε στην προσκύνηση των πουλιών
έτσι με τόσο άνοστο πνεύμα χαλώντας το Ιδεατό Ποίημα...
ΝΑ ΘΥΜΗΘΩ, ΝΑ ΘΥΜΗΘΩ
Ζωή των ελλήνων όλη η Άνοιξη προδομένη
κι όλα κάτω απ’ τον ήλιο εμετός απ’ τον ήλιο
κι ο αρχαίος γιατρός ο ποιητής
άναυδος ωσάν έντομο στις πόλεις.
Να θυμηθώ, να θυμηθώ
απάνω απ’ τις πόλεις γυναίκες σε μαυροφορία
χαροκαμένοι σαλτιμπάγκοι τα κοκόρια μέσ’ στη συμφορά
γαλάζια τσίρκα σε μιαν έκταση που γέμει τόση ψευτολάμψη
με σκυλοκρεμμύδες και χρυσόξυλα
ο μοβανθός απ’ το θυμάρι πάει χάθηκε στην ανοιχτή μνήμη
στους διωγμούς τους ολοάσπρους
τα γουρουνάκια της χαράς μαζί μ’ αλόγατα
να βγαίνουν απ’ τα όνειρα στις βυσσινιές του Κάτω Κόσμου
απάνω απ’ τις πόλεις η ελπίδα κανονιά και σαν αστροπελέκι
για την ολόκληρη χαρά στο βάθος τα μελλούμενα
με οικογένειες χορτάτες λάδι στα πιθάρια
υγεία εύκολη ευλογημένος θερισμός τρύγος αναίμαχτος
μα όχι εξουσία ούτε βίας αποχείμωνο
και στο δρόμο
μια γυναίκα σα να εκτοξεύεται στο δρόμο
με τα μαλλιά της αρτεσιανά.
Ο ΣΟΛΩΜΟΣ ΣΤ’ ΟΝΕΙΡΟ ΜΟΥ
Πώς πέφτουμε στη νύχτα κι από τι πόθους...
Με κοφτερή μοναξιά στολισμένος άρχισα να κοιμάμαι
λευκός ιδρωμένος μέσα στην αγελάδα του ύπνου
κλεισμένος ολούθε απ’ τον όνειρο που κυματίζει στα βάθη
κι ολοένα κερδίζει την ύλη πέρα της.
Ένα ξημέρωμα καθάριζε τα μάτια μου
στους ουρανούς ανοίγαν όλα τα παράθυρα κι ο Διονύσιος
μαυροντυμένος μ’ άσπρα χειρόκτια κρατούσε το σκουληκάκι
στην παλάμη που έμοιαζε με στουπέτσι βαμμένη
πλάι του σ’ ωραία παραλία
έπεφταν οι κολυμβητές να πιάσουν το σταυρό τα Θεοφάνεια
και μακριά πώς ακούγονταν αθώα τουφέκια
ο βρόντος της αγάπης η χαρά της συμφοράς
μ’ όλα τ’ άνθη σε γαλάζια δευτερόλεπτα μ’ όλες τις αχτίδες
την αγαπημένη του πεταλούδα στον ιερό γλιτωμό της
και δράκοντες ευωδιάς ανέβαιναν από κίτρινες σκάλες
ώς τα κοράσια που δε χάρηκαν τον έρωτα.
Γύρω ήτανε δάσος χιλιοπράσινο
με τα πουλιά σαν αναρίθμητους καρπούς απάνω στα δέντρα
με τα πουλιά σε μεθυσμένη σύναξη για πάντα κ’ ένας σκύλος
αργά πηγαίνοντας ούρησε στο κορμί της κοντινής αμυγδαλιάς
με σηκωμένο πόδι κι ανάμεσα
ο γόος έσφαζε τη φωνή που τινάχτηκε από τρεις λέξεις
ΤΥΧΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
Αηδονολάλιε στήθος μου πριν το σπαθί σε σχίσει
Σολωμός
Dieu et notre desespoir nous soutiennent
Κάλβος: Au General Lafayette
ΜΕΤΕΩΡΟΣ Ή ΤΑ ΣΩΜΑΤΑ ΣΤΗ ΖΟΥΓΚΛΑ
Μ’ αγιασμένο στήθος την καρδιά να πάλλει
καθώς ο ήλιος ανέρχεται σε παρθένα φυλλώματα
και διαγράφει κύκλους η ανία του φωτισμένου
σα γεράκι στον αέρα που μισεί
πήρα το δρόμο με τα φύλλα τα ιερά θύμησην έχοντας την αγάπη.
Δεν ήτανε δρόμος
ούτε θέλησα τη μητρική αλληλογραφία των ωρών
ακόμη δεν προσπέρασε κανείς τον ίσκιο του
δεν έφτασε στο ξέφωτο κρατώντας το δίκαιο ζυγό της αναπνοής.
Το ένα ζούδι περισσεύει αντίκρυ στο άλλο
συγχέεται στα δέντρα ο Αστερισμός
οι φυτικές ηγεμονίες μάχονται με καταληψία
υγρές λεγεώνες πλημμύρισαν τη μορφή σου Κύριε.
Χτύπησα δυνατά τους φλοιούς ανοίγοντας τις φλέβες
ώσπου δε βρήκα πουθενά τα τρόπαια.
Κι όμως ήρθε φωνή τις ρίζες αντηχώντας
εμένα τον ίδιον αντηχούσεν η φυλακή του καρπού
με καθρέφτες από χυμούς και καλή πρασινάδα
μια ηχώ βγαλμένη απ’ τα στήθη
και τα ζώα έβλεπαν ολόκληρη τη φωνή σταματημένα.
Λέγοντας ο κόσμος είν’ η κατηγόρια του ίσκιου για τον ίσκιο
έγραψα τ’ όνομα: Ιησούς
έγραψα: Έλληνας
άγγιζα τ’ όνομα κ’ ήτανε μονάχα φύλλα...
Πόσοι άγγελοι φτερουγισμένοι και πόσο νερό στη δίψα
είδα τους φρέσκους αετούς
είδα τον Υιό να καίγεται σε δροσερές φλόγες
κ’ η κάθε πράξη μου σαν χαραυγή
στους κοπετούς να διαλύεται η εναστροσύνη.
Βλέπω τα ζώα κ’ αισθάνομαι τις θείες ομοιώσεις
αξόδευτη νοσταλγία ο λιγοστός
θόρυβος απ’ τη σαύρα που χάνεται στη βλάστηση
μ’ ένα χρωματιστό πουλί αφιέρωμα στο δέντρο
κι απάνω κελάηδημα της μοναξιάς εξουσιάζοντας το θαύμα.
Δάσος απόρθητο κι ο θάνατος η τάξη του δάσους
αγγίζω τη νωπή βάψη στους κορμούς
των δέντρων απ’ τον ήλιο γκρεμισμένο
κ’ ένα ελάφι πλησιάζω ταξιδεύοντας τα χέρια μου.
Θύμηση που είναι το φεγγάρι σαν το υφαίνουν αραιά νέφη
νύχτες αλλού ψηλότερες απ’ τ’ αστέρια μου
νύχτες αλλού μεγάλες όσο κι πόνος.
Ένας μετέωρος άγγελος στο μαύρο του κενού με σταγόνες ονείρων
οπού λάμπουν ερήμωση στο μέτωπό του
θα κρατήσει τ’ ωφέλιμο δρεπάνι πριν η φωτιά της αγάπης
φορώντας το τελευταίο προσωπείον ο χρόνος τον αποτεφρώσει.
Και θα κόψει τις ατραγούδητες φυλλωσιές
που θεριεύουν, αλήθεια, με τους αγέρηδες
για ν’ ανέβω στο κρύο πο ’χει ο Θαλερός απάνω απ’ τους χειμώνες.
Έντυσα τη χελώνα και λαμπερά τη βλέπω στολισμένη
πέρα στους Ιούνιους των προγόνων
θέρισα τους γαλανούς συλλογισμούς
όταν η νύχτα γεμάτη παράθυρα
και την ατμώδη μιλιά των δέντρων όταν
η μαύρη νύχτα μ’ έζωνε από θάλασσα χρυσών ανέμων
εγώ φώναξα κλεισμένος αστερόφυλλα: Θυσία
και δεν έφερε καρπό η φωνή μου
δεν έφερε δρόμους.
Χελώνα στον κήπο της αγάπης άγια μου χελώνα
τραγούδησε, τραγούδησε
γιατί δεν έχει απόσταση ώς του Χριστού το σώμα
όμορφη νύφη παχουλή των ουρανίων.
Στη λήθη που ’χε ρημάξει το άδειο
δεν έζησα τη δικαιοσύνη της ύαινας
υπήκοη στο δεσμό της με τ’ αστέρια ενώ
στάζοντας η τρομαγμένη εφηβική
νύχτα των φυλλωμάτων
ο φυτικός πλούτος παραφρονούσε μέσ’ στον άσκοπο χρόνο.
Έφτασα ώς τα έγκατα οπού ξεχνιέται απ’ τα δόντια η λεία
το σύγκορμο τραγούδι γυρεύοντας
ό,τι κι ο μυκηθμός του νερού σ’ αφανέρωτους ήχους μάς κρύβει.
Αχ πώς αγγίζοντας ένα καλώδιο της βροχής
να μεταδώσεις ηλεκτρισμό των επιθυμιών ώς τα ουράνια...
Τώρα κλειδώθηκαν οι ταπεινοί για πάντα
δίχως ελπίδα με τα ρούχα ποτισμένα χιόνι.
Σήκωσε κύμα το αίμα των ανθρώπων
τώρα που βασιλεύει νύχτα κίτρινη στον κόσμο
και κρατούν αστραπές τα χέρια.
Όμως την ουσία του δέντρου με ποθούμενον ήλιο πώς έχω πεινάσει
περνώντας ανάμεσ’ από ζαχαρωμένους ελέφαντες
όπως φυτεύουν σε αργά βήματα τα πόδια τους
τρέμω τη λεοπάρδαλη
και χαράζω σε φύλλα την ορατή καταγωγή μου
σαν κουτό τραγούδι νιώθω την Άνοιξη στα πιο πικρά δευτερόλεπτα
κι όταν το δάκρυ λυγά στην άκρη του ματιού
και μέσα του σπιθίζει τ’ όνειρο μόνος που είμαι...
Κι απ’ το φως η δική μου φυλλωσιά κρεουργημένη.
Σκόνη των αστεριών οπού μας έπλασες με τη φωνή στη γλώσσα
φανερώνοντας όγκο φλούδα τροχιά στον πλανήτη μας
και πύρινα σπλάχνα για ονειρομαχίες
διαιώνια σκόνη που έχτισες ναούς η μόνη
γιορτάζει το ειδύλλιο στα δέντρα με τους σπίνους
κ’ έχει τ’ άγριο δάσος χαρωπά ώρες-ώρες προβλήματα.
Τι δοξασμένο πράσινο τι απουσία...
Ο αγγελόφωνος όρθρος μέσ’ στο πήλινο κορμί
καθώς ασπρίζει η νύχτα
κ’ υμνολογιέται μόνο του το μύχιο φεγγάρι με τ’ αηδόνια
λέει στον ουρανό για τόσους πόνους τόσες θλίψεις
όπως αλλόκοτος στην πάχνη και στις ηλιοχαραμάδες
από βόρειες ζέστες υψωμένε ώς τ’ άστρα
με θάρρος βλέπεις εμπροστά και λες: Ο άγριος δρόμος ονομάζεται σιγή.
Χλωρίδα δύσκολη και πανίδα τυφλή στα χρόνια τ’ αρίφνητα
να είμαστε, να είμαστε χωρίς εξήγηση
και μέσ’ στο φως η μύγα η μακροπόδα να υφαίνεται
σε βρόμικα σε σκονισμένα φύλλα
καθώς απ’ τις νυχτόχαρες ανθήσεις πέφτει στους γρύλους τ’ όνειρο.
Να είμαστε. κι άλλη χαρά δεν έχει, γλυκέ μου έλληνα.
Θάνατος έρωτας ελευθερία η κλίμαξ
αδελφική φορά των βαθμίδων απάνω
αδελφική προς τον Άδη
ο δρόμος είναι μονάχα ένας
αρχαίος των ελλήνων.
Απ’ το θάνατο βγαίνουν ωραία μυστήρια
και του άνθους το μέγεθος
η φιλία των όντων υψωμένη στον ήλιο
για να λάμπει μόνη της
η ομορφιά των κρίνων.
Εδώ σιγή ώς τα πλάτη επαινώντας το θείον όστρακο.
Η αμαρτία εξουσιάζει και τους σπόρους εξουσιάζει τ’ αστέρια
κι ανάμεσα σε δυο βροχές μαθαίνω το δέντρο. βγάζει φως
άλλ’ όχι το φτηνό φως στα ξύλα των δημόσιων λαμπτήρων
άψητο φως θυμίζοντας την Πολιτική το Κράτος και τον εύκολο τρόμο.
Τι αρμονία που έχει το φίδι
νιώθω την άγνωστη λαλιά περνώντας απ’ τα γελαστά μάτια του
περνώντας από ένα κύμα σπίθες ολόιδιες στα φανερεία της ψυχής
όπου η λάμψη βασιλεύει μόνη και τ’ όνειρο βραχύ
δίχως τον ήλιο και δίχως φεγγαράδα χωρίς ευωδιασμένο στερέωμα
κ’ έχει χαθεί το παράφορο πράσινο γύρω μου σα να ’χει σβήσει
της γης η μοίρα στη χύτρα μιας φτερωτής
μάγισσας που ’ναι ντυμένη στ’ άσπρα με λεμονανθούς
στο στόμα μοσχοκάρφι
κι αντί για ζώνη πορφυρή
αίμα προβάτου την τυλίγει ως ανίκητη
στα χέρια της κρατά σκυλοθυμάρι.
Με ποιαν αύρα έρχετ’ ο έρωτας απ’ το φίδι κ’ ευωδιάζει το Απόλυτο
ήχος δεν ακούγεται λουλουδιών, δεν έχει περιστέρια
βαθύ και μονάχο τ’ απρόκοφτο ζουζούνι στη λευκότητα
κι όχι εδώ στα μαχόμενα φύλλα να ζήσουν
ενάντια στα ζώα ενάντια στ’ ανθώπινα χέρια
σε τι ξαστεριά καίγεται ο πίδακας του Αίματος κ’ η φωνή
που ακούω. στο σκουλήκι νά ’μπεις για ν’ αλλάξει ο ήλιος
τρέξε στον ιδρώτα της μεγάλης ταραχής.
Το φίδι αστράφτει δυο φορές
από νοσταλγία τετραπέρατη για τον αετό, πώς ανεβάζει
τους χυμούς η κούραση της γης κ’ έχουμε τ’ άνθη πώς αναρίθμητα
τόση μουσική μέσ’ στην ορφάνια των δροσοσταλίδων
άσπρες ειδήσεις τραγούδησα κι ας μην ανατρέφω χαμηλή ελπίδα
πώς φτάνει στους νεκρούς πώς φτάνει στους καρπούς
η κρυαδερή του τάφου δυνατότητα το χώμα που είναι αταξίδευτο
κι ο θάνατος ο ταξιδιάρης μια γαλάζια διαδοχή
σαν όταν δρασκελά το ένα πόδι εμπρός απ’ τ’ άλλο.
Τι βλέπεις ακόμη στην πρασινισμένη στέρνα και χάνεις
ώρες με τα βατράχια να επιμένουν στο μυστήριο που ’χει κουκούλα του
ο στερνός Κωμικός ο κοκαλιάρης από όλη την ακούρευτη γαλήνη
ο κεντημένος στην πλευρά στα πόδια και στα χέρια
σηκώνοντας τον τάφο ψηλά στη θεϊκή καταιγίδα
με νήπια στην αγκαλιά στην κόμη όλο σπουργίτια
ο μέσα δρόμος της εικόνας του μύρμηγκα
δίστομη ευτυχία ξημέρωμα στους αόρατους αυλούς...
Όμως κινούνται κωμικά
χυδαίοι πίθηκοι βρομίζοντας τα δέντρα
μακρόχειρες αρπαχτικοί.
Πώς είναι το κακό σαν το λειρί του κόκορα
τι σάλπιγγα που είναι το κακό...
Συνάντησα τους σκύμνους να λούζονται στο γέρο-ήλιο
πιο πέρα θά ’βρω και τ’ αρνί σφαγμένο, έλεγα,
την εκκλησιά τη ρείπωσαν οι κρεοφάγοι
με τις βαρειές από σιδερόξυλο πόρτες
άχρηστο θα ’ναι σαν ηλιοβασίλεμα
τ’ αρνί στην έρημη φωνή του άχρηστο κι άχρηστο
μα θα το πάρω στα στήθη και θα τρέχω, θα τρέχω
απορώντας αντίκρυ στον ουρανό. πώς θα χαθούν εδώ και τα οστά
μέσ’ στη θερμή σφαίρα...
Όμως τον κάτω φόβον όποιος έχει στα δύστυχα φρένα
χύνεται δίχως κίνδυνο βαθύ προς το ρυθμό της νύχτας
ανοίγοντας τα χρόνια σαν όμορφα λουτρά
δεν έχει τέλος ο πόλεμος κι ο Ιησούς δεν έχει τέλος
γιατί να βλέπω και να ’μαι το σκοτάδι;
Μητέρα ερημιά και συντροφιά των άστρων
εσύ πέρ’ απ’ την Άνοιξη και τα μηδαμινά χελιδόνια
σε πόθησα τόσα χρόνια και τόσα ηλίθια εικοσιτετράωρα
ο αντίμαχος είμαι στα πράγματα κι αυτά τι ξένα στη ρίζα μου
σε πόθησα μητέρα ερημιά καθώς ο ατυχής κροκόδειλος
άθλια στο κλουβί φυλακισμένος βράδυ σ’ ένα λούνα παρκ
είχαν επιδέσμους βάλει στα πληγιασμένα του πόδια...
Πού είναι η τόση πατρίδα
το βασίλειο του αίματος – από λήθαργο τραγουδούσε ο κροκόδειλος –
το βροχερό βασίλειο στα τροπικά παραμύθια του Όντος.
Κι ολοένα τραγουδούσε: Ξεχασμένος είμαι στη φλόγα
έρχονται τα παιδιά και με βλέπουν αιματωμένο
απ’ τη μια πρωτεύουσα στην άλλη με δέρμα ξεραμένο.
Κι ολοένα τραγουδούσε: Φέρνω φόβο, φέρνω φόβο
μη δεν είναι όμως εργασία και το αίμα
μη δεν είναι όντως εργασία κ’ η αγάπη;
Ολοένα τραγουδούσε το θηρίο κ’ εγώ του πετούσα λέξεις
τις λέξεις ανασταίνω, είπα, τα σύννεφα γεμίζω με βροχή
τώρα δεν αντικρίζω πέρ’ απ’ τα λιγοστά μου μάτια
δεν ακούω τη θεσπέσιαν αυγή
πάλι γυρίζει ο τροχός του Υιού με τις ορμές
απ’ τη σκληρότητα πηγαίνω στη σκληρότητα.
Μπορεί να σώζει ένα μοναστήρι π’ αναπνέει τις μέρες και δεν τις μετρά
ή με θανάτους ωσάν τα σταφύλια πατώντας τις επιθυμίες
οι μοναχοί την ουράνια χαίρονται μέθη.
Μπορεί και να σώζει το μνημονικό μου
στους λειμώνες πίσω της ηλίκίας.
Τα πρώτα μου χρόνια σε πόση ευτυχία...
Βαθειά η ανάμνηση στα χείλη με τη γεύση της Μεγάλης Παρασκευής
χαλβάς κ’ ελιές δώρα της νεφέλης
το αθώο μαρούλι του καλού ζώου μέσα μας
μεγάλη συννεφιά της μέρας η σεμνοχρωμία.
Μπορεί να σώζει πάλι μονάχα ο ασκητής
όταν το στήθος καθαρίζει με φωτιές στην αιχμηρή αιθρία.
Σιγή ώς τα πλάτη...
Θυμήσου πως ο Διόνυσος ήτανε αγρότης αξύριγος
με δαίμονες βλαστικούς ολόγυρά του και λαμπρά τ’ αμπέλια
κι ο άλλος οίστρος ο σταχυοβότρυς ο γιος της Μόνικας
ο Αυγουστίνος ιερός όσο και το χορτάρι μέσ’ στον ήλιο
κι άλλοι, κι άλλοι πόσοι αυτάδελφοι του Κατσικοπόδαρου
Ευφραίμ ο θρηνητικός με τα μάτια δίχως ρίζα πουθενά
σπαράζοντας άγρια δευτερόλεπτα
έχει ξεχάσει τα χέρια του
Αλέξαντρος των Ακοιμήτων είδε το θάνατο
και πρόσταξε τη χαραυγή μια μέρα να μην έρθει
τη νύχτα διπλασιάζοντας
Συμεών ο Στυλίτης κεραυνώνει ερπετά και τ’ αδειάζει σε λάμψεις
με τη δροσιά του σπαραγμού με χίλια χρόνια γάμου.
Θυμήσου ένα βράχο θαλάσσιο
σαν ιατρική παράσταση εγκεφάλου
σαν προσευχή της ύλης αυλακωμένος ο βράχος
έλεγες ακόμη σωτηρία τον έρωτα κ’ η πλάση
βαθιά κόκκινη σε πλημμυρούσε.
Χάθηκε η παρθένα η όμορφη.
Την έβλεπα να περπατεί στα γαλανά της δέντρα.
Σαν ίσκιος προικισμένος άστρα και ποιος κορυδαλλός ο λαιμός της
έσυρε δυόσμους μέσα στο νερό
μοσχοβολούσε ο ήχος απ’ τα χέρια της
κι ο ήλιος, βασιλεύοντας, Θεία Ευχαριστία.
Πώς λάμπει στη λησμονιά η όμορφη
και τ’ άνθη διασταυρώνουν την κίνησή της!
Ο ήλιος αύριο πάλι θά ’βγει ο αθώος πλούτος
όλη η αίγλη της γεωμετρίας είναι ο κύκλος, είπα
μια μέρα, κ’ εκείνη αμίλητη σαν αναστεναγμένη
στα γόνατα κατάκοπη έφερε το κεφάλι
όμοια καθώς να ’κλεινε ο ουρανός την πύλη
με τον ακράτητο καρπό ανάμεσα στα χείλη
και τα ξανθά μαλλιά της κύματα
στους ώμους γοερά θρηνούσαν.
Ώχρανε γύρω η ζωή κι απ’ τον καιρό των ζώων Άδης
εβγήκε σκοτεινός. Έτσι γλυκειά και μόνη
των αγγέλων η όμορφη
την ευωδιά στον κόσμο είχε αυξήσει.
Βρέχει πολύ και μπερδεύει σε κυκεώνα τα φυλλώματα
ορμή και μάτια το φόνο ταγίζουν
η πείνα βασίλισσα κι ο βίος ολούθε κλοπή
συμφέροντα των ανέμων.
Όμως έχω ζεστά αεροπλάνα εκεί που ζητωκραυγάζει
ένας χρωματιστός αθώος τη χαραυγή με κελαηδήματα
και την αθρόα μετανάστευση των ταράνδων...
Τι έμεινε πλην απ’ τ’ αστέρια;
Πολλά χιλιόμετρα νύχτας κι αλίμονο σαν ανοίξει η τρύπα μαυρίλας. Όλα τα ζώα κι όλα τα ζούδια κρύβονται για το γλιτωμό. Θ’ αντικρίσω τον ήλιο; Βρέθηκα εδώ μ’ ένα χειρόγραφο, το χειρόγραφο της αιχμαλωσίας. Άρχισε κιόλας να σπάζει ο κορακάτος ουρανός. Είδες και πως γκρεμίζεται ο άγγελος στα στήθη.
Μπήκα στο θαλάμι της καταιγίδας μη γνωρίζοντας πια
και δέντρα και ζωή
μονάχα κρότους φοβερούς ακούγοντας
και το Ουαί στην ιερή σύγχυση της μοίρας
οι στριφτές κραυγές απ’ τ’ αγρίμια πώς κομματιάζουν τη νύχτα
κ’ η νύχτα μ’ έρωτα θέλει το θεό
για να χυθεί στη γκρέμιση το θελημά του και να λάμψει
γαλήνιο το λευκό μεγάλο φως πέρα
ψηλά και πέρ’ απ’ τον πλόκαμο της αστραπής που έχασε τις ρίζες
και πέφτει τρόμος ουράνιος στο χώμα.
Βλέπω Κύριε φτερωτό κριάρι την οργή σου
δεν έχει όρια τ’ αστροπελέκι
σε βλέπει κάθε λιοντάρι σε βλέπει κι ο λιγνός μύρμηκας
κ’ η φεγγαρική αηδόνα στα βατόμουρα της συμφοράς.
Τόσο μακριά σωζότανε το φεγγερό ελάφι
και τα βασανιστήρια έμεναν ακόμη στα μάτια του
ίχνη ονείρου και ρυθμός της ολοένα τύχης.
ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ
Έρχομαι υγιής απ’ την Άνοιξη μ’ ένα πεύκο στα στήθη
και διαλαλώ
πως ο χρόνος είν’ ο τάφος του νου μέσ’ στις ουράνιες οροφές
και λάμπει τ’ αδιέξοδο
με τις εννέα λάμπες του Πλωτίνου για τις εννέα διαύγειες
τις χρωματιστές
ο εργαζόμενος στους οισοφάγους
και λάμπει τ’ αδιέξοδο.
Η αγωνία ευωδιάζει στον ίασμο με τη φεγγαρόπετρα
κι ο μεγάλος ακούγεται Οδυρμός, ο δίδυμος του Κοπετός
κ’ η εποχή των θρήνων.
Ώρα χαράς η ώρα κατακέφαλη
καθώς είτε κοιμάμαι είτε βαδίζω στρέφοντας τ’ αστέρια σα βίδες
είτε ξυπνώ είτε γράφω ποιήματα
γύρω απ’ το κορμί μου είναι πάντα ο αόρατος ξυλουργός.
ΤΥΧΗ ΤΡΙΤΗ
Impenetrable comme les geants, moi, j’ ai vecu
sans cesse avec l’ envergure des yeux beante.
Isidore Ducasse, comte de Lautreamont
Τραγούδι Πέμπτο του Maldoror
-
αφόρητο πάθος το μυστήριο και βρόχος η βροχή
για κάθε βαρυχειμωνίτη
-
η θάλασσα υποκρίθηκε τον Αδάμ; όλα πεσμένα κι όλα στη νύχτα
της Μαίρης
ΚΑΤΕΒΗΚΕ ΤΗ ΦΥΣΗ ΚΙ ΑΝΕΒΗΚΕ ΤΗΝ ΠΡΑΞΗ
νοών
ο ων
1
Μοίρες χιλιάδες μέσ’ στο ουράνιο σκοτάδι
δάκρυα
το αίμα κόκκινο
που χύνει ο λύκος της μαύρης ηλικίας
ιδέες μαινάδες μέσ’ στου νου το βράδυ
η ανθρώπινη λαλιά
τα συστήματα των φιλοσόφων όπως ανατολές με περιβόλια
φορβάδες της ομορφιάς οι γλώσσες
η αναγκαιότητα της μητέρας
τα ποιήματα δρόμος
και τα επτά στη ζήση αμαρτήματα
ο δυόσμος
το βλέμμα που πάει στ’ αστέρια
ένας θεός μεγάλος
ενδοκρινής
κι ο διάβολος με σιγή και διάρκεια οπλισμένος
απ’ τη θάλασσαν έρχονται.
2
Πολύς ο τρόμος
η χαρά γεννήτρα των άστρων
ευτυχίες απ’ τα κύματα...
Πολύς έρωτας και χιλιόγλωσσα δάση
φυτικές φυλές ολοσκότεινες
από ηφαίστεια ζωής απ’ τους πυθμένες
ένας παράξενος υπερπληθυσμός
θέλει το πάν κραυγάζει το Πάν
και τα πρώτα μυθόζωα τους αγκαθωτούς
όγκους αναπτύσσοντας
έξω στον ήλιο τυχαίον απ’ αιώνες
οι άγνωστες χλόες μόλις
τ’αρχικά δέντρα
και τα ερπετά
με πόδια σαν αργά κλαδιά του τρόμου
θα υψώσουν έχοντας τ’ όνομα χρόνος
μεγάλη μόνη ελευθερία
σε θεόν ανάμεσα και στο χώμα
τα πουλιά.
3
Σφάζω δευτερόλεπτα σ’ ένα υπόγειο μπαρ
είναι σαν ειρωνεία στο ποτήρι ο αφρός της μπίρας
και πίνω καπνίζοντας
αισθάνομαι τα χείλη φανταστικά στο φανταστικό πρόσωπό μου
βλέπω μια κατσαρίδα να μεγαλώνει, να μεγαλώνει
τρώει τις νύχτες τα χαρτάκια των λογαριασμών
ονειρεύομαι στον τάφο της χαράς υπερκειμένης
πρέπει να φτερουγίσει στα χέρια μας η ανατολή σαν κορασίδα
πέρ’ απ’ τα νέφελα που χαστουκίζει ο ουρανός
με γαλάζια κομμάτια τρομερού φωτός
να μην αντηχήσουμε τις δίκαιες ορμές οι διχαλόψυχοι
σαν αποφράδες μήτρες ω ζώα υπέρτερα
να χαιρετήσουμε τον κρεοφάγο ήλιο πετώντας.
Κουράζεται να υπάρχει στο στήθος η αιωνιότητα
κι ο κόσμος τραγουδά με τους κατακλυσμούς
μια ύαινα έχει τελειότητα
κερδισμένη σε χρονικά
διαστήματα κίτρινης εποποιίας μέσ’ στα κόκκινα.
Ω κραυγή της ψυχής απ’ τον κεραυνό κομμένη
σαν καρπός είσαι γρήγορος
που τον κοκκίνισε η μικρόκοσμη φλόγα.
Κ’ η κραυγή τον απόρρητο σπόρο δοξάζει.
Χαίρε ραββί
χώμα η φωνή μας
στην εικοστή εποχή του κενού.
Με βάγια στρώθηκε ο δρόμος για να περάσει το υδάτινο γαϊδούρι
που σ’ έφερε στη νύχτα των ηλεκτρονίων.
Ιδού λοιπόν ανεβαίνουμε στα Ιεροσόλυμα
κάθε πόλις ολημέρα δαγκώνει
με τα δόντια των μηχανών
είναι μάζες ποσότητες η φορά κ’ η ενέργεια
και το νερό που γίνεται κρασί στο γάμο της Κανά
ελαττώσεις αυξήσεις αριθμοί με ησυχία των ίσκιων
έχουν τα όνειρα ξεκλειδώσει με γοερά κλειδιά
περάσματα φρικτής ελευθερίας ο νέος υπερπληθυσμός.
Και τα πρώτα θηρία βρυχιούνται στα πλάτη
σφυρίζουν επίγειες εγκαταστάσεις
οι στιλπνοί λαβύρινθοι των συσκευών
οργάνων και μηχανημάτων
ευτυχίες απ’ τα ραδιοκύματα...
Ο Πυρηνικός Δαίδαλος ηχεί την πλούσια γλώσσα
ο Πυρηνικός Ίκαρος αγκαλιάζει την ακάλεστη πράξη
μ’ αποστάσεις από νεκρά εκατομμύρια
κ’ η χαρά μυήτρια των ανθρώπων
όπου
μεγάλη μόνη ελευθερία
σε θεόν ανάμεσα και στο χώμα
τα πουλιά.
4
Μοίρες χιλιάδες μεστό κι αξόδευτο σκοτάδι
ένας κρωγμός μετάλλων η νέα μουσική
σα δέντρο η αιθέρια ελπίδα θροΐζει
και το κλάμα των ανθρώπων έχει φως
απ’ την ανοιχτή τούτη Άνοιξη των βροχών
εκεί ψηλά φέρνει αναστάσεις η Πυρηνική Μητέρα
σε χειμώνα τραγουδήσαμε σε χειμώνα
ο Ιησούς έχει ανάγκη από σκάφανδρα κοσμοναυτών
οι μέρες της επιστημονικής χαράς τον προσφωνούν
ΧΑΙΡΕ
Ο
ΑΝΑΒΑΤΗΣ
ο Ιησούς ανεβαίνει στον ύμνο λησμονώντας το τέρας της βίας
αίμα πολύ στις δεξαμενές του φόνου
και θ’ απομείνει στο πανάρχαιο χώμα της Γης
η λήθη.
Να πληθύνουμε τ’ άνθη ώς τα δυσθεώρητα κρεμαστά
φαράγγια σαν τα λούζει ο Μόνος αλλόφρονα με δέσμες ήλιων
εμείς της δουλείας ανωφερείς
εμείς οι πρώτοι του ορατού Γαλαξία
των αιμάτων αιχμάλωτοι
και των οράσεων ιδρυτές
οι ναυπηγοί του θείου τράγου.
5
Μέσ’ στα δάση της ελπίδας φυσά ο παράφορος άνεμος
ώς το ανέλπιστον ωμέγα της ταραχής
μέσ’ στα δάση του νου κυλιέται το άλογο της υπερηφάνειας
αγγίζουμε τ’ αστέρια.
Κι όμως
ποτέ δε θ’ αντικρίσουμε τον Πατέρα.
Είν’ αυτός που βγήκε απ’ τα κλήματα
με τη συμφορά στο μέτωπο και σφαγμένη αγάπη.
6
Ψηλά στην καθάρια νύχτα τραγουδά το άσπρο ποτάμι
ψηλά στη νύχτα είν’ ο δρόμος της Παναγίας και πάει στα όνειρα
είναι ο Γαλαξίας η λιπαρά οδός των ελλήνων
και πάει στη θάλασσα της Κρίσεως
και πάνε τόσες ψυχές
κουβαλώντας η κάθε μια τις δικές της πράξεις
άσπρο ελεγείο που καθρεφτίζεται στην ήσυχη ροή του Ιορδάνη
και μ’ ένα όνειρο σαν από αετό
ψηλά το γήινο ποτάμι έχει την κοίτη.
7
Κόκκινο σύννεφο μικρό σαν έρημο ψαροκόκαλο
πάρε, πάρε μακριά το φθινόπωρο.
Σκοτάδι που βγάζει ο αιματωμένος Ιησούς...
8
Ο ήλιος είναι διχασμός και πόλεμος, είναι κ’ εχθρός των άστρων
είναι σα γέροντας με τη φωτιά γενειάδα χωρίς άνεμο
και στον ουράνιο αγρό πηγάδι για τις φλόγες
έρωτας στην ανατολή κι αγάπη προς τη δύση
το αίμα που τον απειλεί χάνεται στο σκοτάδι.
Σπαραγμένη μέρα σαν τον Πενθέα σαν τα σφάγια
τι να τον κάνουμε τον ήλιο μέσ’ στο αίμα
και τα χαράματα γιατί μονάχος να τ’ αποστηθίσω;
Φτωχά και τρίφτωχα μάτια
γυρεύω τον Πατέρα πέρ’ απ’ το φωστήρα
και δεν έχει μάτια κανένας
ούτε τα δέντρα που ’ναι πιο σοφά κι απορεμένα
φωνάζω στις γάτες ο Πόνος φωνάζω στα σκυλιά
μήπως εκείνα βλέπουν τίποτα
κι όλα τα ζώα που σύντυχα βαθιά τα ρώτησα μήπως εκείνα
κι όταν ένα ελάτι βουνίσιο αγριεύει στο ψήλος θα τυφλώνεται
και πάλι ο ήλιος περιγελαστής αόμματος με το μπαστούνι μαύρο
ή τραπεζίτης του πυρός μιλώντας τη γλώσσα μας
ο φωτοδότης και κάτοχος του χρυσίου.
9
Κόκκινο σύννεφο μικρό σαν έρημο ψαροκόκαλο
στη δειλινή αιθρία ωραίων κι ωραίων ημερών απ’ το φθινόπωρο
της ψυχής είν’ ο ήλιος πρασινόχαρτο στάχυ
βγαίνει απ’ τα σκελετώματα στη σκάλα
που οι γύροι της αρδεύουν έρημοι το στερέωμα.
Τη ζωή τη στολίζει ο χρόνος
οι πράξεις αδειασμένες είναι στο κύλισμά του
κι ολομόναχο βλέπω το παιδί
που λάμπει πέρ’ από κάθε Γαλαξία.
10
Τα μυστήρια πο ’χει το θέρος ουράνιο
μέσ’ στην ψυχή πώς καίνε φέρνοντας άλλη σελήνη
κι άλλα χέρια στο κορμί μου για να υψώσω ελπίδα
με τη νωθρότητα των αγγέλων ερωτευμένος
Ιούλιε Ιούλιε
μέσ’ στη ζωή πώς βρέθηκα για ν’ ανταμώσω πάλι τις επιθυμίες
ο ενιαίος Αδάμ όταν τεμαχίζεται σε τέτοια οικουμένη
σε τέτοιον αριθμό αδιάκοπα
μέσ’ στην ορμή πώς είδα το πέσιμο φλεγόμενος
κι αδύναμος ν’ απαρνηθώ
τις πήλινες φωνές με τα λουλούδια κι αδύναμος
νά ’μπω στη χαρούμενη σπηλιά μαύρα μεσάνυχτα πενθικός
ρίχνοντας το σταφύλι που κρατώ στα δάχτυλά μου
για ν’ αντικρίσω μόνος τη λεμονιά τη νύφη
σ’ όλη την ασπάραχτη Άνοιξη, σ’ όλη την Άρτεμη που σύρει ψηλά
θηράματα τις εποχές κρατώντας στα κρινόχερα βροχές
και πάει στους χρυσωτούς αρχαγγέλους.
Δεν έχω μάτια είμαι ο διαιώνιος τυφλός
κι ακούω της απιστίας το λελέκι με τραγούδια στο κεφάλι του
τη μαθηματική λαλιά του κόκορα πρωί στην Παλαιστίνη
με την Τριάδα δεμένη και γύρω της οι ρωμαϊκές φλόγες
η νύχτα με διεκδικεί ολοένα
κούφια η νύχτα δε φεύγει κούφια η ματιά
ενώ στο δρόμο είν’ ο ήλιος, έρχεται, κι άμυνα δεν υπάρχει
στα σωθικά ραγδαίος Αδάμ ο τ’ όνομα πο ’χει Αντικριζόμενος
ο λέγοντας Όχι και γίνεται Ναι κι ο Ανάποδος
όπως κραυγάζουν ευτυχισμένοι στρατιώτες μέσ’ στο σίδερο
στήθη κεφάλια κι όνειρα μέσ’ στο σίδερο: «Τη νύχτα τούτη,
μα την αλήθεια, είχαμε καλό κυνήγι».
Να ο λόγος που φώναξα στη μαύρη συννεφιά.
σαν Ιουδαία είναι ο ουρανός απόψε.
11
Αιχμές ονείρων εσείς άνεμοι του μέλλοντος
ό,τι σαρώνετε δεν είναι όλη η μοίρα
τα λίγα πουλιά στις πλατείες των χειροκροτημάτων
ό,τι σαρώνετε δεν είναι όλη η μνήμη
μέσ’ στα φθινόπωρα που νοσταλγήσαμε την ευτυχία
εκείνα τα φθινόπωρα που έμπαιναν από μελαγχολικό αέρα
στην κρυερή δρόσο του Σεπτεμβρίου...
Δεν έχω τι να κάνω κι είμαι νέος
γεια σας δέντρα π’ ορφανεύετε δίχως φύλλα και θρο
ας κοιμηθούμε νωρίς
δεν ωφελεί ούτε ένας κινηματογράφος
αιχμές ονείρων εσείς άνεμοι του μέλλοντος.
12
Φως εκ φωτός υμνώ και δοξάζω
την κακία στα τάρταρα τη ρίχνω
και τ’ αστέρια μονάχος τα δείχνω
πριν ο κόκορας της προδοσίας λαλήσει
πριν η ψυχή στη σκάλα με τον άγγελον ορθοποδήσει
και τον τράγο για την ώρα διχάζω.
13
Στην καταιγίδα φωνάζουν οι κεραυνοί τόσον άλαλοι
μ’ ένα ηλεκτρικό κλαδί ο καθένας στη διάπλατη λάμψη
στις πτυχώσεις τεσσάρων ανέμων διαιρουμένων
στο μεγάλο ριπίδιο.
Φως εκ φωτός τα ρούχα των αγγέλων
άσπιλος παραλογισμός ο ουρανός
ένα κονσέρτο του Vivaldi με παρηγορεί
μα η ομορφιά τη νύχτα χαμηλώνει τα σημάδια της
πολλές φορές είμαι σκοτεινός απ’ το φως της
τ’ αστέρια είναι πάντα κλειδωμένα λοιπόν.
14
Ω ανθρώπινη φύση κι αγάπη
που μυροβόλησε απ’ τον αφάγωτο Σπαραγμένο
για λίγη ζέστη στα κόκαλα ο θνητός αναγαλλιάζει
λαλεί το στήθος η ελπίδα το φουσκώνει στα πελάγη
με κρουνοφόρους υετούς ώς τη μεγάλη περιπέτεια.
Σα γάμος είν’ ο θάνατος και σαν την πεταλούδα
γυρίζω τις πράξεις απ’ τον ήλιο γοερά
και πλουτίζω το κίτρινο
ξηλώνω τις πράξεις απ’ τις ώρες
και τις βαφτίζω σ’ όλα τα δευτερόλεπτα
που τα ’χει δικά της η άγρια πίστη.
Γιατί έχτισα το ναό μου σε τρεις γοητείες
έρωτας πόνος αθανασία.
15
Δροσερό κι άσπρο μέλλον
εδώ στην Ελλάδα χαιρόμαστε τις εποχές με τον γαλάζιο Δία
βλέπω, βλέπω, ποια τύχη να βλέπω
γυναίκες με τα μάτια δροσίζουν το χορτάρι
όλο κανέλα και μοσχοκάρφια πώς ευωδιάζουν οι όμορφες
νύφες αραιές είναι τα ρόδινα νέφη των Νοεμβρίων
εξαϋλώσεις ποταμών πεδιάδων εμβρύων
ο βοτανισμός του ορίζοντα και τα ονειρόδεντρα
που ’χει πλύνει για πάντα ο θαλάσσιος όμβρος
κ’ η Μαριάμ η γοργόνα σταματώντας αργυρά πλοία
με προφυρογέννητους κι ο λαμπρός φούρναρης ο θεός
απλώνοντας τη χερούκλα για να βλασταίνει το γέλιο.
Ένας χλωρός αέρας σπρώχνει το θάνατο στην ποντικότρυπα
ένας αέρας διώχνει με σφυριγμούς τη δυστυχία
στο μεγάλο τετράγωνο της πείνας
απ’ την Ευρώπη κι απ’ την Αφρική
κι απ’ την Ασία κι απ’ την Αμερική αέρας αέρας
είναι ο ανθοφόρος Βάκχος με το κοντάρι τ’ Άι Γιώργη
και τεντωμένες οι σημαίες απ’ το μεγαλείο που φυσά
στους καιρούς με χειμώνα της Εξουσίας.
Ανεβαίνει πτηνό σαν πίδακας κρατώντας του Χριστού βραχιόνι
χλοερό μέλλον ο κόσμος ακράτητος
ο κόσμος ηλιακός
απ’ το φεγγάρι φτερούγισαν οι ασημένιες χιλιετηρίδες
απ’ το σκοτάδι γκρεμίζεται η χαμηλή οδύνη
στα φλογοβάραθρα της λησμονιάς μέσ’ στο σκοτάδι πάντα.
Ο χρόνος φουντώνει τα Έθνη τις Επιστήμες τις λεύκες
Τέχνη και Δικαιοσύνη μεγάλες κερήθρες της ψυχής
Ιδανικά Μητέρες Οράσεις Ύμνοι
κι ο ήλιος όχι πια ένας σκύλος
μονάχα φως ατάραχο
που ωριμάζει με περιστροφές το θείο φρούτο.
Και τη νύχτα να. ο Γαλαξίας
όλο ρέει στην άγρια φυλλωσιά των ουρανών
ο κόσμος αλλάζει και χορεύουν οι δρόμοι.