ΛΕΥΚΟΠΛΑΣΤΗΣ ΓΙΑ ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΝΤΙΝΟΜΙΕΣ

Η Φοβερά Προστασία

και αγαθόν και κακόν [έν εστιν]. οι γούν ιατροί, τέμνοντες, καίοντες, πάντη βασανίζοντες κακώς τους αρρωστούντας, επαιτέονται μηδέν άξιοι μισθόν λαμβάνειν παρά των αρρωστούντων, ταυτά εργαζόμενοι, τα αγαθά και τας νόσους.

ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ, 58

 

Χωρίς κανένα κάγκελο και δίχως απεραντοσύνη

χωρίς αιωνιότητα

δίχως τ’ αντίθετό της

αγέννητη και ξένη προς το θάνατο

λάμπει στα φυλλοκάρδια η ελευθερία.

 

ΑΙΦΝΗΣ

Αυτό που λέμε όνειρο δεν ειν’ όνειρο

και η πλατειά πραγματικότητα δεν είναι πραγματική.

Κάπου γελιέμαι μα εκεί κιόλας υπάρχω απόλυτα,

σαν το σύννεφο π’ αλλάζει στα νωθρά δευτερόλεπτα

όντας μονάχα η ακάλεστη μεταμόρφωση.

Κανένα λιοντάρι δεν παραγνώρισε το θήραμα

και η πάπια δεν έπαψε να πιπιλίζει τη λάσπη.

το χταπόδι βγαίνει απ’ το ρηχό θαλάμι του με γαλαζόπετρα

στα ξέφωτα η τίγρη λησμονιέται ανεπίληπτα.

Νυχτώνει και σήμερα. Η αγωνία

λέει πάλι: θα βοσκήσω το μαύρο.

 

Η ΑΠΟΨΗ ΤΗΣ ΚΩΜΩΔΙΑΣ

Πεταλωμένη μάγισσα σε είδα πάλι

να δαγκώνεις τον αέρα

μ’ αυτή την πανοπλία των λουλουδιών

που σε φυλάσσει από κάθε σκληρότητα

τις νεκρές πεταλούδες να κεντούν την κοιλιά σου

μ’ εκείνο το μακρύ σύγνεφο στην ολάνοιχτη θλίψη

το ουράνιο κοντάρι σου!

Έχω μια τέτοια όρεξη για θάνατο

που μ’ αρέσει να ξαπλώνω στα ταβάνια

παίρνοντας χάπια υπνωτικά και βλέποντας

την κεφαλή της Μέδουσας από τεράστια

κύματα ύπνου χρωματιστού σε παραμόρφωση

την Ευρυδίκη με σεισμούς μειλίχιους

απ’ την ουρά του χρόνου να κρατιέται.

Πεταλωμένη μάγισσα σέρνεις ακόμη

το κορμί μου στη δίψα των γηραλέων γιασεμιών

αναπνέοντας την ποιότητα της ανυπαρξίας

αμάραντο άλογο από κρίνα κι από φρίκη!

Pax – ένας άγιος που στρέφεται γύρω στον άξονά του.

Pax – ένας άγγελος που χτυπούσε

το κεφάλι του με τα φτερά του.

Pax pax κοάξ

κοάξ pax εναλλάξ εγρήγορση και ύπνος.

Ένας πραγματικός κύριος δεν πιστεύει στις μηχανές!

 

Η ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΠΕΙΛΗΣ

Έχουν αρχίσει να με κυκλώνουν επικίνδυνα οι ώρες.

Ακούω τα φυλλώματα σήμερα

γινήκαν ανήσυχα χορικά.

Πρέπει να ζήσω τις αντίστροφες δυνάμεις.

Ω καρδιά μου – τρομαχτικότερη σελήνη!

 

ΑΝΕΜΟΓΛΕΝΤΙ

Τον ήλιο σπρώχνοντας απάνω

στ’ αδιέξοδα της γεωμετρίας

με τους ανθρώπους πάντα να με ξεζυγιάζουν

εγώ ο τελευταίος χαρταετός του λεκανοπεδίου μας

ευχάριστος, αλήθεια, σαν το θάνατο

μέσα στ’ ανθοπωλεία

δε μηχανεύτηκα το κύμα της ψυχής

αυτή την ποίηση που θέλει τ’ όνομά μου.

 

ΜΙΑ ΔΟΞΑΣΙΑ Κ' Η ΖΩΗ ΟΛΑΚΕΡΗ ΝΟΜΙΖΩ

Το καλοκαίρι μένουν άναυδοι οι χείμαρροι

κι αυτό το πριονίδι του καιρού

με την παράξενη οσμή: τα δευτερόλεπτα

σιγά-σιγά σαπίζει.

Πότε κ’ εγώ θα ξεμεθύσω;

Η νύχτα του Καρκίνου μπερδεύει το περπάτημα

με περιπαίζει ασύστολα και χθες ακόμη

μελετούσα θλιβερά παραλληλόγραμμα

γυρεύοντας να νιώσω γεωμέτρης.

Ο Σκορπιός είχε πάχνη και βούλιαζε αφάνταστα.

Θυμήθηκα δίχως λόγο θαυμάσιες

παραλίες με πολύχρωμη κίνηση

κι απότομα τη Φυσική να μην υπάρχει

στα ηλιόλουστα φεγγάρια της Προϊστορίας

όταν οι πηδηχτοί νάνοι – ποιοι νάνοι; -

με τα ενέχυρα του θανάτου και τη μαχαιριά

κλοτσούσαν ουρλιάζοντας τον αέρα.

Ευτύχημα, είπα, που δεν έχουμε κανένα όφελος.

Ευτύχημα να μας σπρώχνει ολοένα ο χρόνος.

Άμφια της αυγής τρομαχτικά

χαράματα τυλιγμένα σε άνηθο

της ταραχής αχτιδοβόλο σμάλτο.

Δεν έχω τίποτα με τους νεκρούς ούτε με τ’ άστρα:

λαμποκοπούσαν ανέκαθεν, απ’ την αρχαιότητα.

Βλέπω μονάχα τον ασίγαστο γυρισμό της χλόης

τα τρομερά της ύλης παραληρήματα.

Ξημέρωσε πάλι και μεγάλωσε

το λαρύγγι του κόκορα.

Ο σκύλος άρχισε τα βήματα.

Επίσης άρχισαν τα πρώτα λεωφορεία.

Το χρόνο πάντα τον αισθάνομαι στην ωμοπλάτη.

 

ΡΩΜΑΪΚΗ ΟΠΤΑΣΙΑ

εν τω τηρείν τον ένδον δαίμονα ανύβριστον και ασινή

ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ, Εις Εαυτόν, βιβλίο Β 17

Ωραιότερος απ’ τα ναυάγια των ήλιων

ο απλός αυτοκράτορας ενώ

τα μάτια του σχεδόν ερωτευμένα

και πρόθυμα στον άσχετο κίνδυνο μιας εκστρατείας

κερνούσαν έξω απ’ τη σκηνή του

τη μοίρα δίχως τάραχο και την αθώα σκέψη

να μην τον εύρει σε μικρότητα ο θάνατος

όπως οι άγγελοι διαγράφονταν παγεροί μεσ’ στον κόσμο

χωρίς άλλο ένδυμα, μονάχα την αυγή φορώντας

- εκείνη τη σοβαρότητα εκείνο το χρώμα!

μιλούσε με τα λίγα δάκρυα του κι όπως

ο ήλιος ανέβαινε στην καμπύλη

σιγά-σιγά τα στέρεψε.

Η Ρώμη γινότανε μέσα του σαν ένα σβωλαράκι

τα χρόνια μάζευαν οδυνηρά

καθώς τα στρείδια στο λεμόνι.

Ποτέ δεν τον ένιωσαν, αλήθεια,

οι λεγεωνάριοι που ’χαν συνηθίσει

τόσον καιρό στη σφαγή και στον πονόδοντο

με σκονισμένα μάτια

με σπασμένα νεύρα.

Αίφνης ένας παλιός αριστοκράτης απ’ του Βρούτου το σόι

μ’ άσπρο κουστούμι και μια κόκκινη βαλίτσα

τον πλησίασε ήρεμα και διαιρώντας

με το χέρι του σηκωμένο ψηλά

την αυγινή σελήνη που ξεθύμαινε

του είπε: «Πώς να γίνει, αγαπητέ μου, διχάζομαι και συ μου λες πως έχω το παρόν και μόνο.

Μα εκείνος ο γαλάζιος σκαντζόχοιρος

ο ουρανός όταν βρέχει

τα δέντρα που τρομάζουν ολόγυρα

η άκακη χλόη κι αποπάνω τα πτηνά

τούτο το βάρβαρο ρυάκι πλάι μας

τα ξίφη των αγγέλων

η μουγγαμάρα που σχηματίζει τη λάμψη –

κάθε λαχτάρισμα του υπαρκτού με αφυπνίζει

για το μισό που καταπίνει τ’ άλλο του μισό.

Δεν είμαι θάλασσα να λιώσω με νύχτα τη σελήνη

και να την κάνω κομμάτια στα νερά

με νεκρώσιμη γαλήνη περίγυρα

ή με κύματα γοερά

με θρήσκευμα τον πόνο...

Το έαρ είναι άλυτο.

Πώς να διδάξω τη φλόγα στη σταγόνα;

Η αγωνία υπερβαίνει τη ζωή,

γι’ αυτό και αχρηστεύει τις απολαύσεις.

Αχ, τι λάκκος από σκοτάδι που κάποτε

μ’ έναν κόκορα στο κεφάλι για να τρελάνω τη νύχτα

ούρλιασα ξαφνικά σα να μου φύτεψαν βόλι:

- Μια τριανταφυλλιά στο φεγγαρόφωτο!

Τι φρίκη, την τρώνε τα δευτερόλεπτα! –

Πώς να κρατήσουμε απείραχτο το δαίμονα;

Μ’ αν δεν μπορούμε – τότε λέω πως αρκεί

για λίγη βλόγηση κ’ ίσως ίαση

κείνος ο σκύλος όνειρος, κείνος ο γκρίζος τύφος...

Χαίρε Καίσαρα!

Τα μάτια μου ειν’ ευρήματα του θανάτου».

 

NADA

Σ’ αυτά τα κακούργα χαράματα η νεκρίλα των πεύκων

ευαγγελίζεται τη νιόκοπη γαλήνη.

Τώρα το σκέφτομαι: η σιωπή των πάγων

αναγκάζει την αγιότητα να ’ναι άσπρη.

 

Το μαύρο μ’ έχει προσαρτήσει.

Μια κραυγή, δίχως λόγο, επεκτείνει την ύπαρξη

μια κραυγή στον αέρα μεγαλώνει το ύψος μου.

Στον αέρα κι ο γέρος ερυθρόδερμος

με τ’ άσπρα του μαλλιά σα γνέμα

κειμήλιο της σιγής ανεχτίμητο.

 

Η νύχτα η βία και η έμπνευση.

Την είδα την αποκαθήλωση του Γκουεβάρα

σε μια γούρνα της Βολιβίας.

Ολόγυρα στέκονταν οι λοχαγοί με το δάχτυλο

δείχναν απάνω στο κορμάκι του τις τρύπες.

 

ΝΕΑ ΕΙΣΟΔΟΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΦΥΣΗ

Χωρίς να ξέρω πια τίποτα για λαοθάλασσες

κι άλλες τέτοιες ιστορίες.

Βραδινά νερά νυφική συμπλήρωση

στα μετάξια του μεγάλου μετανάστη του αγέρα

καθώς το σύννεφο μονάζει στη λιγόλεπτη ζωή του

για να στρέφονται τ’ άνθη προς τον ήλιο

χωρίς αντάμειψη και συνέχεια.

Να μη σε κοροϊδέψει τ’ αδιάκοπο ταξίδι του αγέρα.

Τα δάκρυα σκορπίζουν ομορφιά – το ξέρουμε –

μα φέρνουν όμως και μύξα στους ανθρώπους.

 

Η ΑΠΟΨΗ ΤΗΣ ΗΡΕΜΙΑΣ

Πρωί-πρωί ξαστερωμένος απ’ τον ύπνο

- μια δικαίωση.

Στην εκκλησούλα των χωραφιών ειν’ απόμακρες

όλες εκείνες οι καταστροφές και πιότερο

οι πολύχρωμες.

Καμιά διεκδίκηση, καμιά δυτική θεραπεία.

Σα να με προσκάλεσαν οι πεθαμένοι

στις απρόσωπες σημασίες των θάμνων.

Ο θάνατος δε νοικιάζεται – το ’μαθα –

κι ο έρωτας φέρνει ψόφο στις ερινύες.

Θυμάμαι τώρα το νόμο να τρέφεται σ’ άλλη έκταση

τα τελευταία μου βήματα, τρία-τέσσερα,

σκεπασμέν’ από πυκνούς αιώνες

κι ο ήλιος να ’ναι πάντα το κέντρο της αποτυχίας

που χύνει σ’ άλλους κόσμους τις πράξεις και τα όνειρα

στους ανθρώπινους οχετούς – έθνη και κράτη.

 

ΜΟΣΧΟΒΟΛΗΜΑ ΣΤΗ ΔΡΑΣΗ

Καπνίζοντας βαριά τσιγάρα, τέσσερα πακέτα,

μ’ αυτό τον άνεργο καπνό να μπαίνει

στ’ αδιάκοπα ουράνια

μεσ’ από μεγάλες χαραμάδες

έλεγα το λεπρό τραγούδι της αγάπης αγγίζοντας

τα νήπια φύλλα των δέντρων:

«Ο ποιητής τα μάταια τα μάτια του

σαν άτια του μπορεί και τα σκοτώνει.

Ο άγιος – αυτός μπορεί ναν τα διπλοσκοτώνει.

Γι’ αθάνατους Εκείνος έφτυνε το ρύζι του

για τους θνητούς το μάζωχνε στη φούχτα του

ο Siddhartha».

 

Για χρόνο μοναχά εκλιπαρούσα

(Δημήτριος Καπετανάκης: Emily Dickinson)

στον Ε.Χ.Γονατά, που μετάφρασε το στίχο

Σαν τους αθόρυβους αϊτούς που με ποικίλα χρώματα

σωριάζονται στ’ αποκριάτικα σκουπίδια

νεκροί που δεν τους πρόλαβε η λύσσα των δευτερολέπτων

εκείνη που σκαρώνει τη διάρκεια, τους μήνες και τα χρόνια,

η τρομερή φαγέδαινα η κουτσομύτα Πλάνη

που δίχως έναστρα φτερά δίχως μικρόβια

τρώει και τρώει την Ανυπαρξία –

πεθαίνουν έρημοι της γης οι κάτασπροι αγγέλοι.

Φτωχέ Καπετανάκη κι όμως όλβιε

στη φράση που ’γραφες αναπνέουμε ολοένα

παγιδευμένοι σε πιθανά γεράματα

μ’ ένα ερώτημα που πρέπει να χαράξω:

Πώς θα γλιτώσουμε απ’ το Σύμπαν;

 

ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΔΙΧΩΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ

Το στενόμακρο άλογο του χάροντα

χαίρεται ρόδινες κωμωδίες

αγγίζοντας τίποτα.

Το νερό τρεκλίζει ψιθυρίζοντας αρχαιότητες

ο ευγενής βρικόλακας η Άνοιξη

φανερώνεται και πάλι.

Καταρρέουν τα μύρα κι ο σμαράγδινος χόρτος

ανεβαίνει δροσερά στην ηδυπάθεια.

Μα εμείς ολ’ αυτά τα χαρίζουμε σ’ ένα κορνάρισμα.

Τα δέντρα τότε γίνονται πνιγηρές ειρωνείες.

 

Να βλέπεις έν’ αστραποβόλημα στην άμοιρη τη φύση

να βλέπεις και να λες: Ωραία χρώματα!

Να βλέπεις άλλοτε τον ήλιο και να λες:

υπέροχη αυτή η αθλιότητα! –

η θαλερή και μάχιμη κι αχτινοβόλα.

Μ’ αν είναι η ψυχή μας άπραχτη γιομάτη πράξη

το φως οπού δε χτίζεται παρέχει ολομόναχη.

 

ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΓΓΕΛΙΚΕΣ ΜΟΥ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

38 hundred years after ΚΑΤΙ

Pound, ΑΣΜΑ XCIII

Το μεγαλύτερο ψέμα που ειπώθηκε ποτέ

είναι πως γράφουμε για τον εαυτό μας.

Α, να κ’ η μαμή της αλήθειας

το Σωκρατίδιο!

 

Μου φαίνεται πως ένα καλό ξύσιμο διαρκείας

λυτρώνει περισσότερο απ’ την ποίηση.

 

Πώς έγινε και το ’σκασε ο Αδάμ απ’ τη λάμψη του

κ’ έδειξε μια καινούργια γοητεία: το σκοτάδι –

βαραίνοντας απ’ το χρόνο σαν αόριστη κοιλιά...

 

Κοπέρνικος 9: Συναντούμε δυσχέρειες.

Δεν κάνουν έρωτα στην Αφροδίτη.

 

VENUS ΔΕΝ

ΑΡΗΣ ΔΕΝ

ΔΙΑΣ ΔΕΝ

Ω, ΜΗ ΔΕΝ

ΜΗΔΕΝ

ΟΛΟΝΕΝ

Βραζιλία – Αγγλία     1-0

 

Έξω-μέσα:

Ούτε-ούτε.

 

Τηλεόραση. «Φορέστε τα καλά σας.

Ο ρόλος της εκφωνήτριας είναι κυριακάτικος».

 

Πρέπει να θανατώσουμε τις κοσμοθεωρίες.

Είναι όλες μητρομανείς.

 

Η ΛΥΠΗ: Η ΠΥΛΗ

 

Όσες φορές κουβέντιασα με τους λεγόμενους ανθρώπους

αναγκάστηκα να σηκώσω τη φωνή μου

γιατί δεν ανέχτηκα να μου σπάσουν

τα υπέροχα κρύσταλλα της αιωνιότητας.

 

Άρωμα Όραμα – δεν έχω τίποτ’ άλλο.

Ξέχασα όμως: έχω και τσιγάρα.

 

Χίπις    ΑΤΑΡΑΞΙΑ

»      ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

» ΑΚΟΡΕΣΤΟ ΝΕΠΑΛ

» LE CONTRAIRE DU MAL

 

Α, δεν μπορώ να περιγράψω πια

τα μάτια της επόμενης μπαλαρίνας...

Είμ’ ένας άτυχος τυμπανιστής που τέλειωσε ο πόλεμος.

 

Έγραψα ποίηση – μ’ άλλα λόγια

συνεργάστηκα με το μηδέν.

 

Άλλαξα φρίκη.

 

Τ’ αηδόνια οι εχθροί των συζητήσεων.

Όλος ο κόσμος τα θαυμάζει σκοτεινά. Το ξέρω.

Τ’ αηδόνια – η καταγωγή της θλίψεως.

 

Θεότητα: η στέρφα που μας γέννησε

η έμψυχη σκάλα.

 

Ο Μύθος: η ανάγωγη φύση της αλήθειας.

 

Παράλυτος.

Άλυτος.

 

Να, ένα ζουζούνι!

 

Μεγάλες απολαύσεις-αηδόνια σπαραγμοί!

Και εσύ φρικαλέο εικοσιτετράωρο

που τρομερά εικονίζεις τη ζωή μας

από ύπνο σε ύπνο.

Εγώ που λέγομαι αρνητής

εγώ που δε γελιέμαι πια μεσ’ στη χαράδρα της αφής

ήθελα μ’ ένα τόξο μυστικόπαθου πρίγκιπα

στα σκοτεινά υψίπεδα της Ασίας

να λαβώσω τη χτεσινή πορτογαλίδα.

 

Το πιο σπουδαίο στον κόσμο είναι το τίποτα.

 

Για όλα τα σπίτια για όλες τις ταράτσες

το νέο ΠΛΑΝΗΤΕΞ.

Απευθείας εκ του ηλιακού συστήματος.

 

HOMO SAPIENSHOMO ΣΑΠΙΟΣ.

Κι ωστόσο λάμπει συνεχώς ο Γκουεβάρα

στα μυρωμένα επουράνια της Βολιβίας

ανώφελος και παράλογος – ανωφερής και μόνος –

χωρίς το ύψος να ψηλώσει περισσότερο

δίχως η μοίρα να μας δείξει τίποτ’ άλλο.

Τσε: Και;

 

Τα σύμφωνα σα να φυτρώνουν απ’ τη σπονδυλική μου στήλη

τα φωνήεντα μεσ’ απ’ το λαιμό κι ολοένα

στην πολύφωτη Αγορά με τις απαίσιες

μυρουδιές αιωρούνται

τα πορφυρώματα.

 

Μεγάλο αίσθημα η θάλασσα

τα όρη και η νύχτα.

Το ’παν αυτό οι μονοχίτωνες έρημοι

κι ο άνθρωπος των θαυμάτων

ο αφάνταστος Comte de Saint-Germain

der Wundermann (1710-1780)

ηλικίας 2000 ετών.

Η λογική λοιπόν είναι μια έμμονη ιδέα των ψυχιάτρων.

(Συνεχίζεται)

 

ΔΥΣΗΜΕΡΙΑ ΤΟΥ ΣΤΗΘΟΥΣ

Έρχεται πάλι τεφρώδης ο Τειρεσίας

με το δεξί του χέρι ανεμίζοντας υπεράνω

το σπαραγμένο στεφανοχάρτι του Οιδίποδα

με τ’ άλλο χέρι κρατώντας από χρυσή

αλυσίδα τα χρώματα.

Έρχεται τώρα στεφανωμένος με χαμομήλι

(κάποτε είχε ρίξει στο κεφάλι του ασβέστη).

Λένε πως πάει στην Ανακήρυξη του Νερού

μελετώντας ουράνια πράματα

και κάθε τόσο τρίβει

τα θλιβερά καλάμια τα μαστάρια του που κρέμονται

σ’ ολάκερη την αποτυχία του σώματος

γιατί το ξέρει: περισσότερο απ’ όλες τις αισθήσεις

η αφή λυτρώνει, η πιο άσημη.

Χαζεύω τυφλός – είπε ξάφνου και κάθισε

βάζοντας θεατρικά το ραβδί του στα γόνατα,

χαμένο από μέρες κι ανεύρετο.-

Έτσι χαζεύουν κ’ οι απέραντοι νεκροί

την πλάση στα ψυχιατρεία

κάθε αμνός που σφάχτηκε λαβαίνει πάλι το κορμί του

με αστραπές που μεγαλώνουν την ευλάβεια.

Η νύχτα πρήστηκε κι ο Τειρεσίας μυρίζει άσχημα

όσοι τον βλέπουν κάνουν πέρα πιάνοντας

τη μύτη τους με χαρτομάντιλα.

Μονάχα ο αγέρας περιβάλλει άνετα

το γηραλέο τούτο ψοφίμι

γεμάτο σκοτάδι και αγνή αποσύνθεση.

Ούτ’ ένας ήχος μέσ’ στο βάραθρο του στήθους!

Κι όμως χαιρόμαστε κανονικά

ποιμαίνουμε τις εβδομάδες

όσο κι αν η τέφρα δυναστεύει την όραση

χαρίζοντας το πλήγμα να λιγοστεύουμε.

Γι’ αυτό και οι καρποί σαν ταξιδιώτες παρατούν τα δέντρα

πέφτοντας έρημοι στην απέραντη τύχη.

Ο Τειρεσίας αναπνέει με τα βράγχια του απόλυτου

τον ξεκλειδώνει κάποτε ξαφνική ανατριχίλα

γυρίζοντας το αίμα

καθώς γυρίζει ο φτωχός

το παλιωμένο ρούχο και το ξανανιώνει.

Τίποτα δεν υπάρχει ανάμεσα

στη σφύρα του θανάτου και στον άκμονα

που ειν’ ο απόρρητος ήλιος.

Εκείνος που δεν άντεξε τ΄αστέρια

γνωρίζει τη λεπίδα του κενού και ουρλιάζει.

 

ΜΙΚΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Στα έρημα χαράματα των κήπων αραιά

πέφτουν τα δάκρυα των άστρων.

Αναλάμπει ο αρχαίος υμέναιος

η ολκή του θανάτου.

 

Την ώρα που τραβιέμαι απ’ την κόλαση

τίποτα δεν κατορθώνω.

 

Συνήθισα να κλονίζομαι.

Στις πικρές θάλασσες το νερό υποφέρει.

 

Ξόδεψα μακρινούς περίπατους για να καταλάβω:

Η ζωή δεν έχει τόση ζωή μέσα της.

όλο το ζήτημα είναι, να δούμε μονάχα

πού βγάζει τις φλόγες.

Τότε προσεχτικά πλησιάζουμε

κρατώντας μια χαρτοσακκούλα

και τη γεμίζουμε.

 

Όταν παιδέψεις τώρα δα μια πεταλούδα δεν το βλέπεις

αλλ’ αργότερα κάπου θα πονέσει ο πολιτισμός.

Όταν τα δέντρα μεσ’ στους κήπους

πλέκουν το αεράκι του θέρους

ο άνθρωπος που διαιρεί με πληγώνει.

 

Στον ήλιο τώρα εξαφανίσου. Μέχρι πότε

θα παίζει ο σκοπός με τα εμπόδια;

Μέχρι πότε θα βλέπεις τη μύγα

να σεργιανίζει απάνω στη ζάχαρη;

Σε ονόμασα βήματα για ν’ αστράφτει

ανήλιαγος ο νόμος

που συχνά θυμίζει στην αφή

πως ο δρόμος δεν υπάρχει.

 

Σύμβολο και πραγματικότητα – η ίδια φτώχεια.

Στον ήλιο τώρα εξαφανίσου για φανέρωση.

 

Όταν δίχως ένα φιλί στο εικονοστάσι

φιλάς τη ζωή

κι αυτό φτάνει.

 

ΥΠΕΝΘΥΜΙΖΩ

Η καρδία είναι κέντρο υπερφυσικόν.

ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΝ κλπ.

(Νικοδήμου Αγιορείτου)

Σου είπα: Εξουθένωσε τον ήλιο Ποτάμιε

στην ίδια σου τη φτώχεια την πλουτοφόρα.

Σου είπα: Γίνε το χαμόκλαδο

της ερημιάς που μ’ έρωτα παράφορο

το σέρνει δώθε-κείθε ο αγέρας.

Κι ακόμη λάμψε στην εξέχουσα καθαρότητα

λατρεύοντας όχι βέβαια την απέραντη φύση

μα την ακόρεστη ματιά της

οπού θερμαίνει το εργαζόμενο δέντρο.

Σου είπα να μπεις εδώ μέσα δίχως αντάμειψη

σ’ αυτό το αχούρι

σ’ αυτή την Άρνηση

και σ’ αυτή τη θάλασσα

με τα ξύλινα ρούχα σου κολυμπώντας προς την αγάπη

που δε γίνεται να δεχτεί τ’ όνομά της.

Αν έτσι προχωρήσεις ασήμαντε

κόβοντας πού και πού κανέν’ ανθάκι

για να μυρίζεις ολοένα λησμονιά

και άδολην αιτιότητα

υπάρχει τρόπος τότε να γεράσεις βρεφικά

να ξεδιαλύνεις το μυστήριο

του κόκκινου ναι και του κάτασπρου όχι

του λύκου και του πρόβατου...

Λοιπόν όπως και να ’ναι

η μαύρη αιωνιότητα κάνει τη δουλειά της.

 

ΔΙΑΣΠΑΣΕΙΣ

Ο τρόπος που μπαινοβγαίνουμε στις εποχές

και η τεράστια πόα της μοίρας

είν’ ο χρόνος. Πλήθος οι σπίθες αδελφικές

από μια θράκα διφορούμενη κ’ οι αποστάσεις

αρτηρίες της αόρατης ακινησίας:

εδώ μέσα κυλιέται ο κόσμος

κρεμάμενος απ’ το κορμί

σαν ένα φύλλωμα χωρίς λόγο

κι αυτό είναι υπέρτατο.

Κανένας ποταμός ούτε κοίτη,

τα πράγματα: ήρεμα ψέματα,

ο ήλιος όταν ανατέλλει και βυθίζει

δυο δικές μου τελετές.

Κανένας ποταμός ούτε μια πράξη στο μέλλον

ούτε μια προσταγή.

Κι ο ουρανός εμπαίζει τη φωτιά, την κάνει χρώματα,

η θάλασσα δεν έχει στόμα

σκοτώνει την ποικιλία

ιδρύοντας την εικόνα του νερού μ’ αιωνιότητες

την πείρα που μας κάνει να γογγύζουμε

πότε μεγάλη διαρκής αναμέτρηση και πότε

το στήθος σφάζοντας εμβρόντητη σιγή:

εδώ μέσα υπάρχω κυρίαρχος δίχως λόγο

κι αυτό είναι υπέρτατο.

Μα η εξέλιξη με ρίχνει κάτω

πηγαίνει προς το άλλο πράσινο

με παίρνει σβάρνα

συνωστίζεται γύρω μου

κ’ εγώ βουλιάζω στην έρημο των αισθήσεων

ανυπολόγιστος.

Ένας καρπός, ωριμάζει και πέφτει,

δεν έχει πρόσωπο ούτε καθρέφτη.

Το διψαλέο δράμα: Η ζωή,

να είναι μέσα μας και έξω από μας!

 

ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΩΝ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΩΝ

Όταν αγγίζω

τη χειρότερη σιγή

που δεν μπορώ με τίποτα

να τη συνδέσω

καθώς απλώνει γύρω η αβεβαιότητα

σαν το νερό στο πάτωμα

τρέχοντας απ’ τη ραγισμένη στάμνα

σκέφτομαι πόσο αδικήσαμε

τους ήχους όλων των πρωτογόνων.

Όμως

είναι καλύτερη κ’ η πιο νωθρή σιγή

κ’ η πιο τυφλή μας γεύση

χαρούμενη σελέστα.

είναι πολύ προτιμότερο

το χάζεμα των λεωφορείων

η αγάπη των διαβάσεων

από πράσινο σε πράσινο –

μικρό μυθιστόρημα των βημάτων –

ανάμεσα σε ολόιδιες εξελίξεις

όπως ο ήλιος γίνεται

λαμπρή μεγάλη αδιαφορία

ή θα ’λεγα συναχωμένος κούρος,

είναι πολύ προτιμότερο

το χάζεμα των αυτοκινήτων

από κάθε

θλιβερή βλάστηση

στο αυτάρεσκο τοπίο της γλώσσας

μ’ ένα φρικώδη χείμαρρο συντακτικού

μ’ ένα αιματωμένο ξύρισμα

για ν’ αγοράζουμε μισοτιμής

το σεβασμό των άλλων

με τα «σαφώς»,

«εντέλει»

και «σαφέστατα»

των πάσης φύσεως δικηγόρων.

Αν δεν πεθαίνει κάτι – ειν’ η μοναξιά μας.

 

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ

Κομμένος όπως το λουλούδι μεσ’ στο βάζο

θα ζούσε το απόλυτο κι ο άνθρωπος χωρίς να ζει.

Θα ’τανε χιόνι απάτητο

βροχή που πήρε άλλη απόφαση

και δε θα πέσει.

Θα ’τανε μια πασίλευκη

και ώριμη σιγή που ξεσκεπάζει

πως η γαλήνη ειν’ ο θεός λέξη προς λέξη

δίχως να περισσεύει τίποτα.

Έτσι μιλούσα βλέποντας

εξαίσια ρόδινες ορτανσίες άσπρες και γαλάζιες

ωσάν κομμώσεις θεαινών,

χρυσαφικές αλλόφρονες

μπετίνες και ελισαβέτες

με τα ωραία σκήπτρα τα αναρριχώμενα

μιλούσα βλέποντας

τα χιονόσφαιρα και τα μπαλέτα

τις ανοιγμένες ταϊτές τούς μπακαράδες

όταν ουρλιάζει τρυφερά στην ομορφιά της η κλοξίνια

και ξεθυμαίνουν από κίτρινα μικρά καμώματα

χαώδεις οι πρασινάδες

με τους ατλαντικούς απόκοσμες ασκληπιάδες

και τους φιλάδελφους στην ίδιαν αποκάλυψη

στον ίδιο φανερωτικό βωμό της Δήμητρας

όπως η μοβ εκείνη κληματίδα που μ’ εκπλήττει

μόνη της

ανασκευάζοντας τη νύχτα και τ’ αστέρια

η μοβ εκείνη του αέρα κρύπτη.

Βρισκόμαστε ποτέ πιο πάνω απ’ τ’ αστέρια;

Χαιρόμαστε ποτέ το φως απ’ τη μαυρίλα;

Ή μήπως είδαμε για ένα έστω δευτερόλεπτο

τη σιωπή σωστά καθισμένη;

Θρήνος που είναι τ’ άνθη στα δάχτυλά μας

κι άχραντο σκοτάδι!

Λαβωμένος απ’ το φεγγάρι με μάλαμα

βλέπω καλύτερα πόσο

φθονούμε την καθαρή θνητότητα

που ’χει βαθειά και τόσο ξάστερη

κομμένο το λουλούδι μεσ’ στο βάζο...

Νεάνιδες θροΐζουν ευγενικά

στην απεραντοσύνη του έρωτα

και τι γοργά χαράματα όταν φυσήξει ο χάρος!

Πολύχρωμοι

στην υψωμένη τους ερημία

θροΐζουν οι γλαδίολοι.

 

La Forza del Destino

Μαθηματική απόδειξη του Ezra Pound

In tempore senectutis ένας άνθρωπος

φουντωμένος απ’ τις λαλιές ερημωμένος

αντιλαλεί στα βρεφικά χαράματα – που ο ήλιος

άβγαλτος ωθεί τη διαύγεια

καταπάνω με ουράνια δύναμη –

πιασμένος απ’ την ερινύα ο γενειοφόρος πετεινός

αντιλαλεί: Mortalitas, τον πιο καθάριο ήχο.

Ένας άνθρωπος αληθειανός κι αντρειωμένος.

Όταν πηγαίνω στο ποτάμι τον βλέπω πάντα εκεί

κανείς ακόμη δεν τον έβγαλε απ’ το νερό –

με τα ρούχα του

τα παπούτσια του

το καπέλο του

τον βλέπω πάντα εκεί

πνιγμένο.

 

ΕΝΑ ΞΟΡΚΙ ΠΟΥ ΛΕΓΕΤΑΙ ΦΩΝΑΧΤΑ

Στο μίσος μετέχω μπαίνοντας οπουδήποτε –

στα πλοία στ’ αεροπλάνα στα καταστήματα.

Στο μίσος μετέχω μπαίνοντας πριν απ’ όλα

στα λεωφορεία.

Φεύγετε να φεύγουμε

φεύγετε ν’ αχρηστέψουμε τις πόλεις.

 

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΠΡΟΠΑΡΑΛΗΓΟΥΣΑΣ

Μη γίνεσ’ ένα μ’ αυτά τα καθιστόζωα

που σοφάρουν εξουθενωμένα και δένονται

στ’ αυτοκίνητα.

Ν’ απαγορεύεις το μέλλον ολόκληρο

στον εαυτό σου μέσα και να βλέπεις ήρεμος

το δυστύχημα της υπάρξεως.

 

ΑΡΧΕΤΥΠΟΝ

Υπάρχω αθάνατα κ’ αιωρούμαι μονάχος

απάνω από έγχρωμες αβύσσους

μη μπορώντας να κρατηθώ απ’ το κόκκινο

ή να τσακίσω τα πλευρά μου στο μαύρο.

Θεσπέσια βροχή κι αξέχαστη

σε τόσα μυρωμένα γεγονότα!

Θα ’λεγα κιόλας την καταιγίδα, χωρίς έννοια

μεγάλη υπεροψία των στοιχείων.

Ο άδηλος κεραυνός αναμοχλεύει τους εύκολους τρόμους

βουλιάζει ο σκύλος και μέσα στους θάμνους

η νυφίτσα καρφιτσώθηκε τρέμοντας.

Πώς να την πεις την ωραιότητα του έαρος...

Την αφήνω στη φύση να ξαναγίνει.

 

Ο ΑΚΑΝΘΙΑΣ

Κάθομαι στην καρέκλα μου σαν το πουλί στο δέντρο.

Σε όλα μας τα μέλη αληθεύει ο θάνατος

κ’ εγώ ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω τ’ αυτοκίνητα.

Οι μέρες μας, αλήθεια, πεθαίνουν

ευλάβεια μη μπορώντας!

Ο καιρός επήρε τα πανιά μας και γιγάντεψε

στα πυκνότερα οξυγόνα ο Ίχνος

μ’ ένα χιλιόμετρο σπασμένο φως

κρατώντας τη φαρέτρα των δευτερολέπτων

ο γιος του κατάκοιτου Φαλακρού του βιδωμένου

και της ωραίας Νυοστής που μπεκρουλιάζει στα ηλιοστάσια –

όλη των άστρων η προχειρότητα.

Θα ’θελα να κρατήσω μια σκιά στα χέρια μου

θα ’θελα να ’χει γίνει το ποίημα κατάλευκα και τρυφερά λαγόνια.

Βλέπω χιλιάδες αντικείμενα κι ανάμεσά τους

ο προφήτης Mobil

εξουσιάζω τους δαίμονες και τους αγγέλους από ζελατίνη

χαίτες από αίμα ορθάνοιχτο χωρίς Ιωάννη

στα τέσσερα τα πέρατα μια πύρινη χοάνη

σκοτώνει την Ταχύτητα με σκούξιμο και χάφτει

τεράστιες καμπύλες από τίποτα.

Βλέπω τα τελευταία δέντρα του πλανήτη.

Κάποια στριμμένη μάγισσα υφαίνει τα μαλλιά της Ανδρομέδας

ένας κωφάλαλος αρμέγει στεγανόποδα κι ανθίζει

σε πολλά εκατομμύρια δόξας ο μονόφθαλμος Ένθα.

Η Βίβλος έκανε την απόκλιση, μακραίνει

το χαμόγελο της Ήρας

τ’ αρχαία ειδύλλια σείονται κ’ η αράχνη

στην άγραφη προφητεία πλαταίνει.

Χωρίς ανάγκη ολ’ αυτά δίχως αντίβαρο.

Τ’ αηδόνια τουρτουρίζουν αλάλητα

κ’ η δροσερή οπώρα πέφτει στο πετρέλαιο.

Έρχεται φλόγα και στήλη δυνάμεως

οι λάμψεις αλύπητες με τ’ όνομα Ωιμένα

ο χρόνος πέταξε τη σκάλα κ’ έχει λόξυγγα –

ο κάθιδρος κοντορεβιθούλης χαϊδεύοντας το Ωμέγα.

Κρούομαι από έρωτα, βουλιάζω μέσα στον τρόμο.

Η μύγα ντύθηκε σπίθες αναρίθμητες

ο σκαραβαίος χορεύει παγωνάτος

ένας ανάλγητος ουρανός αγνοήθηκε

κι ο ύπνος αρμολόγησε τα ψηφιά του

τυχάρπαστος.

Εκεί λοιπόν είδα να σφραγίζεται για πάντα

με κάτι κόκκινα λουκέτα κατακαίνουργα

ολόκληρο το νευρικό μου σύστημα

σε τρομερά κιβώτια σιγής και μια γουρούνα

καθότανε στην άκρη χύνοντας

τα πιο όμορφα δάκρυα στους απέραντους κόσμους.

Η νύχτα χειροτέρευε κι ακούστηκε

φωνή μεγάλη: Κρατηθείτε! –

Δεν έχει άσπρο νόημα ο πάγος κ’ η αγάπη

τα στήθια γίνηκαν αφτιά κι όμως ακόμη

τα μάτια βλέπαν έντρομα στη χάση των αστέρων.

Είδα και τάχτηκα να μαρτυρήσω.

Ζώνες ερυθρές του Ακανθία κι αθρόα φάσματα

νυσταλέα ερπετά η μοναχική Ορνίθη σπαρταρώντας

ακέφαλη.

Σ’ αυτή τη φοβερή διανυκτέρευση

ναρκώθηκαν όλες οι θεωρίες

και βγαίνει ετερόγναθος ο Υπεριώδης –

γαλανός ο φόνος και ο νόμος ακόρεστος.

Ολόγυρα οι άνθρωποι δίχως παρατάξεις

φώναζαν «όχι άλλο χαρτονόμισμα!»

ρίχνοντας κουβάδες ανθόνερο στη δημοκρατία

και ψάλλοντας αέρινα τροπάρια στ’ αεροδρόμια.

Σα να τους βλέπω πάλι, σα να μην πέρασαν, αλήθεια,

αιώνες τώρα κ’ αιώνες...

Άλλοι απ’αυτούς με λαμπερά ξυράφια κόβουν έρημοι

τους αναμμένους φαλλούς ουρλιάζοντας

άλλοι με γρήγορη βενζίνη καίνε τους βουβώνες

ανάμεσα σε δέσμες ελλείψεων που συστρέφονται

μοιράζοντας ρόμβους, άλλοι τόσοι, της ουράνιας σωτηρίας

και ξεφωνίζει η καιόμενη Φυλλίδα

στη σιωπή που χύνει ο Απέναντι του Ρίλκε.

Γκρεμός ειν’ οι καμπύλες της

κι ανίδεο τ’ αγέρι τις θωπεύει

καθώς ορθώνει στα ωχρά δευτερόλεπτα

τη δική του χαρά ο πτηνόσαυρος.

Τότε φωνάζει κάποιος «αποτύχαμε στο θάνατο»

και μια γριούλα με χουνί τον αποπαίρνει τραγουδώντας:

«Μια ιστορία εγκυμοσύνης είναι τ’ άνθος –

δεν το ξέρατε; Γιορτάζει σήμερα η κολοκύθα!»

 

ΤΑ ΟΡΕΙΝΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ

Ένα μεγάλο κύμα καφτερά τζιτζίκια

που σβήνει ξαφνικά ή ξεθυμαίνει

σαν πυρκαγιά στ’ αφτιά μου σαν κακούργημα

ένα μεγάλο κύμα καφτερά τζιτζίκια

φοδράρει το κενό των όντων.

 

Εδώ δεν έχω τις παλιές αναγγελίες.

Μου φαίνεται πως απόμεινε η πείνα μας

ως η πιο τρομερή πραγματικότητα.

 

Το Tao δεν επιτρέπει την ευτυχία.

Το Tao δεν επιτρέπει τη δυστυχία.

Ούτε θα επιτρέψει άλλωστε την αθανασία μας

καθώς ποτέ δεν επιτρέπει το θάνατό μας.

 

ΜΕ ΚΙΤΡΙΝΑ ΜΕΓΑΛΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ

Ο ποιητής κύριοι περισσεύει!

Μου το ’παν οι τσιγγάνες ένα βράδυ.

Μου το ’χε πει κ’ η μάνα μου παλιότερα:

«Πρόσεξε, πρόσεξε σ’ αυτό τον κόσμο που σ’ έφερα.

Στο λέω για το καλό σου, παιδάκι μου,

CINTURATO υπάρχει μόνο PIRELLI».

Μα εγώ δεν την άκουσα.