ΑΝΑΜΝΗΣΤΙΚΗ ΛΗΘΗ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΘΛΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

 

Η κότα έκανε τ’ αβγό

ή το αβγό την κότα;

Είτε-είτε;

Ούτε-ούτε.

 

Η μη-κότα έκανε το μη-αβγό

ή το μη-αβγό τη μη-κότα;

Είτε-είτε;

Ούτε-ούτε.

 

Η κότα έκανε το μη-αβγό

ή τ’ αβγό τη μη-κότα;

Είτε-είτε;

Ούτε-ούτε.

 

Η μη-κότα έκανε τ’ αβγό

ή το μη-αβγό την κότα;

Είτε-είτε;

Ούτε-ούτε.

 

Η κότα-μη-κότα έκανε τ’ αβγό

ή το αβγό-μη-αβγό την κότα;

Είτε-είτε;

Ούτε-ούτε.

 

Η κότα-μη-κότα έκανε το μη-αβγό

ή το αβγό-μη-αβγό τη μη-κότα;

Είτε-είτε;

Ούτε-ούτε.

 

Η κότα-μη-κότα έκανε τ’ αβγό-μη-αβγό

ή το αβγό-μη-αβγό την κότα-μη-κότα;

Είτε-είτε;

Ούτε-ούτε.

 

ΚΙ ΑΛΛΕΣ ΑΚΟΜΗ ΛΕΞΕΙΣ

Το έξω δε μας φταίει τίποτα.

το προς τα έξω μάς φταίει.

Μεσ’ στους καθρέφτες των μαγαζιών

ολάξαφνα

το βλέμμα μου γυρίζοντας βλέπω

το βλέμμα μου

την αδιέξοδη ματιά του σφαζόμενου ζώου.

Κι όλα με στέλνουν έρημο στην ερημιά μου.

Μαζεύεται σιγά-σιγά η καταιγίδα.

Σηκώνω τα μάτια και τη βλέπω:

θα ξεσπάσει.

 

ΕΡΩΤΑΠΟΚΡΙΣΗ

- Γράφετε;

- Γράφω μονάχα όταν υπάρχω πολύ.

Στην άβυσσο παντρεύομαι

στην άβυσσο κάνω τα παιδιά μου.

 

ΤΑ ΠΕΡΗΦΑΝΑ ΦΕΓΓΑΡΙΑ

Δεν είναι ζέμπρα η αλήθεια –

δεν είναι, κύριοι, ραβδώσεις οι ατομικότητες

απ’ την ακόρεστην Ατέλεια προχωρώντας

προς τη μεγάλη κένωση: την ομορφιά μας.

Κάθε δικό μου και δικό σου είν’ ανύπαρχτο.

Κάθε δική μου και δική σου σκέψη μοιάζει πάντα

με τ’ ανήμπορα νούμερα της ανέμυαλης ρουλέτας.

Η αλήθεια είν’ η μπίλια.

 

Το επέκεινα στη θρησκεία είν’ όπως

η προοπτική στη ζωγραφική:

περιττεύει στην πλήρη θρησκευτικότητα.

 

Στην έκσταση δεν υπάρχει γεωμετρία.

 

Είδες ποτέ στον ξύπνιο σου

το σάλο των ηλεκτρονίων

ανάμεσα στο βλέμμα;

 

Η τανύφυλλη ελαία: η ατραπός του οράματος.

 

Ω σώμα σήμα της ψυχής

πιθάρι

της απέραντης ιαχής

δοξάρι

της λαλούμενης απέναντι σιγής

ηλιόλουστο τροπάρι!

 

ΠΛΑΝΗΤΙΚΟ ΤΕΤΡΑΣΤΙΧΟ

Κείθε στον Άρη ή λιγάκι παραπέρα στον Ερμή

καθόμουνα κι αντίκριζα το Άλφα του Κενταύρου

- σχεδόν απέναντι καθόμουνα κ’ είχα την όραση θερμή

σ’ ένα τεράστιο ρουθούνισμα του σύμπαντος ταύρου.

 

ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΘΑΛΗ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑ

Ω σταγόνα διάφανη σταλαγμένη

στο πρώτο πράσινο εμπόδιο της βροχούλας

θείον ανάβρυσμα δίχως άλλη μοναδική θεότητα

σ’αυτή τη στέρεη κι αδιάσειστη ματαιότητα!

Είν’ απέραντος ο πρόπαππος

ο αρχαίος ιώδης Ωκεανός

κι αναστάσιμος ο πυραχτωμένος πάππος

ο αλύγιστος κι ανεχόρταγος Κρουνός

ανάμεσα στ’ αχανή διαστήματα.

Ω σταγόνα διάφανη θυγατέρα του χειμώνα!

Λαμπυρίζεις ωραία στο σκουληκάκι!

 

ΤΑ ΜΙΚΡΑ ΔΩΡΗΜΑΤΑ

1. Ο ευλύγιστος θάνατος όπως ακούγεται

στη ματωμένη μουσική της Ισπανίας

όπως ακούγεται στα θροΐσματα

του αέρινου ταυρομάχου στην αρένα.

 

2. Βδομάδα με βδομάδα τη ζωή κερδίζοντας

ανέφελος ανάμεσα στου κόσμου τη μαυρίλα

την παγωνιά τις άσπλαχνες βροχάδες την Αστάρτη

μα τη χρυσή του την καρδιά την πάει στράτα τόσα χρόνια

ποιος άλλος

ο πλήρης ποιητής

ο ταξιδιώτης…

 

3. Ο Ηράκλειτος δίπλα στο φούρνο

σαν άνθρωπος…

 

4. Η αίσθηση του απόλυτου την ώρα τούτη:

σαν το ανακλάδισμα που σε κουφαίνει.

 

5. Το κάρβουνο που κοκκινίζει στη φωτιά

την ιδέα του μαύρου δεν την αλλάζει.

 

6. Τι να σου κάνουν τα βατραχοπέδιλα της επιστήμης

όταν ανοίγεσαι στο πέλαγος της μεγάλης αγωνίας;

 

7. Ένα βουβάλι για τον ερυθρόδερμο

χορεύει σαν την πεταλούδα στον αμέθυστο θάμνο.

 

8. Της άπλαστης ερημιάς τα ξυλόσπιτα

της άχραντης απεργίας τα βάθια.

 

9. Λαοσυνάχτης είν’ ο ποιητής ή διαβάτης;

Ο Ιησούς ο αλυσόδετος απ’ τη βάφτιση.

 

ΣΤΟ ΑΣΗΜΙ

Χάζευα μόνος τη μεγάλη χαρακιά του έαρος

εκείνη την πρωτόχνωτη ομίχλη

που σηκώνει συχνά τα ουράνια λίγο πιο πάνω

στους έρημους παππούδες της άφαντης

αστραπιαίας χελώνας

τον ασίγαστον Αντάρη και τον όχι αιματωμένο Βέγα

την άλλη πλάση που δεν ξέρει ελληνικά

δεν ξέρει την αξόδευτη τροφή μας την ερήμωση

τ’ αστέρια σαν βατόμουρα

στου διψαλέου Φιλοκτήτη τα χείλη.

 

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΕΥΧΕΛΑΙΟ

Πρέπει να υψώσω ψελλίζοντας ένα όραμα. ύστερα να κάνω έναν περίπατο στα βιβλία και ν’ αδράξω απ’ το παμπάλαιο ράφι την ξεχασμένη «Μυστική Νεκρονομία». Πρέπει να λησμονήσω ολότελα τα φωνασκούντα σοσιαλιστικά στόματα με τα άγρια αστικά στομάχια. Τελευταία ίσως φράση μου σ’ αυτό το σκοτεινό πρελούδιο: Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΠΡΟΒΑΡΕΙ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΗΝ ΟΡΑΤΗ ΑΠΟΤΕΦΡΩΣΗ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΣΠΙΝΘΗΡΩΝ. Ένα τηλεφώνημα στη μάνα μου. σα λυχναράκι στα νοτισμένα Μυστήρια της Απτότητας.

 

Αγάπη αγάπη

οντολογικό ικρίωμα.

 

Ύστερα, βέβαια, η τελείως νυχτερινή διατύπωση:

 

Γραμματική της αγωνίας όταν

τα φωνήεντα πλεονάζουν

την αθώα πραγματικότητα

υπονομεύοντας. Μα όμως

γιατί περιζώνουμε το ασύνηθες;

 

Σ’ αυτό το σημείο θα βάλω τη φωνοληψία Ωμέγα της Αρχαιότερης Βιολογικής Εαροκρατίας και αμέσως ύστερα θα μιλήσει ολομόναχος ο κύκλος.

 

Το ζώο βασιλεύει στην όσφρηση

- ραγιάδες, ραγιάδες –

τη γεύση την αφή.

το πνεύμα ζητιανεύει στην όραση

- ραγιάδες, ραγιάδες –

και μας κλαδεύει την ακοή.

 

Τέλος και τα μαλλιά σου πρέπει ναν τα κάνεις σκέψη: μονόλογος του Θανάτου, τα κάπως αναμμένα κίτρινα, δίχως όμως οξείες θανάσιμες και βαρείες. Ένας ανάγλυφος και ανοξείδωτος μονόλογος. Εδώ και η χημική πανοπλία των όντων. εδώ και ο κατάστιχτος από νεογνά φιλήματα στίχος

 

χιλιάδες τα βλογήματα τριγύρω στο μυαλό σου

μεσολαβώντας άνεμος

ή τίποτα

ή τίποτα

 

και τέλος η μεγάλη βυσσινιά καμπύλη του λεγόμενου φωτός:

 

ο ήλιος απάνω στα υγρά φυλλώματα

την έχει κατακόψει τη φιλοσοφία.

 

Πιλότος της ψυχής ο θάνατος. Η ζωή είν’ ωραία το βράδυ.

Καλή ανάσταση.

 

ΞΕΘΩΡΙΑΣΜΕΝΟ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ

Σας έλεγα: γιατρός κ’ ετοιμοθάνατος το ίδιο πεθαμένοι.

σας έλεγα: γιατρός κ’ ετοιμοθάνατος ανάμιχτοι

στην άνθηση του λάκκου σαν αμφίβλαστοι

τα χείλη τους απόχρονα λιθώματα μια μέρα

στον ίδιο πικροπίδακα στο ίδιο ρήμα.

Ιθαγενής είναι ο θάνατος

απ’ όξω δεν υπάρχει χάρος.

ιθαγενής είν’ ο θεός δεν είν’ αλλόχθονας

κι αυτό σημαίνει πως ο κόσμος πρυτανεύει.

Το ζήτημα είναι να μην κάνεις ίσκιο

κι αγάπηση φριχτή στην ορατότητα.

 

Ο ΑΚΛΑΥΤΟΣ ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ DE SADE

Ας μιλήσει τώρα στην εύκρατη σιγή της ερημίας

ο άπλυτος ετούτος ουρανός ο καλαμοκάνης.

Όχι πυκνό το ποίημα σήμερα.

να μην αφήσουμε τη λεχτική

ψαχνίδα ναν το κυριέψει.

Δεν ήτανε σα γαλανή φλογίτσα του καημού και μοναχάκης.

ήτανε καύχος μ’ ένα στήθος από κουρελιάρικα έντομα.

Κ’ είχε θα λέγαμε γοερά στα χέρια του την ηλάγρα

για να βγάλει το καρφί του θανάτου:

τον είχε πάρει μονοσκοίνι τον έρωτα

γυρεύοντας αδιάκοπα να καρφώνει

την ηδονή στα δροσομέλανα βάθια.

Ένα εγώ έχω τ’ όμορφο: που δεν αποφεύγω τη θανή μου.

Σ’ αυτά τα λόγια το ανάθρεψε το άπειρο

μ’ αυτά τα λόγια σαν αμέτρητα πεσμένα φύλλα

τον τάφο του τον έκανε αόρατο στον κόσμο.

 

Ο ΚΟΙΜΙΣΜΕΝΟΣ ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ

Ανάμεσα στους ήρεμους

νόμους της νιόνυφης

νοικοκυράς: της επιστήμης

ανάμεσα στα κρημνώδη και διάπυρα

ύψη της ανάγκης

ο ύπνος βασιλεύει στα διλήμματα κ’ εγώ

ο μαύρος ταξιδιώτης το αστραποσάκουλο

μαζεύοντας τα έαρα των δευτερολέπτων

ανοίγω πότε-πότε τα μάτια μου και βλέπω

τ’ αλλαγμένα τοπία την άφατη μεταβολή.

Πλήθος τα μνήματα της πλάνης. ευλογία –

κ’ η φθίνουσα σελήνη στα ολόφωτα

υπόγεια της αγάπης ένα δύσκολο

πνεύμα δαψιλεύει.

Χάρος η όψη του έρωτα.

η ψίχα του

τη ζωή την αγριεύει.

Σκοπεύω σήμερα να προκαλέσω το μέλλον.

Εγώ το αρχέγονο μυαλό της ανθρωπότητας.

 

ΝΩΘΡΟΚΑΡΔΙΟ ΠΟΙΗΜΑ

Για μια καινούρια καταλόγχιση

των αμοιβαίων όντων

εγώ θ’ αναμερίσω όλα τα φυλλώματα

κι ορέχτηκα να εκτίσω

τον εαυτό μου ωσάν κάτι το αστραπιαίο.

Κανένα μεταφυσικό βελούδο στο αίνιγμα.

επιτέλους μεταφυσική

είν’ ολάκερη η ζωή που κορινθιάζουμε.

 

ΒΡΑΧΟΝΗΣΙΔΕΣ

α

Ο κόσμος είν’ αθάνατος γιατί πολύ πεθαίνει.

β

Και με τα μαύρα μάτια σου το μαύρο σεργιανίζεις.

γ

Βρήκα ζακόνι του θεού που χάνονται οι μάνες.

δ

Αληλοτρογώμαστε εγώ και ο χρόνος.

ε

Το θέμα δεν είναι η ανάπτυξη σοσιαλιστικής ιδεολογίας

(αυτό είναι εύκολο).

το θέμα είναι η ανάπτυξη σοσιαλιστικής ψυχολογίας.

(αλλ’ αυτό είναι δύσκολο).

 

Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ

Homo erectus απόμακρη αφετηρία της Ιλιάδας

δεν ήτανε καλύτερα να ρεμβάζεις με τα τέσσερα;

Δε σου ’φτανε το αηδόνι να εκκλησιάζεται

στους αφροδίσιους κλάδους των δέντρων;

Τι διάολο την ήθελες την έκλυτη Ωδή του ποιητή

στα σωθικά του τα πικρά τα αιματοτσακισμένα;

Τώρα τη χάνεις δυο φορές την ομορφιά

σ’ ένα φριχτό ξερίζωμα ουρλιάζοντας ζωή και τέχνη.

Αχ μάνα μου τι κατρακύλισμα στο μεγαλείο...

Θα ’τανε η άγρια στύση στοχάζομαι

που σου ’δωσε ω homo erectus την αίσθηση

να σηκωθείς ολόρθιος σ’ αυτό τον κόσμο.

 

ΗΛΙΟΦΟΒΙΑ

Ο βαθύτερος άνθρωπος αποστρέφεται τον ήλιο

- το θλιβερό αεροπλάνο του φωτός – και εισέρχεται

στην κοίμηση του κατασκότεινου ουρανού

μ’ ένα βουνό λουλούδια στο στήθος του:

τις ένδον εξελίξεις.

 

ΑΓΑΝΑΚΤΗΣΗ

Του άχρηστου καταχτητές τούς έχουν πει τους ορειβάτες.

του άχρηστου δεν είπαν όμως διεκδικητές

τούς ανέκαθεν φιλοσόφους.

Τι άραγε να νιώθουν έρημα τ’ ανιψούδια του Πλάτωνα

τα γοερά δισέγγονα του Αριστοτέλη;

Με λίγα τρόφιμα στο σάκο μου μια μέρα πλησίασα

στην κάτασπρη κορφή του Άθωνα – του πνεύματος τη στύση –

στην ακατάδεχτη κορφή με τα ουρανοφάγωτα

μαθηματικά της μη-μαθηματικότητας.

 

ΕΠΑΝΑΚΤΗΣΗ

Το άυλο είν’ η ίδια η ύλη κι ολομόναχη

γιατί το άυλο μέσα στην ύλη

- οίον αλλόγλωσση ψυχή –

είν’ ακατάληπτη αντίφαση και μαύρο, ψόφιο λάθος.

Όμως ας μη σκοτώσουμε τη μόνη μας Υγιεινή:

φράγμα το σώμα στην ψυχή και ματωμένη φυλακή.

 

ΕΝΔΟΤΟΠΟΣ

Νοσφίζεται την όραση το πύρινο του έρωτα κατράμι

καθώς απλώνει μεσ' στα σπλάχνα τη βαθουλωτή

καμπύλη του το μέγα της Αστάρτης.

Τι όμορφος ο ίλιγγος και η αιώρηση θεοσκότεινη

ωσάν να κάηκαν των άστρων οι ασφάλειες

κ' εγώ φωνάζω διάτρητος. ω φύση παχύδερμη

εσύ η μιμώ της αλήθειας!

Μαιμάχτης ή μειλίχιος – αέρας είναι πάντα.

 

ΛΥΡΙΚΗ ΩΜΟΠΛΑΤΗ

Καθέσπιτο και συφορά καθέσπιτο και γλύκα.

Κι όλος ο κόσμος μουσική κατάσταση.

Χερουβικό στο σούρουπο πτηνό, λευκή μου χήνα,

το πτέρωμα σου στρώματα σοφά κι ακούω τη μουσική τους

την όμορφη δομή τους χαίρομαι, τη γη ξαναγνωρίζω

που την πατείς με πάτημα βελούδινο

και στου χωμάτου αγάλλομαι την ίδια

τραγουδιστή δομή και βάρβαρη αλληλουχία.

Συνεχίζω τις εξοφλήσεις μου σε βιολογικό νόμισμα.

 

Ο ΑΙΘΡΙΩΝΑΣ

Φορτισμένος απ’ τον αβάσταγο Διόνυσο κυριευμένος

απ’ το γαλάζιο υπογάστριο της θεότητας όπως

το αίμα διαστέλλει την ενδότερη λάμψη μας

οπού καίοντας το λάλημα καρβουνιάζει τις λέξεις

ανάμεσα στα σκονισμένα σταφύλια στα κλήματα

διατρανώνει τον ίμερο και φλέγεται τρίζοντας

η άκαρπη και ατυχής νοημοσύνη –

χρίεται πιο ανθρώπινος ο άνθρωπος

πλησιάζοντας άναυδος το θείον απ’ τη σάρκα.

Φρενήρης από μανιώδη γαλήνη ο Αιθρίωνας

ανέρχεται στην άγραφη κατάληψη του Όντος

βλέποντας ωσάν άμφια τα ύψη της ημέρας

κι ο ήλιος ο μεσημεριάτικος η πόρπη του ουρανού.

Μέγεθος γίγαντα αισθάνομαι το λεπτόνιο.

 

ΦΙΛΟΣΟΦΩΝΤΑΣ

...εγκαταλείπουμε ώς ένα σημείο το ζώο. Μα όμως

το αίνιγμα ολοένα παφλάζει στην καρδιά μας.

 

Ο ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΟΣ ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ

Η μέλισσα περιστρέφεται. τι είναι όμως η περιστροφή;

Τ’ ανοιγμένα σου χθες τριαντάφυλλα

είναι τώρα ανάπηρα. τι είναι όμως αναπηρία;

Ο αέρας είναι αέρινος κι ο χρόνος

ολωσδιόλου χρονικός. Η πραγματικότητα

είναι από πραγματικότητα.

Ο χαρακτήρας τής κάθε κοινοτοπίας ιδιότυπος.

Τα λόγια σου δεν είν’ άλλο από λεγόμενα.

Πώς όμως να προκόψουμε στην κόλαση

με τόσους παραδείσους;

 

TABOO

Μην αγγίζεις τη βροχή

μονάχα δέξου τη.

μην αγγίζεις τη βροχή

θα διαιρέσεις.

Μην αγγίζεις τα δάση της μάνας σου.

μην αγγίζεις τα όπλα της ειρήνης.

Είσαι συ ο διάτορος άγγελος

οπού τίποτα δεν αγγέλλεις.

Τρομαχτική η ενότητα στον κόσμο.

Τρομαχτική σχιζοφρένεια η γλώσσα.

 

ΔΥΟ ΣΤΙΧΟΙ

Στα βράχια της απεργάζεται κ’ η πέρδικα

τη θανή της.

κάθε φτεράκισμα και πιο σιμά στο θάνατο

τη φέρνει.

 

ΠΡΟΤΡΟΠΗ ΠΡΟΣ ΑΠΟΣΥΝΘΕΣΗ

Στα μοναστήρια κατοικίδιος ο θάνατος ---

καθώς τ’ απόμακρα των λουόμενων θαλασσόλογα.

Ο χρόνος. κεκραμένον φως

(θε να ’λεγα και λαμπερό στη φλόγα μας αιματοκύλισμα).

BENE DICTUM.

 

Ακόμη κάτι: το φυσικό

αεροπλάνο η μέλισσα --

 

Φτύσε

(διακοπή ρεύματος)

- φαντάζεσαι τώρα μια τίγρη να θυμιατίζει

(εννοώ μια τίγρη πραγματική)

BENE DICTUM.

 

Αλλά η δύστυχη αλήθεια;

Μα η αλήθεια είναι η ανώτερη φάση του ψεύδους.

 

φτύσε.

 

Φτύσε το θάνατο κυριακάτικα.

 

ΑΡΧΑΙΑ ΣΗΜΕΙΩΣΗ

Το ποίημα του κύματου μοιάζει με συγγενάδι.

Κι αυτό ’χει μάνα θάλασσα και δράκου δυναμάρι,

τη λένε μεσ’ στο στήθος άγρια καρδιά.

Κι αυτό ’χει μάνα από νερό και μάνα από αίμα

κι ακροπατεί στον κύκλο τον τρισκόταδο

της έμορφης γεωμετρίας τον Άδη.

 

NON MULTA SED MULTUM (ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΙ ΑΝΥΨΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΒΑΦΗ)

Κανένας παλαιότερος τόσο σημερινός στη ρωμιοσύνη.

τη γλώσσα τη χειραγώγησε στην ύπνωση

της ακέραιης φλόγας οπού μάταια

σηκώνει των σκοταδιώνε τα καπάκια.

τη γλώσσα του την πήρε δώθε-κείθε και την έκανε

μια σύριγγα για ενδοφλέβιο τραγούδι

καταναλίσκοντας αργά τους δύσκολους

ενιαυτούς των ελληνίδων λέξεων

αποστηθίζοντας ολάκερο το θάνατο

σε δέκα-δεκαπέντε στίχους

μ’ εκείνη τη μαβιά φωτιά στα μάτια του Φερνάζη

με εκλεκτή συγκίνηση με ιδεώδη λάθη

με χάρισμα χαρούμενο στα ερειπωμένα βάθη.

Τι είναι όμως που κομίζει τα ποιήματα

τι είναι που με δαύτα επωάζει την άβυσσο;

Φεγγάρι μου στη σκοτεινιά ζεστό βυζί της νύχτας

τι είναι – λέγε μου εσύ – τα θάλλοντα ποιήματα;

Μην είναι ασημοφώτιστα οστά της Ειμαρμένης;

 

HOMO GRAECUS

Δύναμαι τ’ άστρα της θωριάς και τ’ άστρα του θανάτου.

Τρία υπομένω γιατρικά τρία σακατηλίκια.

τρεις είν’ οι λάμψεις του φιδιού και τρεις οι περιστέρες:

μια το μυαλό μια η ζωή και μια ο έρμος κόσμος.

Τριάντα μέρες έσκαβα τη γη με το βελόνι,

βρήκα τ’ αθάνατο νερό τη δίψα να πυργώνει.

Κ’ είπα και χασμουρήθηκα πριχού να κλώσει ο ήλιος:

- Ο χώρος είν’ αγκάλιασμα κι ο χρόνος λεφτοκάρυ

κι ο έρωτας γλυκό φιλί σε κρεμμυδένιο χείλι.-

Σαρανταβέργινο κλουβί ο κόσμος που με ζώνει

--- σχεδόν Τα Τείχη.

 

ΛΑΜΨΗ ΤΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ

Η μέρα μέρωσε την άνθηση κ’ εγώ ο νυχτολάτης

με τα λουτρά τα κάτασπρα δεμένο το ’χω το φεγγάρι.

Ξερολιθιά του πλήθωνα του πόνου μεσ’ στα ζούδια

στο στήθος μου θανάσιμα θ’ ανάψω τώρα την αλήθεια

καίγοντας ώσπου ναν το κάνω στάχτη το ανίδεο ύψος

θεούς και δαίμονες πατώντας με τ’ αρχαία μου πέλματα.

Ο ήλιος είναι τ’ ουρανού κ’ η σκέψη του ανθρώπου.

 

ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΕΝΔΟΜΥΧΟ ΣΤΟΧΑΣΜΟ

Σ’ ακούω. είσαι μουσική

μα όμως ποιος μπορεί ν’ ακούει

την ακοή;

Τι ναν την κάνεις τόση μουσική με δίχως κρέατα

δίχως τα σάβανά της τα σμαράγδινα

και δίχως

τα βυσσινιά φτερούγια στα ογλήγορα

γερατειά των αεικίνητων εντόμων…

Ένας υπέροχος τραγουδιστής όπως το ξέρεις

είν’ η ωμότητα η πιο βαμμένη λάμψη

και το μεγάλο κινητό φαράγγι της φάλαινας

ανάμεσα στην έριδα στο χημικό γαλάζιο

- μην το φωνάξεις τώρα, όλοι το γνωρίζουμε

οπού ο έρωτας την έχει σκυλοκουβαλήσει

σκαλίζοντας με το νύχι του το άσπονδο ολόγυρα

σκοτάδι.

Κι ο ποιητής τι κάνει – θα μου πεις…

Αυτός κοιτάζει

να στερέψει τις πηγές της τρέλας.

 

ΤΟ ΜΕΡΤΙΚΟ ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΥ

Η μεγάλη παραίσθηση της μουσικότητας των πραγμάτων.

Αυτός ο μαχόμενος τρόπος να υπάρχουμε μόνοι μας.

Αυτή η αιματηρή και ανυπόστατη γεωμετρία

οπού σπιθίζοντας άγρια εκτινάσσεται

στην αφάνταστη γονιμότητα του κύκλου.

Μεγάλα χρωματιστά τετράγωνα κι αναρίθμητα

τρίγωνα από όλες τις εποχές της αλήθειας

του μη πραγματικού μέσα στο αίμα

το ανθρώπινο σχηματίζοντας

γοερές κι αδιάκοπες ωραιότητες.

Κι αναδύεται στα βαθύτερα ξαφνιάσματα ο ρόμβος

ωσάν ένα τεράστια αιωρούμενο κροσσομάντιλο

μαντεύοντας από χιλιάδες σκοτεινές κι ολόσωμες ηρεμίες

τις λαμπερές κι ουράνιες πληγές τις αστραπές

οπού εμπνέεται η μαύρη καταιγίδα.

Τέτοια μητέρα η άβυσσος

κ’ η άβυσσος είναι τρομερά δαπανηρή.

 

ΣΤΟΝ ΑΘΩΝΑ

Δοσμένος απόλυτα στην έκπαγλη καταιγίδα

γιομάτος ήχους οιδοπορούσα κι ανάπνεα σύμβολα

δίχως να βλέπω πια του κόσμου μας την υδατογραφία

βιώματα ευδιάλυτα κι ο άνθρωπος

πλήρης από έρεβος

ανάμεσα στα τόσα φώτα και την ηλιοσύνη.

Χαιρόμουνα λάμποντας από θαυμάσιο σκοτάδι

στον Άθωνα πυραχτωμένον απ’ την καταιγίδα.

Βροτός ο θάνατος πετσί και κόκαλο

βαθύτερος αντίκρυ στην αγάπη

κι ο χρόνος ήτανε χαρμόσυνη διάρκεια

βαθύτερος ο κόσμος μεσ’ στα μοναστήρια.

Κ’ εγώ οιδοπορούσα ολομόναχος

αγγίζοντας το εύοσμο κενό για να στηρίζομαι

δίχως ούτε τα βήματα στην ανυφάντρα νύχτα

στοχάζοντας εδώ στον Άθωνα

πως όταν βλέπω στη θανάσιμη Αθήνα

τους σκουπιδιάρηδες να πετούν έρημα

τα σκουπίδια στ’ αβυσσαλέα τους αυτοκίνητα

μου ’ρχεται γοερά να φωνάξω:

Πετάχτε με και μένα μέσα.

 

ΓΡΗΓΟΡΗ ΜΑΓΝΗΤΟΤΑΙΝΙΑ

Ενήνοχα έαρα ενήνοχα την αύρα της θαλάσσης

δεν περιμένω τίποτα

κ οσφραίνομαι αποστήματα για χίλια μου χρόνια

εσύ εισ’ ένα πλάσμα της χαράς κ’ εγώ είμ’ ένας

άνθρωπος της λύπης

αλλά σ’ αυτήνε τη μουρλή ζωή πληρώνεις πρώτα

το ανέστιο μυαλό σου

του θεϊκού τις μπόρεσες τ’ αστέρια των μανάδων

η γραβάτα εξασφαλίζει την απάτη

δεινά που βλέπουμε στον Αίαντα κι ανυψωνόμαστε

απελπισμένοι

μιαν αγκαλιά κρατώντας σπιθοβόλα ρίγανη και τόσο

δύσκολα ξεριζωμένη

για να ’χουμε την ευωδιά ταυτότητα κι ανάεροι

να περπατούμε στα χωράφια.

 

Η ΠΡΩΙΜΗ ΚΟΛΑΣΗ ΤΗΣ ΕΥΑΣ ΜΠΡΑΟΥΝ

Ένα φεγγάρι βρόμικο στα κράσπεδα της νύχτας

τυράγνια της ουράνιας πορτοκαλιάς των άστρων

ένα φεγγάρι ψόφιο σαν φεγγάρι

σαν ένα φάσκελο της άγονης αιωνιότητας.

Ένα φεγγάρι που κοκάλωσε στην άχρονη

της ακέραστης εκείνης Εύας την ασπρίλα

σαν κάποιο ζοφερό κατάλοιπο του δεύτερου Ζαρατούστρα

κι ας ανέρχεται στα γαλάζια τρέμουλα της πρασινάδας

ο Απροσμέτρητος.

Τώρα και χρόνια κόβει μόνη της κι αλλάζει

με μια θλίψη ανάερη στ’ ακριβότερα βάζα

τεράστια λουλούδια κι άλλα θρηνώδη λουλούδια εξουσιάζοντας

μ’ ανακόλουθη τρυφερότητα

η απόκρυφη γερμανιδούλα η Εύα

φιαλίδια λησμονιάς και περίφοβα ξυραφάκια

δίχως να νιώθει την ακόρεστην ωμότητα

που κατατρώγει και τον άγιο γύπα

τ’ αστραφτερά βασανιστήρια της αηδόνας

την κομψότητα του κενού μεσ’ στην αγάπη.

Τώρα και χρόνια καίει σωρούς τα γλυκόλογα με καθαρή βενζίνη

τυλίγοντας απαλά τον έρωτα στον ξέφρενο θόρυβο

που κάνουν έξω στα μακρουλά κοκαλιάρικα γεγονότα

κάτι αιφνίδιες μοτοσικλέτες και βλέποντας

τα υπέρτερα πουλιά σαν αντίδοτα

παντού μεσ’ στ’ ολοζώντανο και θυμωμένο δάσος

ωσάν αχόρταγες καρφίτσες της Ειμαρμένης –

η Εύα η λευκότατη δεσποινίδα.

Τώρα και χρόνια υποφέρει ματωμένα περιδέραια

τ’ άκαρπα διαμάντια και τα κίτρινα δώρα του Χιροχίτο

μονήρης κι αξιολύπητη… Μα η φύση ολόγυρα

δεν το βάζει κάτω – τι παράξενο,

δε λέει να ρημάξει την ηδυπάθεια

κι ανάμεσα στ’ άναρθρα σκουλήκια:

τις αξόδευτες δώθε-κείθε λάμψεις της άλαλης υγρασίας

- τι αρχαγγελικά συμβάντα τι ποθήματα…

Κι αυτός ο ουρανός ο νεανίσκος

αποβλέποντας ολοένα στην απλότητα…

Όχι περίστροφο! Δεν ταιριάζει στο κατάλευκο δέρμα

συλλογιέται την Άνοιξη, τα γαλάζια ρίγη, κ’ είναι Άνοιξη,

δεν ταιριάζει στοχάζετ’ ανάστροφα

μεσ’ στο λιγόωρο νυφικό της η φουκαριάρα,

διώχνει μακρύτερα τη μαυρίλα το καλόβολο δηλητήριο

τη σπρώχνει λιγάκι παραπέρα

κι ο κάθε δύστυχος θα πέσει μαλακότερα στην άβυσσο

θαρρεί πως πέφτει με τα πόδια διπλωμένα.

 

Μελανιάζει τώρα η πρωία στο χοιροστάσιο.

 

ΠΡΙΟΝΙΣΜΑΤΑ ΣΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΤΟ ΚΟΥΤΣΟΥΡΟ

Σ’ εκείνο το κρυφόσκυλο την προκοπή σου ω Χρόνε

τι άμυνα χρειάζεται, τι θέλγητρα να σπάσει

στους κρυστάλλινους χειμώνες των βημάτων…

Εσύ τον Άδη λογαριάζεις ως ανάσταση

μα εγώ χαμένος και χαμένος

απ’ αυτό το βαρύτιμο τίποτα

θα κάνω πάλι τοσοδούλι σβωλαράκι το ασημόχαρτο

γδύνοντας εν’ ακόμη τσιγαροκούτι.

 

Ο λόγος τώρα για το προφορικό μεγάλο αυτοκίνητο

κάτι λέξεις αθώρητες όπως το εφ’ άπαξ

ένα πρόβλημα κι άλλο πρόβλημα

για να βρομίζουμε μ’ αυτά την ακέραστη Λύση

σα νεκρές εφημερίδες και κονσερβοκούτια ξεκοιλιασμένα

στον αφάνταστο πευκώνα.

 

Σαν το άλογο στο σκάκι

την ευθεία πάντα την απεχθάνομαι.

Σαν το άλογο στο σκάκι

τη Φύση το Νου και την Τύχη

μεσ’ στα έγκατα θα αισθάνομαι.

Μικροί κι αόρατοι πηδηχτοί των φυλλωμάτων ήχοι.

 

Εκεί που μοιάζει το μυαλό μ’ ένα σύνολο

ξερνώντας δυο και τρεις φορές όλα τ’ αθροίσματα

προικίζει θαλερός ο θάνατος τον άνθρωπο.

 

ΧΑΡΜΟΣΥΝΟ ΛΑΒΔΑΝΟ

Μέσα στη βενζινέρημο ξεράθηκε κι ο πόνος –

η αγάπη στο τασάκι. πολιτικό κιγκλίδωμα…

Ποια φρίκη είν’ το φως που μ’ έχει αρπάξει

κι ο αμφίβραχυς!

Κλαίει κι αναδακρυώνει ο χαλασμός ονόματι

όραση

κ’ είναι σαλόνι η ματιά μου σ’ αυτό τ’ αλώνι

το φαρδύ του φεγγαριού

με αργυρόχροα ταμένα στην απόγνωση

χωρίς τη γλώσσα-μέγαιρα να διαγουμίζει λήθη

μεσ’ απ’ της μνήμης τη φορμόλη.

Θαυματουργός τη θεωρία του τροχού σάς τη δασκάλεψα

τα αισθητήρια μαστίζοντας

αγχιθανής αγχίθεος αγχινεφής κι αεροβάτης μόνος

ο ήλιος είναι το πάγιο προσθέτει η δασύτριχη σελήνη.

Δεν παίζω σοβαρότητα κι αναδεύω φυσικοχημικά

συμπεράσματα

τρελόσωστος: οπτική ευφυΐα ο σερίφης ανόλβιος

ασπάζομαι τη γη με γοερές μου γονυκλισίες ανώφελος

εγώ ανταλάσσω πυρά μονάχα με το θάνατο –

καταλαβαίνεις;

Όταν ξεμέθαγα τις αλκοολικές βελόνες απ’ τα τρυπήματα

η ψυχανάλυση του άγιου μαδούσε τη λάμψη του καθρέφτη

το σώμα σου αποπλέει ωσάν χάρτινο με ξεφλουδίσματα

χρόνου

από χρυσίζουσα οχιά το πεπρωμένο σου δεν εκκολάφτηκε

κι αποπλέει το σώμα σου

κρατώντας ηχητικά χάμουρα

στα θηλυκά ερείπια του Ηρώδειου όπως αιφνίδια

μου φάνηκε πως έπιασε φωτιά

η άρπα.

Ξημερώνει με ατμώδη βουνά μάντισσες φωνασκίες κοτόπουλα

χαρτορίχτρες

απεχθαίρω τη στύση μου μελάτη

κι ω Θεέ μου ας μπόρηγα να ’μπαινα κάποτε για πάντα

στον ύπνο.

 

ΔΙΗΓΗΣΗ

αρετής δε και φιλοσοφίας

όρος το μετά συνέσεως

άπλαστον

ΑΒΒΑΣ ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΠΗΛΟΥΣΙΩΤΗΣ

 

Μιλούσα δυνατά στην ερημιά με αραιές χειρονομίες, προεκτάσεις των λογισμών. Απέναντι ο ήλιος βασιλεύει στο ανοιχτόν πέλαγος, είναι τώρα κάτω-κάτω, μόλις υπέροχος της θαλάσσης, κρεμαστός, ένα ρόδινο αερόστατο. Σε λίγο θα βουτήξει μέσα της. Πολληώρα είχα μπει σε κάποιο μικρούτσικο κοιμητήρι, από κείνα τα απομόναχα που συντυχαίνει στους αγρούς ο περάτης, και δεν μπορώ να βγάλω απ’ το μυαλό μου τους τάφους αλλιώτικα φανερωμένους στα βήματά μου και στα μάτια μου. Γαλήνη εξισωμένη με όλα. Ο ήλιος βούτηξε κι ολοένα τώρα βυθίζεται πέρα, στην άκρη του μεταξωτού πελάγου, μοιάζοντας με πυρωμένο κεφάλι πολύ μεγάλου καρφιού. Περπατούσα δυτικά. Συλλογιζόμουνα τους τάφους παράξενα. Οι σκέψεις τρέχαν από δω, στο εσωτερικό μου, τρέχαν από κει, σαν κατσαρίδες. Ωστόσο, είχα πάψει πια να μιλώ. Φλυαρούσα μέσα μου. Κ’ έμεναν έξω οι χειρονομίες, αραιές, μόνες. Ωσάν τυχαία ρυάκια. Σιγά –σιγά έβλεπα πως όταν σκεφτόμαστε βραδυάζουμε. Σιγά-σιγά λοιπόν άρχισα να σκέφτομαι τη σκέψη. Σκούπιζα το νου με τον πιο δικό του τρόπο, βγαίνοντας απ’ τις διαστάσεις, και μάθαινα σε λίγα δευτερόλεπτα ή σε δυο-τρεις αιώνες πως, όταν η μνήμη πιάνει την καρδιά και κατεβαίνει ώς τα δάχτυλα των ποδιών, αμπόρετο να μείνεις άκαρπος. Έρμο στήθος, τουφεκάκι μου... Κάθε καρπός είναι λαμπρότατο σκοτάδι, θέλεις η διαλεκτική της ματαιότητας, θέλεις η ματαιότητα της διαλεκτικής. Κάθε καρπός είναι κι από ’να βάρος, όπως η αλαφράδα της γάτας μεσ’ στην κίνηση. Ω φοβερό μισοδρόμι! Δεν πάει ν’ απελπίζομαι όμως. Έχουμε χρόνο να καλυτερέψουμε την κατανόηση των τάφων. Αδέκαστα είναι τα μόρια και όλες οι διαιρέσεις τους. Εκεί που γίνεται ο λόγος ίσκιος της καρδιάς, εκεί στ’ αλήθεια βάστηξεν η αστραφτερή πλερωμή: να κερδίζουμε την κατανόηση των τάφων. Κάθε έρωτας είναι κ’ ένας τάφος, έρωτας είναι και το παραμικρό. Μια φευγαλέα ματιά στα τοπία. Το άρπισμα των φιλιών. Η θαυμαστή μοίρα να πίνουμε το νερό, του κόσμου τα πράματα. Μη σε κουράσει ποτέ η φλόγα, είπα μέσα μου. Ο ήλιος ώρα βούλιαξε και θα σκορπίζει πανικό φωτός στα βάθη του πελάγου. Φανερό για μένα, πως η ζωή είναι πιο πλατειά, στο τέλος, απ’ τη συμπεριφορά της, τη φύση. Δεν είχα τίποτα στην καρδιά μου και περπατούσα δίχως να το νιώθω, ελεύθερος κι απ’ τα βήματα. Το ένα μετά το άλλο τρώγαν τα μονοπάτια χωρίς εμένα. Ξαφνικά, σαν όταν συναντήσουμε απροσδόκητο καταρράκτη, γέμισε πάλι σκέψεις το κορμί μου. Θα ’ρχεται πάντα η νύχτα, στοχάστηκα, και θα ’ναι μακριά η καθαρή ζωή. Βρίσκομαι στα χειρότερα όρια, της τέχνης και της γυμνότητας. Είμαι στη δέσμευση, τη μόνη, που γυρεύει την αποδέσμευση. Κάτι ευγενικό, βέβαια, κι αρχαιότατο. Χυνόμουνα έτσι στα πρωταρχικά περασμένα. Μου φάνηκε απότομα πως η εξέλιξη πηγαίνει προς τα πίσω. Περπατούσα ολοένα σε μιαν εισαγωγή. Δεν υπάρχει άλλη έκφραση. Τόπους-τόπους μύρωναν τα σωπάσματα οι κελαηδισμοί. Βρήκα μια πέτρα, κάθισα για κάπνισμα. Θυμήθηκα στίχους. Όταν ο ήλιος είχε ακόμη λίγα καλάμια συνταίριαξα για μια στιγμή το φόβο με την ποίηση, το φόβο των φιδιών, ώστε ναν τον υπερνικήσω στα μονοπάτια.

 

Χαρούμενα ερπετά που δε σας βλέπω

στη θερινή έκταση των βλαστήσεων

αδελφικά πουλιά και όλες οι εικόνες

τριγύρω

μάς θέλησε η αγάπη κι ακατάσχετα

μοιραζόμαστε τη σταθερή δύναμη

εκείνο το αμοίραστο που μας παιδεύει

στη μικρή-μικρή άνοδο

για την απολύτρωση.

 

Ολούθε μαύρισε και δεν αισθάνομαι διαφορά. Φεγγάρι. Το ίδιο φως, οι βρικόλακες των δέντρων. Αλλά και μια τεράστια ελπίδα ουρανού και γης ο δακρυσμένος σκύλος. Υγεία των άστρων: αηδόνια τη νύχτα. Τότε κατάλαβα ήσυχα πως ο θάνατος είναι η κομψότητα των όντων.

 

ΧΡΑΠ

 

ΚΑΠΑΚΩΝΟΥΜΕ ΖΩΔΙΑ

Θα αντιγράψω σήμερα όλο μου το αίμα.

Ράκη τα χέρια μου προς το ύψος /πολλά ουδέτερα/.

Μην τα βάλεις με την πλάνη – σε εξορκίζω –

θαν τα βάλεις έτσι και με την αλήθεια

τη μάνα της τη μπελαλού.

Τρενάροντας όνειρα γλιτώνω κι απ’ τις δυο τους

πεύκα μωρουδάκια στο λοφίσκο

τα ξαφνικά ματόκλαδα μιας άρρωστης πεταλούδας.

Ευλογημένος ο μαινόμενος εν ονόματι μυστηρίου.

 

ΛΕΝΙΝ ΚΑΙ ΜΑΧΑΤΜΑ

Ξημέρωνε κ’ ήτανε κ’ οι δυο τους

ασπροντυμένοι.

Κελαηδούσε απ’ όξω ο τόπος. «Τα πουλιά»

ψιθύρισε ο Μαχάτμα.

Ο Λένιν χαμογέλασε καλόκαρδα διορθώνοντας.

«Μυδράλια».

 

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ: ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ ΤΕΜΠΕΛΙΑΖΟΥΝ

Έχω χρησιμοποιήσει πάλι την εικόνα τούτη; δε θυμάμαι.

Αλλ’ όμως είμ’ εκείνος που δε θα ξανάρθει στην πρασινισμένη

στέρνα

τη γλοιώδη κι απόκοσμη κατά τη στέρηση του μεσημεριού

περιπαίζοντας επιφάνεια και μέσα της το νερομάμουνο να λάμπει

χαμηλά πληθύνεται δίχως μύγες ολόγυρα σε διπλανές

πορτοκαλάδες.

Είμ’ εκείνος που μνέσκει καθώς αναδείχνει ολομόναχος

πως ο ανύπαρχτος Αδάμ

αντιποιήθηκε ανώφελα κι αχρείαστα τη Ζωή με τη Γνώση –

σλάφεν.

Το αποτέλεσμα ήτανε να τον πάνε

στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα: στην εκκλησία.

Ο κόσμος τότε εξαίφνης απόγινε

ποίηση και πάθια

διχάζοντας άγρια το στήθος μ’ ένα μεγάλο χασαπομάχαιρο.

Αυτά είναι τ’ αστραπιαία σωθικά της πραγματικότητας κύριοι

φλεγμονή ασπροφέγγαρο χουζούρι.

Πρωτεύει η νύχτα.

 

ΩΔΙΚΗ SEMPER ΑΝΤΙ-ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΟΣ

η ψυχολογία συναρπάζει ζωύφια

συναρπάζει ζωύφια η ψυχολογία

ζωύφια η ψυχολογία συναρπάζει

 

/ παραυχενισμός /

 

επιχθόνιος όπωπα λάμια φωτοχυσία

λαβώνοντας άστρη

σε κάθε πυροδότηση δάκρυ που γωνιάζει

την ύλη

τ’ ασημόφραγκα της ιερότητας είν’ οι

φλύδες των ομματιώνε

κι ο άγιος την αγιοσύνη του τη σμπαραλιάζει

τραμπάκουλο

το ανθόλουστο

σκήνωμα της ερημίας ή

θήκη νάιλον

 

φόρτιση του έχτου αιώνα ο Ρωμανός

με κοντάκια σε αέριο γέλιου και –

 

συναρπάζει η ψυχολογία ζωύφια

 

στρεβλώνοντας μίσχους, ολάκερο μέλλον

οι πεθαμένοι

παρόρμηση διθυράμβου κατακόμβη ματόφυλλα

 

N’ AIE PAS PEUR DU FEU DE L’ ENFER

PUISQUE LE FEU

DE NOTRE AMOUR

EST PLUS PUISSANT / οκαρίνα /

 

Σρι Ραμακρίσνα δεν έχω πια να πω

τίποτα

ο ένας ήχος με τον άλλονε αδειάζει

αδράνεια κ’ η φωνή μου

συνήθισε τις αερογραμμές, ανέμυαλα

λουλούδια

 

να σας πω ένα ανέκδοτο; / όλοι μαζί: / πες μας

πες μας

Η ΩΡΑ ΕΙΝΑΙ ΕΦΤΑ ΠΑΡΑ ΔΕΚΑ / όλοι μαζί: /

βαράτε του

 

διαταράχτηκα. στο χνουδωτό ροδάκινο μέσα

τι γίνεται;

 

τύρβη μου στα βελάσματα η χώνεψη το χύμηγμα

η χόβολη σιδεροπρίονο

είμαι από άλλο τοτέμ. ελεύθερος ιατρού

σ’ αλυχτήματα

ο αντίρροπος αγυρμός κι ο χρόνος σε ομηρεία

τραγουδώντας έτη μαύρους οδηγούς / του χάρου

κατιόντες /

υπερέχω γεωγραφικά γι’ αυτό και φαίνεται παλιό

το καινούργιο μου

 

η βλαβερή συνήθεια να υπάρχουμε

κ’ η ζωή ωσάν κούκλα

ν’ ανοιγοκλείνει με πανωκατίσματα

βουβαμάρας

τα τεφρώδη της μάτια

 

ΥΜΝΟΣ ΘΕΙΩΝ ΠΙΕΡΟΤΩΝ Ή ΘΕΙΩΝ ΣΤΡΟΥΘΙΩΝ

 

/αυτό άλλοτε/

 

αξιομνημόνευτος από σάλπιγγα

η νεύρωση αμφιλεξίας

αγκύλωση του ορατού και φωνολήπτης

σε απόσταση πανικού με αδρεναλίνη

ζάρωσε στην πλαγιά το χιόνι. λιγοστεύει κάθε επόμενη μέρα.

σα να ’ναι ασπαίρουσα η ομορφιά σ’ ένα ημιλεκτικό στάδιο.

ούτε σιωπή ούτε λόγος. να κινούμε μονάχα τα χείλη με

συλλαβές οποιεσδήποτε δίχως ν’ ακούγονται. ποιήματα έτσι.

σε φωτισμένο ακροατήριο. σε άπλετες αστραπές.

τι ακριβώς λεηλατούσαμε στη Βαβυλώνα;

 

νταν-νταν

 

ντάααααν

 

η βαρβαρότητα παράγει χαμόγελα

να συντρίψουμε όλα τα όνειρα – γιούπι

 

δομές παρερμηνείας οι πολιτισμοί και

οστεοθήκες

η ασθμαίνουσα οπτική

του κόρακα λιθάρι

 

στα αρχεία του νευροφυτικού μας η ασωτεία

οράματος

κυοφορία φονική φανατικό υπογάστριο.

 

ΜΑΧΑΙΡΩΝONΤΑΣ ΟΠΤΑΣΙΕΣ ΥΠΕΡΥΘΡΕΣ

Ωσάν αντίποινα στην απονέκρωση τα ανίατα άνθη.

Κορακιάζω στη διαφάνεια της φαντασίας από θρίαμβο.

Η αριστερή κατάσταση του στήθους. ιδεογράμματα.

 

Η ΙΡΛΑΝΔΙΚΗ ΕΚΣΤΑΣΗ

Ας μιλήσω ωσάν χόρτο. στα σωματίδια η εφίδρωση ενέργειας

ένας ολόασπρος διάβολος.

Ενδόφωνο: οι ήρεμες ημέρες χιλιανές απ’ τα γεννοφάσκια μου.

Καταδικάστηκα για λευκότητα σχηματίζοντας άναρθρο

κι αναπαράγοντας αστέρια

θα εξουσιάσω όμως κάποτε τη σιγή μου σε νερένιο απόκρυφο

τα έαρα θα ’ναι δακρυγάλανα δίχως αντανάκλαση στους

αερόβραχους

πολύνοια θα συσσωρεύει πάντοτε η άμβροτη γύρη κι ολόγυρα

ο θάνατος του κόρνου

τέμνοντας μονάχα με την ανάσα μου

τη ρέμπελη λογική του χρόνου σε ίσα

δυστυχήματα.

Βραδυασμένο ρόπτρο παμπάλαιο που χειροτερεύει την αδράνεια

εγώ βέβαια μεταχειρίζομαι τον πόνο ανήκω στους ολίγους

τους περισσότερους ο πόνος

σάς μεταχειρίζεται κι ωστόσο

γιαπί θα παραμείνω.

Ας μπόρηγα ν’ αποσπάσω απ’ το καντήλι τη φλογίτσα του

μ’ ένα μανταλάκι…

Θα ’λεγα να σκεφτόμαστε μονάχα οπτικά να μη σκεφτόμαστε

με σκέψη

κάτω η εγρήγορση! μας διαμελίζει – αχ να βλέπαμε σκέψη

το άλφα ν’ αλφαδιάζει το δέλτα να δελταίνει

το λάμδα να λαμδάνει καίγοντας αδιάκοπα τη γλωσσάφατη

ονομαστική μου

μετάρσιος ή άγγελος που καταβροχθίζει τη χοιρινή θεότητα

πυρόεντα μεγάλα πετεινά: χιονόλευκα σκότη

ζάρι πικρό – τι μου ’λαχε – κι αστράφτει τρομερές γοργάδες

από μελανόλιθους

οι αιμόφυρτοι αξιωματούχοι

στην εξέδρα

τα κορακάτα μαλλιά του Σαμψών εγώ να ξέρετε τα ’κοψα

χαϊδεύοντας τη σφυγμώδη

κλειτορίδα της αναίμαχτης Άννας

ώσπου να πάψει πια να μας ελκύει με χαβάγιες το φεγγάρι

ροζιάρικο

ουρλιάζει η fabula «πουθενά!»

Θυμάμαι κείνη τη νυχτιάτικη μαυρίλα μα τι ακούγαμε τόσο

γαλήνιοι στο μαγνητόφωνο;

«Μαίρη», σου είπα, «ένα κοπρόσκυλο πέρασε πριν από λίγο δεν

το είδες μέσα απ’ το άχαρο Ρέκβιεμ

του διαβολόπαπα

του Φραντς Λιστ...»

Επομένως: ειρηνεύετε Φιλισταίοι το φωταέριο δεν πρόκειται

να σας λείψει

την ηδονή σας την τσεπώσατε Σαββατοκύριακο

καθώς ο ήλιος απόγινε δυο ρέουσες

συλλαβές από λιωμένα φωνήεντα Bobby το χέρι σου

είν’ ολόμαυρη ζάχαρη Francis αναρριχήθηκα στα μάτια σου

Raymond

είθε κι άλλο χορτάρι

νυμφώνας η νόηση και η κοίμηση

ουράνιο διαζύγιο Bobby φαρδειά που είν’

η θλίψη.

σέρνουμε τους αγέρηδες

χαιρόμαστε ενάντια στις κυβερνήσεις του αιμάτου το λάμψιμο

κουλαμάρα πυγμάχου ή κι αν όχι τυφλότητα ρολογά

κι ομόφλογες αστραπάδες

Bobby Sands οι δράκαινες εβδομάδες

ποιος κρίνος ωραιότατος Bobby ποιος κρίνος Francis

ωραιότατος Raymond

οι βαθειές πικρίες του κροκόδειλου.

πρόσεχε ουν αναγνώστη γιατί κι ο χρόνος είναι

κάποτε κιθαρωδός

η νύχτα οδηγήτρια

η οχιά η κουκουλομάτα σ’ ανέστια δευτερόλεπτα

σε φαεινές των άστρων ανωφέρειες

εξαγιάστηκα πρόωρα

κι ο αειπάρθενος Εφτά με τ’ αλογίσια χνώτα στα μεσαία κύματα

φευγάτος είμαι απ’ την ύλη μεσίστιος

ανεμίζω

τρεμουλιαστά μαντίλια

με στραμπουλήγματα των ήχων εξαπλώνοντας

τα άγουρα έγχορδα

της τάχα αισιοδοξίας ευφρόσυνες οιμωγές μου

από κανελόριζα η θυσία

είναι πάντοτε αντισηπτική

τη δοξασμένη απεργία πείνας τηνέ κάνει βρε παλιοτόμαρα

οργασμό

τηνέ κάνει ονείρωξη του απόλυτου,

τις νηστικές ημέρες

μανάδες.

Χαμαίζηλο αρμόνιο ο θάνατος δεν είν’ εργένης κι αποφάσκει

διάσημο κίτρινο

στα παλαιολιθικά ευρήματα κείθενες

αποτεφρώθηκε τρίζοντας πια η ψυχανάλυση.

Πώς είν’ η ένατη χειρονομία μας; Είν’ όπως όταν πετώντας

ένα κομμάτι χαρτί στην άβυσσο που πάει

να κοροϊδέψει τη βαρύτητα

αιωρούμενο ανάλαφρα μα που όμως θα καταλήξει

στον πάτο.

Δε βλέπετε τι γίνετ’ εκεί πέρα; καίγεται μια μεγαλοφυΐα

το μέλλον απαστράπτει αδιάσειστο

με φουφούλες κοριτσίστικες

η ολισθηρή εμορφιά ενός αντιτορπιλικού μέσα στο σούρουπο.

 

ΑΘΑΝΑΤΟΙ ΘΝΗΤΟΙ, ΘΝΗΤΟΙ ΑΘΑΝΑΤΟΙ

Ο εικοστός αιώνας πλησιάζει πια στο χρονικό του τέλος. Η ιλιγγιώδης ανάπτυξη της Τεχνικής, μαζί με τις κοινωνικές επαναστάσεις και ριζικές μεταβολές εξουσίας σε όλα σχεδόν τα σημεία του πλανήτη, πρέπει να αναγνωρίσουμε πως είναι το κυριότερο χαρακτηριστικό της ιστορικής φυσιογνωμίας του. Τα μεγάλα επιτεύγματα της Τεχνικής περιβάλλουν τον άνθρωπο του αιώνα με ένα νέο ολωσδιόλου κάλλος, που όμως τον είχε μπερδέψει σε κάποιες περιπτώσεις αναφορικά με τη διαλεχτική συνάρτηση Ζωής και Ποίησης (εννοώντας μ’ αυτή την τελευταία λέξη και συνολικά την καλλιτεχνική δημιουργία). Ήδη το πρώτο αισθητικό κίνημα του αιώνας μας, ο φουτουρισμός, εκφράζει αυτή τη σύγχυση. Θα τη σχολιάσουμε στη σύντομη τούτη ομιλία μας, αντιμετωπίζοντας ειδικά την ταραχώδη φουτουριστική λογική, για να ξεμπλέξουμε τα πράγματα. Στις 20 Φεβρουαρίου του 1909 δημοσιεύτηκε στον παρισινό «Φιγκαρό» το «Μανιφέστο του Φουτουρισμού» με την υπογραφή του αρχηγού του κινήματος Φίλιππου Μαρινέττι (1876-1944), ενός δαιμόνιου και έξαλλου Ιταλού, γεννημένου και μεγαλωμένου στην Αλεξάνδρεια. Σ’ αυτό το μανιφέστο, που είναι ένα φανταχτερό μίγμα «μηχανολατρίας», αντιπαρελθοντισμού και κακώς εννοούμενου νιτσεϊσμού, διαβάζουμε, στην υπ’ αριθμόν 4 πρόταση: «Διακηρύσσουμε πως η λαμπρότητα του κόσμου πλουτίστηκε με μια καινούργια ομορφιά: την ομορφιά της ταχύτητας. Ένα αυτοκίνητο κούρσας [...], ένα αυτοκίνητο που μουγκρίζει, τρέχοντας ωσάν βολίδα, είν’ ωραιότερο απ’ τη Νίκη της Σαμοθράκης»... Ανεξάρτητα με τη δημιουργική ανάγκη της Ποίησης – και πολύ σωστά – να προσαρμόζεται στις ανοδικά εξελισσόμενες μορφές της Ζωής και της Ιστορίας, η πρόταση του Μαρινέττι νοσεί και πάσχει λογικώς. Η Ζωή βέβαια εισχωρεί πάντοτε και καθοδηγεί την Ποίηση, προσφέροντας ή επιβάλλοντας τα νέα στοιχεία της, μα όμως είν’ αδύνατο να αντικαταστήσει την Ποίηση, που με τη σειρά της σφραγίζει τη Ζωή πνευματικά κι ανεπανάληπτα. Ο φουτουρισμός εδώ συγχέει δυο διαφορετικές κινήσεις, τις οποίες κάνει η ανθρώπινη συνείδηση. Στο χώρο της Ζωής ανήκει η μία κίνηση, εκείνη ακριβώς που εντάσσεται στη χρονικότητα, στις χρονικές εκφάνσεις της Ζωής, αρχίζοντας απ’ τις βιολογικές αναγκαιότητες έως οποιαδήποτε επαναληπτική διαδικασία κοινωνικού ή ατομικού χαρακτήρα. Στο χώρο της Ποίησης η άλλη κίνηση που κάνει η ανθρώπινη συνείδηση γίνεται προς τη μη-χρονικότητα, προς το μη επαναλαμβανόμενο, είναι δηλαδή μια κίνηση προς την ακινησία. Για να μιλήσουμε στη γλώσσα της ψυχολογίας, είναι μια κίνηση προς την αθανασία, είναι μια εναντίωση στο θάνατο, σε κάθε φθαρτότητα. Ειπωμένο αυτό με σινιάλα φιλοσοφίας, σημαίνει ξεκάθαρα πως η Ζωή είναι «ηρακλείτεια», ενώ η Ποίηση είναι «ελεατική». Το αυτοκίνητο κούρσας – επανερχόμαστε στη διατύπωση του Μαρινέττι – δεν είναι πιο όμορφο απ’ τη Νίκη της Σαμοθράκης, είναι μονάχα κάτι διάφορο απ’ αυτήν. Οταν ο Duchamp, μπερδεμένος κι αυτός, επήρε μια ρόδα ποδηλάτου και την εξέθεσε, τότε αυτόματα η περίφημη εκείνη ρόδα έπαψε να είναι ένα εξάρτημα ενός ποδηλάτου και μεταμορφώθηκε ή μεταποιήθηκε σε έργο τέχνης, γιατί η κίνηση αυτή της συνείδησης ήτανε κίνηση προς τη μη-χρονικότητα, ήτανε κίνηση προς την ακινησία, περιείχε την απαίτηση του ανεπανάληπτου. Το ίδιο θα λέγαμε για το ποίημα του Μαρινέττι με τίτλο «Στο αυτοκίνητο κούρσας», ένα ποίημα-δοξολόγημα, η αξιολόγηση δεν έχει την ώρα τούτη σημασία, μας ενδιαφέρει απλώς η κίνηση που κάνει η ανθρώπινη συνείδηση με την Ποίηση. Το αυτοκίνητο κούρσας της πρώτης δεκαετίας του αιώνα, που έχει υπόψη του ο ποιητής, δεν υπάρχει πια σήμερα στην κίνηση της Ζωής, αναρίθμητα μεταγενέστερα μοντέλα το έβγαλαν απ’ τη μέση. το ποίημα ωστόσο του Μαρινέττι σαν αξίωση του ανεπανάληπτου δεν παραμερίζεται, δεν υπόκειται στις απορρίψεις του παράγοντα χρόνος. Διαβάζεται ή όχι, συγκινεί ή όχι, πάντως εμπεριέχει την αξίωση μιας αιωνιότητας. Αντίθετα, η Ζωή, σαν διάσταση της χρονικότητας, δεν παρουσιάζει για ό,τι την αποτελεί και τη συνθέτει τέτοιαν αξίωση. Κατ’ αυτή την έννοια και μόνο οφείλουμε να σκεφτόμαστε τη διαλεχτική σχέση ανάμεσα Ζωή και Ποίηση. Και έτσι, η Νίκη της Σαμοθράκης, παρά τις ρητορείες του Μαρινέττι, δεν υποσκελίστηκε διόλου και ποτέ απ’ την αστραφτερή γοητεία, την ήδη νενεκρωμένη, ενός αυτοκινήτου κούρσας της πρώτης δεκαετίας  του εικοστού αιώνα. συνεχίζει την ακινησία της αδιατάραχτη, μετέχει στις χιλιετίες της αυτή η Νίκη αρνούμενη συνολικά το χρόνο, ενσωματώνεται στο «αΐδιον» του Παρμενίδη. Δεν έχει καν σημασία η πιθανή κάποτε υλική καταστροφή της. Εκείνο που «σημαίνει» είναι μονάχα η κίνηση που κάνει η ανθρώπινη συνείδηση μέσα απ’ τις πραγματώσεις της Ποίησης. Πομπός και δέκτης, καλλιτέχνης και αποδέκτης του καλλιτεχνήματος, κάνουν αυτή την κίνηση προς το ακίνητο, «μεσ’ στο Άπειρο που ελευθερώνει», για να αναφερθούμε σε ένα στίχο του ίδιου του Μαρινέττι. Ποια λοιπόν εδώ η αντιδιαστολή; Χωρίς καμιάν αμφιβολία, το πεπερασμένο των μορφών της κίνησης. η αντιδιαστολή της Ζωής ωσάν κίνησης και των εποχών της ιστορικής πραγματικότητας. Να σημειώσουμε κάτι σ’ ετούτη την ανάλυση. Πώς διαβάζουμε ένα ποίημα; Πώς το διαβάζει ο ποιητής και πώς το διαβάζει ο αναγνώστης; Θα πρέπει να ’χουμε παρατηρήσει πως η ανάγνωση, είτε ρητορική και παλαιότροπη είτε κουβεντιαστή κι αφιλόδοξη, προκαλεί πάντοτε κάποιαν αλλοίωση στη φωνητική δομή του διαβάσματος. Θέλουμε να υπερβαίνουμε διαβάζοντας ένα ποίημα τους όρους της καθημερινής ομιλίας, εισάγουμε την υπόσταση σε βούληση ιερατική ή το λιγότερο σε «φωνητικά αμετακίνητα». Τόσο ο ποιητής, όσο κι ο αναγνώστης, ανάγονται μ’ αυτόνε τον τρόπο στην απάρνηση του χρονικού βάρους της ύπαρξης. Άλλωστε, κι από μόνη της η λέξη απαγγελία, που σχετικά χρησιμοποιούμε, διαφορίζει την εσωτερική κατάσταση σε συσχετισμό με την απλή και τρέχουσα μέσα στις χρονικές ανάγκες της ζωής ομιλία, όποιες και να ’ναι. Στις θρησκευτικές τελετουργίες μονάχα θα διαπιστώσουμε ανάλογη με εκείνη της Ποίησης συνειδησιακή κίνηση, γιατί και το θρησκευτικό φαινόμενο τείνει προς τη μη-χρονικότητα. Η διαλεχτική ενότητα Ζωής και Ποίησης εμφανίζει, κατά την ταπεινή μας αίσθηση και εννοιολογία, την εικόνα που προσπαθήσαμε να ιχνογραφήσουμε. Η Τεχνική και οι μεγάλες της επιτυχίες, κυρίως όσες καλυτερεύουν τις συνθήκες της ζωής και μας προτρέπουν – ευτυχώς – να οραματιζόμαστε το ανθρώπινο μέλλον όπως αξίζει στην πνευματική μας οντότητα, δεν είναι ολέθριο πράγμα. η τέτοια στάση θα φανέρωνε σκέψη πισωδρομική κι ακατανόητη. Η τεχνική εξέλιξη δεν είναι ελάττωμα του υπαρκτού πεπρωμένου, δεν είναι κατάρα της κοινωνικής πραγματικότητας. τουναντίον: είναι δύναμη θαυμαστή, που πρέπει όμως να τη στρέψουμε στη διάσταση πανανθρώπινου αφανισμού της δυστυχίας, και για να επιμείνουμε στους συλλογισμούς αυτής της εισήγησης: η Τεχνική δεν πρέπει να συγχέεται με την Τέχνη, μολονότι μπορεί πια, και θα μπορέσει στο μέλλον ασφαλώς περισσότερο, να συμβάλλει με τα μηχανικά της μέσα σε νεότροπες φάσεις εκφραστικής, καθώς εκτεταμένα ήδη το βλέπουμε να συμβαίνει στην αρχιτεκτονική, στη μουσική, στη ζωγραφική, και είναι θαυμάσιο. Η Τεχνική δεν έχει την υπαρξιακή σημασία που έχει η Τέχνη και γι’ αυτόνε το λόγο δεν μπορεί ούτε να την εξουδετερώσει την τελευταία ούτε να την αντικαταστήσει, όπως ο Μαρινέττι στοχαζότανε αντιφάσκοντας με τον ποιητή εαυτό του. Ζωή και Ποίηση αλληλοσυμπληρώνονται στην αντίθεση χρόνου και αιωνιότητας. Η εικοστή μετά Χριστόν εκατονταετία ξεκίνησε τις αισθητικές της ανησυχίες με μια πελώρια σύγχυση. Προσεγγίζει τώρα στη λήξη της, χωρίς πλέον ανόητους εκθαμβωτισμούς, ως προς τα εκπληχτικά τεχνικά άλματα. Θα λέγαμε κάτι πιο πολύ: γνωρίζει τώρα βαθύτερα τη Ζωή και σηκώνει ψηλότερα το νόημα της Ποίησης.