ΠΕΝΘΗΜΑΤΑ

ΠΕΝΘΟΣ ΠΙΟ ΨΗΛΟ ΚΙ ΑΠ' ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ

Ο καιρός της μάνας μου όταν δεν υπήρχα

ο καιρός του επόμενου βλέμματος

ο άφαντος καιρός των φύλλων

της πλαϊνής πορτοκαλιάς

τι φρικτές ελευθερίες.

Θυμάμαι τις προάλλες καθόμουν

απέναντι στη θάλασσα

σ’ ένα βραχάκι.

Ένιωθα την τύχη.

Τίποτα δεν οδηγούσε τα φαινόμενα σε αρμονία.

Ούτε το μοβ εκείνο που περιστοίχιζε τον ορίζοντα

με τόσες ελκυστικές αποχρώσεις

καθώς ο ήλιος είχε κατσουφιάσει στη δύση

καθώς ο ήλιος ανίσχυρος

ακουμπούσε πάνω στα βουνά

και βύθιζε

λίγο-λίγο.

Ερευνούσα μέσα στον πόνο

αναλύοντας κάπως τις αισθήσεις.

Ο ήχος όμως του κύματος χωρίς πολλά

έσμιγε την πιο τρομερή αρχαιότητα

με την τελευταία στιγμή του

χαρίζοντας όλη την ευγένεια

της μεγάλης φτώχειας που είναι η φύση.

Ο ήχος του κύματος ολόιδιος όπως οι θόρυβοι

στις ευρύχωρες μυριστικές εκκλησίες

μεσ’ στην πλήρη σιγή

από κάποιο στασίδι που πέφτει

από κανένα βήχα έρημο στην άκρη.

Τι επιμένει στο χρόνο;

Η σοφία της βροχής – όχι.

Ούτε το τραγούδι της αντιλόπης

με τους όρκους του ήλιου στη ράχη της

όταν σπαράζεται ηδονικά

μέσα στου λιονταριού το ερωτικό στόμα.

Ίσως επιμένει η κατάσταση

όπου ο θάνατος γίνεται μοιρασιά

στα βραχυκυκλώματα των σπλάχνων.

Οι γητειές που μπαινοβγαίνουν στα σώματα.

Δεν ξέρω.

Με το δαυλί της σιωπής ανατινάχτηκα.

Γαλήνη.

 

ΑΝΤΙΘΕΤΟΣ ΥΠΝΟΣ

Χυμένη η καρδιά μου στο θαυμαστό ηλιοβασίλεμα.

Πόσες φορές συλλογιστήκαμε τη νηνεμία

του πάθους και του πόνου μέσα μας;

Ω σοβαρά και ιδεώδη χρώματα!

Πέρα στη δύση έχουν λιώσει τα βουνά

μόλις που διαγράφονται στον καμβά του αέρα

και μονάχα οι αιθέριες γραμμές τους βαυκαλίζονται

στο βεβαιότερο έρωτα της παρουσίας.

Ο πόνος απ’ τη μεριά του είναι ήσυχος

κι ατάραχο το πάθος

οι φιόγκοι της φωτιάς στα ξύλα του χειμώνα.

 

Η ΑΝΕΣΗ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ

Αδειάζουμε τα πάντα στην πανσέληνο.

 

Ο ΠΛΩΤΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ ΤΟΥ ΠΛΩΤΙΝΟΥ

Το Ένα ρέει. το Δύο απορρέει.

Κι ο πανάρχαιος Μόνος επιστρέφοντας

ανθίζει τρεις φορές –

όσο κι αν φωνάζετε! –

για να μοχθεί η Άνοιξη των Αριθμών

εξουσία μονήρης.

Και κάπου-κει σταβλίζει τους σαλούς η έκσταση

σε γοερές ακινησίες των αγγέλων

όταν, αλήθεια, νιώθουμε το ρήγος του θανάτου

καθώς

ανακλαδίζεται του κόσμου το ρυάκι

που μέσα του βρέχονται οι φυλλωσιές

και μέσα του

φωτογραφίζονται τυχαία τα πουλιά στο πέταγμά τους

όλα τα έντομα ψάλλοντας αιωνιότητα

στις ολοένα κατάφωτες αυθαιρεσίες.

Και βγαίνει κάποτε απ’ τις εύρωστες χλόες

η θολωτή ομιλία των πεθαμένων.

«Είχαμε κ’ εμείς έναν καιρό

την άπλωση στο σακκούλι του στήθους.

Τώρα χανόμαστε βαθιά σε γκρεμισμένα νιάτα:

στα ύψη που λικνίζεται ο τάφος

και μοιάζει η μεγάλη ωραιότητα

σαν πεταλούδα που ψυχομαχεί

στις μαρμαρυγές των άστρων»

θρόιζαν οι πεθαμένοι.

Και στα μικρά μου όρια συνάκουσα

εννέα πετεινούς

χαϊδεύοντας το κρύο μάρμαρο της αυγής.

 

Ο ΑΣΚΟΠΟΣ ΔΙΑΒΑΤΗΣ

Στα σπλάχνα του σκιρτούσε το αδιέξοδο.

Δεν ένιωθε τις αποστάσεις περπατώντας.

Και τραγουδούσε ολομόναχο το στόμα του.

Παράμ παμ παμ

παρίμ παμ πομ...

Ο θάνατος θέλει τα πουλιά και τα βαρίδια.

Παράμ παμ παμ

παρίμ παμ πομ...

Υπάρχει αύριο

υπάρχει και μεθαύριο.

Καινούριο φέρετρο η καινούρια μέρα.

 

ΔΟΝΗΣΕΙΣ

Μακάριος εκείνος όταν

τον κατάκλυσε ο θάνατος

γκρεμίζοντας τη λαλιά του

σα να μπουκώθηκε με χιόνι

και μούδιασε η φτερούγα του κόσμου.

μακάριος ο ταραγμένος απ’ το αίνιγμα του δυόσμου.

 

Μακάριος ο Θεόφιλος που άγιασε με περικεφαλαία.

Μακάριος ο Διονύσιος κόμης Σολωμός

άγων φάος αγνόν απ’ το αλωνάκι, μακάριος,

όταν έπαυε να γράφει

κ’ έγραφε μέσα-μέσα στην ψυχή του

πίνοντας.

 

Γι’ αυτό η ποίηση βγαίνει με τα πρόβατα

θωπεύει τις αγιάτρευτες σκυλίτσες.

 

ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ

Ο ΑΥΡΙΑΝΟΣ ΗΦΑΙΣΤΟΣ

Μέσα στο σιδεράδικο-μεγάλη του η λάμψη,

κορυδαλλός που σφύριζε η φλόγα φτερουγώντας.

Κι ο σιδεράς μ’ έναν καημό πιο πάν’ απ’ την αγάπη

βγάνει φωνή φωτιστική

φούχτα πολλές αχτίδες:

Ετούτο είναι χάρισμα νά ’μαι στεφανωμένος

απ’ τις γοργές λαμπράδες μου, γοργότερες οι σπίθες,

και να ’μαι μαύρος κ’ έρημος ως άγριο σκοτάδι.

 

Η ΜΕΓΑΛΗ ΖΩΗ

Καθώς μια μέρα κοίταζα χωρίς φιλοδοξία

τα πράγματα και την ακούραστη σκιά τους

τρυφερά πολλαπλή στα μεγέθη

σαν ένα κύμα με σκέπασε

ουρλιάζοντας η σιγή:

Στις λέξεις υπάρχει πάντα ένα πείραμα!

 

Ο ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΣ

Τα χρυσά της αιωνιότητας σκεύη δεν τα βρήκα.

Όμως όχι:

δεν υπήρξα γραφειόσαυρος

αλλά

χαραυγή.

 

ΣΤΟΥΣ ΑΓΡΟΥΣ

Όταν έρχονται κείνες οι πρωινές ώρες

οπού νομίζεις κ’ έχουν απέραντη φρεσκάδα

στο θερινό παιχνίδι του θηλυκότερου

ήλιου και της νικήτριας σκιας

όλα μαζί τα πράγματα σου λένε: Χανόμαστε!

Ώρες, αλήθεια, για να νιώσεις μονάχος σου

το μεγαλείο της μύγας που ξαναρχίζει

τους πειναλέους κύκλους

αμέτρητους

ολότελα σα να λείπει ο κόπος

ή να νιώσεις τις φωνές των ανθρώπων από γύρω

σαν αβέβαιες ειδήσεις

ακαθόριστες

από κάποια βρύση λαλητική τρεχούμενες.

Πρωί-πρωί τα ξεφτίσματα του κόσμου.

Στέκω σε φοβερά δευτερόλεπτα.

Κι όταν ανθίσει ο αμνός ολούθε στο κορμί του

μαχαίρι φανερώνομαι.

 

ΟΤΙ ΑΝΕΒΗ ΘΑΝΑΤΟΣ ΔΙΑ ΤΩΝ ΘΥΡΙΔΩΝ

(Ιερεμίας θ΄, 21)

Καίει τ’ αλώνι ώς το πέρα μεσημέρι

κι ο ήλιος είναι σπαθί ζεματισμένο.

Καίνε οι καβαλίνες απ’ τα ζώα στα χωράφια

και πιο πολύ στην άκρα σιωπή της

καίει η μέλισσα βαθιά στο άνθος.

 

Πατούμε στο χώμα σημαίνει

πατούμε πάνω στους νεκρούς

στην όχθη μας τη σταύρωση.

 

Δε λυγίζει τίποτα.

Κι ας είπα το στήθος ηλιογέννητο.

Δε λυγίζουν τα δέντρα κι ο αέρας αλύγιστος

ούτε βρύση να γίνω ούτε φλάουτο

το νερό δε λυγίζει και ο ήχος.

Κάθε μέρα ευθεία

κάθε νύχτα τεντωμένη

ο καημός ένα τόξο πανάρχαιο

κι ο θεός ακαμψία.

 

Με το μαύρο η πλατειά σου ανθοφορία

κόσμε που ντύθηκες αϊτός

τα φυλλώματα και τ’ άστρα.

Με το μαύρο η αίγα και το πρόβατο

η ρίζα με το μαύρο

καθώς ανοίγω τους καρπούς και χύνεται μελάνι.

Μ’ ένα πόδι τα οράματα.

Μέρα και νύχτα ο αέρας είν’ αθέατος.

 

Περιμένω τ’ αστέρια σε γαλάζια λεπτότητα.

Πώς θα ’θελα ν’ αχτιδοβολήσουν τ’ άντερά μου!

Η ερημιά που ξέρουμε δεν είναι του θανάτου.

 

Χαράματα και χάθηκαν τ’ αστέρια.

Στο δέντρο χύθηκαν αιφνίδια πουλιά

τη σιωπή του για να λαμποκόψουν.

 

Ενάρετος που είναι ο πορτοκαλιώνας.

Τα δέντρα χαίρονται μέσα τους απ’ τη ζωή της τσιμουδιάς.

Ελευθερία. στερέωμα της σιωπής.

Ομοιόμορφο νεκροταφείο των προβλημάτων.

Αναρρίχηση στο Αθώο Γεγονός.

 

Φωνή χαράς ανάερη ωσάν μεταξοχάρτι.

Κάποιος θα μηρυκάζει αόρατη χλόη

στ’ αγγελοχώραφα.

Γιατί τους φοβηθήκαμε τους μύθους;

 

Η νόηση μοιάζει με παγοθραυστικό.

Το αίσθημα με πολλές σημαίες.

Η θέληση – πάλι – φαίνεται

σαν κάποια εποχή του Είναι.

Μα η καρδιά δεν έχει τ’ όμοιο της.

 

Την ώρα που χρυσίζει η μελαγχολία

και μπαίνει ο θεός

στον κήπο του τον άνθρωπο

αλίμονο αν εξοκείλω στα μάτια μου.

 

ΠΟΙΗΜΑ ΣΤΟ ΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΟ

Χαρά της νύχτας ω φώτα ηχηρά

θαυμάσιο βράδυ

ο έγχρωμος θόρυβος της πόλεως

τη μοναξιά μου διαιρούσε πότε κίτρινη

πορτοκαλένια κυανή και τώρα κόκκινη

βάφοντας πράσινο το περπάτημα.

Είχε λευκά σημάδια η αγάπη.

Στοπ. Επιστροφή.

Είχε λευκά σημάδια του κόσμου η ταραχή.

Τα νέφη αόρατα.

Όχι.

Στις ερημιές του φεγγαριού μεσ’ στα κλήματα

μαρμαίρει ο άγγελος ενώ

γελιέται ο θάνατος και η νύχτα

διασκεδάζει με διάττοντες.

Όχι, όχι.

Ο χρόνος πλησιάζει τα οράματα

νυχοπατώντας.

Απληστία!

Έπρεπε να βυθίσω περισσότερο

τη θλίψη μέσα στην ψυχή μου.

Όχι.

Στολίζει την έκταση ο γρύλος.

Η νύχτα κατεβαίνει τη σκάλα του σκοταδιού

κάθεται στον έρωτα της Μαίρης.

Έρημες αναπνέουν στους κήπους οι προτομές.

Στοπ. Όλα σβήνονται.

Θέλω να βγω απ’ τις λέξεις

βαρέθηκα.

Ν’ ακούω καλύτερα στο απέναντι μπαλκόνι

τι λένε οι δυο μόνιμες γριές

που κάθονται με τις ώρες.

 

ΣΥΝΕΧΙΖΩ

...Αργότερα πέρασα στην έμμονη φαντασία

και είδα το χρωματιστό βασίλειο του τάφου μου.

Σε λίγο άναψε μεγάλη συζήτηση

γύρω απ’ την πραγματική σταύρωση.

Κι όπως η νύχτα γέμιζε τα μάτια μου

συγκεντρώνοντας με σφυρίγματα

την αγέλη των ερώτων

ένας άγνωστος και πράγματι απίθανος άνθρωπος

δίπλωσε μέσα σ’ ένα άσπρο σεντόνι τη βαρειά τίγρη

βουβή απ’ τον κόπο και τον ιδρώτα.

Οι γρύλοι ξεθύμαιναν άσκοπα

και τα νερά ταιριάζαν στο σκοτάδι.

 

ΕΦΤΑΧΡΩΜΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

Άμα δειπνήσει ο ήλιος έρχεται ο στεναγμός

αναστημένος με λογχώδη αναβρύσματα.

Γενναιότερα τα δέντρα

και γι’ αυτό τα ζηλεύω.

Αλλ’ όμως ο ζόφος του λάκκου κάτω-κάτω

δεν είναι των ματιών.

Έχουμε, βέβαια, παρηγοριά τη διάθλαση.

Ωστόσο δεν τη γλεντούμε.

Χρειάζεται να ξηλώσουμε κάθε φαντασίωση.

Να πετάξουμε τα χωρίσματα.

Δράση παράξενη το καθαρό θέαμα των αντικειμένων...

Η άφωνη σαύρα

στις ηλιόλουστες πέτρες όταν αναπνέει

lacrymosa.

Ο αγέρωχος κόκορας

όταν πλήττει τα χαράματα.

 

ΣΤΗ ΡΟΔΙΝΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΚΑΦΚΑ

Σελήνη μεγαλούτσικη απόψε.

Γοερά ήσυχος αισθάνομαι

να θροΐζουν ελευθερίες.

Πολύφωτο της μοναξιάς το ελάφι

στα βελούδινα τριξίματα.

Ο θάνατος είναι φόβος

δεν είναι θάνατος.

Τα δέντρα συνοψίζονται σ’ ένα πλατύ ασήμισμα.

Λυπηρά γεγονότα –

η τεμπέλικη φύση...

Ο χρόνος έχει πια σκουληκιάσει

κάθε πρωί τα κοκόρια φτύνουν την ψίχα του.

Πάλι θα μας κεράσει τα αιωνόβια

δευτερόλεπτα σε όλες τις ποικιλίες

το δίκιο και το άδικο περιττά και τα δύο

την όρνιθα περιχυμένη απ’ τον ήλιο στην αυλή της.

Τα χάχανα των ουρανών ακούγονται ψηλά.

Στο χώμα η δεντρογαλιά σαν κερασόκλαδο.

Πόσες φορές αλλάζει η θάλασσα

ως θα καρπίσει λάμψη ο ορίζοντας τον όρθρο

και θα γιομίσει τέτοια χρώματα η δύση

καταπίνοντας τις ώρες...

Το ξέρω μαζί με τα φυτά:

κ’ ένα ζωύφι μαχαιρώνει.

κ’ η ωραία πεταλούδα στα καθίσματά της.

Όμως υπάρχει ο περίτρομος αθώος

καίγεται στην κρύα φλόγα των απελπισμών.

Αθόρυβα στρέφει τα πόμολα

τον ύπνο των άλλων ακούει.

και την αθρόα λάμψη βλέπει

την πλεγμένη γύρω του

να πέφτι λέπι-λέπι.

Δεν έχει όλο το δικαίωμα ο ήλιος –

αλίμονο.

Γάβγισμα των σκυλιών τη νύχτα...

Κι αν ακόμη

δεν ξέρεις που βρίσκεσαι

σου δίνει την αίσθηση του ανοιχτού χώρου.

Κάτσε να θυμηθούμε

πιες το καφεδάκι.

Ο τρομαγμένος τάρανδος

όσο τον κυνηγούν οι λύκοι

απέχει απ’ τη λύτρωση

μάρτυρες τα δέντρα.

Χαμένος κόπος ανύπαρκτος ακολουθεί

το χιόνι και η ευκολία του έαρος.

Εκείνος που σεβάστηκε πολύ τα πράγματα

θυμήθηκε χωρίς τη μνήμη

και βρήκε άδειο το νερό πίσω απ’ τα κυλίσματα.

Ήτανε πάντα κάποιος ολέθριος για τα λουλούδια.

Έβλεπε πάντα πως η θάλασσα είναι άρρωστη.

Πρωί-πρωί στο στήθος του ένας κίτρινος ποντικός

λαχάνιαζε φουσκώνοντας δώθε-κείθε το πουκάμισο του.

Το βράδυ-βράδυ έμπαινε στην κάμαρά του

η βρεφική του ηλικία ολομόναχη και του μιλούσε

με τη μεγάλη μάσκα του αγίου Αυγουστίνου

και το Βιβλίο των Μαγισσών αιωρούμενο

που κάποτε το ’γραψε μια νεκρή δακτυλογράφος.

Έτσι λοιπόν χαζεύοντας

αιώνες κ’ αιώνες τώρα

τον πόνο του στη διάρκεια των ωρών

όπως ακούμε το δελτίο ειδήσεων

ετοιμαζότανε για τη σφαγή του.

Παραμονή τυχαία βρέθηκε στο κουκλοθέατρο

και γέλασε με την καρδιά του όταν

πέφτοντας από λαμπρό σπαθί

το κεφαλάκι της πιο έξαλλης μαριονέτας

απόμεινε στον αέρα ορθή η κόκκινη σκούφια της.

 

ΟΙ ΒΡΑΧΟΙ ΤΗΣ ΥΔΡΑΣ

Στη θάλασσα της ζωής,

στη θάλασσα του θανάτου

η ψυχή μου, κουρασμένη

κι απ’ τα δυο, αναζητεί

το βουνό

απ’ όπου τα

νερά

έχουν τραβηχτεί.

ΓΙΑΠΩΝΕΖΙΚΟ

Ήμουνα ψηλά στα χαράματα όπως είναι

ψηλά στη σιγή ο αγέννητος αέρας.

Δεν μπορούσα να εξηγήσω κανέναν κόκορα

δεν είχα τη σκάλα να υπερβώ το στήθος

καθώς απ’ το μίσχο φανερώνεται μόνο του

και το πιο αβέβαιο άνθος

καθώς βγαίνει στη λευτεριά του ο ποντικός

προβάλλοντας άξαφνα στον πανικό απ’ την κρύπτη.

Οι μεγάλες ιδέες μου για το θάνατο

μοιάζαν, αλήθεια, με τα σχοινιά των πηγαδιών

όπως τεντώνονται απ’ τους γεμάτους κουβάδες

και διψασμένο τ’ άλογο ζυγώνει

χώνοντας το λαμπρό κεφάλι του

μέσα στου μπόλικου νερού την ηδονή

και με γοργό της δίψας ήχο την αποστραγγίζει.

Ο πόνος απλώνεται χαράματα στη φύση.

Το δέντρο θέλει πετεινά κι ο θάνατος

ήτανε ψηλά μια πείνα που ’χε γαλαζοβολήσει.

Το δέντρο βγάζει τους ανθούς. βγάζει θυσία στα κλαριά του

κι ο θάνατος ήτανε κοντά του

χαμηλά.

Ο πόνος ακατέβατος οι ώρες απλάδες αχράντων

ένιωθα τριαντάφυλλα και ξύλευα μέσα μου το σταυρό

μ’ ακράτητο φως την ίδια τη ζωή που την υψώνουν

οι βράχοι της Ύδρας

αυτά τα ξεροσφύρια του θεού, μα την αλήθεια.

Κι απότομα λησμόνησα τα τριγυριστά λαλήματα

το ούρλιασμα του ήλιου στην κοκκινίλα της αυγής

τα πάθη των ανθρώπων και των ζώων

όσο βαθιά τα νέμονταν οι τσακισμένοι ύπνοι.

Κι απότομα θυμήθηκα πως τα μερμήγκια είναι άλαλα

και δε γνωρίζω ποιος ο πόνος τους

η γοερότητα η δική τους.

Έτσι μου δόθηκε ξανά την ώρα κείνη

απ’ το πολύ-πολύ μικρό

αχειροποίητη η απεραντοσύνη.

Κι ως έχανα τις διαστάσεις ολότελα

βγαλμένος απ’ την αθώα προοπτική μου

στης ερημιάς αφέθηκα την κόψη.

 

ΒΑΘΜΟΣ ΨΥΧΗΣ

ΤΡΟΠΟΣ

Μ’ αρέσει εκείνος που βλέπει μια κατσαρίδα

και λέει όχι δεν θα τη σκοτώσω.

Χαίρεται τα τρεχάματά της ολόγυρα

και λέει ναι στο θάνατο πατώντας τη.

 

ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΗ ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ

Η ανάσταση πάλλει.

Των ανθέων η δύναμη

κ’ η βαθειά τους κραιπάλη

είν’ αόρατη πάλι.

Ανασαίνω τα κάλλη

το μηδέν όταν θάλλει.

 

ΑΦΗΝΩ ΚΑΘΕ ΔΙΑΙΡΕΣΗ ΣΤΑ ΦΥΛΛΑ

Η ΓΝΩΣΗ

Νερά τα κόκαλα μας

νερά τα βάσανα μας.

 

 

Η ΔΥΝΑΜΗ

Ο αθώος ο κύκλος

πώς μπορεί και υποφέρει

πιο λαμπρός από ζώο

που το γδύνει ξαφνικά η αστραπή

στο ακμαίο σκοτάδι!

Ο καημένος ο κύκλος πώς γλιτώνει

φεύγοντας τις ερινύες!

Όταν αυτές αγγίζουν την ουρά του

εκείνος κατεβαίνει στο κεφάλι του.

Κι όταν αγγίζουν το κεφάλι του

εκείνος ανεβαίνει στην ουρά του.

Ωραίο λαμποκόπημα οριστικών αγγέλων.

 

ΑΛΛΗΛΟΥΧΙΑ

Ένας άνθρωπος ανάμεσα σε βλέμματα

σχισμένος από τριανταφυλλιές που τυραννούσε

και τα μαλλιά του ανάκατα με λάσπες

αίφνης πολύ ευγενικά

σε κάτι πενιχρά φυλλώματα ζυγώνοντας

πιάνει μια ωραία πεταλούδα.

Ω δευτερόλεπτα σκληρά κ’ εκείνος την κρατούσε!

Κάπου εκεί ταράχτηκα. μα την αφήνει ο μπόγιας

κοιτάζοντας με ηδονή το πέταγμά της.

Ώσπου χάθηκε καλά-καλά η πεταλούδα.

Κίτρινη νομίζω.

 

ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΟΝ

Ας μην αφήνουμε το μέλλον ανυπεράσπιστο:

εκεί θ’ αρχίσει των εργαλείων η ανάρρωση.

Χρειάζεται η πρόοδος: είναι κι αυτή μια νοσταλγία.

Τούτος ο Δρόμος ο Εντατικός

πότε απλώνεται στο άπειρο

πότε γίνεται μικρός

σαν κορδελίτσα...

Θυμάμαι την όραση να μη βλέπει καθόλου.

Χτες τη νύχτα πέντε κύκνοι με τα νυχτικά τους

έτρεχαν ταραγμένοι

στον ύπνο μου κ’ ένας πράσινος

κόκορας δακρυσμένος

άρχισε ξαφνικά να κουτσαίνει.

Το σύμπαν έμοιαζε καμωμένο

για να διασκεδάσω μαζί

με την αιωνιότητα μόνος.

Ο άνθρωπος αναπνέει – σκέφτηκα.

ο άνθρωπος ερωτεύεται!

Βρίζει την καρδιά του, ξύνεται!

Μετέωρα, μοναδικά γεγονότα.

Ένας γάιδαρος έχωνε τη μουσούδα του

σε στυγνή λάμψη και κατόπιν

άρπαξε μια πέτρα στο στόμα

σφίγγοντάς την ωσότου έσπασαν τα δόντια του.

Τριγύρω έπεφταν οι καρποί και σωριάζονταν

ακέφαλα τα σώματα τεράστιων σκύλων.

Ο θάνατος έκοβε στα δύο το νερό

και το ξανάκοβε

καθώς έλαμπε το σκαρφάλωμα στα όρη.

Άνθη από φλόγες

τα ’βλεπα να ποτίζονται.

Πόσους αιώνες θαυμαστούς

έχουμε σ’ ένα εικοσιτετράωρο;

Σταλαγματιές ακούγονταν στα δέντρα –

θα ’χε βρέξει.

Πώς έγινε της χελιδόνας

η μεταλλική στίλβη;

Κολαζόμουν από ευτυχία

στην οικουμένη του ύπνου.

Οι γάτες έστεκαν ορμητικές.

Έτρεχε ο ιδρώτας.

 

ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ

Κοιτάζοντας ένα δέντρο

δεν μπορούμε

να καταλήξουμε.

Κοιτάζοντας μια ρεματιά έναν άνθρωπο

ένα βενζινάδικο

δεν μπορούμε

να καταλήξουμε.

 

Καλάμι κούφιο που φιλεύεις τον αέρα

στα σωθικά σου κι ο αέρας σε διαβαίνει

μεγάλη τύχη δυο φορές ετούτη

μια να γεννηθούμε κι άλλη να πεθάνουμε.

 

Πρωί δεν αντικρίζεται ο ήλιος

όταν έχεις ξενυχτήσει.

Γενική κούραση, μαραμένες φοβίες

κι ο βραδινός πονοκέφαλος

από ώρες χρεωκοπημένος.

 

Ο ΓΥΡΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

Στη Μαρία Blackstone

 

Ούτε τα στοιβαγμένα μαθηματικά

ούτε των κροκοδείλων η αλυσιδωτή λάμψη.

ούτε ο έρωτας του μέλλοντος

ούτε της ηλεκτρονικής

αφασίας η πλατειά δικαιοσύνη.

τίποτα δεν μπορεί να νικήσει

το μάγο της φυλής.

Με τα πολύχρωμα φτερά του

με μπογιατισμένο πρόσωπο.

με τους χαλκάδες στ’ αφτιά του

με το περόνι στη μύτη.

με την ηλίθια

και άναυση αυταρέσκεια

τις χοντρές

γαλάζιες ρυτίδες

είναι ο ποιητής.

όπως απλώνει τα χέρια στις επαφές

έτοιμος να το σκάσει απ’ το βλέμμα του.

καθώς στίβει τον άνεμο βρεφικά

ερεθίζοντας το δέρμα των τυμπάνων

κερνώντας τις ψυχικές καταστάσεις.

 

ΟΡΑΤΟΤΗΤΑ

Σηκώθηκε η νύχτα της ερήμου

τέτοια ώρα

πριν ακόμη βγάλω τα ρούχα μου για ύπνο.

Μυστηριώδης απόλαυση: λιτότητα του χρόνου

δίχως πόνο

ουδέ σκιά χαράς.

Το μυαλό μου ακμαίο φύλλωμα διασχίζεται.

Ο σκελετός καποιανού ερημίτη

προσπέρασε την εικόνα του

τη φεγγερή του σάρκα

ρίχνοντας χάμω το νευρικό σύστημα

και μίλησε.

Η άχνα της αναπνοής

έβγαινε μεσ’ απ’ τα ξεβιδωμένα δόντια.

Ιδού ο χαιρόμενος ανεπίληπτα.

Ιδού ο σκορπίος ο μελισταγής.

Η λάμψη απ’ τα κόκαλα έβγαινε αμνώδης.

 

ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΗ ΤΥΧΗ

Βαθιά μεσ’ στον περίπατο έφτυσα το ταξίδι.

Στα όρια εσχατικά της μουσικής

έμεινα σύξυλος απ’ τις εννέα.

Ο χρόνος άκαιρος

ή

βαθύτερα χρονικός.

ονειρώδης.

όπως ο πάτερ Jonathan Swift

αποτυχημένος Ηρώδης.

Γι’ αυτό και η τεράστια μόνωση

αρχαία φτέρη φούντωσε τριγύρω μου.

 

ΕΠΙΔΕΙΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΟΡΑΤΟΥ

Της Μαίρης

Όσο κρατήσει η ζωή κρατεί κι ο θάνατος.

Ώρα να σκεφτώ τα μελλούμενα

σωριασμένα αιφνίδια στο χτες.

Η λάμψη όταν περάσει λάμπει περισσότερο

καθώς

η ακινησία φανερώνεται

στη διαίρεση των βημάτων.

Όντως το περπάτημα ολότελα το χρόνο καταστρέφει

όπως ολότελα τον ήχο παύουμε

ακουμπώντας τα χέρια

πάνω στα βοερά τύμπανα.

Πιότερο ζει η αστραπή

μετά το ανατρίχιασμά της

η απέραντη δυνατότητα των πουλιών

όταν μακραίνει ο θόρυβος ενός τυχαίου αεροπλάνου.

Φοβερή ασυνέχεια:

ο πλούτος μου είναι το στήθος μου.

Γι’ αυτό ποτέ δεν παζάρεψα το ηλιοβασίλεμα

και ταξιδεύω σίγουρος

όσο η μίνθη ταξιδεύει και το ασπροθύμαρο.

Συνηθισμένο πράμα η θυσία.

Και ιδού με χιλιάδες σπάγγους

δεμένος αιωρείται ο Ηράκλειτος

στην άχρωμη αποκριά της λογικής.

Πάνω σε τέσσερες ρόδες

έρχεται βαρετά με τις Σίβυλλες

χαιρετώντας δεξιά κι αριστερά τους σκύλους.

Ακολουθεί ο ξένος στα επαγγέλματα

με τα δάκρυα όλων των ειδών.

Έλαμπε το σούρουπο σαν τρυφερό μέταλλο

μια γκρίζα γάτα

μου φάνηκε τρομερά ντυμένη.

Ένα ζευγάρι φιλιότανε αμέριμνα.

κέρδιζε όλες τις στιγμές

τίποτα δεν παρατηρούσε.

Ο έρωτας είναι πάντα

μικρή-μεγάλη η δύναμη του Έχε Γεια

χρόνος ακατάσχετος.

Αυτός ερημώνει τα γηραλέα μεσάνυχτα

χρίει τις πεταλούδες με δικαιοσύνη.

Κι όταν υψώνεται ο κίτρινος καπνός απ’ τα ποιήματα

στον κουρελιασμένο χώρο που αναβοσβήνει

βλέπουμε χαρούμενες υποταγές

ο κόσμος τινάζει άξαφνα τη μανταρινιά της αστραπής

οι άγγελοι εξελίσσονται σε τριαντάφυλλα

και ξεκαρδίζεται ο κίνδυνος.

Έρχται τώρα να την

η Ανθούσα μόνη της –

η ερημιά την κατορθώνει.

Πολλά-πολλά ξεχύνονται

πλήθος πουλιά σαν φυλλώματα.

Είχε νυχτώσει ωστόσο.

Κάθε απόσταση φαινότανε μύθος.

Αναπάντεχα τότε

σηκώνοντας τα χέρια του ψηλά

ένας νέος με γενειάδα φωνάζει:

Αστέρια σμαραγδένιοι σκύλοι

που κομματιάζετε τη νύχτα

να η άγρια ζάχαρη. –

Σε πέντε λεπτά ήρθαν οι αντλίες

ο ήχος των σειρήνων έφερε μεγάλη σύγχυση

και η Ανθούσα έλιωσε φριχτά

στην επίθεση του νερού

με τις μάνικες.

Ο δρόμος βράχηκε ανελέητα

τρεχάλα διαλύθηκαν οι συγκεντρωμένοι

κ’ έσκουζαν ολούθε.

Μια νόστιμη κυρία ή δεσποινίδα

που έχασε στη βιάση τα γοβάκια της

έψαχνε μάταια μέσα στη φυγή.

Πανδαιμόνιο.

« - Τι έγινε; Τι συμβαίνει;»

Έτρεχα κ’ εγώ μ’ αλλεπάλληλες σκέψεις

ηλιωμένος απότομα.

Έστριψα σ’ ένα στενό

και συνεχίζοντας να τρέχω

προχώρησα στην ησυχία μου.

Με κόπο ματαιώνοντας τα δάκρυα

θυμήθηκα την περασμένη Άνοιξη.

Έβγαινα για καθαρό αέρα

πατώντας στους ίσκιους των περιπάτων

εκεί που λησμονήθηκε το ρόδο

και η γύμνια δεν ανταλλάχτηκε.

Μ’ άρεσε να περιπλανιέμαι βάζοντας

μέσα στο στόμα του φαφούτη νου

μεγάλη ερημιά για να χορταίνει.

Όλα μού είναι άχρηστα, σκέφτηκα, εκτός απ’ τη ζωή.

Πρόκοψε τόσο η συμφορά...

Γέμισα νυχτωμένη αγωνία

ένα δήθεν φως.

Μικρόβια τ’ αυτοκίνητα στους δρόμους –

χρωματισμένα.

Τεράστια χρονόμετρα μεγεθύνουν

σε σκοτεινούς θαλάμους τα δευτερόλεπτα

λιώνουν οι ώρες υπέροχα

στα χυτήρια του ερέβους.

Αυτός ο Κρόνιος Πολιτισμός! Ας τον αρωματίσουμε...

Ανάσταση: τα καλοπιάσματα του έαρος.

Ερωτευθείτε.

 

ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ

Ο χρόνος είναι γενικός.

Δεν μπορούμε να εντοπίζουμε τα οράματα.

Δεν μπορούμε να μοιράζουμε αστραπές

απ’ τα κλωστήρια τ’ ουρανού με δόσεις.

Ένα σκαθάρι το στοχαζόμαστε απέριττα

η πιο μεγάλη ώρα της ζωής υπάρχει σαν τις άλλες...

Δεν πάει μια βδομάδα που έβλεπα

δυο μουλάρια στην ύπαιθρο

να ξεραίνουν το θάνατο στη ράχη τους.

Ο χρόνος είναι κοροΐδευτικός.

Είναι αμέτοχος σαν τα περίπτερα στην κίνηση.

 

ΑΦΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΑΜΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ

Δεντρογαλιά που έβγαινε μαζί με τη σελήνη!

Όλος ο κόσμος άνοιγε τις διάφανες πράξεις

και φωτιζότανε το λιβάδι της φωνής

απ’ τ’ αναρίθμητα κεράκια των επιταφίων.

Όλος ο κόσμος πολλά ποτάμια διασταυρούμενα

σκύβοντας η νύχτα της πόλεως

ενώ στους ήχους έξυνε

τα μεγάλα του εγκαύματα ο διάβολος

και χιλιάδες έρημοι

κολλούσαν φλάουτα στο χλοΐσμένο στόμα.

Η Άνοιξη αμερόληπτη

με τόσα σπιθίσματα

κι ο ψάλτης πηλός ώς τα ύψη ανεξήγητος

δρακόντεια ώρα και η σκάλα ορατόριο.

Τι μεσολάβησε στο αέναο παρόν;

Υπάρχει πάντα ο χρόνος

και ιδού το σώμα του καλούμενου χρόνου

σύρεται στο πραιτώριο

με γάζες αντί για ποδήματα

με σχισμένο ρούχο

ποια βαγιόκλαδα τα γενετήσια χέρια του

με τον όμορφο ύπνο στις πλάτες του

γεωμετρικά ξένο στην ελπίδα

κι απ’ την ελπίδα μας έξω

προς τον άνεμο του ποιήματος.

Ο Αφράτος είναι κανονικός ολόσωμος χειμώνας

κρατώντας υδροχαρής το βερνίκι

έβαφε μ’ αυτό τα γλυκόλαλα χέρια του

έβαφε μαζί και τ’ ακριβά δαχτυλίδια

διώχνοντας άφθονα περιστέρια

σε κάθε βήμα που εμπνεότανε

πάνω στα παστρικά δώματα χρησορρήμονας

κι ακούγονταν η αρά να σφυρίζει

κ’ η μονόφθαλμη ακρίδα στη σκόνη.

Απ’ τις πηγές ο τρόμος έτρεχε ολούθε…

Δεν έχω δίψα, λέει ο Αφράτος, το ποτήρι ξέχειλο

στα χέρια μου τι να το κάνω; Ας έρθει κάποιος

να τ’ αδειάσει και να ’ναι ο εχθρός του ονείρου

όσο κι αν θα λυπήσει τη γυναίκα μου.

Έρχομαι απ’ τα ξένα, μη με δυσκολεύετε.

Και του φώναξαν: Είναι κι ο τάφος νεροχύτης.

Να, λέει πάλι εκείνος,

της μαγείας ο θαμώνας που σωριάστηκε στο βλέμμα.

Μην τον χρεώνετε!

Και του κράζουν: Όλα καλά γινωμένα

κι ο σταυρός για τον ένοχο.

το ασήμι στα ψάρια

και το κρύο στο χειμώνα.

η σφυρίχτρα του φύλακα

κ’ η σφραγίδα στην όρνιθα.-

Τότε είδα να σηκώνεται ο Λωτ

μηδαμόθεν αλώσιμος

ο χαμάλης της σιωπής

απ’ τον πιο γερασμένο του θάνατο

μ’ ένα σακκί αλάτι στους ώμους

κι ανάμεσα στο πλήθος αγχούσε

ν’ ανοίξει δρόμο σπρώχνοντας

για να φτάσει στο καμιόνι που βρισκότανε πέρα

και να γλιτώσει μακριά.

Μόνον ο θάνατος μπορεί τα κόκαλα να δείξει

μουρμούρισα χωρίς αιτία

μελετώντας τις άκρες των δαχτύλων

κι ανακαλύπτοντας αίφνης την πείνα μου

γιομάτος ελπίδες για καλό χορταρικό με φέτα

τράβηξα ήρεμα προς το σπίτι.

 

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΑΡΧΙΖΕΙ ΤΟ ΙΔΑΝΙΚΟ

Je flambe dans le brasier a l’ ardeur adorable

APOLLINAIRE

Η γλώσσα είναι σε μένα. Εγώ δεν είμαι στη γλώσσα.

Και μπαίνει το αγέρι των λέξεων, αλήθεια,

ξαναθροΐζει με τα φύλλα της καρδιάς μου.

Έτσι και το χιόνι πέφτει μεσ’ στη φύση

για να λιώσει σαν τη μουσική στο στήθος.

Έτσι κι ο κόσμος μαζεύεται τριγύρω

εκεί που κάτι συμβαίνει.

Μα τι συμβαίνει;

Κάποιος τρώει το αντικείμενο και τον κοιτάζουν.

Αυτός είναι ο διακόπτης του νου

με τον ήλιο στα πόδια του

εκείνος που λαχτάρησε το άδειο μονοπάτι

και τον πάει στην πλατειά

πέτρα του λαμποδύναμου νερού.

Κι αν έχει δίψα μεγαλύτερη απ’ τα αισθήματα

μπορεί τα μάτια να γεμίσουν ερημιά σαν του νεκρού

μπορεί να δει τη φτερωτή Θεοτόκο.

Καθένας ξέρει κι άλλο δρόμο του θανάτου

και την υγεία των αγγέλων μοιράζει με τις χαραυγές.

Καθένας δείχνει την ορμή στο καλοκαίρι

και στο χειμώνα τον απέραντο σεβασμό

καθώς οι κεραυνοί ξεσχίζοντας

τις πλούσιες λάμψεις

την πρώτη-πρώτη ομορφιά

στα μάτια ξαναπαρασταίνουν.

Η γλώσσα είναι σε μένα.

Κάτι ανάλογο. Κάτι βαθιά ηττημένο.

 

ΑΓΧΩΔΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑ

Τ’ απόγευμα της Κυριακής

ανοίγω το ραδιόφωνο

σηκώνω το καπάκι της σιωπής.

Ποδόσφαιρο. Χρωματιστές φανέλες.

«Έχουμε φτάσει στο ένατο λεπτό

του πρώτου ημιχρόνου...»

Κατεβάζω το καπάκι.

Πόσο μπορούμε, αλήθεια, να κοιτάζουμε

στην ψυχή μας μέσα ολομόναχοι;

Απολαμβάνω για λίγο

συντριπτική γαλήνη

και ξανανοίγω.

«Την τελευταία στιγμή τρέχει ο Κλάφτης

και κατορθώνει να βοηθήσει την κατάσταση

προσπαθεί να προωθήσει το παιχνίδι

μαρκάρεται όμως απ’ τον Πονεμένο...» -

κλείνω.

Ησυχία με θεόκλειστα παράθυρα.

Ιδεώδης ηρεμία των δευτερολέπτων.

Ανοίγω.

Την άρνηση πνίγω.

«...ένα πλάγιο άουτ υπέρ της Ενώσεως.

Το εκτελεί γρήγορα ο Κλούβας...» -

αλλά ξανακλείνω ζαλισμένος.

Φοβερό καπάκι.

Πυκνότερη σιωπή.

Ανάβω ένα κεράκι

και χαίρομαι την εξουσία μου.

Ο θάνατος εργάζεται εδώ και εκεί.

Ξανανοίγω.

«Κοντρολάρει έξω απ’ τη μεγάλη περιοχή...»

Όλο το γήπεδο σείεται με καταρρακτώδη βροχή.

«...τη μπάλα τώρα έχει ο Γρηγορίδης

και ψάχνει μάταια να βρει συμπαίχτη του...»

Έτσι, στοχάζομαι, προβάλλει η ψυχή

στη ματαιότητα λάμπει.

Τώρα μπερδεύτηκα πια μεσ’ στις φωνές

ουρλιάζουν τα πάντα.

«...ο Πονεμένος σουτάρει από πολύ κοντά

ο Αρχειοφύλαξ αποκρούει...»

Ν’ ανοίξω το παράθυρο

το παράθυρο, το παράθυρο.

Αυτή η ζωή...Αυτή η δύναμη...

Να ’χει στην ίδια δυνατότητα

την ησυχία και το σάλο...

 

ΟΡΥΚΤΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ

Ακούω ένα χτίσιμο στο στήθος. Με τρομάζει.

Τι ωραίο θα ’τανε

με μια ένεση

να κυκλοφορούσε στο αίμα μου

η επόμενη χιλιετία!

Τούτος ο κόσμος μοιάζει με σκάλα.

Κάθε σκαλί της

όταν τ’ ανεβείς

χαλιέται

πέφτει.

Στο τελευταίο σκαλί η σκάλα δεν υπάρχει.

Γεννιόμαστε και πρέπει να κουβαλήσουμε

βαρύ κιβώτιο

τις ασπάραχτες εικόνες των πραγμάτων.

Η Άνοιξη – μάλιστα! – είναι λύση.

Χωρίς τη γνώση της φωτιάς ωραιότερα καιγόμαστε.

Σωριάζεται πάταγος κι απομακρύνετ’ η βροντή

αργά σαν τίγρη κουρασμένη.

Τα νεύρα ερωτικά θριαμβεύουν.

Το δέντρο γίνεται σαφέστατο.

Σε χαμηλά κελάρια – τα ύψη μας

τα πιθάρια του μέλλοντος.

Ολοένα εξέχουμε στο χρόνο.

Ερειπωμένα κόκαλα π’ αντέχετε στο χάρο!

 

ΡΟΜΑΝΤΙΚΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Μη με διαβάζετε όταν δεν έχετε

παρακολουθήσει κηδείες αγνώστων

ή έστω μνημόσυνα.

Όταν δεν έχετε

μεντέψει τη δύναμη

που κάνει την αγάπη

εφάμιλλη του θανάτου.

Όταν δεν αμολήσατε αϊτό την Καθαρή Δευτέρα

χωρίς να τον βασανίζετε

τραβώντας ολοένα το σπάγγο.

Όταν δεν ξέρετε πότε μύριζε τα λουλούδια

ο Νοστράδαμος.

Όταν δεν πήγατε τουλάχιστο μια φορά

στην Αποκαθήλωση.

Όταν δεν ξέρετε κανέναν υπερσυντέλικο.

Αν δεν αγαπάτε τα ζώα

και μάλιστα τις νυφίτσες.

Αν δεν ακούτε τους κεραυνούς ευχάριστα

οπουδήποτε.

Όταν δεν ξέρετε πως ο ωραίος Modigliani

τρεις η ώρα τη νύχτα μεθυσμένος

χτυπούσε βίαια την πόρτα ενός φίλου του

γυρεύοντας τα ποιήματα του Βιγιόν

κι άρχισε να τα διαβάζει ώρες δυνατά

ενοχλώντας το σύμπαν.

Όταν λέτε τη φύση μητέρα μας και όχι θεία μας.

Όταν δεν πίνετε χαρούμενα το αθώο νεράκι.

Αν δεν καταλάβατε πως η Ανθούσα

είναι μάλλον η εποχή μας.

ΠΡΟΣΟΧΗ

ΧΡΩΜΑΤΑ.

Μη με διαβάζετε

όταν

έχετε

δίκιο.

Μη με διαβάζετε όταν

δεν ήρθατε σε ρήξη με το σώμα...

Ώρα να πηγαίνω

δεν έχω άλλο στήθος.