ΦΑΡΕΤΡΙΟΝ

ΚΟΝΤΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΕ ΗΛΙΟ

Εμείς τα μυθόβια όντα οι ποιητές

που βλέπουμε τις ράχες

που βλέπουμε τις κορφές και λέμε βουνοκύματα

δεν θα καταλαγιάσουμε.

Από αγάπη στο αδέκαστο κενό

από αλλοφροσύνη για ένα ξέφωτο

θα περιπολούμε.

Τη χαραυγή τις πιο πολλές φορές κοιμόμαστε.

Κι όταν καμιά φορά μάς τύχει

κατηφορίζοντας απ’ τις πολυκατοικίες

να πάμε κάπως μακριά να περπατήσουμε πέρα

και να κοιτάξουμε κανένα ηλιοβασίλεμα

το αποτέλεσμα τζίφος.

Έχουμε πρόχειρο το σκοτάδι

και έχουμε πρόχειρο το φως – ανάλογα.

Πιστεύουμε σ’ εκατομμύρια γητειές

αφιερωνόμαστε στους ίσκιους.

Έχουμε τη μανία να καρποφορήσουμε

κυριεύοντας τις λέξεις.

Τι κουφή ρουλέτα.

Και θέλουμε να ξεφουσκώσουμε τον ουρανό

σα να ’τανε παιχνίδι.

Τι είναι ρίγος;

Άντε να το πεις με λέξεις...

Ωστόσο πρέπει να προσγειωθεί κανείς

στη μεγαλόπρεπη κοινοτοπία του αέρα

να γίνει σαν την επανάληψη του χόρτου

κάτι σαν τα αστάθμητα και έξω κριτικής

δρασκελίσματα του πρώτου τυχόντος γάτου.

Είμαστε ακόμη στην προϊστορία του χιούμορ.

Είμαστε όμως τυχερά απελπισμένοι.

Έχουμε γαλάζιο αντικλείδι.

Έχουμε ξανά την Αττική.

Εκείνος που γράφει ποιήματα

είναι ακριβώς εκείνος

που περνά άφοβος από νεκροταφείο νύχτα.

 

ΕΔΩ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΑΝΤΙΡΡΗΣΗ

Είν’ ένας θάνατος να βγεις απ’ το εγώ σου κύριε

μα όμως σε σώζει απ’ το θάνατο.

 

Οι αστραπές τα θρησκευτικά σπάργανα. σιγά-σιγά

η διαρκής ωμότητα.

 

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΧΡΩΜΑΤΩΝ

Εμείς ολοένα φεύγουμε μα οι μήνες

ολοένα ξανάρχονται στο παράθυρο.

...............................................

Τι μας κάνει να πιστεύουμε

πως ο διάβολος είναι βαθύφωνος;

Υπάρχει στο ερειπωμένο γαλάζιο κι ανασταίνει

την κόκκινη σημασία της άβυσσος.

Είν’ οι σκονισμένες ηλιαχτίδες

τα ωραία μαχαιρώματα

μεσ’ στ’ Άγιο Βήμα της εκκλησίας

αγέρας ανάμιχτος με λιβάνι κι αθρόα βιώματα.

Μα ο χρόνος είναι βράχος αμετακίνητος.

Ο χρόνος είν’΄ο διάβολος, η ακόρεστη κοκκινίλα.

 

ΜΗΝ ΑΝΤΙΚΡΙΖΕΙΣ ΤΙΠΟΤΑ ΜΕΣ' ΑΠ' ΤΗ ΘΥΜΗΣΗ

Στα παππούδικα κι αρχαία εικονίσματα

φυλάγοντας το καράβι της όρνιθας κι αντικρίζοντας

τα χρυσαφένια στάχυα του πένθιμου θέρους

αναπαύω την όραση και σκοπεύω τα στήθη

χαρίζοντας το άριστα στο θάνατο.

Τι μυρωμένη που οσφραίνομαι

στα λαμπερά σκοτάδια την αόρατην ευφροσύνη

καθώς αγγίζει την απόμακρη νεφέλη της Ανδρομέδας

μοιράζοντας τις πλούσιες νομές των χαρισμάτων

εκείθε πέρα στον ολόφωτο θόρυβο της αιωνιότητας

δίχως ανθρώπινα όρια στην κατάλευκη πρασινάδα

ξεσχίζοντας την αιθρία μ’ ένα ξίφος αγίνωτο

τη μοίρα βαθιά θερισμένη να γεμίζει τη σιγή της

επώαση κι άνθη νεκρώσιμα...

Η ζωή δεν έχει λόγο ν’ αντιλαλήσει και δεν έχει

καμιά πραγματική συγγένεια

μ’ όλου του κόσμου τις πολύχρωμες ιδέες

τίποτα το εξ αίματος.

 

ΨΥΧΟΒΛΑΒΗΣ ΩΧΡΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΜΕΓΑΛΟΣΩΜΟ ΔΑΣΟΣ

Αστρόβλητος πια στην υπεροψία-θηκάρι

τεράστιο γαλάζιο (;) κύμα φωνητικό στα ορώμενα

μα εγώ δεν το ’χω στόχαση να σκυταλοδρομήσω

σ’ αυτά τα χώματα ένσαρκος ύμνος

απεχθάνομαι κάθε είδους τελετή και ρέπω

στα απλά εικοσιτετράωρα

θέλω να είμ’ εγώ ο ένοχος που φεύγει έτσι άσπλαχνα

ο χρόνος

πήγα να γίνω δυόσμος άδοντας δεν το μπόρεσα

η πρωτάκουστη τούτη θάλασσα.

 

ΑΡΝΗΣΙΚΑΚΟΣ

Θα πεθάνω ζητώντας έναν ήλιο

στα μεγάλα χρονικά μυστήρια

κομματιάζοντας τη νύχτα μ’ ένα σμήνος από γαλαξίες

αιωρούμενος δίχως τη μητρυία μας

την αλύγιστη Βαρύτητα

δίχως τα δάκρυα που μας επιβάλλει η Ελλάδα

τούτ’ η χώρα που παιδεύει τα δροσερά ελληνόπουλα

κι ανεμίζει τους αμέτρητους γραικύλους.

 

ΤΕΛΕΣΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ

Νενανώ τα συστατικά των ουράνιων ήχων

ένα μακρόπνοο τερερέ στην άκαπνη συντέλεια

γοργά και δίγοργα και τρίγοργα

νε νε...νε νε /μηχανισμός απολαύσεως/

ένα τερερέ δίπλα-δίπλα στο Οχτωήχι της τουρκοκρατίας

πλαταίνοντας τις ολονυχτίες τέρπει τερερέ τα χριστεπώνυμα

νανά...νανά, άγια...Δόξα και Νυν εννεάσημος ο μάχιμος

ρυθμός εκείθε

νε νε... νε νε /χορίαμβος-νηρηίδα/

ο μείζων και ο ελάχιστος η πεταστή χειρονομούμενη

το παλαιό πολυσύλλαβον απήχημα

μ’ όλα τούτα βγήκαν οι Παπαφλέσσηδες κ’ οι Κολοκοτρωναίοι.

 

 

η Ιστορία φυσικά

δε μας περιμένει

στη στάση του τρόλεϊ

 

 

ΓΡΑΦΩ ΟΠΩΣ ΕΓΩ ΘΕΛΩ

Α) σκήνωμα η σημερινή μου εσωτερικότητα

Β) εμφάνεια βαρβαρώσεως απέναντι στην Παναγία

C) ο Ρωμανός ο Μελωδός καθηλωμένος ακάθεχτα

4) η Πέμπτη του Μάλερ

5) η Τέταρτη του Σούμαν

6) τίποτα

7) τι αναθρώσκει αύριο το απομεσήμερο;

 

ΡΟΥΜΑΝΙΑ

Μεγάλο έπος του παράφορου

πράσινου σε πολύφυλλες λάμψεις

Ρουμανία χαρούμενη νοσταλγία του μέλλοντος

με φλάουτα του έλληνα θεού του τραγοπόδη Πάνα

μ’ ένα κομμάτι ξυπνημένο μάρμαρο

στα χέρια του αγέρωχου Μπρανκούζι

μεγάλο γεωφυσικό βυζί γιομάτο γάλα

στρουμπουλή Ρουμανία

κουμπάρα του Δούναβη

στους μακρινούς του γάμους με τη Μαύρη Θάλασσα

Ρουμανία αιωρούμενη

κιθάρα του Εμινέσκου

Ρουμανία γλυκόλαλη ολβιότητα του Ενέσκου

Ρουμανία που πλάθεις ρουμάνικα όνειρα

ΡΟΥΜΑΝΙΑ ΙΖΟΛΔΗ ΤΟΥ ΤΡΙΣΤΑΝΟΥ ΤΖΑΡΑ

μουσική καλλικέλαδη των δασών

και των άχραντων αγελάδων-πεδιάδων.

 

ΤΑΡΑΖΟΜΑΙ

καθώς ο νους μου παραπλέει

την ανυπόδητη τρέλα

σιμά στα ανεξήγητα

κίτρινα στοχάζοντας

την ευπρέπεια του ήλιου

στο αμάραντο κυκλάμινο

την επωδή της ημέρας -:

βασίλεμα ιερότητα.

 

ΤΟ ΑΚΤΙΣΤΟΝ

Ευχαριστήρια στους δασώδεις ανέμους.

Διπλοπενιά ο κόσμος της φιλοσοφίας

σκονάκια θεότητας και σίγουρης ευτυχίας

μέριμνα είν’ αυτό το βλέμμα ή οίστρος ακολασίας;

Προς θεού ω Κορίνθιοι παραγίνηκε πια

η τροπική σας υλοφροσύνη.

Καταφερτζήδες του πνεύματος και των στίχων

ευκλεώς στοιχηθείτε...

 

WAGNERISSIMO

Να μια λεκτική νευρικότητα για γέλια.

Τ’ αλάτι ξεμωράθηκε καλπάζει

ο δυόσμος με την άσωστην ευωδιά του

τα σέλινα λαχανιάζουν από δικό τους άρωμα

ο μυρωμένος πρόλογος του μεγάλου γιασεμιού

την όσφρηση τρομερά τη γονατίζει

Βαλκυρίες δεν ήτανε τα ροδαλά τριαντάφυλλα

κι όμως

φιλοδοξούν ολημερίς τ’ αστραποκάψιμο του άντρα.

 

ΠΡΟΣΠΕΛΑΣΗ ΜΕ ΒΑΡΥ ΚΡΥΟΛΟΓΗΜΑ

Μια τρίχα κάνει την άφαντη ζωή της οπουδήποτε

πεσμένη. ειρωνεύεται

την εύρωστη ματιά μου ωσάν γραμμική θεότητα

η αφή και τα όνειρα συμπλέκονται /pugna/

υπήρξα υπνοβάμονας όπως οι αρχαίοι

θρησκευτικοί διδάσκαλοι

μα αυτό το πιάνο

έχει λόξυγγα προς τα δεξιά του σολίστα.

Κανένα άλογο δεν είπε πως χρειάστηκε ποτέ του κτηνίατρο.

Τα χρεμετίσματά μου στην Κυρία μητέρα σας.

 

Η ΠΡΩΤΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ

Φαντασιώνομαι άσκημα

είμαι κυριολεκτικά για πέταμα

είμαι καθώς ένα παλιόχαρτο

που ταλαντεύεται στον αγέρα

δεν ισχυρίζομαι βρε όρνια πως είμαι χιονοδρόμος

μα όμως θα ’πρεπε να συνηθίσω το τίποτα

σαν έστω φεγγερή συμφορά δεν τα κατάφερα

να ενσαρκώσω το τίποτα.

 

Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ

Προσεύχομαι πίνοντας

ο ουρανίσκος μου ας μαρτυρήσει

τουλάχιστο θα βαστήξω ώς το τέλος

με το μηχανάκι-συνείδηση

να φτάσω έτσι ώς το νεκροκρέβατο

προσεύχομαι θωρώντας οτιδήποτε

τι νοερός που θα ’τανε κι ο διαβολόχρονος

αν είχα λίγη

την πιο λίγη ομορφιά μεσ’ στην ψυχή μου.

 

ΚΡΑΣΠΕΔΟΝ

Όποιος λέει πως είναι νικητής

διαπράττει ένα ανιαρό λάθος.

Όποιος λέει πως είναι νικημένος

διαπράττει ένα σπαραχτικό λάθος.

 

ΠΡΙΝ ΑΠ' ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑ

Τσέμπαλο διανύει τη ραδιοφωνία

υπόλευκη κι ασώματη λάμψη καθομιλούμενη

στους άνομους ουρανούς μετά το πραξικόπημα.

 

ΕΙΧΑ ΒΑΘΥΣΤΟΧΑΣΤΕΣ ΕΠΙΓΝΩΣΕΙΣ

Η άπληστη αμμωνία χοροστάτησε στην Κοσμική Λειτουργία

το ανθηρό μεθάνιο οι ψαλμοί των συμπαγών υδάτωνε /όχι

ρήμα/

σε ατμώδη φωνασκία: το υδρογόνο χοντραίνοντας απαλότητα

δις και τρις και τετράκις

τα βιαστικά αμινοξέα στην ερυθρότητα

με άγριες ωδές τις πρωτεΐνες τούς ζωικούς αλαλαγμούς

κι ο άσωτος Σατάν αδιάκοπα μηρυκάζει τον άστατο αριθμό 4

μη διακόπτετε λωτοφάγοι των εφημερίδων /εμένα

δε με νοιάζει καθόλου η στιχουργία/

θαν τα τινάξουμε στο γεροκομείο αιτίας και αποτελέσματος.

Εντούτοις κάθε παγετώνα σε Δώδεκα-Χιλιάδες-Ανομοιότητα

ίσως να φτερουγίσει κατά την έκσταση ο Sapiens-Sapiens

να πνίξει στου μυαλού το αίμα τις πουτάνες Κατηγορίες

να κάνει πράξη την όραση

τα χέρια να χωρέσουν στον αέρα.

Σήμερα η αμαύρωση και σήμερα η φόνισσα φυσαλίδα

βλαστημώντας με τετραγωνικές ρίζες.

 

ΚΩΜΑΖΟΝΤΑΣ

Θα πάω σήμερα μοιραία πάλι στις ίδιες προελεύσεις.

με διυλίζει η επ’ άπειρον ερήμωση

- τι να κάνω όμως; να πιάσω να αραδιάζω

αρχαίες λέξεις απ’ το σάπιο λεξικό μου στην τύχη;

Αχ πόσο θυσίασα την ανάσα μου στο κάπνισμα

τι καφέδες ασυλλόγιστοι κι αλκοόλ ανενδοίαστο

δεν έχω καταλάβει ωστόσο /τι ακριβώς/ πώς οδηγιέμαι

προς το θάνατο...

Μήπως έπρεπε να ’χω γίνει δικηγόρος; να συντάσσω ευχάριστα

προτάσεις πριν απ’ την τηλεόραση

καληνυχτίζοντας τα παιδιά μου στα κρεβατάκια τους;

Μήπως έπρεπε να αγορεύω στα ποινικά δικαστήρια

γεμίζοντας την τσέπη μου με φοβερά χιλιάρικα;

Δεν ξέρω

δεν γίνεται τώρα

να ξανακατέψω την τράπουλα.

 

Ψ-Χ:

ξαστερώνει τιτρώσκοντας

/μ’ αυτές τις δυο λεξούλες

θα περάσω την ημέρα μου

προσπελάζω τον πιο διανοητικό

κι ατραγούδιστο θρήνο μου/

δεν ωφελεί κύριοι εαρόβιοι

να φτερώσουμε τίποτα

 

Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΡΟΜΕΡΟ

Μηδαμινός ωσάν ένα θα ’λεγα μουσικό διάστημα χιονόλυτο

συλλογιέμαι τι ψάχνω εγώ σ’ αυτό τον κόσμο που εξοντώνει

στο Σαλβαντόρ στη Μπολίβια στην Ουρουγουάη στο Σαντιάγκο

σκοτώνει στις ηπείρους τα βαθιά πλάσματα με κάτι μάτια

Θεέ μου λουλουδένια-,

τι γυρεύω εγώ σ’ αυτήνε την εκποίηση του μαύρου αβέρτα...

Μηδαμινός ωσάν ένα κουρελιασμένο ξεσκονόπανο πάλι

καταστρέφομαι δίχως τη δύναμη να δοξάσω τους φρέσκους

κι αδιάκοπους Χριστούς της Παρουσίας.

ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΡΟΜΕΡΟ: ΦΟΝΕΥΘΗΚΕ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΝΑΟ ΚΑΤΑ

ΤΗΝ ΩΡΑ

ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ

ΕΠΕΣΕ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΔΥΝΑΣΤΕΥΟΜΕΝΟΥΣ ΛΑΟΥΣ

ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ

ΤΟΥΣ ΔΥΣΤΥΧΙΣΜΕΝΟΥΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ.

Ας γίνει αχτιδοβόλημα.

 

Η ΕΠΩΝΥΜΙΑ ΤΟΥ ΠΕΝΘΟΥΣ

Διαφεντεύουμε συνήθως ένα όραμα

ιουδαίους ή έλληνες

τη Μεγάλη Πέμπτη στα νέφη που κάποτε

την άπλωσα στο χαρτί

γιομάτος ανίερα ή θάλουσσα

φραστική τού νευρικού μου συστήματος.

/Αναστάσιμοι στίχοι για τους ανεχόρταγους νεκρούς/.

Τι χρονιά και εκείνη

στα χίλια εννιακόσια πενήντα οχτώ...

Χαμένη πια εικοσαετία.

Σήμερα συλλογιέμαι πόσο πιότερο

πλησίασα στο μηδέν της λαίμαργης πληρότητας.

Περιέχω λιγότερα προστάζοντας αρίφνητα

χειρίζομαι μόνος αερόστατα θνησιγένειας.

Τίποτα δεν αγγίζει τις απριλιάτικες βιολέτες;

τίποτα-: μονάχα ο ακάνθινος Ιησούς.

 

ΛΕΞΕΙΣ ΚΑΙ ΦΡΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΓΙΝΑΝ ΠΟΙΗΜΑ

α. ψεκασμός από ερωτήματα

β. η ύπαρξη ζοφώδης αοριστία

μα ο θάνατος κυριολεξία

γ. ο εργαζόμενος ελπίδες

δ. αλουμίνιο

ε. νεκροφιλικά συμπτώματα: οι θρησκείες

ζ. δεν καταδέχομαι να μην πεθάνω

Α. ιδού λοιπόν ο κοσμήσας

με ένα υπόλογο μηδενικό

τη ζωούλα του

Β. γαϊδουράγκαθο χειρονομίας

C. εκνευρισμός

D. δυσπεψία. ο ουρανός μου δεν έχει γαλάζιο

είναι μονάχα εχθρότητα

Ε. πέρδικα δροσερή με κοκκινέλι

F. το γράφειν...

πρέπει να φτάσει πια στην εξαγρίωση

οφείλουμε να τρελαθούμε

G. οφείλουμε /bis/ να ξεκλειδώσουμε

το Ένα

για να σταλιάσουμε κάποτε

πέρ’ απ’ των αριθμών τα ταραχώδη αγάλματα

 

ΟΧΥΡΟΥΜΕΝΟΣ ΜΕ Τ' ΑΣΤΕΡΙΑ

Σήμερα μόλις το εννόησα πλήρως:

όλα τραγουδούν στον πλανήτη

τα τσιγάρα μου τα τρένα τα αυτοκίνητα

η δασεία η ψιλή η περισπωμένη

/να ξέρεις όμως-: άλλο πράμα του λόγου η μαστοριά

κι άλλο η μαστορική της αγωνίας/

όλα τραγουδούν στον πλανήτη

λουλούδια πύραυλοι ασθενοφόρα κι αεροπλάνα

γαϊδούρια μοτοποδήλατα ραδιόφωνα οι ψαλτάδες

νευρώσεις παράνοιες οι βαρειές ψυχώσεις

και των αθρόων αστραπών η πανουργία

στου φωτός το θρόισμα

ο κακοήθης όγκος η αρτηρίτιδα κ’ η διπλή πνευμονία

τα μωρά της αμυγδαλωτής κυρά-Βασίλαινας

η αποτυχία η ευτυχία η επιτυχία η δυστυχία

όλα τραγουδούν στον πλανήτη.

 

ΦΑΣΜΑΤΟΦΑΝΕΙΑ

Χάθηκα δωρεάν από δίψα θανάτου τυλίγοντας

το κεφάλι μου με ξάστερους βοριάδες

μα η ζωή δεν είναι διόλου αποβλεπτική

μονάχα φλισκούνι – μάλιστα –

που δασκαλεύει την όραση με αδηφάγο αόρατο

πριόνι χαρούμενο στα χέρια μου η φτερωτή γραφίδα

κ’ οι άγγελοι λαμπρά ενσαρκωμένοι στ’ αεροπλάνα.

Δεν περιμένω χειροκροτήματα είμαι νεκρόσιτος

και είμαι επουράνιος από βαθειά βλακεία χειροποίητη.

δράττομαι βιβλικά φαινόμενα της ανεικονικότητας

αγιορείτης στον ασφαλτόδρομο με τα λεωφορεία

γελοίος όσο και το γέλιο. σχεδόν υπήκοος αντικρίσματος

που νοσταλγεί κατά σύμπτωση την τυφλότητα

συγχέονται συνεχώς η φαντασία και η πραγματικότητα

τι είναι άραγε στο μυαλό μου και τι είναι απ’ έξω

δεν το δύναμαι να ’χω απόκριση

οι ώρες μου κατακλύζουν απουσία. φωνασκός ο Λάζαρος

όχι

βρε κακορίζικοι αναγνώστες

χαντακωμένος από θλίψη αχερούσια

Bourdonnements doreilles.

 

Η ΧΑΛΚΩΔΗΣ ΑΦΑΙΡΕΣΗ

Προορισμός: Ο Αχέροντας –

αρνηθείτε το αυτό!

Τυχάριθμοι δεν είμαστε

στην πραγματικότητα;

Και τι εστί μιλώντας ύπαρξη;

Γνωρίζουμε κατά βάθος ή

κατ’ επιφάνεια

τα χρυσαφιά και ρόδινα κρεμμύδια;

 

ΠΡΟΚΛΑΣΙΚΗ ΕΚΤΟΝΩΣΗ

- Είσαι στενοχωρημένος;

- Όχι. γεννήθηκα στενοχωρημένος.

(Την ώρα εκείνη στοχάστηκα: PHRONESIS.)

 

Δεν έχει οπτικό μας οδοιπορικό η κίνηση

στο άνθος όταν ανοίγει και σιγά-σιγά πάει

στο μαρασμό του

(κι αν ακόμη το παρατηρήσουμε από κλάσμα

σε κλάσμα).

 

Εμμαούς Εμμαούς

ε μα όχι ε μα όχι

 

Κείθε θ’ ανάψουμε παλαιική φωτιά για να κάψουμε

συμπεράσματα και θα ’ναι βαθιά ξεχασμένη η τηλεόραση.

 

Ξεγοφιάστηκε μια γαρδένια κι αποτόμως ανάτειλε

η πολυτέλεια τού τής τών

(υπολείπεται μια γενική από όλα τα όντα)

τώρα μπορώ να ξεπεζεύω στα άρθρα

αιωρούμενα.

 

Για να πιαστούμε λιγάκι στο άξαφνο ανασαίνοντας

αποτρόπαιο...

 

ΨΥΧΟΛΕΘΡΟΣ

Μαύρα Χριστούγεννα. κατεδάφιση και λυπομανία

διαθέτω όμως και ένα λαχείο

δήθεν ελπίζοντας

λένε και τ’ αστέρια

σαχλαμάρες ανώδυνες και του τάφου λιακάδες

εγώ θεωρήθηκα μυριάδες χιλιόμετρα μελανιασμένα πλην(;)

ακριβώς απ’ αυτή την ακινησία οπού είμαι.

δυσκολεύω τα χρώματα πρέπει

να αντικρούσω πάραυτα το χλώριο.

 

CANTUS EXISTENTIALIS

Ανάμεσα στο γιασεμί και στην κιθάρα

είναι θνητότερος ο τραγουδιστής.

κάθεται στην απόσταση διαιώνιο μονάχα το φεγγάρι

σχεδόν ωσάν ισπανικός στίχος

που ρυακίζει μελαψή στο ύψος λευκότητα, σχεδόν

ωσάν ταύρος από άρωμα πληγής

κάθεται στην απόσταση μονάχα το φεγγάρι χαλκευμένο

χασκοχαζεύοντας μ’ ένα υφάδι χλιαρής αστρολογίας

ταξινομεί διαπληκτιζόμενο τους θεόστραβους αιώνες

κουφούς με σπλάχνα δυσεντερίας

/δεν πάει πια μέσ’ απ’ τις λέξεις η υπόθεση/.

 

ΜΑΖΙΚΟΙ ΨΙΘΥΡΟΙ

συσχετίζοντας μελανότητες

 

ο Βούδδας είχε βιβλιοθήκη;

(ούτε ο Ιησούς)

αναπαύσου στο σκοτάδι πυγολαμπίδα μου

 

η κατασίγαση μυχός της αγιοσύνης

 

επικοινωνούσαμε τηλεφωνικώς από τάφο

σε τάφο

αντλούσαμε δισυπόστατο. τι εκχύμωση

να ορνιθοσκαλίζουμε καρτεσιανά φρούτα...

 

ΖΑΠΥΡΟΣ

Κείθε

δώθε

πιο κείθε

/τότε πιο δώθε/

κάθεσαι καλά ή μήπως

μετεωρίζεσαι;

Στην επανάσταση

γρήγορα!

 

ΩΣ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Σκεφτόμουνα το ταυτόχρονο που παραπαίει

continuum x,y,z ο άρτιος φευγάτος αριθμός

οπού δεν αποπατεί υπόλοιπο

300000 km/s η αντιφωνία στα μοσκομύριστα

μουσικά φιλέτα

δεν τη γλεντήσατε εσείς ωρέ χαζοχελιδονάδες

τη διαμάχη Παραβολής και Ευθείας

/κι ωστόσο η φιλαλήθειά τους είν’ εφάμιλλη/.

Απάριθμος ανεβαίνω στα μυθικά μου λαλέοντα

η πραγματική μας εθνικότητα: θνήσκουμε.

 

ΠΩΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΥΜΕ ΤΑ ΠΕΝΘΗ

Έχω παρακολουθήσει αγριογούρουνο χωρίς κηδεία

ξενύχτια με Ηρωική και δωδεκάδες τρανόφθογγα

διαλάμποντας ως αετός υπόπτερος

καθίζηση στα μεγαμόρια της ολότητας οξυνόμενα

η τελετή στο μνήμα

ύστερα κονιάκ απαίσιο και παξιμαδάκι

στα πρωινά μισολιασμένα κοιμητήρια

ο τάφος ήτανε υπέροχος από φρεσκάδα

τα εγγόνια κλαίγαν ασταμάτητα.

 

ΜΙΚΡΟΣ ΧΟΡΩΔΙΑΚΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ

Θεέ μου μη με καταστείλεις. Να πώς εγώ προσεύχομαι διαρρέοντας το ακούραστο μαύρο. Κατευθύνεις ερείπια, προς τα πού όμως; Δεν είν’ ο φόβος η ψίχα μέσα σε τούτη την ξενυχιασμένη ερώτηση. Τρομάζω απ’ την κατακλείδα: συναλλάσει η φρίκη τα μεταβλητά μας.

 

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΙΗΜΑ

Σήμερα χάρηκα την ύπαρξη

πεσμένη στην αγκαλιά μου.

Τ’ ανθρώπινα γυαλιά – τα βλέπω από πέρα –

στην αγριότητα του αίματος.

Ένας πραγματικός άγγελος η κάθε

ουρανόφερτη ημέρα. η κάθε

υλικώτατη ημέρα.

Τρακόσιοι εξήντα πέντε

άγγελοι πραγματικοί στο καλαντάρι.

Κρατήσου μόνος όπως ο αρχαίος Εφέσιος

ανάμεσα στην κριτική της ερημίας.

απελπίσου τελοσπάντων ως άνθρωπος. ορθώσου

στα νύχια της αγωνίας. γίνου διάτορος.

Οι πηγές ερειπώνονται. στο πηγαίο κατάμεσα

οι άνθρωποι δίχως έστω τα γνωστά εικονίσματα

κουβαλήσαν αδάκρυτους χωροφύλακες.

η βία και το κράτος.

Συμμερίζεσαι τίποτα σ’ αυτό τον κόσμο;

Προς τι το ερώτημα, σου είπα προ ολίγου,

σήμερα χάρηκα την ύπαρξη

πεσμένη στην αγκαλιά μου

φτεροκοπώντας από κάτι εφηβικά μεσάνυχτα

γιομάτος μανία για το πρωτόγονο.

Θυμήσου την απώλεια του γάργαρου πραγματικού

με τόση κατανάλωση με τόση δράση...

Θανάσιμη κοπριά. χαρούμενο έγκλημα.

Γι’ αυτό κ’ εγώ γυρίζω στα αγάλματα

στριφώνοντας λογισμούς οπού αστράφτουν εγκαρτέρηση

λογισμούς ασήκωτους απ’ τα γεγονότα.

Τι ναν την κάνεις την ξυλοσοφία; Πρέπει ναν το νιώσουμε

πώς είν’ άλλο πράμα ο λατόμος

κι άλλο πράγμα ο ξυλόσοφος.

Κανένας σκύλος όρθιος; κανένας βλογημένος κύνας;

Α, όχι, δε σε περιμένω

νά ’ρθεις απ’ τις λέξεις, όχι πια... Δεν ωφελούν

αυτά τα ορμητήρια.

δαμάζοντας την πλάνη θαν τη νιώσεις

ως πανάκριβη φενάκη τη γλώσσα

εξαντλεί η άτιμη σύντομα το μικρό μας μεροκάματο.

Και μας λείπει ο Πόρος.

πένητες υπάρχουμε.

Σημαδεύουμε όμως με λάμψεις τα ειωθότα.

Συχνά τα κατακαίουμε. συχνά τα δίνουμε βορά στη φλόγα.

Στο σημείο αυτό προτείνω μονάχος μου οικονομία.

 

ΠΟΛΥΣΕΛΙΔΟ ΔΑΣΟΣ

Χάθηκα στη μονάζουσα ρεματιά οπού τρύπωσε

μόλις ακουόμενο ανάμεσα

σε λογιώ-λογιώ χορταράκια

τ’ ανάλαφρου νερού το ψιθυριστό δείλιασμα.

Βρομοθήλυκο εσύ Αντιφατικότητα

συγκρούεσαι διαρκώς με το θάμβος μου καθώς αναίμαχτος

ακούω σωρηδόν αγαλλόμενα τ’ αηδόνια

καθώς ανελλιπώς εκκλησιάζομαι στην απεραντοσύνη.

Αχ να ’βλεπα λιγάκι τη θωριά σου αγερομάτα μου

σε εικονίζω πάλι να εκκολάπτεσαι στην ιώδη σου θλίψη

εσύ σχεδόν ασώματη σε μακρουλές βάναυσες ώρες

και μένα οι καμπύλες σου στην ερημιά μ’ αποτεφρώνουν.

Εκείθε στην καρδιά του δάσους μάγισσες

κυματιστές με τέτοια μαλλιαρά χρώματα

στην όψη τους ολοφύρεται πικρά σαν άγραφη ένσταση

η διοχέτευση στην Απουσία.

 

Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΟΙΗΣΗ

Το κορμί καταστέλλοντας αγγίζω τη ζωή την άδολη

που εξαλείφει

/νωχέλεια ρομαντική και εγώ κάθε μέρα στα νυχτώματα

εφευρίσκω το πεπρωμένο μου

σε πιθανή βαρβάρωση με 180ο χλοερού Αντίχριστου

ταχύπτερα νιώθοντας απαλή θεομηνία μεσ’ στις αρτηρίες μου/

σ’ ένα διάττοντα οπού μοιάζει να ’ναι η άμβλωση της φαινομενικότητας

αυτό θα πει φωτός ατίμωση για πάντα

/σαν πολλά δεν είν’ ώς τώρα τα θηλυκά σου ουσιαστικά

βρε παρλαπίπα;/

συμπτώματα στη βελούδινη τρώγλη του κρίνου με άσπρο πολυτέλειας

και με κίτρινο σε ουράνια στύση

οιακίζοντας όλεθρο προς τα ημερήσια ύψη γαλακτώδη

η αποθάρρυνση δεν υπάρχει στην πεταλούδα κι αν ακόμη

τις καρφιτσώνεις

μα όμως το δικό μου Πραγματικό δεν είναι μηχάνημα φυτρώνει

στα στήθια

ο θείος οργασμός των ορθρινών προηγιασμένων εξανθήματα

ωραιότητας

παφλάζοντας εβραϊσμό το ολιγάριθμο εκκλησίασμα

τέμπλα μαρμαρόγλυπτα κι αμαυρωμένα η ραγδαία ενοχή

στα γονατίσματα

ο στιλπνότερος θάνατος του εμπορεύματος οπού εγκλωβίζει

σπανιόψυχους

ανθέμια ρινίσματα η αποσάρθρωση κι ο δοκιμαστικός σωλήνας

του έαρος

στην κουπαστή του Τέλλεμαν ακαθόριστο νοοτρόπιο /δε λαθεύω/

ξιπόλητα τα μάγουλα της Μάρθας /τη λάτρευα δυσοίωνη κι ολομόναχη

στην οχλαγωγία/

θωρακισμένος με εκπληχτική παράνοια διαρκείας είκοσι

λεπτών επιτέλους

ο νομέας του forte.

Δε σε θέλω αυτόχειρα γιατί έτσι θα επιβράβευες ακούσια

το αίσχος της οντότητας

παρόρμηση σαράκι και μυκτηρισμός τα ανακλαστικά τής ματαιοδοξίας

ενστερνίζομαι απολαύσεις απ’ την ειρημένη Μαρθα που με συντρίβουν ευχάριστα

ο επικήδειος θα ’ναι τώρα για την όσφρηση κι ο θάνατός μου

σηπόμενος ουραγός

εποποιία.

 

απάγγελνα προχτές ποιήματα μου

σε μια μαύρη γάτα οπού κρατούσε

το ακουστικό με διθύραμβο

 

Τ' ΑΚΡΟΝΥΧΑ ΜΟΥ

Ταλανίζομαι στην ερχόμενη για αιώνες βαρβαρότητα

με κόρνα που μισούν τις Κυριακές το βράδυ χωρίς έρωτα

/μην παρατείνετε τις εκφράσεις. τα λέω όλα τρέχοντας/

θεμελίωση θανάτου δεν τη βλέπω κυοφορούμενος αντίκρυ

σ’ αυτό το εφιαλτικό γκρενά ωιμένα

μετρώντας δοξασίες ανάμεσα σε φουρφουλιά καυτή

και τσάι που ευωδιάζει.

 

ΠΩΣ ΝΑ ΟΝΟΜΑΣΩ ΑΥΤΟ ΤΟ ΓΡΑΨΙΜΟ

Σύγνεφα ξεκουτιάρικα διασημότητες της αιθρίας

κάθομαι σ’ ένα βραχάκι σάς απολαμβάνω

δεν έχετε προβλήματα τη λύση την κρατεί γαλήνιος

ο ρακένδυτος προλετάριος

ο φυσικός νόμος

τηλέφωνα δεν ξέρετε την αγάπη

στα άκρα την ξετυλίγετε

τυχάρπαστα δεδομένα σύμβολα της θλίψεως...

Δεν έχω μια δεκάρα στην τσέπη μου κι όμως αγάλλομαι

στη δοξασμένη σας νηπιότητα

ο τιμάριθμος εδώ σε μας ανεβαίνει μα εσάς τι σας νοιάζει

που βροχθίζετε ολοένα το γαλάζιο τ’ ουρανού

μ’ ένα σερνάμενο γεγονός από καραμέλα

θύματα στιγμιαία στα οξύρρυγχα μεγάλα δευτερόλεπτα...

Είμαι κ’ εγώ ωσάν εσάς τρεχάμενος: επειγόμενη ύλη

μα όχι δεν το ξαναστοχάζομαι

γαϊδούρια μαθουσάλες μού φαινόσαστε βρε άτιμα σύγνεφα

σας ικετεύω μια ματιά σε μένα οπού μάτωσα

την κίνηση συζευχτήκατε λησμονώντας τη δυστυχία μου

προς την πλήρη διάλυση πορευόμενα.

 

ΠΕΡΣΙ Ή ΠΡΟΠΕΡΣΙ;

Κατάγιαλα βρισκόμουνα κι ανάσαινα την αύρα της θαλάσσης

il pleuvait sans cesse sur Beste – θυμήσου το Μπάρμπαρα

το πιάνο είχε καταχνιάσει σε χιλιετίες τείνοντας προς εμένα

δύσκολα φεύγουμε απ’ το μεσίστιο Ίσως

τι φταίω όμως εγώ που λιμνάζει στα πέρατα η θνησιμότητα

ηλιοφάνεια σου αφηγούμαι τράβα στο τηλέφωνο μηδέν

για ν’ ακούσω

οπότε εβγήκα γρήγορα στο προαύλιο έξω να μαζέψω τις καρέκλες

και χούγιαξα τον ουρανόφυτο Θεό σας με σεισμογόνα μουσική μου

σε διαστάσεις τρομαχτικής σημειογραφίας που μόνη της έφθινε

ήτανε δυστυχείς φιλόλογοι και άλλοι ολιγοφρενείς επαγγελματίες

τα τιμάρια-γυναικάρια συνερίζονταν κι ανάστρεφαν επιθέσεις

κανένας δε θα μπορέσει να θωρακίσει τους φυτοφάγους ελέφαντες

δεν ξέρω πια τι μου επιφυλάσσεται τύπτω γωνίες κάθετες και

διδάσκω

θεραπείες από μνήμης.

 

τύμβος πληγιάζει με σκουριασμένη ασπράδα

το φεγγαρόχορτο

σκυθιστί σκυθρωπάζω

αϋπνία τοις μετρητοίς: χρονοφρένεια

η νύχτα δέχεται τη βραχύτητα

ως διάρκεια

χιλιοστών Διονύσου

 

συντόμως: ένα επίρρημα ακορντεόν

 

η πράξη της χαράς: η απραξία τα άνθη είν’

άλθη

 

ιμάντες στους τροχούς της Ιστορίας

οι ιδέες μας

να πω πρηξίματα ή να γράψω ωοθήκες;

 

ο δοτός απ’ τα χάπια ύπνος

 

η αλήθεια ως ενικός είναι άλεχτη.

η αλήθεια λέγεται πληθυντικός:

υπάρχουν

αλήθειες

 

NIHILITE

Τι θέλει στα μάτια μου βραδιάτικα

αυτό το δάκρυ;

 

Πήραμε την αμοιβή μας πάμε για κατούρημα

ο διεθνισμός των ζώων επιβάλλει τον Πύρρωνα

 

η ευθεία: το άλλοθι της καμπύλης

 

ΛΕΥΚΗ ΞΥΛΕΙΑ

Εγώ θέλω να τελειώνω με την ύπαρξη.

πώς γίνεται όμως αυτό

χωρίς απόγνωση στα έγκατα;

/Θα συνεχίσω μιαν άλλη μέρα/.

 

[...]

συνωστιζόμενη μοναξιά προς έναν

εσπεραντισμό της οντότητας

 

ΕΚΖΕΜΑ ΟΠΤΑΣΙΑΣ

Αυτά λοιπόν ήτανε τα ερυθρά μου ταξίδια.

Νότιος οίστρος ελλοχεύουσα

τέρρα ινκόγκνιτα.

Στερεότυπος είν’ ετούτος ο άνεμος ω Αλησμόνητη

χωρίς καν το ουράνιο τόξο

συντροφεύοντας αμυδρά του ήλιου τη βαρβατίλα

μετά την ξέφρενη βροχή οπούγινε υδάτινο κώμα

ικετεύοντας /πάλι μετοχή τι να κάνω…/ συννεφοκούρελα

για νερένια θυελλώδη επιβίωση.

Καλοκαίρι με τον τόνο κ’ η εικόνα του πελάγους

κακότητα μυρωδική στην τριγωνομετρία.

Είμαι μονάχος – κεφεδάκι τσιγάρο χαρτί και μολύβι –

σε βραχώδη κατάσταση που με εξοντώνει.

 

ΔΕΚΤΙΚΟΤΗΤΕΣ ΑΝΘΟΥΣ

φθόγγοι που έχουν αποδράσει απ’ τη φθογγικότητα

ζοχάδες της φιλάσθενης ορολογίας

φύλλα που έχουν εκφύγει πλέον απ’ τη φυλλοσύνη

λέξεις που δρέπουν ερημικά τη λεκτικότητα

ο αγέρας που μίσεψε και δε γνωρίζει πια αγεροσύνη

κάθε γεγονός όπως θα ’λεγε ο Βιττγκενστάιν

ή αντικείμενο

ραίνοντας από ψηλά

με την άρνηση την καθαρή του ιδιότητα

συνέχει τώρα την καρδιά μου σε μνημόσυνη διάρκεια.

Δεν είμαι άνθηση, το ξέρω περιμένοντας

του απόμερου φόβητρου

την άχαρην ώρα.

 

ΠΑΡ' ΟΛΗ ΤΗΝ ΟΡΑΣΗ

Με ό,τι αρθρώνεις το Πράγματι το εξαρθρώνεις.

Νεάζουν αιωνίως τα ερωτηματικά /οξυτονία/

να ’ξερα λίγη φονοτεχνική για ξεκούραση /κάτι συναρτήσεις…/

θ’ ανάψω καμπυλόγραμμα τοξίνης τραγουδώντας από αυτάρκεια

την Τρίτη Διεθνή (σας παραφαίνεται;)

νιάουουου!

 

ΗΧΟΜΟΝΩΣΗ

Χάραζε τώρα ξάστερα ιερογλυφικά.

βγες και λυτρώσου /να μια γελοία προσταχτική/

στο Ασύνεχο.

Η μια μου λέξη ας κοροϊδεύει πάντα την άλλη

στο υπόγειο της γλώσσας η λαλέουσα μαύρη αιθάλη.

Τα κύτταρά μου είνα πλασμέν’ από απελπισία.

 

πέρ' από κάθε γλώσσα

πέρ’ από κάθε γλώσσα to dasos me klamena

megala klonaria fteruyize sto adinato i

sto fegarofoto

 

ΔΥΝΑΣΤΕΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΠΕΡΙΤΤΑ ΦΕΓΓΑΡΙΑ

Είναι στεγνά τα τόσα βάσανα μεσ’ στα βρεγμένα φώτα.

Έβλεπα κιόλας αλληλέγγυα τα χρώματα στη θεόγραφτη

πορεία του αβέβαιου σκούληκα δίχως πυξίδα

/λυπήσου την τετράποδη κίνηση μην την ταριχεύεις

απέναντι στις άγριες ξυλοφωτιές τής άβυσσος/

διαιρώντας τα ενόργανα (σαν το σκούληκα) και τα ανόργανα

στην ηλεχτρική κατάσταση στη μαγνητική

και στα ράκη της ατάλαντης βαρύτητας

/καθώς ο πόλεμος: το ταλέντο ρέει μέσ’ στις φλέβες μας -:

η φλόγα της βαθειάς ειρήνης/

κραδαίνουμε τη διάθλαση στην Κοίμηση του Κροπότκιν

αλλάζουμε την αύξηση, στο στήθος μετακομίζοντας

/η θράκα οπού γλυκανάσαινε στο μαγκαλάκι

σχημάτιζε πάνω στα θυμωμένα κάρβουνα σιγή-:

τη στάχτη σαν επιδερμίδα/.

Μνημόσυνο είν’ το φίλημα η ματωμένη δύση

κατάντικρυ στην κυματώδη θάλασσα

πλαστική ερημιά

μελαγχολία-στύση.

 

ΠΕΡΙΝΟΙΑ Η ΘΑΝΑΤΟΧΥΤΗ

Σταμάτησε την πένα σου στην πείνα.

είμαστε στο εστιατόριο. παραγγείλαμε φλογίδες.

Η μαθηματική εξεικόνιση της γελωτοποιίας είν’ αδύνατη.

 

ΛΥΡΙΚΗ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑ

Εκείνο που μονάχα στην αόριστη μουσική

μπορούμε ναν το ζήσουμε

κανένας λεκτικός τρόπος δεν το δείχνει.

Κατάργηση σήψη που διέπω.

Τους ακανθώδεις αριθμούς τους ανάτειλα

ωσάν επειγόμενος πηλοπλάστης.

obscura per obscuris αποφαίνομαι σύγκορμος

κι αυτό είν’ η μόνη μου χάρη.

Δέχομαι συνεχώς αθωότερη θνησιμότητα

φρυγική της βακχείας φυσικότητα.

Η διάκριση που ειπώθηκε άθροισμα ερρέτω

διαίρεση και μαύρος πολλαπλασιασμός

η φιλάρεσκη αφαίρεση

πουθενά δε θα σκιρτήσουν -, έρωτας εξάρχει

είναι σαμσάρα δίχως ερώτηση.

 

ΛΟΓΑΔΗΝ /ΑΥΤΟ ΘΑ ΠΕΙ ΧΤΙΣΙΜΟ.../

Φεύγω από τίποτα; Μένω σε τίποτα;

Η πένα μου βαθιά το νιώθω: ξεψυχά

σε δουλικά χαράματα

οπού κρατιέμαι χωρίς ανερμάτιστα φαινόμενα

/χειρόφρενα θεότητας/

εικονίζοντας εικασίες βραχνιασμένες

τοπωνύμια ερεβώδη:

η επιθετική μου μεταφυσική

για να υπάρχω χειρότερος.

 

ΤΕΧΝΗ /ΒΕΛΟΣ/ ΠΡΟΣ ΥΠΑΡΞΗ

Νύχτα του μεγάλου κόρνου. χωθήκαμε

στο ξωκκλήσι

γιομάτοι δέος απ’ τον ολόαγνο κοκκύτη

τ’ ουρανού

στοχάζοντας τη θύελλα ωσάν επίθεση

για να μας τραντάζει το μη-Είναι.

L’ heure de la laideur.

Ένας άξαφνος κλόουν σπάζει τ’ αβγό

του Πάσχα

την κόκκινη μύτη του πετάγοντας κίτρινο.

 

ΓΙΟΡΤΑΖΩ ΤΑ ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΜΟΥ ΜΕ ΚΑΥΣΩΝΑ

Τείνουμε ολοένα σε βιαιότητες διαφέροντας απ’ τα ζώα

ως προς τη ζωωδία μας μονάχα.

Για συγκόλλησε την ανάπνια σου με το αντικείμενο

που τουρτουρίζει tat

είν’ η αμφίνοια στον ήλιο λάμπουσα τα κόπρανα της μαύρης

αίγας

από μέσα tat απ’ έξω tat τα συνηχούμενα δίχα

σε χορογραφία της γλώσσας

εγκυμονώντας ή εκτιτρώσκοντας

μαραζωμένες φωτιές από φώκιας ασπράδι

τη νύχτα καρβουνοζωή με ζου γαμψόνυχο λένε οι Λάπωνες

τη νύχτα κλάνει το νερό στις υπναλέες βρύσες

το σύμπαν είναι ξακάθαρα γλωσσικό – η συμφορά μας –

ανοίχτε

εγώ μυήθηκα για παγόβουνο

tat -

 

ΒΑΒΥΛΩΝ Η ΜΕΓΑΛΗ

Σάλπιγγες από ανάερο Σικελιανό

φλάουτο από ανύπαντρο Καρυωτάκη.

/Στο φινάλε τι συνοδεύει τέτοιαν ώρα

τις νυχτιάτικες κιθάρες…/.

Να το θέρος – ο έναστρος Ήφαιστος – ανοίγοντας

ακρεούργητα ζητήματα μωρίας-:

οι άθλιοι ευημεριστές

νοικιάζουν έναν ήλιο κρετίνο στα νησάκια τους

μια θάλασσα φορεμένη

στα σχέδια του χειμώνα.

Ξεδιαλέγοντας άναυδο τα βράδυα σχηματίζω τις φράσεις

ποτίζοντας άνηθο ανασταίνω τα ήθη.

Δεν ξέρεις από έλευση ζωής

κάπηλε χτηματία του χρόνου

δεν-ξέρεις-αριθμοσύνη.

Θ’ αποτελέσει θρίαμβο στα πιανίσιμα του μέλλοντος

που κάπνιζα τις συλλαβές σκοτώνοντας

ζωύφια-δευτερόλεπτα.

Δε βαριέσαι; Τι Επίκτητος να σεργιανάς

τι σωστά ντυμένος Αλ Καπόνε

με τη φαρδειά κορδέλα σου στο καπέλο σου

με ρόδινες χοντρές γραβάτες…

Το γεγονός είναι ένα -: θα πεθάνεις.

Χάσμα ο Σούμπερτ ανεξιχνίαστο.

 

ΗΜΙΚΙΟΝΕΣ ΤΗ ΝΥΧΤΑ

με χέρια ελαφρώς ελλειπτικά κι απαρέμφατα συμπυκνώσεως

η Σίβυλλα φθέγγεται σιγή σε υπερβόρεια θλάση

πόσα κυβικά; /αυτό δε θαν το μάθω/

ρεμάλια τ’ ουρανού τ’ αστέρια την περνούν κοτσάνι κάθε βράδυ

δεν ξέρουν από ύπνο κι από σκοτεινή εγρήγορση

χαραμίζουν εκείθε του Κέπλερου την απλέρωτη νοοπλοΐα

κι ο Ιούλιος Καίσαρας

απολαμβάνει τις μαχαιριές

τυλίγοντας την όραση με δροσερές τσουκνίδες

ρημάζει μ’ ένα άσπρο αχ την αφή του

στα μάρμαρα

τεχθείς κι ο θάνατος μαζί με τη ζωή: σ’ όλη τη ματαιότητα

ευγνωμοσύνη

 

σε θρομβώδη νερά λιγοκύλιστα

η καρδιά μου συλλαβίζει την τεχνική της

τάσι δεν έψαξα να πιω μα αναπνέω δυσάλθητος τα έμφυτα

θάμβη

η διαβατάρικη ομορφιά ενός ήχου όπως

όταν προφέρουμε κράμβη

 

κόντεψα να υπάρχω σήμερα πρέπει όμως να κλειδώσω τώρα

ο τερματοφύλακας εκφράζει μητρότητα

δε μ’ αρέσει αυτή η θέση στο ποδόσφαιρο

 

ΑΥΤΟΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ ΣΤΟΝ ΑΣΦΑΛΤΟΔΡΟΜΟ

Συχνά διανοούμενος ωσάν ηλίθιος ή μόλις ποιητής

χάνοντας απ’ τα μάτια μου τα ευλύγιστα

σμήνη από ηχοφρένεια /είν’ επίδεσμοι αιματωμένοι

στη φαεινή πληγή του μυστηρίου/

συχνά τα λόγια μου τα κυνηγούν ερινύες και δράκοι

πανικοβάλλοντας την τόσο νευρική μου προφορικότητα

φτερουγίζουν έτσι κάνα δυο λέξεις ερείπια

γλιτωμένα σε χορτάρια από φράσεις θνησιμαίες κι αβέβαιες

το στόμα μου δεν υφίσταται -, τείχος η λάμψη που υφαίνει

αιματηρά τη φθαρτότητα.

Για ιδές ψηλά, διάττοντες -: τα ρίγη που θρυμματίζουν

τη βραδινή κι ασώματη θεότητα.

Δεσμοφύλακες είν’ οι λέξεις τραυματίες τα γάργαρα σώψυχα

ψηφιδωτό σε ηλιόλουστη σιγή: στα λιθάρια υπ’ ατμόν η σαύρα

πολύκλωνα όνειρα εδάφους κι άλλα φυτικά μνημόνια

σήπονται στην αγχώδη απεικόνιση στα ελεεινά

νυχτώματα στην έρπουσα υγρασία.

 

ΈΧΟΥΜΕ ΚΑΘΕ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΝΑ ΚΟΙΜΟΜΑΣΤΕ

ή μήπως όχι;

για σκέψου να ανήκε στο κράτος

ο ύπνος

τα πράγματα θα ’τανε δύσκολα

θ’ αγοράζαμε ύπνο με δελτίο; ή ελεύθερα; και πόσο;

κι αν είχε παραχωρηθεί στην ιδιωτική πρωτοβουλία; ποια

η τιμή του σήμερα;

θα πεθαίναμε από εγρήγορση χωρίς χρήματα;

οι πάσχοντες από αϋπνίες τυχερότεροι λιγάκι

--- δεν είν’ έτσι;

 

για σκέψου να μη μας ανήκε ο ύπνος.

 

ΦΛΕΓΕΤΑΙ ΣΤΗ ΝΕΡΟΠΟΝΤΗ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΜΟΥ

διαβάζοντας εγώ τα μελλούμενα κατάσαρκα στο πικραμύγδαλο

θρυαλλίδα είν’ τα τραγούδια σου καημένη μου ρίγανη

κάθε βράδυ

τρόμος ανοίγει το μεγάλο φουντωμένο κόκορα στα δυο

δεν κατουρήθηκε εκείνος ο νευρολόγος ακόμη

γιομάτη ψύλλους η θεωρητική μας διαμονή κι ωστόσο

με δαγκωνιές της πείνας απ’ τους μαύρους παγετώνες

ο θάνατος: το γουδί το γουδοχέρι

 

ΤΡΙΠΤΥΧΟ

Η γραπτή ποίηση

σωριάστηκε στο στήθος μου

σαν ένα τίποτα.